Ὁ ἀφηνιασμένος ὄχλος τὸν προστάζει
νὰ φέρει τὸν σταυρὸ τοῦ Ἰησοῦ στὸν ὦμο.
Μετρῶντας τὸν ἀμέτρητο τὸ δρόμο
τρέμουν τὰ γόνατα του, ὁ ἱδρώς του στάζει.
Ἀγκομαχᾶ, τὰ κόκκαλά του τρίζουν,
σὰ νὰ σηκώνει ἀσήκωτο μολύβι,
σὰ νὰ σηκώνει βράχο σκύβει, σκύβει
κι αὐτοὶ τὸν σπρώχνουν, τὸν γελοῦν, τὸν βρίζουν.