Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ
Τοῦ Ἀδαμαντίου Τσακίρογλου
« Ἡ ὀργή τοῦ φύλακα
τῆς πίστεως, Ὀρθοδόξου λαοῦ τῆς Κων/πολεως
Στήν
Κων/πολη ὁ Ὀρθόδοξος λαός δέν εἶχε κάνει δεκτή τήν ψευδοένωση, γιατί ἤθελαν τήν καλή
ἕνωση μέ τούς Παπικούς, ἐπί τῇ βάσει τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Παραδόσεως καί Ζωῆς.
Ἔτσι, τό πλῆθος ἦταν ἐνθουσιασμένο μέ τή
σθεναρή στάση, πού κράτησε ὁ ἅγιος Μᾶρκος κατά τή διάρκεια τῆς ψευδοσυνόδου.
Τόν ὑποδέχθηκε θριαμβευτικά, θεωρώντας τον πραγματικό ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἔβλεπε τόν ἅγιο Μᾶρκο ὡς τόν μοναδικό Ἱεράρχη, πού εἶχε τό θάρρος καί τήν ἱκανότητα
νά ὑπερασπισθεῖ τήν ὀρθή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐπιστροφή
τῆς ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπίας στήν Κων/λη ὑπῆρξε ἐρέθισμα γιά τή γενικότερη ἔκφραση τῆς δυσφορίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς
συνειδήσεως. Τήν 1η-2-1440 ἀποβιβάζονταν στήν Κων/λη, ἐπανακάμπτοντας
ἀπό τήν Φλωρεντία, οἱ λατινόφρονες Ἕλληνες Ἀρχιερεῖς, τούς ὁποίους, μέ ἔκδηλη
ἀγωνία, ἀνέμεναν τά πλήθη τοῦ λαοῦ. Ὁ λαός τῆς Βασιλεύουσας γιά δύο ὁλόκληρα
χρόνια δέν δοκίμαζε τόση ἀγωνία ἀπό τήν ἀπειλή τῶν Τούρκων, ὅση ἀπό τούς ἀόριστους
φόβους του, μήπως στήν Φλωρεντία κινδυνεύσουν τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς πίστεως τῶν
Πατέρων του. Ὁ λαός ζητοῦσε νά μάθει, ἄν
στήν Φλωρεντία νίκησε ἡ Ὀρθοδοξία. Οἱ προδότες τῆς Ὀρθοδοξίας,
διαισθανόμενοι τήν ὀργή τοῦ λαοῦ, ἀπαντοῦσαν, μεταμελημένοι: «πουλήσαμε τήν πίστη
μας˙ ἀνταλλάξαμε τήν εὐσέβεια μέ τήν ἀσέβεια˙ προδίδοντας τήν καθαρή θυσία,
γίναμε ἀζυμῖτες…». Σύμφωνα μέ τόν Δούκα, οἱ ἐφιάλτες τῆς Ὀρθοδοξίας,
κατάμεστοι αἰσχύνης καί τρέμοντας τήν κατακραυγή τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος,
καταριόντουσαν τήν ὥρα, κατά τήν ὁποία ὑπέγραψαν τόν «ἑνωτικό» ὅρο τῆς
Φλωρεντίας: «ἡ δεξιά αὐτή ὑπέγραψε, ἔλεγαν, νά κοπεῖ˙ ἡ γλώσσα ὡμολόγησε, νά ἐκριζωθεῖ».
Ὀ λαός τῆς Κων/πολεως ἀπό τήν πρώτη στιγμή συντάχθηκε μέ τό μέρος τοῦ ἁγίου
Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ἀνάγκασε τούς ἀργυρώνητους προδότες τῆς Ὀρθοδοξίας νά
χτυποῦν τά στήθη τους, ἐπιδεικνύοντας μεταμέλεια, ἐπειδή συνέπραξαν στήν
τραγωδία τῆς Φλωρεντίας. Ἤδη ὁ λαός εἶχε ἀκούσει
ἀπό τό στόμα τοῦ ἁγίου Μάρκου ὅτι ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Φλωρεντίας θά ἀνατραπεῖ
καί ἡ ψευδοένωση θά ἀκυρωθεῖ. Καί αὐτός ἀκόμη ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης,
φοβούμενος τήν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ, δέν μίλησε ὑπέρ τοῦ ὅρου τῆς Φλωρεντίας. Ὁ
λαός, στοιχώντας στίς ὁδηγίες τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, οὔτε τόν
Πατριάρχη οὔτε τόν Αὐτοκράτορα φοβόταν. Ὁ Σύλβεστρος Συρόπουλος γράφει ὅτι «οἱ πιστοί τῆς Κων/λης περισσότερο
στηρίζονταν καί καταφρονοῦσαν τά γεγονότα στή Σύνοδο καί παρασιωποῦσαν καί τό
μνημόσυνο τοῦ Βασιλιᾶ». Οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοί τῆς Κων/λεως ἀρνοῦνταν νά συλλειτουργήσουν μέ τούς
λατινόφρονες. Στήν Κων/λη «οὔτε ὁ πάπας μνημονεύονταν, οὔτε ὁ ὅρος ἀναγνώσθηκε,
οὔτε κάτι ἄλλο καινοτομήθηκε»[9].
Ἡ ἐξέγερση τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ κατά τοῦ πραξικοπήματος τῆς Φλωρεντίας ἦταν
τέτοια, ὥστε σύντομα ἀναγκάστηκαν ὅλοι σχεδόν οἱ Ἕλληνες Ἐπίσκοποι, πού ὑπέγραψαν
τήν ψευδῆ ἕνωση, ν’ ἀνακαλέσουν τήν ὑπογραφή τους μέ νεώτερη δήλωση. Ἡ ἀντίδραση τοῦ λαοῦ τῆς Κων/λεως κατά τῶν λατινοφρόνων, μέ τήν πάροδο τοῦ
χρόνου, ἐμφανιζόταν μεγαλύτερη καί περισσότερο ὀργανωμένη. «Οἱ λατινόφρονες ἀποφεύγονταν. Οἱ ὑποστηρικτές
τῆς ψευδοενώσεως βρίσκονταν ὅλο καί περισσότερο ἀπομονωμένοι. Στούς ναούς, πού
λειτουργοῦσαν, δέν σύχναζαν πιστοί. Ἀκόμη καί αὐτοί, πού τούς ἐπισκέπτονταν ἀπό
περιέργεια, οἱ φίλοι τους τούς ἀπέφευγαν». Ὁ Ὀρθόδοξος λαός δέν ἤθελε νά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς
λατινόφρονες Ἐπισκόπους καί κληρικούς. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος σέ ἐπιστολή
του ἀπό τήν Λῆμνο, ὅπου ἦταν ἐξόριστος, πρός τόν ἱερομόναχο Θεοφάνη στόν Εὔριπο
περιγράφει αὐτήν τήν ἀντίδραση τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ : «Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀδελφούς, παίρνοντας θάρρος ἀπό τήν ἐξορία
μου, ἐλέγχουν τούς ἀλιτήριους καί παραβάτες τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῶν πατρικῶν
θεσμῶν, καί τούς δυσφημίζουν παντοῦ ὡς καθάρματα, χωρίς νά ἀνέχονται οὔτε νά
συλλειτουργοῦν μ’ αὐτούς, οὔτε νά τούς μνημονεύουν ὡς Χριστιανούς».
Ἀπό τήν ἀνωτέρω περιγραφή καταδεικνύεται ἡ στάση τοῦ λαοῦ καί ἡ συμβολή του στήν ἀποκατάσταση
τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ λαός, ὄχι μόνο γνώριζε τήν πίστη του, ἀλλά καί τήν στάση, πού
ἔπρεπε νά κρατήσει, ὅταν αὐτή προδιδόταν. Καί ἡ στάση αὐτή ἦταν ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας μέ τούς λατινόφρονες».
Τί νὰ πεῖ κανείς, ὅταν διαβάζει αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα! Τὸ κυριάρχο συναίσθημα
ποὺ διακατέχει τὸν ἀναγνώστη τῶν ἀποσπασμάτων αὐτῶν εἶναι ὁ θαυμασμὸς γιὰ τοὺς
ἀγῶνες τῶν Χριστιανῶν, τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἡ λύπη γιὰ τὴν δική μας σημερινὴ
τραγικὴ δειλία καὶ ἀπροθυμία καὶ ἡ ἀγανάκτηση γιὰ τοὺς ποιμένες, ποὺ ἐνῶ τὰ
γνωρίζουν καὶ μάλιστα προσποιοῦνται τοὺς ὁμολογητὲς ἀναφέροντάς τα, ὄχι μόνο δὲν
τὰ τηροῦν, ἀλλὰ κατηγοροῦν αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὰ τηρήσουν. Εἶναι δυνατὸν
νὰ μιλάει κάποιος γιὰ «Οἰκονομία» καὶ νὰ τὴν ὑπερασπίζεται ἐναντίον τῆς Ἀκριβείας
γνωρίζοντας τέτοια παραδείγματα; Εἶναι δυνατὸν νὰ κατηγοροῦνται λαϊκοί, ὡς ἀνάρμοστοι
καὶ ἀήθεις, ὅταν ἀκολουθοῦν τὰ παραπάνω: «Ὁ λαός
ζητοῦσε νά μάθει...... Ὁ Ὀρθόδοξος λαός δέν ἤθελε νά ἔχει ἐκκλησιαστική
κοινωνία μέ τούς λατινόφρονες Ἐπισκόπους καί κληρικούς... Ἀπό τήν ἀνωτέρω περιγραφή
καταδεικνύεται ἡ στάση τοῦ λαοῦ καί ἡ συμβολή του στήν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ λαός, ὄχι μόνο γνώριζε τήν πίστη του, ἀλλά καί τήν στάση, πού ἔπρεπε νά
κρατήσει, ὅταν αὐτή προδιδόταν. Καί ἡ στάση αὐτή ἧταν ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας μέ τούς λατινόφρονες». Εἶναι δυνατὸν τὰ κείμενα νὰ ἀποδεικνύουν, ὅτι ἡ μεταμέλεια τῶν ἱερέων
ἐπῆλθε, ὅταν οἱ ναοὶ ἄδειασαν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ὅτι ὁ λαὸς τιμωροῦσε, ὅσους
δὲν καταδίκαζαν ξεκάθαρα τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ὅσους δὲν διέκοπταν τὴν ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία μαζί τους, καὶ οἱ σημερινοὶ «παραδοσιακοί» νὰ πράττουν ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα,
νὰ προτρέπουν δηλ. τοὺς λαϊκούς, νὰ πηγαίνουν σ’ ἐκείνους ποὺ κοινωνοῦν μὲ τοὺς
Οἰκουμενιστές;
Εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζουν, ὅτι ὁ
ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς δὲν εἶχε καμία κοινωνία μὲ ὁλόκληρη τὴν Σύνοδο «Ὁ Σ. Συρόπουλος, ἀναφερόμενος στήν διαδικασία
γιά τήν ἐκλογή τοῦ νέου Πατριάρχου, λέγει ὅτι
ὁ ἅγιος Μάρκος δέν εἶχε ἐκκλησιαστική κοινωνία οὔτε μέ τή Σύνοδο. ”Ὁ βασιλιάς καί οἱ ἄρχοντες δέν ἔκαναν καθόλου
λόγο γιά τόν Ἐφέσου, γιά νά παραστεῖ στήν ψηφοφορία, ἐπειδή τόν βρῆκαν νά εἶναι χωρισμένος ἀπό ὅλους, πού ἀποτελοῦσαν
τήν Σύνοδο” καὶ μετὰ νὰ ἀποφαίνονται, ὅτι τάχα δὲν μποροῦμε νὰ καταδικάζουμε μία ὁλόκληρη
Σύνοδο καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὐπεύθυνοι ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, παρότι ὅλοι κοινωνοῦν
ἄνευ αἰσθημάτων ἐνοχῆς μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους;
Εἶναι δυνατὸν ἱερεῖς καὶ μοναχοὶ νὰ γράφουν σὲ ἐφημερίδες, κείμενα, ὁμιλίες
ἡμερίδες κλπ. χωρὶς ἔλεγχο συνειδήσεως π.χ. ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός εἶναι ὁ στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅτι ἔχει στὸ θέμα τῆς διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας μὶα ἰδιαίτερη θέση, διότι
ἀποδεικνύει τὴν βεβαιότητα καὶ τὴν
ἀσφάλεια, ποὺ νιώθει ὁ πιστός, ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τοὺς φορεῖς τῆς αἱρέσεως καὶ
τὸ δηλητήριό τους, ὄχι μόνο ἐν ζωῇ,
ἀλλά καὶ μετὰ θάνατον. Ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος εἶχε τὴν ἀκλόνητη πεποίθηση ὅτι
συμφωνοῦσε μὲ ὅλους τοὺς ὁμολογητὲς
διακόψαντας τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία Ἁγίους, ποὺ ὁμολόγησαν καὶ μαρτύρησαν γιά τήν πίστη;
Πῶς λοιπὸν οἱ σημερινοὶ «παραδοσιακοί» ἱερεῖς καὶ μοναχοὶ κατηγοροῦν
πιστούς, ποὺ ζητοῦν τουλάχιστον τὴν ἐν ζωῇ διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας,
θέλοντας κι αὐτοὶ νὰ εἶναι κοινωνοὶ τῶν Ἁγίων; Δὲν ἀντιμάχονται ἔτσι τὸν Ἅγιο ἀλλὰ
καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους; Πῶς ἰσχυρίζονται ὅτι τὸ συλλείτουργο καὶ ἡ μνημόνευση δὲν
ἀποτελεῖ ἔνδειξη ὑποταγῆς στὴν αἵρεση καὶ ὅτι δὲν ἀναιρεῖ τὴν εὐσέβεια, ὅταν τὰ
λόγια τοῦ Ἁγίου γιὰ τοὺς ἀρνοῦμενοι τὴν κοινωνία μὲ αἱρετικοὺς πιστοὺς εἶναι
ξεκάθαρα: «ἐλέγχουν
τούς ἀλιτήριους καί παραβάτες τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῶν πατρικῶν θεσμῶν, καί
τούς δυσφημίζουν παντοῦ ὡς καθάρματα, χωρίς νά ἀνέχονται οὔτε νά
συλλειτουργοῦν μ’ αὐτούς, οὔτε νά τούς μνημονεύουν ὡς Χριστιανούς» (ἐδῶ);
Πῶς ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ὑπάρχουν συγκοινωνοῦντα
δοχεῖα, ὅταν ἀκόμα καὶ οἱ Οἰκουμενιστές, ὅπως ὁ Χριστιανουπόλεως Μακάριος, δὲν
τολμᾶ νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι: «ὅταν κάποιος εἶναι αἱρετικός
ἤ σχισματικός, τότε καί ὅλοι οἱ κοινωνοῦντες μετ᾽ αὐτοῦ εἶναι σχισματικοί καί αἱρετικοί»; Δὲν βλέπετε ὅτι μὲ τὴν ἀσυνέπειά
μας, τὴν διγλωσσία μας, τὴν εὐσεβοφάνεια, τὴν ἄκριτη προβολὴ τῆς ἐπιστημοσύνης
μας καὶ τὴν δική μας διαστροφὴ τῶν Κανόνων καταντοῦμε κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο «εἰς
γέλωτα τῶν αἱρετικῶν»;
Πῶς συμβουλεύουν νὰ
πηγαίνουμε σὲ μνημονεύοντες εὐσεβεῖς ἱερεῖς, ὅταν ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία
διδάσκει ὅτι «Οἱ προδότες τῆς Ὀρθοδοξίας, διαισθανόμενοι
τήν ὀργή τοῦ λαοῦ, ἀπαντοῦσαν, μεταμελημένοι: «πουλήσαμε
τήν πίστη μας˙ ἀνταλλάξαμε τήν εὐσέβεια μέ τήν ἀσέβεια˙ προδίδοντας τήν καθαρή
θυσία, γίναμε ἀζυμῖτες…». Σύμφωνα μέ τόν Δούκα, οἱ ἐφιάλτες τῆς Ὀρθοδοξίας,
κατάμεστοι αἰσχύνης καί τρέμοντας τήν κατακραυγή τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος,
καταριόντουσαν τήν ὥρα, κατά τήν ὁποία ὑπέγραψαν τόν «ἑνωτικό» ὅρο τῆς
Φλωρεντίας: «ἡ δεξιά αὐτή ὑπέγραψε, ἔλεγαν,
νά κοπεῖ˙ ἡ γλώσσα ὡμολόγησε, νά ἐκριζωθεῖ». Εἶπε κανένας ἐπίσκοπος ἢ ἱερέας αὐτὰ τὰ τελευταῖα λόγια, ὥστε νὰ ἀποδεχθοῦμε
τὴν μετάνοιά του; Καὶ ἂν πεῖ κανείς, ἐμεῖς δὲν ὑπογράψαμε προδοτικὰ κείμενα,
τότε τοῦ λέμε μόνο τὶς λέξεις, Κολυμπάρι, Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν, Π.Σ.Ε., ACK, κείμενα ἀναγνώρισης ἐκκλησιαστικότητος καὶ
μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν κλπ. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι τὸ μόνο ποὺ ἀπομένει εἶναι ἡ ἐπίσημη
ἀνακήρυξη τῆς «ἕνωσης Ἐκκλησιῶν» ποὺ κατὰ γενικὴ ὁμολογία ἀναμένεται τὸ 2025 μὲ
τὸν ἐπετειακὸ ἑορτασμὸ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὴν ἀνακήρυξη κοινοῦ
ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.
Μέχρι πότε μὲ τὶς ἐπιλογές
τους καὶ τὶς αὐθαίρετες ἀποφάσεις τους, θὰ δίνουν τὸ δικαίωμα νὰ χλευάζουν οἱ Οἰκουμενιστὲς
τὴν πίστη μας καὶ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὅπως πάλι τὸν Χριστιανουπόλεως Μακάριο, ποὺ
δικαιολογημένα κατηγορεῖ λόγῳ τῶν δικαιωμάτων ποὺ ἐσεῖς δίνετε, μιᾶς καὶ τελικὰ
δὲν ξέρετε τί θέλετε (ἢ μήπως ξέρετε;): «Γι᾽ αὐτό, ἐξάλλου, δέν ἐπαναπαύονται στήν ἁπλῆ παύση τῆς
μνηνονεύσεως οὔτε στήν μετά πολλῆς ταπεινώσεως ἀναμονή τῆς ἀποφάσεως τῆς
Συνόδου, ἀλλά κάνουν πανηγυρικές ἐμφανίσεις, διακηρύττουν μέ ἐπίσημες ἀνακοινώσεις
τήν πράξη τους, προγραμματίζουν τήν ἡμέρα τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου, σάν νά
πρόκειται γιά ἀναγγελία δημιουργίας κόμματος, διαφημίζουν τό σχίσμα τους ὡς ἡρωική πράξη, ὀργανώνονται σέ συνάξεις
καί συνέδρια»
(ἐδῶ);
Ποιός θὰ προφυλάξει αὐτὸν τὸν
ἀπὸ παντοῦ βαλλόμενο λαὸ τοῦ Θεοῦ;
Ἀγαπητοὶ ποιμένες, στηρίξτε τὸ
ποίμνιο μὲ τὴν ἀποφασιστικότητά σας, διδάξτε μας μὲ τὸ ἀδιασάλλευτο τῆς Πίστεώς
σας, προφυλάξτε μας προβάλλοντας ὡς καλοὶ Ποιμένες τὰ στήθη σας μπροστὰ στοὺς
λύκους ποὺ μᾶς ἀπειλοῦν, μάθετέ μας εὐσέβεια μὲ τὴν τήρηση τῶν λόγων τῶν Ἁγίων,
δεῖξτε μας, τί σημαίνει ἀγώνας μὲ τὴν ἀκλόνητη στάση σας, μάθετέ μας τί ἐστί
χριστιανικὴ ἀγάπη μὲ τὴν καρτερικότητα καὶ ἀμερολληψία σας.
Ὁ Θεός, ὅπως καὶ ἐσεῖς
παραπάνω ἀποκαλύψατε, ἔχει δώσει ἕνα ἔνστικτο στὸν λαό του. Νὰ ἀκολουθεῖ στὸν
τέλος αὐτὸν ποὺ ἐκφράζει ἀλλὰ καὶ πράττει τὴν ἀλήθεια. Κάποτε ἡ κυβίσθηση χάνει
τὴν γοητεία της.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου