Καλό Τριώδιο
Μπροστὰ στὸν ἑαυτό μας
Ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ πρόοδος τῆς ψυχολογίας τοῦ ἀσυνειδήτου (Βάθους) ὑπῆρξε ἀναμφίβολα πολυσήμαντη. Ὅμως εἶναι γεγονὸς, ὅτι κάθε ἀντικειμενικὸς ἐρευνητὴς ἠμπορεῖ νὰ παραλεχθεῖ σὰν βασικὴ κατεύθυνση τῆς ψυχολογίας αὐτῆς τὴν ἀποκάλυψη τῆς ποιότητος καὶ τοῦ περιεχομένου τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος.
Ἤδη ἔγινε λόγος γιὰ τὴν σπηλιὰ τῶν ἐνστικτικῶν τεράτων, ποὺ ἡ ψυχολογία τοῦ Βάθους ἀπεκάλυψε. Ἀλλὰ δὲν πρόκειται μόνο γιὰ «τέρατα» ποὺ ἐνσαρκώνουν ἁπλῶς ἀνθρώπινα πάθη. Κάθε ἀνθρώπινο, ὅσο «ἀπάνθρωπο» κι ἂν εἶναι, μένει ἀνθρώπινο. Τὰ ἀνθρώπινα πάθη, ὅπως τὰ γνώριζε ὁ ἄνθρωπος πρὸ τῆς ἐμφανίσεως τῆς ψυχολογίας τοῦ Φρόυδ, ἤσαν πάντοτε στὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καὶ ποταπότητος. Σὰν πάθη, ἤσαν πάντοτε μιαρὰ καὶ μισητά ἀλλὰ ἤσαν ἁπλῶς ἀνθρώπινα πάθη, γιατί εἶχαν τὴν αἰτία τους στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία.
Ἡ ψυχολογία τοῦ Βάθους, καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἡ ψυχανάλυση, προχώρησε πέρα ἀπὸ τὸ βυθὸ τῶν ἀνθρώπινων παθῶν, σὲ στρώματα ποὺ φιλοξενοῦν (σύμφωνα μὲ τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῆς ψυχολογίας αὐτῆς) ἕναν ἀσύλληπτο βόρβορο ἠθικῆς ἀκαθαρσίας καὶ ρυπαρότητας. Πρόκειται γιὰ τοὺς ψυχαναλυτικοὺς ἰσχυρισμοὺς «περὶ τῆς δομικῆς λειτουργίας τῶν αἰμομικτικῶν τάσεων ποὺ ἐμφωλεύουν σὲ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή». Καί, ἄσχετα βέβαια ἂν εἶναι ἢ δὲν εἶναι εὔκολη ἡ ἐξουδετέρωση τῶν Ἰσχυρισμῶν αὐτῶν καὶ ἀκόμη ἄσχετα ἀπὸ τὸν ἀποτροπιασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀντιδρᾶ κανεὶς ἐναντίον μίας τέτοιας γενικεύσεως τῆς αἰμομικτικῆς βδελυρότητας, ἡ ψυχαναλυτικὴ αὐτὴ ἑρμηνεία ὁρισμένων συγγενικῶν σχέσεων ἔχει ἕνα νόημα πέρα ἀπὸ κάθε ἐπιστημονικὴ δικαίωση ἢ ἀπόρριψη. Ἔχει τὸ νόημα, ὅτι δημιουργεῖ ἕνα ἀφάνταστα ἐσωτερικὸ ρῆγμα στὴ βάση τῆς ἀξιοπρέπειας τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ποὺ ὅμως στὸ τέλος-τέλος πρέπει νὰ ἐκτιμηθεῖ ἐποικοδομητικά.
Ὅταν ψάχνουμε δικαιολογίες γιὰ τὰ ἀδικαιολόγητα
Ἡ δική μας ἀποστασία καὶ ὁ δικός μας ἐγωισμὸς εἶναι
ὁ λόγος ποὺ ἡ αἵρεση βασιλεύει.
Τοῦ Ἀδαμάντιου
Τσακίρογλου
Βλέποντας τὴν βλασφημία καὶ τὴν ἀναισθησία τῶν ποιμένων νὰ αὐξάνεται,
ἄρχισε πάλι ἡ συζήτηση γιὰ τὸ ἂν ἡ ἱεροκανονικὴ διακοπὴ μνημόνευσης καὶ
ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας εἶναι ὑποχρεωτικὴ ἢ ὄχι ἐπιστρέφοντας ἔτσι στοὺς πρὸ
Κολυμπαρίου καιρούς. Τὸ τραγικὸ σὲ ὅλα αὐτὰ εἶναι: Ἂν κάνει κάποιος τὸν κόπο νὰ
ξανακοιτάξει τὴν ἐπιχειρηματολογία περὶ δυνητικότητος τῶν Ἱ. Κανόνων πρὶν καὶ
λίγο μετὰ τὸ Κολυμπάρι θὰ διαπιστώσει, ὅτι ἡ ἐπιχειρηματολογία αὐτὴ σὲ κανένα
σημεῖο δὲν δικαιώθηκε. Ἀντιθέτως ἐπέτρεψε στὴν αἵρεση νὰ παγιωθεῖ καὶ νὰ
βασιλεύει. Παρόλα αὐτὰ ὅμως κανεὶς δὲν θὰ τὸ παραδεχθεῖ.
Καὶ ἔτσι ἐπαναλαμβάνεται αὐτὸ ποὺ εἶχε διαπιστώσει σὲ ἕνα ἄρθρο του ὁ κ.
Δεμιρτζόγλου (ἐδῶ): «Σκεφτόμαστε τις πιθανές συνέπειες των αγωνιστικών
σχεδίων μας (για αποτείχιση), και αρχίζουμε να 'κουτσουρεύουμε' τους Κανόνες.
…Κι αφού δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τον κανόνα επακριβώς …τον βαπτίσουμε
δυνητικό, αντί
να είμαστε ειλικρινείς στον εαυτό μας και απέναντι στους ανθρώπους και να πούμε
"λυπάμαι αδελφέ, γνωρίζω ότι δεν εφαρμόζω τον κανόνα όπως πρέπει, αλλά
μέχρι εκεί μπορώ"».
Ἡ τραγικὴ κατάσταση στὴν Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστασίας λίγο ἢ πολὺ ὅλων μας. Φιλολογοῦμε καὶ τυρβάζουμε περὶ πολλῶν, ἀλλὰ γιὰ τὰ σπουδαῖα δὲν πράττουμε τίποτα, ἀρνούμενοι ἔτσι συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα τὸν Θεό, ὅ ἐστι ἀποστασία.
π. Αυγουστίνος Καντιώτης: Ο Μέγας Κανών και η αρετή της αυτομεμψίας
Μακαριστός επίσκοπος Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης
ΑΠΟΨΕ, αγαπητοί μου, σε όλους τους ναούς της Ορθοδοξίας ψάλετε ό Μέγας Κανών, ένα υπέροχο ποίημα πού έγραψε ό άγιος Ανδρέας Κρήτης.
Τι ήταν ό άγιος Ανδρέας; Ήταν παιδί μιας ευσεβούς οικογενείας. Οι γονείς του τον ανέθρεψαν με πίστη, ευλάβεια και δάκρυα. Δεκατεσσάρων ετών βγήκε στην έρημο σαν τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Εκεί μόνασε, έζησε ζωήν αυστηρή ασκήσεως με προσευχή και νηστεία. Κατόπιν έγινε υποδιάκονος, διάκονος, πρεσβύτερος. Τέλος αξιώθηκε να γίνει και επίσκοπος, αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Έλαβε μέρος σε τοπικές και οικουμενικές συνόδους, αγωνίστηκε εναντίον των αιρετικών.
Δικό του έργο είναι ό Μέγας Κανών. και ενώ πέρασαν από τότε 1400 περίπου χρόνια, το ποίημα αυτό μένει αθάνατο. Είναι μια συλλογή, μια ανθοδέσμη από 250 άνθη – τροπάρια. Πόθος του ποιητού Είναι να σπάσει τον πάγο της αδιαφορίας πού έχουμε• δεν καίει κάτι μέσα μας για το Χριστό. Θέλει λοιπόν να λύση αυτή την ψυχρότητα, να σπάσει τη λίθινη καρδιά, να την κάνη λεπτή ευγενή και ευαίσθητη, ώστε να συναισθάνεται και να κλαίει και για έναν αμαρτωλό λογισμό. Σκοπός του ποιήματος Είναι να μας φέρει σε κατάνυξη, να μας κάνη «πνεύμα συντετριμμένον», «καρδιά συντετριμμένην και τεταπεινωμένην»(Ψαλμ. 50,19),
Αν είχα δύναμη κι αν είχατε όρεξη, θα μπορούσαμε να κάνουμε 250 κηρύγματα, ένα για κάθε τροπάριο. Εδώ ακροθιγώς θα δούμε την κεντρική ιδέα του ποιήματος.
Αββά Δωροθέου: Η αρετή της αυτομεμψίας!