Ἐπάνω σε ὅλους τους τάφους γράφεται «ἐνθάδε κεῖται», μόνο στόν τάφο του Χριστού γράφεται εκείνο που είπε ο άγγελος «οὐκ ἔστιν ὧδε»!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Στην Ανάστασι του Κυρίου στηρίζονται οι μεγάλες ἀλήθειες της πίστεως π.χ.· η αγιότης και αναμαρτησία του Κυρίου, η αποτελεσματικότης της θυσίας του, η ελπίδα των πενθούντων, η αισιοδοξία για τη νίκη της αρετής και της αληθείας, η παρηγορία κάθε αμαρτωλου· ο Αναστάς εκ νεκρών είναι «ο τοις πεσούσι παρέχων ανάστασιν».
Ἀνέτειλε ὁ Ἥλιος!
«Καὶ λίαν πρωὶ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου» (Μᾶρκ. 16,2)
Ἂς πᾶμε, ἀγαπητοί μου, νοερὰ στὸ Γολγοθᾶ, ἐκεῖ ποὺ ἔγινε τὸ φρικτότερο ἔγκλημα. Μέσα στὸ ἔκτακτο τρίωρο σκοτάδι ἀκούγεται ἡ συγκλονιστικὴ φωνὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου «Ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; …Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46) καὶ τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30). Σχίζεται τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ, ἀνοίγουν τάφοι, ἀνασταίνονται νεκροί, σείεται ἡ γῆ. Κι αὐτοὶ οἱ ἀτρόμητοι ῾Ρωμαῖοι τρομάζουν. Ὁ ἑκατόνταρχος ὁμολογεῖ· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54). Ὁ Ἰησοῦς νεκρὸς στὸ σταυρό. Ὁ Ἰωσὴφ ἀποκαθηλώνει τὸ σῶμα καὶ μὲ τὸ Νικόδημο τὸ ἐνταφιάζουν, ἐνῷ ὁ ἥλιος δύει.
Τώρα νιώθουν ἀπογοήτευσι, εἶνε κοπάδι ποὺ ὁ τσοπᾶνος του σκοτώθηκε. Ὅλες οἱ ἐλπίδες τους ἔχουν διαψευσθῆ, κι αὐτοὶ περίτρομοι ἔχουν ἐξαφανιστῆ. Θά ᾽θελαν νὰ λησμονηθοῦν, νὰ περάσῃ τοῦτος ὁ ἀνεμοστρόβιλος γύρω ἀπ᾽ τὸ πρόσωπο τοῦ Διδασκάλου τους. Κ᾽ ἔπειτα; Ποῦ θὰ πήγαιναν; Νὰ γυρίσουν στὰ χωριά τους; Μὰ ἦταν εὔκολο; Ξέρουμε μὲ τί ντροπὴ γυρίζει στὸ χωριό του ἐκεῖνος ποὺ ἀπέτυχε στὰ σχέδιά του, τί εἰρωνεῖες καὶ σχόλια ἀκούει. Ἦταν ὅμως ἀναγκασμένοι νὰ γυρίσουν στὶς παλιὲς ἀσχολίες τους. Θὰ ζοῦσαν μὲ τὴν ἀνάμνησι τοῦ Διδασκάλου – αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ σβήσῃ, ἡ μελαγχολία πάντως θὰ δέσποζε στὴ ζωή τους· γιατὶ ἡ μάχη τοῦ Ἰησοῦ κατὰ τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων εἶχε καταλήξει σὲ ἧττα…
* * *
Σὲ ἧττα; Ὄχι, ἀδελφοί μου! Αὐτὸ ποὺ φαινόταν ἧττα μεταβλήθηκε σὲ θρίαμβο, θρίαμβο μοναδικό, αἰώνιο. Μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἀπογοητεύσεως, ποὺ ζοῦσαν οἱ μαθηταί, πέφτει φωτοβολίδα, ἀνάβει μιὰ ἐλπίδα. Ὑπῆρχε στοὺς ἰουδαίους συνήθεια, οἱ οἰκεῖοι τοῦ νεκροῦ τὶς πρῶτες τρεῖς ἡμέρες νὰ πηγαίνουν στὸν τάφο του. Ὁ τάφος τοῦ Ἰησοῦ θά ᾽πρεπε νὰ ἑλκύῃ πλήθη εὐεργετημένων, μὲ πρώτους τοὺς μαθητάς του· ἀλλὰ ὁ φόβος καὶ τὰ ἔκτακτα μέτρα τοὺς ἀπομάκρυναν. Ὅ,τι ὅμως δὲν τόλμησαν οἱ ἄντρες, τὸ τολμοῦν οἱ γυναῖκες, οἱ μυροφόρες. Τὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς ἀγοράζουν ἀρώματα, τὸ Σάββατο περιμένουν, καὶ τὴν ἑπομένη τὸ πρωί, ποὺ γιὰ μᾶς εἶνε ἡ Κυριακή, πολὺ νωρὶς στὸν ὄρθρο ξεκινοῦν γιὰ τὸ Γολγοθᾶ. Τίποτα δὲν τὶς φοβίζει· τὸ μόνο ποὺ τὶς ἀπασχολεῖ εἶνε πῶς θὰ μετακινηθῇ ἡ βαρειὰ πέτρα στὸν τάφο. Ἀλλ᾽ ὅταν φτάνουν ἐκεῖ, τί ἔκπληξι, ἡ πέτρα ἔχει μετακινηθῆ, ὁ τάφος εἶνε ἀνοιχτός! Τολμοῦν καὶ μπαίνουν, μὰ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου λείπει! Ποῦ εἶνε; ποιός τὸ πῆρε; τί συνέβη; Ἡ σκέψι γιὰ ἀνάστασι δὲν περνάει ἀπ᾽ τὸ νοῦ τους. Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ κατάπληκτες ἀποροῦν, νά δύο ἄγγελοι σὰν ἄντρες μὲ στολὲς ποὺ ἀστράφτουν ἀπὸ φῶς, ἐμφανίζονται καὶ τοὺς λένε· «Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ᾽ ἠγέρθη…» (Λουκ. 24,5-6 κ.ἑ.). Αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο «Χριστὸς ἀνέστη». Γυναῖκες τ᾽ ἄκουσαν κι αὐτὲς πρῶτες τὸ μετέδωσαν, ἔγιναν «εὐαγγελίστριαι »(στιχηρ. Πάσχ.). Μεγάλη τιμὴ γι᾽ αὐτές.
Οἱ μυροφόρες τρέχουν καὶ λένε στοὺς μαθητάς, ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Μὰ αὐτοὶ –ἀπὸ θλῖψι; ἀπὸ δυσπιστία; ἀπὸ λησμοσύνη;– θεωροῦν αὐτὰ ποὺ εἶπαν οἱ γυναῖκες φαντασία καὶ φλυαρία. Δύο ὅμως ἀπὸ αὐτούς, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης, μετὰ ἀπ᾽ ὅσα εἶπε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ξεκινοῦν γιὰ τὸ μνημεῖο. Ὁ Ἰωάννης, πιὸ νέος, φτάνει πρῶτος, σκύβει, βλέπει τὰ ὀθόνια, ἀλλὰ δὲν μπαίνει. Ὅταν ἔφτασε ὁ Πέτρος, μπῆκε καὶ «θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰω. 20,6-7). Τότε κι ὁ Ἰωάννης μπαίνει, βλέπει, θαυμάζει καὶ πιστεύει. Οἱ δύο ἄντρες γυρίζουν πίσω, ἀλλὰ ἡ Μαγδαληνὴ ποὺ τοὺς εἶχε ἀκολουθήσει μένει κλαίγοντας ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο. Σκύβει νὰ δῇ μέσα καὶ βλέπει «δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσὶν ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ». Αὐτοὶ τῆς λένε· «Γύναι, τί κλαίεις;». Αὐτὴ ἀπαντᾷ· «Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν». Γυρίζω πίσω, βλέπει κάποιον. Νομίζει ὅτι εἶνε ὁ κηπουρός, ἀλλὰ ἦταν ὁ Ἰησοῦς. Ὅταν ἐκεῖνος τὴ φωνάζει μὲ τ᾽ ὄνομά της «Μαρία», ἀμέσως τὸν ἀναγνωρίζει· «῾Ραββουνί, διδάσκαλε», λέει καὶ πέφτει νὰ τὸν προσκυνήσῃ φιλώντας τὰ πόδια του. Ἐκεῖνος ὅμως τῆς ἀπαγορεύει· «Μή μου ἅπτου». Κι αὐτή, ποὺ ἀξιώθηκε τώρα καὶ νὰ τὸν δῇ, τρέχει στοὺς μαθητὰς καὶ τοὺς λέει ὅτι «ἑώρακε τὸν Κύριον» (ἔ.ἀ. 20,11-18).
Τὴν ἴδια μέρα τὸ ἀπόγευμα ὁ ἀναστὰς ἐμφανίζεται καὶ σὲ δύο μαθητὰς ποὺ πορεύονται πρὸς Ἐμμαούς (βλ. Λουκ. 24,13-35). Καὶ γύρω στὴ δύσι τοῦ ἥλιου ἐμφανίζεται στοὺς μαθητὰς στὸ ὑπερῷο «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων», τοὺς λέει «Εἰρήνη ὑμῖν», τοὺς δείχνει τὰ σημάδια τῶν πληγῶν στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά του, καὶ πείθονται ὅτι ἀναστήθηκε. «Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον» (Ἰω. 20,19-20).
* * *
Εἴδαμε, ἀγαπητοί μου, σὲ τί ἀπογοήτευσι εἶχαν βυθιστῆ οἱ μαθηταὶ μετὰ τὴ σταύρωσι, τί φόβος καὶ τρόμος τοὺς εἶχε καταλάβει. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἡ ψυχική τους κατάστασι ἀλλάζει· τὴν ἀπογοήτευσι διαδέχεται ἡ ἐλπίδα, τὴ δειλία ἡ ἀνδρεία, τὸν φόβο τὸ θάρρος. Οἱ λαγοὶ ἔγιναν λέοντες, ἀψηφοῦν τὰ πάντα, μπροστὰ σὲ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες κηρύττουν τὸν ἀναστάντα Ἰησοῦν Χριστόν. Ποιό λοιπὸν ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς μετέβαλε; Ἀναμφιβόλως τὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Τὸν εἶδαν τὸν ἄκουσαν, ἔνιωσαν τὴν παρουσία του. Πῆραν τὰ δῶρα του· τὴν εὐλογία, τὴν εἰρήνη, τὴ χαρά. Ἀρχίζοντας τὸ κήρυγμα τῆς πίστεως στὸ Χριστὸ ἔχουν βάσι ἀκλόνητη, βράχο ἄσειστο, τὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου. Χωρὶς τὴν Ἀνάστασι δὲν ἐξηγεῖται ἡ ἀλλαγή τους, ἡ δύναμι ποὺ ἀπέκτησαν. Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι δὲν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, τότε μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ρωτᾶμε κ᾽ ἐμεῖς· Ὅσο ζοῦσε ἐκεῖνος αὐτοὶ ἦταν τόσο δειλοί, κι ὅταν πέθανε ἔγιναν τόσο ἀνδρεῖοι καὶ ἀτρόμητοι; πῶς ἐξηγεῖται αὐτό; (βλ. Migne 61,36). Μεγάλοι ἄνδρες τῆς ἱστορίας, π.χ. ὁ Ναπολέων, ἐνθουσίαζαν τὰ πλήθη ὅσο ζοῦσαν, ἀλλ᾽ ὅταν πέθαιναν ἔπαυε πλέον ἡ ἐπιρροή τους.
Ἡ ἀνάστασι τοῦ Κυρίου εἶνε ἡ μόνη λογικὴ ἐξήγησι τῆς ἀλλοιώσεως τῶν μαθητῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόδειξι τῆς θείας προελεύσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ. Νά γιατί οἱ ἐχθροὶ τὴν πολεμοῦν μὲ τόση λύσσα. Γύρω ἀπὸ τὸν κενὸ τάφο συνεχίζεται ἡ μάχη τῆς ἀπιστίας κατὰ τῆς πίστεως. Ἡ Ἀνάστασι εἶνε τὸ κέντρο, ἡ καρδιὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅπως λέει ἕνας ξένος συγγραφέας, ἐπάνω σὲ ὅλους τοὺς τάφους γράφεται «ἐνθάδε κεῖται», μόνο στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ γράφεται ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ἄγγελος «οὐκ ἔστιν ὧδε». Αὐτὸ θὰ κηρύττεται ὡς «σύσσημον εἰς τοὺς αἰῶνας», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος (Migne 5,708)· εἶνε ἡ ἔνδοξη σημαία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἀνάστασι εἶνε τὸ κέντρο τοῦ κηρύγματός μας, ἐκεῖ στηρίζονται οἱ μεγάλες ἀλήθειες τῆς πίστεως π.χ.· ἡ ἁγιότης καὶ ἀναμαρτησία τοῦ Κυρίου, ἡ ἀποτελεσματικότης τῆς θυσίας του, ἡ ἐλπίδα τῶν πενθούντων, ἡ αἰσιοδοξία γιὰ τὴ νίκη τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀληθείας, ἡ παρηγορία κάθε ἁμαρτωλοῦ· ὁ Ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν εἶνε «ὁ τοῖς πεσοῦσι παρέχων ἀνάστασιν» (κοντάκ.-οἶκ. Πάσχ.).
Ἕνας σεβάσμιος ἐργάτης τοῦ εὐαγγελίου συμβουλεύοντας ἕνα νεαρὸ ποὺ μόλις ἔβγαινε στὸ κήρυγμα, τοῦ ὑπενθύμισε τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὸν Τιμόθεο· «Μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, …ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν…» (Β΄ Τιμ. 2,8-9). Διῶκτες τῆς ἀληθείας καὶ τῆς δικαιοσύνης, διώκοντας τὸ Εὐαγγέλιο ἐπιχειρεῖτε νὰ θάψετε πάλι τὸ Χριστό. Παιδί μου, ἔλεγε σεβάσμιος ποιμένας παρηγορώντας νεαρό, ὅλο τὸ χῶμα τῆς γῆς δὲν φτάνει γιὰ νὰ θάψῃ τὴν ἀλήθεια· αὐτὴ σύντομα «ἀναστήσεται τριήμερος» (κοντάκ.-οἶκ. Μ. Σαβ.).
Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, ἀλλὰ ἐμεῖς πῶς νιώθουμε; Μήπως εἴμαστε νεκροί; (βλ. Ἀπ. 3,1). Μὴν ἀπελπιστοῦμε. Ἔχουμε βράχο νὰ πατήσουμε, ἄγκυρα νὰ πιαστοῦμε, φῶς καὶ Ἥλιο ποὺ ἀνέτειλε ἀπὸ τὸν τάφο. Μὴ φοβώμαστε. Δεῦτε προσκυνήσωμεν αὐτῷ τῶν Βασιλεῖ τῶν αἰώνων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
― ἀπὸ τὸ βιβλίον το[υ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου «Ἀκολούθει μοι» (1965), Ἀθῆναι 19893, σσ. 307-326
«Κυριακὴ» 2378/2021 Ἀνέτειλε ὁ Ἥλιος! (Μᾶρκ. 16,2)