Μετά τήν πτώση τοῦ ἄθεου καθεστῶτος καί τή διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως, εἴχαμε τή δυνατότητα νά ταξιδεύουμε στό ἐξωτερικό. Ὅταν, γιά πρώτη φορά, βρέθηκα μέ τούς φοιτητές τοῦ τμήματος νεοελληνικῆς φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Λομονόσωφ τῆς Μόσχας, τό 1990, στήν Ἀθήνα, ἐκκλησιαστήκαμε τήν Κυριακή στή ρωσική ἐκκλησία τῆς ὁδοῦ Φιλελλήνων, ὅπου γνωρίσαμε δύο ἀδέλφια, Ρώσους τῆς διασπορᾶς, μεγάλης ἡλικίας. Ζοῦσαν στό Βέλγιο ἀλλά κάθε χρόνο, ὅπως μᾶς εἶπαν, ἐρχόντουσαν γιά προσκύνημα στήν Ἑλλάδα καί ἀπαραίτητα ἐπισκέπτονταν τό Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν, μετά τό 1917, ἔχασαν τήν πατρίδα τους, τήν ὀρθόδοξη Ρωσία, ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ἔγινε ἡ δεύτερη πατρίδα τους. Σέ μιά ἀπό τίς ἑπόμενες συναντήσεις μας, ὁ κ. Δημήτριος καί ὁ κ. Κωνσταντῖνος ἀπευθυνόμενοι στούς φοιτητές τούς εἶπαν:
«Παιδιά, εἶστε εὐτυχισμένοι πού μαθαίνετε ἑλληνικά, τήν εὐλογημένη αὐτή γλώσσα». Καί στή συνέχεια μᾶς διηγήθηκαν τήν ἑξῆς ἱστορία:
«Πλησίαζε τό τέλος τοῦ Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου, Μάιος τοῦ 1945. Πολλοί αἰχμάλωτοι πολέμου βρίσκονταν ἀκόμη στά στρατόπεδα. Ἐμεῖς εἴμασταν κρατούμενοι στό στρατόπεδο “Νταχάου”.