Ποιά εἶναι ἡ πραγματικὴ Οἰκονομία
τῆς Ἐκκλησίας σὲ θέματα Πίστεως, πότε καὶ πῶς ἐφαρμόζεται; Ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἐκκκλησιαστικὴ
ἱστορία
Μετὰ τὶς λυπηρὲς διαπιστώσεις ἀπὸ τὴν ἡμερίδα περὶ
τῆς πρόκλησης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σήμερα, ὅπου τὸ θέμα τῆς Οἰκονομίας
ξανατονίστηκε ἀπὸ τοὺς ὁμιλητὲς καὶ ξαναπαρουσιάστηκε ὡς ἡ ἐκκλησιαστικῶς σωστὴ ἐπιλογὴ ἀπέναντι στὴν
παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρουσιάζουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ μία μελέτη (ἐδῶ)
τοῦ θεολόγου Παναγιώτη Σημάτη, στὸ ὁποῖο φαίνεται ξεκάθαρα, ποιά εἶναι ἡ
πραγματικὴ Οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας, πότε καὶ πῶς ἐφαρμόζεται. Ὁ ἀναγνώστης θὰ
διαπιστώσει μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν ἐφάρμοσε Οἰκονομία, ὑπὲρ
τῆς ἑκάστοτε αἱρέσεως, πρὸς ὄφελος τῶν αἱρετικῶν, εἰς βάρος τῆς Πίστεως καὶ μὲ
κίνδυνο τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἐπίσης ποτὲ ἡ Οἰκονομία δὲν εἶχε πολυετὴ
διάρκεια, ὅπως δυστυχῶς γίνεται σήμερα. Ἀντιθέτως τὰ παραπάνω ἀποτελοῦσαν πάντα
τὴν ἀδιαπραγμάτευτη κόκκινη γραμμὴ στὴν ὁποία κάθε τυχὸν Οἰκονομία ἐξαφανιζόταν.
Φυσικὰ γεννιέται τὸ ἐρώτημα: Αὐτὰ δὲν τὰ γνωρίζουν οἱ πολυπράγμονες ὁμιλητὲς τῆς
ἡμερίδος;
Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΑΓΑΠΗΤΟΥ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΟ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΜΗΝΑ ΕΝΔΗΜΟΥΣΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ
ΑΝΘΙΜΟ
Ἡ Ἐκκλησία πάντα οἰκονομεῖ,
ἀλλὰ ἡ οἰκονομία της δὲν γίνεται πρὸς βλάβην τῆς Πίστεως·ἡ οἰκονομία δὲν
παραδίδει τὸ ποίμνιο βορὰ στοὺς αἱρετικούς, οὔτε διὰ τῆς οἰκονομίας ἐπιτρέπεται
ἀμαχητὶ στοὺς αἱρετικοὺς νὰ ἐπεκτείνουν τὴν αἵρεση, νὰ ἀλλοιώσουν τὴν Πίστη καὶ
νὰ τὴν ἐπιβάλλουν χωρὶς ἀντίσταση.
Ἔχει ἀναφερθεῖ πολλάκις τὸ
παράδειγμα τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου. Ὁ ἅγιος Κύριλλος καὶ ὁ Ρώμης Κελεστίνος, ἀφοῦ
διαπιστώθηκε ἡ κακοδοξία του, τοῦ ἔδωσαν διορία δέκα (10) ἡμερῶν! (ὄχι 20 καὶ
περισσότερο χρόνων, ὅπως σήμερα) μετανοήσει καὶ νὰ ἀποπτύσσει τὴν αἵρεση.
Παραδείγματα, ὡς τοῦ Νεστορίου, ὑπάρχουν κι ἄλλα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία.
Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνο τοῦ μὴ
καταδικασμένου μονοφυσίτη, μὰ κανονικοῦ πατριάρχη Κων/πόλεως Ἀνθίμου, ὅπως ἀκριβῶς
συμβαίνει μὲ τὸν μὴ καταδικασμένο ἀλλὰ οἰκουμενιστὴ πατριάρχη Βαρθολομαῖο.
Σημειωτέον ὅτι ὁ πατριάρχης Ἄνθιμος ἦταν φιλομονοφυσίτης, ὀπαδὸς καταδικασμένης
–ἀπὸ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο– αἱρέσεως καὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἀντιπαραδοσιακὲς ἀπόψεις
τινῶν, δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ καθαιρεθεῖ ἀπὸ ἄλλη Σύνοδο, ὡς ὀπαδὸς κεκριμένης αἱρέσεως!
Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀκολουθήσει ἄλλη ὁδό, ποὺ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὶς ζηλωτικὲς
καὶ μετα-πατερικὲς αὐτὲς τοποθετήσεις. Ὁ Ἄνθιμος ἀνῆλθε στὸν θρόνο μὲ τὴν
συμπαράσταση τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας (συζύγου τοῦ Ἰουστινιανοῦ).
Ἄμεση ἦταν ἡ ἀντίδραση τῶν μοναχῶν τῆς Κων/πόλεως· καὶ γιατὶ ἡ μετάθεσή του στὴν Κων/πολη δὲν ἦταν Κανονική (ἦταν ἀντίθετη μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες), καὶ διότι ὁ ἴδιος ἦταν κακόδοξος. Ὁ Ἄνθιμος ἀγνόησε τὶς ἀντιδράσεις τῶν μοναχῶν καὶ δὲν ἀπαντοῦσε στὶς ἐρωτήσεις τους, ὡς πρὸς τὸ ἂν ἀποδέχεται π.χ. τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Αὐτοὶ τὸν κατήγγειλαν στὸν Πάπα Ρώμης Ἀγαπητό.
Ἀντίθετα μὲ ὅσα
πράττουν οἱ σημερινοὶ «ὀρθόδοξοι» καὶ «εὐσεβεῖς» ἐπίσκοποι, ὁ τότε ὀρθόδοξος
Πάπας Ἀγαπητός, ὅταν βρέθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε νὰ
συλλειτουργήσει μετὰ τοῦ Ἀνθίμου, μιᾶς καὶ ὁ Ἄνθιμος εἶχε περιπέσει καὶ σὲ
Κανονικὰ παραπτώματα, ἀλλὰ δὲν δέχτηκε οὔτε κἂν νὰ τὸν συναντήσει: «Οὐδὲ εἰς θέαν καθάπαξ παραδέξασθαι ἠβουλήθη τὸν κατὰ τῶν
θείων κανόνων μανέντα Ἄνθιμον, οὐδὲ συμμετασχεῖν αὐτῷ τῆς θείας κοινωνίας…»
(ΑCO, III, 135).
Οἱ μοναχοὶ τῆς Κων/πόλεως εἶχαν πληροφορήσει τὸν Πάπα καὶ γιὰ τὶς αἱρετικὲς ἰδέες τοῦ Ἄνθίμου, ἀξιώνοντας τὴν ἄμεση ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο. «Ζητοῦσαν νὰ δοθῇ διορία στὸ Ἄνθιμο καὶ τοὺς ὑπολοίπους κληρικούς, ποὺ ὑποκρίνονταν ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι, γιὰ νὰ κάνουν Ὀρθόδοξη ὁμολογία, διαφορετικὰ νὰ καθαιρεθοῦν» (Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν…, Ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, σελ. 130).
Ὁ Πάπας Ἀγαπητὸς
ἐπέβαλε ἀργία στὸν Ἄνθιμο, μέχρι τὴν ὑποβολὴ ὀρθόδοξης ὁμολογίας καὶ ταυτόχρονα
ἀπευθύνθηκε στὸν αὐτοκράτορα, «ὁ ὁποῖος “ὀργισθεὶς ἐξωθεῖ αὐτόν (τὸν Ἄνθιμο) τοῦ θρόνου καὶ ἀναβιβάζει
τὸν ὀρθόδοξον Μηνᾶν” (536). Οἱ μοναχοὶ ἐπέμεναν ἐπὶ πλέον νὰ κριθῇ καὶ νὰ
καθαιρεθῇ ὁ Ἄνθιμος, νὰ μὴν τοῦ ἐπιτραπῇ δὲ νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν Μητρόπολι τῆς
Τραπεζοῦντος, ἐὰν προηγουμένως δὲν ὑπέβαλλε ὀρθόδοξο λίβελλο πίστεως. Ἔπειτα
μάλιστα ἀπὸ τὸν ἀπροσδόκητο θάνατο τοῦ ἱεροῦ Πάπα Ἀγαπητοῦ στὴν Κων/πολι
(22-4-536) οἱ μοναχοὶ ζητοῦσαν νὰ ἐπικυρωθοῦν καὶ νὰ ἀποπερατωθοῦν ἀπὸ τὸν
βασιλέα οἱ μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐνέργειες τοῦ πάπα κατὰ τοῦ Ἀνθίμου καὶ τῶν ὑπολοίπων
αἱρετικῶν ποὺ βρίσκονταν στὴ βασιλεύουσα» (ὅπ. παρ., σελ. 130).
Βλέπουμε, λοιπόν, κι ἐδῶ ὅτι πρὶν
καθαιρεθεῖ ὁ Ἄνθιμος, παρότι διαπιστωμένα αἱρετικὸς καταδικασμένης αἱρέσεως, δὲν
παύει νὰ θεωρεῖται ἐπίσκοπος. Γι’ αὐτὸ οἱ μοναχοὶ ζητοῦν τὴν καθαίρεσή του, δὲν
θεωροῦν ἄκυρα τὰ μυστήριά του, ἀντίθετα μάλιστα, παρότι ἦταν ἀποδεδειγμένα
καταδικασμένης αἱρέσεως αἱρετικός, φιλεύσπλαχνα φερόμενοι ζητοῦν νὰ τοῦ δοθεῖ
χρόνος μετανοίας, κι ἂν δὲν μετανοήσει τότε νὰ καθαιρεθεῖ.
Ἔτσι, μὲ πρωτοβουλία τοῦ Ἰουστινιανοῦ
τὸ 536 πραγματοποιήθηκε ἄλλη μία Σύνοδος στὴν Κων/πολη. Ὁ αὐτοκράτορας προσπαθοῦσε
μὲν νὰ διασφαλίσει τὴν ὀρθοδοξία στὸ κράτος του, ἀλλὰ προβλήματα πολλὰ εἶχε
προκαλέσει ἡ σύζυγός του Θεοδώρα, ἀποπροσανατολίζοντας/ἐμποδίζοντας τὴν ἀγαθή
του διάθεση. Ἡ Θεοδώρα εἶχε παροτρύνει «τὸν Ἰουστινιανὸ
νὰ ἐπιβάλη (533) τὴν θεοπασχιτικὴ φράσι τοῦ Κναφέως “ὁ σταυρωθεὶς δι’ ἡμᾶς”», ἀλλὰ
καὶ εἶχε προσκαλέσει μονοφυσίτες στὴν Κων/πολη, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Σεβῆρο,
ποὺ εἶχε καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο γιὰ τὰ φρονήματά του. Μὲ τὴν συμπαράστασή της
μάλιστα εἶχε καταλάβει τὸν θρόνο τῆς Κων/πόλεως «ὁ φιλομονοφυσίτης ἐπίσκοπος
Τραπεζοῦντος Ἄνθιμος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποδεχθῆ τὴν διδασκαλία τοῦ Σεβήρου»
(ὅπ. παρ., σελ. 129).
Ὁ νέος, λοιπόν, πατριάρχης Μηνᾶς καὶ ὁ Ἰουστινιανός,
δὲν περίμεναν νὰ περάσουν δεκαετίες, ἀλλὰ συγκρότησαν (μὲ πρωτοβουλία τοῦ Ἰουστινιανοῦ)
Ἐνδημοῦσα Σύνοδο γιὰ νὰ ἐξετάσει τὸ θέμα τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Ἀνθίμου. Στὴ Σύνοδο
συμμετεῖχαν ἐπίσκοποι, ἀρχιμανδρῖτες καὶ μοναχοὶ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν
πρεσβυτέρα Ρώμη, τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν Συρία, τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ Σινᾶ, τὴν
Παλαιστίνη.
Ὁ Ἄνθιμος δὲν παρουσιάστηκε καὶ δὲν
εὑρέθη ποῦ ἐκρύβετο. Ἡ σύνοδος τὸν ἐκλήτευσε τρεῖς φορές, ἀλλὰ οἱ ἀποσταλέντες
νὰ τοῦ ἐπιδώσουν τὴν κλῆσιν τῆς συνόδου ἱερωμένοι, ποὺ ἐπὶ μέρες τὸν ἀναζητοῦσαν
στὰ μέρη ποὺ σύχναζε, δὲν τὸν ηὗραν. Ἔτσι ἡ σύνοδος τελικὰ τὸν κατεδίκασε: «τοῦτον δικαίως ἀναθέματι αἰωνίῳ καὶ ἡμεῖς ὑπεβάλομεν, παντὸς
πράγματος ὀνόματος ἀξίας ἐνεργείας Χριστιανῷ ἢ ἱερατικῷ ἁρμοζούσης ἢ ἁρμόσαι
δυναμένης ἀλλοτριώσαντες καὶ γυμνὸν τῆς θείας κοινωνίας κατὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς
κανόνας καταστήσαντες». Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ
Σύνοδος, πρὶν καταδικάσει τὸν Μηνᾶ, τὸν θεωρεῖ ὡς ἐπίσκοπο καὶ τὸν οἱ σύνεδροι
τὸν προσφωνοῦν ὅπως ἁρμόζει σὲ ἕναν ἐν ἐνεργείᾳ ἐπίσκοπο μὲ ἔγκυρα μυστήρια.
Διαβάζουμε στὰ Πρακτικὰ τὴν ἐπιστολὴ
ποὺ τοῦ ἀπέστειλε ἡ σύνοδος. Σ’ αὐτὴ ὁμιλοῦν γιὰ ἐλπίδα μεταμέλειας, τὴν ὁποία
δὲν ἐπέδειξε ὁ Ἄνθιμος, παρ’ ὅτι ἡ σύνοδος φέρθηκε μὲ φιλάνθρωπο τρόπο, τὸν
κλήτευσε τρεῖς φορές, καὶ τοῦ ἔδωσε προθεσμία ἕξι ἡμερῶν γιὰ νὰ μετανοήσει καὶ ἀφοῦ
παρέμεινε στὴν αἵρεση τὸν καθαίρεσε.
Ἀντίθετα, οἱ
σημερινοὶ ἕλληνες ἐπίσκοποι, παραβλέποντας τὴν ἁγιοπατερική μας Παράδοση ποὺ
θέλει νὰ μὴν ἐπικοινωνοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἔστω κι ἂν αὐτοὶ ἀκόμα
δὲν καθαιρέθηκαν, ἀγκαλιάζονται, συσκέπτονται καὶ συλλειτουργοῦν μὲ τοὺς
μεγάλους Οἰκουμενιστὲς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους Βαρθολομαῖο καὶ Ζηζιούλα, λέγοντας
μὲ τὸ παράδειγμά τους στὸ λαό: Μὴ φοβᾶσθαι, μὴν ἀκοῦτε τοὺς ζηλωτὲς
καὶ ἀκραίους, ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, εἶναι ὀρθόδοξος.
Οὔτε ἡ αἵρεση, οὔτε τὸ πρόσφατο σχίσμα ποὺ δημιούργησε στὴν Οὐκρανία τοὺς ἀνησυχεῖ!
Καὶ ὁ λαὸς παθητικὰ ἀνέχεται καὶ ἀποδέχεται,
τὸ ἀδιανόητο σὲ ἄλλους καιρούς: τὴν συνύπαρξη καὶ συλλειτουργία “ὀρθοδόξων” καὶ
αἱρετικῶν, ποὺ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει παύουν νὰ εἶναι ὀρθόδοξοι Ποιμένες!
Ἄραγε, κανένας δὲν
προβληματίζεται; Oἱ πιστοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν ὅσους ἐπισκόπους καὶ ποιμένες μας
κοινωνοῦν μὲ αἱρετικούς, πράττουν ὀρθόδοξα;
Παναγιώτης Σημάτης