Περί «ὑγείας» (καί ἑτέρων παραχαράξεων)…

 


σ.σ. Εξαιρετικό. Κάποιος να το στείλει στη ΔΙΣ βρε παιδιά.

τοῦ Νεκτάριου Δαπέργολα, Διδάκτορος Ἱστορίας

Μιά πού κάποιοι δέν χάνουν εὐκαιρία νά διαστρέψουν τά πάντα προκειμένου νά στηρίξουν τό γνωστό ψευδαφήγημα πού μᾶς ταλανίζει ἐδῶ καί μῆνες καί νά βροῦν λέξεις αὐτοδικαίωσης γιά τόν κατήφορο στόν ὁποῖο καί οἱ ἴδιοι κατρακυλοῦν, ἦταν περίπου βέβαιο πώς δέν θα ἄφηναν οὔτε τήν εὐκαιρία τῆς προπερασμένης Κυριακῆς νά περάσει ἀνεκμετάλλευτη. Καί πράγματι τό ἐρώτημα πού ἀπευθύνει ὁ Χριστός στήν εὐαγγελική περικοπή αὐτῆς τῆς ἡμέρας, χρησιμοποιήθηκε ὄντως ἀπό ἄμβωνος (πόσο προβλέψιμοι πλέον), γιά νά στηθοῦν και πάλι λογύδρια γιά «τό μέγιστο ἀγαθό πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, ἐκεῖνο τῆς ὑγείας».

«Θέλεις ὑγιής γενέσθαι»; Αὐτό εἶναι ἀσφαλῶς τό ἐρώτημα. Καί τό ἀπευθύνει ὁ Χριστός σέ ἕναν παράλυτο πού ἐπί 38 χρόνια περίμενε στήν ἄκρη τῆς Κολυμβήθρας Βηθεσδά νά ἀνακινήσει ὁ ἄγγελος τά ὕδατα, γιά νά μπεῖ μέσα πρῶτος καί νά θεραπευτεῖ, χωρίς ὅμως ποτέ νά τό καταφέρει. «Τοῦτον ἰδών ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον καί γνούς ὅτι πολύν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιής γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δέ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρό ἐμοῦ καταβαίνει. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τόν κράβαττόν σου καί περιπάτει. Καί εὐθέως ἐγένετο ὑγιής ὁ ἄνθρωπος» (Κατά Ιωάννην ε΄, 6-9).

Καί βεβαίως οὐδείς μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τή σημασία τοῦ παραπάνω ἐρωτήματος. Πιθανῶς θά φανεῖ παράδοξο αὐτό, εἶναι ὅμως τό κρισιμότερο ἴσως ἐρώτημα πού ἀκούστηκε ποτέ μέσα στήν ἀνθρώπινη Ἱστορία. Ἕνα ερώτημα ἀνυπολόγιστης σημασίας ὅχι φυσικά ἀπό ἄποψη ὑγειονομική (γιά νά δοθεῖ καί μία πρώτη ἀπάντηση στούς προαναφερθέντες διαστροφεῖς – κληρικούς τε καί μή – ψευδοθεολογοῦντες πού ἐδῶ καί ἔνα καί πλέον χρόνο ἔχουν ἀναγάγει τή σωματική ὑγεία σέ ὕψιστο ἀγαθό, τόσο σημαντικό πού νά δικαιολογεῖ πλέον κάθε θυσία, κάθε παραχώρηση, κάθε ἔκπτωση καί κάθε ἐκτροπή), ἀλλά ἀπό ἄποψη σωτηριολογική. Τό ἐρώτημα καί τό ἐπακόλουθο θαῦμα δέν γίνονται γιά νά πειστοῦμε πόσο σημαντική εἶναι ἡ σωματική ὑγεία, ἀλλά γιά νά ξεκαθαριστεῖ ἀφ’ ἑνός ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ κύριος τῆς ζωῆς καί ἀφ’ ἑτέρου τό πόσο βασική προϋπόθεση τοῦ θαύματος εἶναι, ὄχι μόνο ἡ (οὔτως ἤ ἄλλως προφανοῦς σημασίας) θεία ἐπέμβαση καί ἐνέργεια, ἀλλά καί ἡ ἀνθρώπινη συγκατάθεση. Γιά νά ἐπέμβει ὁ Θεός, ζητᾶ τή συναίνεσή μας, δηλαδή τήν πίστη καί τήν ἐπιθυμία μας. Γιατί δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο, κατέχοντα τό αὐτεξούσιον καί ἐθελότρεπτον. Ἄν συνεπῶς θαυματουργοῦσε χωρίς αὐτά, θά παραβίαζε πολύ ἀπλά αὐτή τήν ἐλευθερία – καί αὐτό ὁ Θεός ἀρνεῖται νά τό πράξει. Περαιτέρω ὅμως εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ζητᾶ καί τή συμμετοχή μας ὡς πρός τό ἐλάχιστο πού μποροῦμε ἀνθρωπίνως νά πράξουμε ἐμεῖς, ἐνῶ φυσικά Ἐκεῖνος ἀναλαμβάνει νά πράξει τά μείζονα καί δυσκολότερα. Ἡ προτροπή «ἔγειρε, ἆρον τόν κράβαττόν σου καί περιπάτει», εἶναι ἡ πρόσκληση τοῦ Θεοῦ γιά τήν πραγμάτωση αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ ἐλάχιστου.

Ἀλλά δεν εἶναι ἡ μόνη πρόσκληση. Γιατί ἐπίσης εἶναι ξεκάθαρο καί σέ αὐτήν τήν περίπτωση (ὄπως καί σέ ἄλλα θαύματα τοῦ Χριστοῦ) ὅτι ὑπό τόν ὅρο «ὑγεία» δέν νοεῖται πρωτίστως ἡ σωτηρία τοῦ σώματος, ἀλλά ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας (ἡ ὁποία ἐπηρεάζει βεβαίως ἄμεσα καί τή σωματική ὑγεία). Γι’ αὐτό καί πολλές φορές, ὅταν θαυματουργεῖ ὁ Χριστός, δίνει κυρίως βάρος στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ πάσχοντος. Τό ἴδιο καί στό συγκεκριμένο θαῦμα, ὅπου ἀρκετά μετά τήν πραγμάτωσή του βρίσκει πάλι τόν θεραπευμένο πλέον παράλυτο καί τοῦ ἐφιστᾶ τήν προσοχή: «ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται». Ἀποκαλύπτοντας ἔτσι καί τό δεύτερο πρᾶγμα πού πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος, πέραν τῆς ἀρχικῆς πίστης/συναίνεσης/παράκλησης, ὥστε νά μήν ἀρθεῖ ή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἐπέλθει πάλι ἡ πτώση στήν ἁμαρτία (γεγονός πού θά ἔχει ἀσφαλῶς συνέπειες καί στή σωματική ὑγεία).

Μετά λοιπόν τήν πίστη καί τό αἴτημα, ἀκολουθοῦν ἡ εἰλικρινής μετάνοια, ἡ ἐγρήγορση, ἡ συνεχής προσοχή, ὁ πνευματικός ἀγώνας.

Ἄν κάποια σημασία ἔχει λοιπόν ἡ ἐν λόγω περικοπή (και ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἔχει ὄντως τεράστια), εἶναι αὐτή – καί ὄχι ἡ ἐπισήμανση τῆς ἀξίας τῆς σωματικῆς ὑγείας. Πού δεν παύει βεβαίως νά εἶναι πολύτιμο ἀγαθό, ἀλλά ὄχι τό ὑπέρτατο. Ἀλλιῶς δέν θά εἴχαμε τόσα ἐκατομμύρια μαρτύρων πού δέν δίστασαν οὔτε στιγμή να θυσιάσουν ὅχι ἀπλῶς τήν ὑγεία τους, ἀλλά καί τήν ἴδια τή ζωή τους. Δέν θά εἴχαμε τόσους ὁσίους πού τελειώθηκαν μέ κατεστραμμένη ὑγεία, μέ πόνους φριχτούς καί βαριές ἀσθένειες. Οὔτε καί θά ἔλεγε ὁ Χριστός στόν Ἀπόστολο Παῦλο νά μή ζητᾶ νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό πρόβλημα πού εἶχε, ἀποκαλύπτοντας ὅτι ἡ δύναμίς Του «ἐν ἀσθενεία τελειοῦται». Οὔτε πάλι θά ἐθεωρεῖτο ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ πόνος καί ἡ ἀρρώστεια προϋπόθεση καί χωνευτήρι γιά τήν πνευματική τελείωση, τήν ἐξάλειψη τῶν ἀμαρτιῶν καί τήν ἀπόκτηση μισθοῦ ἐν οὐρανοῖς – δρόμος δηλαδή γιά τόν ἴδιο τόν Παράδεισο.

Αὐτά θά ἀνέμενε κάποιος πιστός νά ἀκούσει ἀπό τό στόμα τῶν ποιμένων του σήμερα, ἀντί γιά ὅλο αὐτό τό ἀτελείωτο ἐξυμνητήριο στήν πάση θυσία διασφάλιση τῆς σωματικῆς ὑγείας καί τῆς ζωῆς μας. Και να ἀκούσει ἐπίσης καί κάτι ἀκόμη: τό πόσο πολύ τό ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ πρός τόν παραλυτικό καί ἡ ἴδια τελική προτροπή του, ἀφοροῦν ἀσφαλῶς – πολύ περισσότερο σήμερα ἀπό κάθε ἄλλη φορά – ὄχι μόνο προσωπικά τόν καθένα ἐξ ἡμῶν, ἀλλά καί γενικότερα τόν λαό μας.

Ἕναν λαό πού ζεῖ ἐδῶ καί καιρό στόν βοῦρκο τῆς χειρότερης πνευματικῆς κρίσης καί παρακμῆς στή μακραίωνη Ἱστορία του. Μέ κατεστραμμένη τήν ἱστορική του μνήμη, ἐθνικά ἀπονευρωμένος καί θρησκευτικά ἀποχρωματισμένος, χαμένος μέσα σέ χρονίζουσες αὐταπάτες «ἐκσυγχρονιστικῶν» εἰδώλων καί ὁραμάτων κίβδηλης «προοδευτικότητας», ἀποστερημένος ἀπό τά πιό ζωτικά δομικά στοιχεῖα τῆς ἴδιας του τῆς ταυτότητας (τά ὁποῖα μόνος του πέταξε στά σκουπίδια σέ μία μακρά ἱστορική διαδικασία ἐπώδυνου πνευματικοῦ αὐτοευνουχισμοῦ), σέ πλήρη ἀποστασία ἀπό τόν Θεό, παραζαλισμένος καί ἀλλοπρόσαλλος, βουλιάζοντας καθημερινά στή σύγχυση καί στήν ἀσυναρτησία.

Καί εἰδικά βέβαια τόν τελευταῖο καιρό, ἡ ἐπίθεση πού δέχεται αὐτός ὁ λαός ἀπό τίς ἀντίχριστες καί μισελληνικές κυβερνῶσες γιάφκες τῶν παρασιτικῶν ἐλίτ πού τόν κατατρύχουν ἐδῶ καί δύο αἰῶνες, ἔχει κλιμακωθεῖ δραματικά. Δυστυχῶς τίποτε ἀνθρωπίνως πλέον δέν ὑπάρχει, κανένα στήριγμα δέν διαφαίνεται πουθενά – καί φυσικά τίποτε γιά νά μᾶς ἐμπνεύσει πια καί νά μᾶς καθοδηγήσει. Κι ἀπομείναμε ἀποχαυνωμένοι θεατές, τήν ὥρα πού ἡ ζωή κι ὁ τόπος μας ξεπουλιοῦνται ἀνερυθρίαστα, ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας συστηματικά νοθεύεται καί ἀπροκάλυπτα καταδιώκεται, ἡ πατρίδα μας διαλύεται κοινωνικά, οἰκονομικά καί δημογραφικά, ἔρμαιο στά χέρια τῶν εσωτερικών κι ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν της.

Ὑπό τίς συνθῆκες αὐτές – καί ἐνῶ ὅλο καί περισσότεροι βλέπουν πώς ἡ κατάσταση μέ ὀρθολογικές ἐκτιμήσεις δέν εἶναι ἀναστρέψιμη πιά – ἔρχεται τό κρίσιμο ἐρώτημα. Θέλεις τό μεγάλο Θαῦμα, τό μόνο πού μπορεῖ νά σέ σώσει ὡς λαό ἀπό τόν βάλτο πού βουλιάζεις, πού θά ἀνακόψει τήν ἐλεύθερη πτώση σου στήν ἄβυσσο, πού θά σταματήσει αὐτή τήν τραγική πορεία πρός τό ἱστορικό σου Τέλος; «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι»; Ἡ απάντηση δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητη, ὅσο κι ἄν φαίνεται τέτοια. Ἀκόμη καί ἀπό τόν παράλυτο τοῦ Εὐαγγελίου, πού ἦταν σίγουρο πώς ἤθελε νά γίνει καλά (γιατί ἀλλιῶς φυσικά δέν θά περίμενε σχεδόν σαράντα χρόνια μέ τόση ἐπιμονή καί ὑπομονή τό μέγα θαῦμα τῆς θεραπείας), ζητήθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ ρητή του διαβεβαίωση – κι ἄς τό εἶχε ἀποδείξει ἡ προφανής πίστη καί ἡ ἀγόγγυστη καρτερία του ὅλο αὐτό τό τεράστιο χρονικό διάστημα. Πόσο μᾶλλον συνεπῶς δέν μπορεῖ νά εἶναι αὐτονόητη ἡ ἀπάντηση γιά ἐμᾶς, πού βρισκόμαστε ἐδῶ καί σχεδόν σαράντα χρόνια ἐπίσης (σύμπτωση ἄραγε;) στο χειρότερο σημεῖο τῆς ἀποστασίας καί τῆς αρρώστιας, καί μόνο στά λόγια δηλώνουμε ἐνίοτε τήν ἐπιθυμία τῆς σωτηρίας. Γιά νά γίνει ὅμως τό Θαῦμα, τά ἀπλά λόγια προφανῶς δέν ἀρκοῦν.

Τό Θαῦμα θά γίνει μόνο μέ τή δική μας βούληση καί συνέργεια. Καί αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι μόνο στά λόγια, ἀλλά ὁφείλει νά εἶναι ἔμπρακτη καί ἀληθινή. Καί ἡ ἔμπρακτη βεβαίως ἀπάντηση στό κρίσιμο ἐρώτημα «ἄν θέλουμε πραγματικά νά σωθοῦμε», εἶναι μία. Καί λέγεται μετάνοια. Μετάνοια εἰλικρινής καί ὁλοκληρωτική. Αὐτή θά εἶναι ἡ δική μας συνέργεια καί συμμετοχή, ἡ δική μας ἀπόκριση καί συνάμα ἡ δική μας ἔγερση καί ἄρση τοῦ κρεβατιοῦ τῆς πνευματικῆς μας ἀναπηρίας. Ἀλλαγή τῆς ζωῆς μας, ἐπανάσταση πρῶτα ἀπ’ ὅλα μέσα μας, γιά νά νικήσουμε τόν ἐξαθλιωμένο ἑαυτό μας, ἀλλά καί γιά νά ξαναβροῦμε ὡς λαός ὅσα χάσαμε μετά ἀπό τόσες τραγικές δεκαετίες ἐκμαυλισμοῦ – καί ἔτσι νά μπορέσουμε νά ξανασηκωθοῦμε καί νά ἐπανακάμψουμε στήν κατάστασή μας τήν προπτωτική.

Τέτοια πράγματα λοιπόν θά θέλαμε να ἀκούσουμε ἀπό τά χείλη τῶν ποιμένων μας. Γιά τήν ἀκρίβεια, τέτοια θά ἔπρεπε νά ἀκούσουμε. Καί μέ ἀφορμή τό θαῦμα τοῦ παραλυτικοῦ, ἀλλά καί γενικότερα: μέ κάθε τρόπο καί μέ κάθε ἀφορμή. Να βγοῦν νά μιλήσουν γιά τήν παρακμή καί τόν ἐκμαυλισμό ὁλωνῶν μας, τή νόθευση τῆς πίστης μας πού βαθαίνει, τήν ἀπόστασή μας ἀπό τόν Θεό πού αὐξάνει, τήν ἀθλιότητά μας πού κορυφώνεται. Νά φωνάξουν ὅτι φτάσαμε πιά στό μή παρέκει, στίς ἐσχατιές τῆς κατάρρευσης, στό βάθος τοῦ γκρεμοῦ. Καί νά κηρύξουν μετάνοια στον λαό, μήπως καί ξαναδοῦμε Θεοῦ πρόσωπο – καί ἀρχίζοντας πρῶτα βεβαίως ἀπό τή δική τους μετάνοια. Αὐτό εἶναι τό χρέος καί τό καθῆκον τους, ὡς ποιμένων καί ὡς πνευματικῶν πατέρων. Και ἀντ’ αὐτοῦ τί βλέπουμε; Πλάνη ἐπί πλάνης, ἔπαρση πάνω στήν ἔπαρση, ἐντολές ἀνεκδιήγητες, ἐγκυκλίους ζοφερές, τσαλαπατημένα δόγματα και ἱερούς κανόνες πεταμένους στα σκουπίδια, ἀνίερους ἀσφυκτικούς ἐναγκαλισμούς μέ τήν ἀντίχριστη κοσμική ἐξουσία, ἀποφάσεις ἐκδικητικοῦ αὐταρχισμοῦ, ἀπανωτά κηρύγματα βλασφημίας – ἕνα γενικά ἐφιαλτικό πλέγμα λόγων καί πράξεων, πού ἀντί νά βάζει ἀναχώματα στήν πορεία τῆς αὐτοκαταστροφῆς, τήν κάνει ἀκόμη πιό ἐφιαλτική, ἀντί να ξανοίγει λίγο τόν σκοτεινό οὐρανό, πυκνώνει ἀκόμη πιό πολύ τά μαῦρα σύννεφα πάνω ἀπό την πληγωμένη πατρίδα καί τόν παραζαλισμένο καί ἀκατήχητο λαό μας.

Εἶναι δυνατόν ὅμως ἄραγε ὑπό τέτοιες συνθῆκες, μέ τέτοια χάλια πνευματικά ὅλων μας καί μέ τέτοια ἀπροσχημάτιστη προδοσία ἐκ μέρους τῶν ποιμένων, να ἐλπίσουμε σέ τίποτε καλό; Εἶναι δυνατόν νά μήν ἀναμένουμε «μὴ χεῖρόν ἡμῖν τι γένηται»; Εἴμαστε σέ βαριά πνευματική παραλυσία. Ὅσο ἐμμένουμε πεισματικά σέ αὐτήν, τόσο καί χειρότερα παθήματα θα μᾶς βρίσκουν, τόσο και βαρύτερα δεινά, σέ αὐτόν τόν ὁλοένα καί πιό ὀλισθηρό κατήφορο…

Πηγὴ ἐδῶ.