Sysoev Tikhon
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί συχνά ἀκοῦμε αὐτή τήν ἐρώτηση: «Γιατί χρειαζόμαστε τούς Ἁγίους; Δέν εἶναι ἀρκετή ἡ Ἁγία Γραφή;» Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς αὐτή ἡ ἐρώτηση ἀγγίζει ἕνα πολύ βαθύτερο ζήτημα, ἤτοι τό ζήτημα τῆς Ἱερᾶς Παράδοσης, ἡ ὁποία ἔχει ἐνσωματωμένα ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀκολουθεῖ μία μικρή εἰσαγωγή πάνω στήν Ἱερά Παράδοση, καί γιατί – σύμφωνα μέ τήν Ἐκκλησία – δέν μπορεῖτε νά κατανοήσετε τήν Ἁγία Γραφή χωρίς αὐτήν.
Είναι ἀρκετή ἡ Ἁγία Γραφή;
Ἡ συσχέτιση τῆς Ἁγίας Γραφῆς μέ τήν Ἱερά Παράδοση ἔχει ἐμπέσει σέ «καυτή» διαμάχη ἐπί αἰῶνες ἀνάμεσα στήν Ὀρθοδοξία καί τόν Προτεσταντισμό. Ἀπό τόν 16ο κιόλας αἰώνα οἱ Προτεστάντες εἶχαν ἤδη διακηρύξει τήν πασίγνωστη διδασκαλία τους, τήν Sola Scriptura (Στά Λατινικά, «Μόνο οἱ Γραφές»), ἰσχυριζόμενοι πώς τό κείμενο τῆς Βίβλου εἶναι ἀρκετό γιά μία καθώς πρέπει Χριστιανική ζωή. Δήλωναν πώς ἡ Βίβλος περιέχει ἴσα-ἴσα ὅση πληροφορία χρειάζεται γιά τήν σωτηρία μας, καί πώς ἡ Παράδοση ἦταν μία μεταγενέστερη καί ἄχρηστη ἐφεύρεση, τήν ὁποία ὄφειλαν οἱ Χριστιανοί νά ξεφορτωθοῦν τό συντομώτερο δυνατόν.
Ὁ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι ἀντιτίθενται ριζικά σέ αὐτή τήν προσέγγιση.
Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει πώς ἡ Ἱερά Παράδοση εἶναι ὁ ἀρχαιότερος τρόπος τῆς μετάδοσης τῆς Θεϊκῆς Ἀποκάλυψης.
Ἡ Ἱερά Παράδοση ὑπῆρχε πολύ πρίν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, καί χρησίμευσε ὡς βάση της. Δέν εἶναι τόσο δύσκολο νά τό ἀντιληφθοῦμε αὐτό: ἀκόμα καί στήν καθημερινότητά μας, πρῶτα βιώνουμε κάτι, καί κατόπιν ἐκφράζουμε τίς ἐμπειρίες μας σέ γραπτή μορφή – ἄν χρειαστεῖ.
Πέραν αὐτοῦ, ἀκόμα καί ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή παραδέχεται πώς προηγεῖται ἡ Ἱερά Παράδοση.
Ἔτσι, ἤδη ἀπό τό Βιβλίο τῆς Γένεσης μαθαίνουμε πώς:
– ὁ Θεός μιλοῦσε ἄμεσα μέ Ἀδάμ, Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ καί Μωυσῆ.
– ο Ἄβελ ἤδη γνωρίζει πῶς νά τελέσει θυσία «ἀπό τῶν πρωτοτόκων αὐτοῦ καί τῶν στεάτων αὐτῶν» (Γέν.4:4).
– ο Νῶε γνωρίζει ποιά ζῶα εἶναι «καθαρά» καί ποιά εἶναι «ἀκάθαρτα» (Γέν.7:8)
– ο Ἀβραάμ γνωρίζει τήν παράδοση τῆς δεκάτης ὅταν «ἔδωκεν αὐτῶ Ἄβραμ δεκάτην ἀπό πάντων». (Γέν.14:20)
Ἀξίζει νά ὑποδείξουμε ἐδῶ πώς κανένας ἀπό αὐτούς δέν εἶχε διαβάσει τίς Γραφές, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανένα σχετικό γραπτό κείμενο στίς ἐποχές τους. Τά πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ζοῦσαν χωρίς τά ἱερά κείμενα τῶν Γραφῶν, ἐπί ὁλόκληρους αἰῶνες.
Παρομοίως, οἱ πρώιμοι Χριστιανοί ἔζησαν χωρίς τήν γραπτή Καινή Διαθήκη, μίας καί συντόνιζαν τίς ζωές τούς σύμφωνα μέ τήν προφορική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς ἐκ τούτου, οἱ Γραφές εἶναι στήν οὐσία τό καταγεγραμμένο τμήμα της προϋπάρχουσας προφορικής Παράδοσης.
Σύμφωνα μέ τόν Ἱερό Χρυσόστομο, τό γεγονός καί μόνο πώς ἔπρεπε ἡ Θεϊκή Ἀποκάλυψη νά ἀποτυπωθεῖ σέ γραπτή μορφή ἦταν ἔνδειξη τῆς σταθερής πτωσης των ἠθῶν καί τῆς πνευματικῆς κώφωσης τά ὁποία ἐξαπλώνονταν στούς ἀνθρώπους:
“Στην πραγματικότητα, δέν θά ἔπρεπε νά χρειαζόμασταν τίς Γραφές· ἀντ’ αὐτοῦ, θά ἔπρεπε νά βιώναμε μία ζωή τόσο καθαρή ὥστε θά μπορούσαμε νά χρησιμοποιοῦμε τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀντί γιά βιβλία· καί, στόν βαθμό πού τά βιβλία εἶναι γραμμένα μέ μελάνι, θά ἔπρεπε οἱ καρδιές μας νά εἶναι ὁ χῶρος πού θά κατέγραφε τό Πνεῦμα. Δεδομένου ὅτι ἔχουμε ἀπορρίψει ἐκείνη τήν χάρη, τουλάχιστον ἄς χρησιμοποιήσουμε τόν δεύτερο τρόπο (δηλαδή, τίς γραπτές Γραφές).»
“Κενά Σημεία” μέσα στήν Ἁγία Γραφή
Καί ὅμως, εἶναι ἀρκετά ἀξιοσημείωτο πώς ἄν «ἀφαιρέσουμε» τήν Ἱερά Παράδοση ἀπό τήν Θεϊκή Ἀποκάλυψη, ἀμέσως θά ἐμφανισθοῦν «κενά σημεῖα» μέσα στό βιβλικό κείμενο – καί εἶναι ἀδύνατον νά γεμίσουν ἐκεῖνα τά κενά, χωρίς πρόσθετες πηγές.
Γιά παράδειγμα, στήν Γένεση ὁ Ἰακώβ λέει στόν γιό του: «ἐγώ δέ δίδωμι σοί Σίκιμα ἐξαίρετον ὑπέρ τούς ἀδελφούς σου, ἤν ἔλαβον ἐκ χειρός Ἀμορραίων ἐν μαχαίρᾳ μου καί τόξῳ.» (Γέν. 48:22). Ὅμως πουθενά μέσα στήν Γραφή (στό Βιβλίο τῆς Γένεσης) δέν βρίσκουμε ὁποιαδήποτε ἀναφορά γιά στρατιωτικές δράσεις πού εἶχε ἀναλάβει ὁ Ἰακώβ ἐναντίον τῶν Ἀμορραίων μέ τήν «μάχαιρα» καί τό «τόξο» του.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει μέ βεβαιότητα στόν Τιμόθεο: «ὄν τρόπον δέ Ἰαννής καί Ἰαμβρής ἀντέστησαν Μωϋσεῖ, οὕτω καί οὗτοι ἀνθίστανται τῇ ἀληθείᾳ, ἄνθρωποι κατεφθαρμένοι τόν νοῦν, ἀδόκιμοι περί τήν πίστιν.» (Β’ Τίμ. 3:8) Πάλι τίθεται τό ἐρώτημα: Ποῦ τό διάβασε αὐτό ὁ Παῦλος, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἀναφορά σέ Ἰαννή καί Ἰαμβρή καί τήν ἀντίστασή τους ἐναντίον τοῦ Μωυσῆ μέσα στήν Βίβλο;
Ὁ Ἀρχιδιάκονος Στέφανος ἐνημερώνει τούς Ἰουδαίους: «καί ἐπαιδεύθη Μωϋσῆς πάση σοφίᾳ Αἰγυπτίων, ἦν δέ δυνατός ἐν λόγοις καί ἐν ἔργοις. Ὡς δέ ἐπληροῦτο αὐτῷ τεσσαρακονταετής χρόνος, ἀνέβη εἰς τήν καρδίαν αὐτοῦ ἐπισκέψασθαι τούς ἀδελφούς αὐτοῦ τούς υἱούς Ἰσραήλ.» (Πράξ. 7: 22-23). Καί πάλι, δέν ὑπάρχει καμμία ἀναφορά γιά τήν ἡλικία τοῦ Μωυσῆ, ὄταν « ἀνέβη εἰς τήν καρδίαν αὐτοῦ ἐπισκέψασθαι τούς ἀδελφούς αὐτοῦ τους υἱούς Ἰσραήλ.»
Ὑπάρχουν ἄφθονα παρόμοια παραδείγματα μέσα στήν Ἁγία Γραφή.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνα πιό βασικό πρόβλημα. Οἱ ἀναγνῶστες τῆς Καινῆς Διαθήκης θά ἔπρεπε νά τό εἶχαν ἀντιμετωπίσει ὅταν, ἔχοντας διαβάσει ὁλόκληρο τό Ἁγιογραφικό κορμό, δέν θά ἔβρισκαν κάποια λεπτομερῆ διδαχή σχετικά μέ τά βασικά δόγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως π.χ. τά Ἱερά Μυστήρια.
Τό ἐρώτημα εἶναι: Γιατί σιωπᾶ ἡ Ἁγία Γραφή πάνω σέ ὅλα αὐτά τά θέματα; Τό ἐρώτημα δέν μπορεῖ νά ἀπαντηθεῖ μέσα ἀπό τήν νοοτροπία τῆς Sola Scriptura.
Ἐκτός αὐτοῦ, ἡ δομή τῆς Καινῆς Διαθήκης χωρίς τήν Ἱερά Παράδοση μοιάζει ἀσαφής ἐξ αἰτίας ἀσυμφωνιῶν καί ἀκατανόητων ἐδαφίων.
Γιά παράδειγμα, τί εἶχε κατά νοῦν ὁ Χριστός ὅταν ἀναφέρθηκε στόν Οὐράνιο Ἄρτο, στήν ἄμπελο, καί στό νερό πού ρέει στήν αἰώνια ζωή; Καί τί μᾶς προτρέπει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά κάνουμε, ὅταν λέει: «δοκιμαζέτω δέ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρίμα ἐαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου.» (Ἅ’ Κόρ.11: 28-29); Σέ τί ἀναφέρονται ἡ ἄμπελος, τό νερό, ὁ ἄρτος καί τό ποτήριον; Τό κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης δέν μᾶς παρέχει μία σαφῆ ἐξήγηση.
Ὅμως ὅλες αὐτές οἱ ἀπορίες ἐξαφανίζονται, μόλις βάλουμε τήν Γραφή μέσα στά ἀρχικά της πλαίσια – δηλαδή τήν Παράδοση. Ὁ Ἀρχιερέας π. Ἰωάννης Μέγιεντορφ τονίζει πώς τά προαναφερόμενα λόγια του Ἰησοῦ «δέν γίνεται νά ἐκτιμηθοῦν πλήρως, χωρίς νά γίνει γνωστό πώς οἱ Χριστιανοί τοῦ πρώτου αἰώνα ἤδη τελοῦσαν Βαπτίσεις καί τήν Θεία Εὐχαριστία».
Οἱ ἀναφορές γιά τό ποτήριο, τήν ἄμπελο καί τόν ἄρτο ἀποσαφηνίζονται, μόλις τίς βάλουμε μέσα στό πλαίσιο τῆς Παράδοσης. Ἀποδεικνύεται καί πάλι, πώς ἡ Γραφή καί ἡ Παράδοση εἶναι ἀμοιβαία συνδεδεμένες καί ἀχώριστες. Ἡ ἑνότητά τους εἶναι ἡ προϋπόθεση, γιά τήν θεμελιώδη πληρότητα τῆς Θεϊκῆς Ἀποκάλυψης.
Ἡ Ἱερά Παράδοση ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τήν ἀληθινή κατανόηση τῆς Γραφῆς – ἕνα σημεῖο ἀναφορᾶς βασισμένο πάνω σέ πολυετεῖς ἀναγνώσεις καί ἀναλύσεις τῆς Βίβλου, ἐπιτρέποντας σέ κάθε Χριστιανό νά διαβάζει τήν ἐκ Θεοῦ Ἀποκάλυψη, χωρίς τόν κίνδυνο νά διαστρέψει τά νοήματά της.
Θυμάστε τήν ἱστορία μέσα στό Βιβλίο τῶν Πράξεων, ὅπου ὁ Ἀπόστολος Φίλιππος ρώτησε τόν Εὐνοῦχο πού διάβαζε τήν Παλαιά Διαθήκη: «προσδραμῶν δέ ὁ Φίλιππος ἤκουσεν αὐτοῦ ἀναγινώσκοντος τόν προφήτην Ἠσαΐαν, καί εἶπεν· ἄρα γέ γινώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις;» στον ὁποῖον ἀπάντησε ὁ Εὐνοῦχος: «…Πῶς γάρ ἄν δυναίμην, ἐάν μή τίς ὁδηγήσῃ μέ; παρεκάλεσε τέ τόν Φίλιππον ἀναβάντα καθίσαι σύν αὐτῷ.» (Πράξ. 8: 30-31); Ἡ Ἱερά Παράδοση εἶναι αὐτή πού «ὁδηγεῖ» τόν πιστό. Μᾶς δίνει ὁδηγίες, ὄχι μόνο πῶς νά διαβάζουμε τίς Γραφές, ἀλλά καί πῶς μποροῦμε νά σωθοῦμε.
Ούτε Παράδοση, οὔτε Γραφή, χωρίς τήν Ἐκκλησία
Ἡ Ἱερά Παράδοση καί ἡ Ἱερές Γραφές ὑφίστανται, μόνο για την Ἐκκλησία, και μόνο μέσα στην Ἐκκλησία. Δέν ὑφίστανται ἐκτός Ἐκκλησίας, οὔτε ἡ Γραφές, οὔτε ἡ Παράδοση.
Ὁ Ἱερομάρτυρας Ἰλαρίων (Troitsky) τονίζει πώς ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι μέρος τῆς ζωῆς τῆς Χάριτος τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ὑπάρχει Γραφή – μέ τήν πραγματική ἔννοια τῆς λέξεως αὐτῆς – χωρίς τήν Ἐκκλησία. Ὁ Ἀλεξέϊ Χομιάκοφ ὑπογράμμισε πώς οἱ ἄνθρωποι πού ἀπέχουν ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀδυνατοῦν νά κατανοήσουν τίς Γραφές, τήν Παράδοση, καί τίς πρακτικές της Ἐκκλησίας.
Ἐκ πρώτης ὄψεως, οἱ δηλώσεις αὐτές ἴσως φαντάζουν ὑπερβολικά ἁπλές καί ἀποξενωτικές. Καί ὅμως, ἄν τίς βάλουμε μέσα στό σωστό πλαίσιο, ὅλες οἱ παρεξηγήσεις λύονται.
Ἄς φαντασθοῦμε πώς ἐγώ ἐπιθυμῶ νά ἀνακαλύψετε τήν μουσική τοῦ ρώσου συνθέτη Ἰγκορ Στραβίνσκυ. Προσωπικά, γνωρίζω πολλά πράγματα γιά τά ἔργα του. Μπορῶ ἀκόμα νά σᾶς παραδώσω καί μάθημα σχετικά μέ τά ἔργα του, καί νά σᾶς ἐφοδιάσω μέ μερικά ἀξιόλογα γραπτά γιά πρόσθετη ἀνάγνωση. Θά ἀκούσετε τά λόγιά μου, θά διαβάσετε τά γραπτά καί θά μάθετε τά δεδομένα μέν – ἀλλά δέν θά ἔχετε ἀνακαλύψει γιά τόν ἑαυτό σας τήν μουσική τοῦ Στραβίνσκυ. Θά λείπει ὁ πιό σημαντικός παράγοντας: ἡ προσωπική σας συνάντηση μέ τήν μουσική του, ἡ πλήρης ἐμβύθιση καί ἡ ἄμεση διαδράση μέ μία ζωντανή παράσταση τῆς μουσικῆς τοῦ συνθέτη.
Τό ἴδιο ἰσχύει, μέ τήν Γραφή καί τήν Παράδοση. Μπορεῖς νά μιλᾶς γιά αὐτές ὅσο ἐπιθυμεῖς, καί νά διαβάσεις ἑκατοντάδες καί χιλιάδες ἐπιστημονικά γραπτά γιά τήν Γραφή καί γιά τήν Παράδοση. Ἀτυχῶς, ἄν δέν ὑπάρξει μία προσωπική συνάντηση καί ἡ χωρίς μεσολάβηση ἐμπειρία μας προκειμένου νά δομηθεῖ ἡ ζωή μας πάνω στήν Γραφή καί τήν Παράδοση, τά δύο αὐτά ἁπλῶς θά ὑφίστανται ὡς ἀξιοπερίεργα τεχνουργήματα τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας.
Μπορεῖτε νά τίς συναντήσετε καί νά τίς ἀνακαλύψετε, μόνο μέσα στην Ἐκκλησία, ἡ Ὁποία βιώνει καί ἀναπνέει τήν Γραφή καί τήν Παράδοση ἤδη ἐπί πολλαπλές χιλιετίες. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει μία ἀδιάκοπη διαδοχή ἀπό ἐκείνους πού ἔχουν ἀφιερωθεῖ στήν διατήρηση τῆς Γραφῆς καί τῆς Παράδοσης – δηλαδή, τούς Ἁγίους Της.
«Ἁγιότητα» σημαίνει πώς κάποιο πρόσωπο ζεῖ σύμφωνα μέ τήν Παράδοση καί τήν Γραφή, καί πώς ἡ πληρότητα τῆς Θεϊκῆς Ἀποκάλυψης εἶναι πλήρως ἐνσωματωμένη στίς ζωές ὁρισμένων ἀνθρώπων, ἀλλά πρωτίστως στήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μουσική τοῦ Στραβίνσκυ μᾶς «ἀποκαλύπτεται», μόνο ἄν τήν παρακολουθήσουμε «ζωντανά». Παρομοίως ἡ Παράδοση καί ἡ Γραφή, μᾶς «ἀποκαλύπτονται» πλήρως, μόνο ἄν εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία – ἄν συμμετέχουμε στήν ἁγιότητά Της. Ἡ βαθύτερη δυνατόν ἐμπειρία τῆς Παράδοσης εἶναι ἐφικτή, μόνο μέσω τοῦ Μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας. Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τό σταυροδρόμι ὅπου συναντῶνται ἡ Παράδοση καί ἡ Γραφή.
Ἡ πληρότητα τῆς Θεϊκῆς Ἀποκάλυψης δόθηκε μόνο μία φορά στήν Ἐκκλησία – τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Οἱ Χριστιανοί τῶν ἑπόμενων αἰώνων ἁπλῶς σήκωναν τό πέπλο καί σταδιακά ἐξηγοῦσαν αὐτή τήν ποικίλη Παράδοση. Τά θεσπίσματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, τά ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὁ κανόνας ἁγιογράφησης, ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν ναῶν, καί ὁ Κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς – ὅλα αὐτά εἶναι κομμάτια τῆς Ἱερᾶς Παράδοσης.
Συνεπῶς, ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας οὔτε «ἐξελίσσεται» οὔτε «ἀναπτύσσεται» καθ’ οἱονδήποτε τρόπο. Εκφράζεται, μέσα στήν Ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης φυλῆς καί μέσα στίς ζωές ἁγίων ἀνθρώπων. Ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος – ὁ ὁποῖος ἀνακάλυψε τήν Παράδοση καί τήν Γραφή μόνο μετά ἀπό τήν γνωριμία του μέ τόν Ἅγιο Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων – ἔγραψε τά ἑξῆς παράδοξα λόγια: «Δέν θά πίστευα τό Εὐαγγέλιο, ἄν δέν ἦταν χάρη στό κύρος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας».
Μποροῦμε νά ἀναδιατυπώσουμε τά λόγια αὐτά τοῦ Ἁγίου, καί νά δηλώσουμε: «Δέν θά πίστευα στήν Παράδοση, ἄν δέν ἦταν χάρη στό κύρος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Τό κύρος μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα πού ἐνοικεῖ μέσα Της.