Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἐπειδή δέν κοινωνοῦσε μέ τά πατριαρχεῖα, δέχθηκε ἀπό τήν τότε κρατοῦσα ἐκκλησία τήν ἐπίκαιρη ἀκόμη καί σήμερα ἐρώτηση: «Σύ μόνος σώζῃ (θα σωθείς) καί πάντες ἀπόλλυνται (θα χαθούν);» Καί ἀπήντησε: «Οὐδένα κατέκριναν οἱ τρεῖς παῖδες μή προσκυνήσαντες τῇ εἰκόνι, πάντων ἀνθρώπων προσκυνούντων. Οὐ γάρ ἐσκόπουν τά τῶν ἄλλων ἀλλ᾽ ἐσκόπουν ὅπως ἄν αὖτοί μή ἐκπέσωσι τῆς ἀληθοῦς εὐσεβείας... Κἀμέ οὖν μή δῷ (να μη δώσει) ὁ Θεός κατακρῖναι τινα, ἤ εἰπεῖν (ή να πω), ὅτι ἐγώ μόνος σώζομαι. Αἱροῦμαι (προτιμώ) δέ ἀποθανεῖν, ἤ θρόησιν ἔχειν κατά τό συνειδός (ή να με κατακρίνει η συνείδηση), ὅτι περί τήν εἰς Θεόν πίστην παρεσφάλην (έσφαλα) καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπον». Στήν πίεση ὅτι καί ἡ τῆς Ρώμης ἐκκλησία θά κοινωνήσει μέ τόν πατριάρχη εἶπεν: «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον, διά τοῦ ᾿Αποστόλου, καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντος». Ὅταν δέ τοῦ ζήτησαν μόνον νά σιωπήσει, γιά τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας, τότε ἀφοῦ ἔπεσε κάτω στή γῆ μετά δακρύων εἶπε᾽ «ου δύναμαι λυπῆσαι τόν Θεόν σιωπῶν, ἅπερ αὐτός λαλεῖσθαι καί ὁμολογεῖσθαι προσέταξαι» (δεν μπορώ να σιωπήσω και να1 λυπήσω το Θεό όταν αυτός μάς πρόσταξε να ομολογούμε) (ΡG 90, 120, 121, 124).