Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αυτομεμψία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αυτομεμψία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Καλό Τριώδιο

        

            


                                                    


Δύο πράγματα ἀπαιτοῦνται ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, νὰ κατακρίνουμε τὰ ἰδικὰ μας ἁμαρτήματα καὶ νὰ συγχωροῦμε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος πού βλέπει τὰ ἰδικὰ του ἁμαρτήματα, συγχωρεῖ πιὸ εὔκολα τούς ἄλλους· ἐνῶ ἐκεῖνος πού κατακρίνει τοὺς ἄλλους, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του κατακρίνει καὶ καταδικάζει, ἔστω καὶ ἂν ἔχη πολλὲς ἀρετές. Ἀληθῶς μεγάλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ μὴ κατακρίνουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλά τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί. Ἐμεῖς ὅμως, ἀφήνοντας τὶς δικὲς μας ἁμαρτίες, τοὺς ἄλλους ἰδίως κατακρίνουμε, τοὺς ἄλλους ἐξετάζουμε, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν εἴμεθα δικαιότεροι ἀπὸ ὅλους, ἐὰν κατακρίνουμε τοὺς ἄλλους, γινόμεθα ἔνοχοι καὶ εἴμεθα ἄξιοι τῆς ἰδίας τιμωρίας καὶ τῶν ἰδίων βασάνων τῶν ὁποίων εἶναι ἄξιος καὶ αὐτός τὸν ὁποῖον κρίνουμε·«Ὧ γὰρ κρίματι κρίνετε» λέγει «τούτῳ καὶ κριθήσεσθε». Διότι αὐτός πού πορνεύει, παραβαίνει ἐντολή, ὅπως καὶ ἐκεῖνος πού τὸν κρίνει. Ὥστε καὶ οἱ δύο παραβαίνουν θείαν ἐντολή, καὶ αὐτός πού πορνεύει καὶ ἐκεῖνος πού κρίνει.
Ἀλλὰ ἂς μεταφέρουμε μᾶλλον τὴν ἐξέτασι τῶν ἄλλων καὶ τὴν λεπτομερῆ ἐνασχόλησι στοὺς ἑαυτούς μας, ἀγαπητοί. Καὶ ἐὰν δοῦμε κάποιους νὰ ἁμαρτάνουν, ἐμεῖς ἂς ἔχουμε τὶς δικὲς μας ἁμαρτίες ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας καὶ ἂς θεωροῦμε τὰ δικὰ μας χειρότερα ἀπὸ τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος πού ἁμάρτησε, ἴσως καὶ τὴν ὥρα τῆς ἁμαρτίας νὰ μετενόησε, ἐνῶ ἐμεῖς μένουμε πάντοτε ἀδιόρθωτοι κατακρίνοντας καὶ ἐξετάζοντας ἄλλους. Ἐκεῖνος ὁ Λώτ, ἂν καὶ κατοικοῦσε στὰ Σόδομα, κανέναν δὲν κατέκρινε, κανέναν δὲν κατηγόρησε. Γιʼ αὐτό ἐδικαιώθη καὶ διεσώθη ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὴν πανωλεθρία, στὰ ὁποῖα κατεδικάστησαν οἱ Σοδομίτες. Ἂς ταπεινωθοῦμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς κατακρίνοντας τοὺς ἑαυτούς μας, τοὺς ἑαυτούς μας νὰ ὀνειδίζωμε γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε, νὰ γίνουμε ἀκατάκριτοι.

Μπροστὰ στὸν ἑαυτό μας


του αειμνήστου 'Ιωάννη Κορναράκη, Ὅμότιμου Καθηγητή Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καὶ Ἐξομολογητικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ πρόοδος τῆς ψυχολογίας τοῦ ἀσυνειδήτου (Βάθους) ὑπῆρξε ἀναμφίβολα πολυσήμαντη. Ὅμως εἶναι γεγονὸς, ὅτι κάθε ἀντικειμενικὸς ἐρευνητὴς ἠμπορεῖ νὰ παραλεχθεῖ σὰν βασικὴ κατεύθυνση τῆς ψυχολογίας αὐτῆς τὴν ἀποκάλυψη τῆς ποιότητος καὶ τοῦ περιεχομένου τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος.

Ἤδη ἔγινε λόγος γιὰ τὴν σπηλιὰ τῶν ἐνστικτικῶν τεράτων, ποὺ ἡ ψυχολογία τοῦ Βάθους ἀπεκάλυψε. Ἀλλὰ δὲν πρόκειται μόνο γιὰ «τέρατα» ποὺ ἐνσαρκώνουν ἁπλῶς ἀνθρώπινα πάθη. Κάθε ἀνθρώπινο, ὅσο «ἀπάνθρωπο» κι ἂν εἶναι, μένει ἀνθρώπινο. Τὰ ἀνθρώπινα πάθη, ὅπως τὰ γνώριζε ὁ ἄνθρωπος πρὸ τῆς ἐμφανίσεως τῆς ψυχολογίας τοῦ Φρόυδ, ἤσαν πάντοτε στὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καὶ ποταπότητος. Σὰν πάθη, ἤσαν πάντοτε μιαρὰ καὶ μισητά ἀλλὰ ἤσαν ἁπλῶς ἀνθρώπινα πάθη, γιατί εἶχαν τὴν αἰτία τους στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία.

Ἡ ψυχολογία τοῦ Βάθους, καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἡ ψυχανάλυση, προχώρησε πέρα ἀπὸ τὸ βυθὸ τῶν ἀνθρώπινων παθῶν, σὲ στρώματα ποὺ φιλοξενοῦν (σύμφωνα μὲ τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῆς ψυχολογίας αὐτῆς) ἕναν ἀσύλληπτο βόρβορο ἠθικῆς ἀκαθαρσίας καὶ ρυπαρότητας. Πρόκειται γιὰ τοὺς ψυχαναλυτικοὺς ἰσχυρισμοὺς «περὶ τῆς δομικῆς λειτουργίας τῶν αἰμομικτικῶν τάσεων ποὺ ἐμφωλεύουν σὲ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή». Καί, ἄσχετα βέβαια ἂν εἶναι ἢ δὲν εἶναι εὔκολη ἡ ἐξουδετέρωση τῶν Ἰσχυρισμῶν αὐτῶν καὶ ἀκόμη ἄσχετα ἀπὸ τὸν ἀποτροπιασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀντιδρᾶ κανεὶς ἐναντίον μίας τέτοιας γενικεύσεως τῆς αἰμομικτικῆς βδελυρότητας, ἡ ψυχαναλυτικὴ αὐτὴ ἑρμηνεία ὁρισμένων συγγενικῶν σχέσεων ἔχει ἕνα νόημα πέρα ἀπὸ κάθε ἐπιστημονικὴ δικαίωση ἢ ἀπόρριψη. Ἔχει τὸ νόημα, ὅτι δημιουργεῖ ἕνα ἀφάνταστα ἐσωτερικὸ ρῆγμα στὴ βάση τῆς ἀξιοπρέπειας τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ποὺ ὅμως στὸ τέλος-τέλος πρέπει νὰ ἐκτιμηθεῖ ἐποικοδομητικά.

Ὅταν ψάχνουμε δικαιολογίες γιὰ τὰ ἀδικαιολόγητα

Ἡ δική μας ἀποστασία καὶ ὁ δικός μας ἐγωισμὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ αἵρεση βασιλεύει.


Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Βλέποντας τὴν βλασφημία καὶ τὴν ἀναισθησία τῶν ποιμένων νὰ αὐξάνεται, ἄρχισε πάλι ἡ συζήτηση γιὰ τὸ ἂν ἡ ἱεροκανονικὴ διακοπὴ μνημόνευσης καὶ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας εἶναι ὑποχρεωτικὴ ἢ ὄχι ἐπιστρέφοντας ἔτσι στοὺς πρὸ Κολυμπαρίου καιρούς. Τὸ τραγικὸ σὲ ὅλα αὐτὰ εἶναι: Ἂν κάνει κάποιος τὸν κόπο νὰ ξανακοιτάξει τὴν ἐπιχειρηματολογία περὶ δυνητικότητος τῶν Ἱ. Κανόνων πρὶν καὶ λίγο μετὰ τὸ Κολυμπάρι θὰ διαπιστώσει, ὅτι ἡ ἐπιχειρηματολογία αὐτὴ σὲ κανένα σημεῖο δὲν δικαιώθηκε. Ἀντιθέτως ἐπέτρεψε στὴν αἵρεση νὰ παγιωθεῖ καὶ νὰ βασιλεύει. Παρόλα αὐτὰ ὅμως κανεὶς δὲν θὰ τὸ παραδεχθεῖ.

Καὶ ἔτσι ἐπαναλαμβάνεται αὐτὸ ποὺ εἶχε διαπιστώσει σὲ ἕνα ἄρθρο του ὁ κ. Δεμιρτζόγλου (ἐδῶ): «Σκεφτόμαστε τις πιθανές συνέπειες των αγωνιστικών σχεδίων μας (για αποτείχιση), και αρχίζουμε να 'κουτσουρεύουμε' τους Κανόνες. …Κι αφού δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τον κανόνα επακριβώς …τον βαπτίσουμε δυνητικό, αντί να είμαστε ειλικρινείς στον εαυτό μας και απέναντι στους ανθρώπους και να πούμε "λυπάμαι αδελφέ, γνωρίζω ότι δεν εφαρμόζω τον κανόνα όπως πρέπει, αλλά μέχρι εκεί μπορώ"».

Ἡ τραγικὴ κατάσταση στὴν Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστασίας λίγο ἢ πολὺ ὅλων μας. Φιλολογοῦμε καὶ τυρβάζουμε περὶ πολλῶν, ἀλλὰ γιὰ τὰ σπουδαῖα δὲν πράττουμε τίποτα, ἀρνούμενοι ἔτσι συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα τὸν Θεό, ὅ ἐστι ἀποστασία.

π. Αυγουστίνος Καντιώτης: Ο Μέγας Κανών και η αρετή της αυτομεμψίας

 Μακαριστός επίσκοπος Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης

ΑΠΟΨΕ, αγαπητοί μου, σε όλους τους ναούς της Ορθοδοξίας ψάλετε ό Μέγας Κανών, ένα υπέροχο ποίημα πού έγραψε ό άγιος Ανδρέας Κρήτης.

Τι ήταν ό άγιος Ανδρέας; Ήταν παιδί μιας ευσεβούς οικογενείας. Οι γονείς του τον ανέθρεψαν με πίστη, ευλάβεια και δάκρυα. Δεκατεσσάρων ετών βγήκε στην έρημο σαν τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Εκεί μόνασε, έζησε ζωήν αυστηρή ασκήσεως με προσευχή και νηστεία. Κατόπιν έγινε υποδιάκονος, διάκονος, πρεσβύτερος. Τέλος αξιώθηκε να γίνει και επίσκοπος, αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Έλαβε μέρος σε τοπικές και οικουμενικές συνόδους, αγωνίστηκε εναντίον των αιρετικών.

Δικό του έργο είναι ό Μέγας Κανών. και ενώ πέρασαν από τότε 1400 περίπου χρόνια, το ποίημα αυτό μένει αθάνατο. Είναι μια συλλογή, μια ανθοδέσμη από 250 άνθη – τροπάρια. Πόθος του ποιητού Είναι να σπάσει τον πάγο της αδιαφορίας πού έχουμε• δεν καίει κάτι μέσα μας για το Χριστό. Θέλει λοιπόν να λύση αυτή την ψυχρότητα, να σπάσει τη λίθινη καρδιά, να την κάνη λεπτή ευγενή και ευαίσθητη, ώστε να συναισθάνεται και να κλαίει και για έναν αμαρτωλό λογισμό. Σκοπός του ποιήματος Είναι να μας φέρει σε κατάνυξη, να μας κάνη «πνεύμα συντετριμμένον», «καρδιά συντετριμμένην και τεταπεινωμένην»(Ψαλμ. 50,19),

Αν είχα δύναμη κι αν είχατε όρεξη, θα μπορούσαμε να κάνουμε 250 κηρύγματα, ένα για κάθε τροπάριο. Εδώ ακροθιγώς θα δούμε την κεντρική ιδέα του ποιήματος.

Αββά Δωροθέου: Η αρετή της αυτομεμψίας!

 

Ζ΄ Διδασκαλία: Περί του εαυτού μέμφεσθαι (Για το ότι πρέπει να κατηγορούμε τον εαυτό μας)

79. Ας ερευνήσουμε, αδελφοί μου, να βρούμε ποιός είναι ο λόγος που μερικές φορές ακούει κανείς έναν προσβλητικό λόγο και τον ξεπερνάει χωρίς να ταραχθεί, σαν να μην άκουσε σχεδόν τίποτα, ενώ άλλοτε με τον ίδιο λόγο αμέσως ταράζεται. Ποιά είναι η αιτία μιας τέτοιας διαφοράς; Άραγε, έχει μια μόνο αιτία αυτό το πράγμα ή πολλές; Εγώ βλέπω ότι έχει μεν πολλές αιτίες, μία όμως είναι η μητέρα, θα λέγαμε, που γεννά όλες τις άλλες. Και εξηγώ πως ακριβώς. Πρώτα - πρώτα συμβαίνει πολλές φορές να προσεύχεται κανείς λέγοντας την ευχή ή να κάνει νοερά πνευματική μελέτη και βρίσκεται, θα λέγαμε, σε ειρηνική ψυχική κατάσταση. Έτσι σηκώνει τον αδελφό του και ξεπερνάει τα λόγια του χωρίς ταραχή. Άλλοτε συμβαίνει να έχει κανείς συναισθηματική προσκόλληση σε κάποιον άλλο και γι’ αυτό σηκώνει όλες τις δυσκολίες που του προξενεί χωρίς να θλίβεται. Πάλι συμβαίνει να έχει κανείς πολύ κακή ιδέα για κάποιον, επειδή αυτός εκδηλώνει απορριπτική διάθεση για το πρόσωπό του. Γι’ αυτό τον περιφρονεί και δεν τον υπολογίζει ως άνθρωπο, ούτε καν καταδέχεται να μιλήσει γι’ αυτόν, ούτε γι’ αυτά που λέει και κάνει.

80. Και σας αναφέρω ένα σχετικό γεγονός για να θαυμάσετε. Ζούσε ένας αδελφός στο Κοινόβιο, πριν εγώ φύγω από εκεί. Και τον παρατηρούσα ότι ποτέ δεν ταραζόταν ούτε στενοχωριόταν με κανέναν, αν και είδα πολλούς αδελφούς να τον βρίζουν με διάφορους τρόπους και να τον προκαλούν. Αλλά ο νεότερος εκείνος σήκωνε με τέτοιο τρόπο όσα δεχόταν από τον καθένα τους, σαν να μην τον ενοχλούσε κανείς. Εγώ λοιπόν πάντοτε θαύμαζα την τόσο μεγάλη ανεξικακία του και επιθυμούσα να μάθω πως απέκτησε αυτή την αρετή. Τον παίρνω λοιπόν, μια φορά, ιδιαίτερα και του βάζω μετάνοια, παρακαλώντας τον να μου πει, ποιό λογισμό είχε πάντοτε στην καρδιά του, όταν τον βρίζει κάποιος ή τον κάνει να υποφέρει, και δείχνει τόσο μεγάλη μακροθυμία. Αυτός τότε μου απάντησε με φυσική απλότητα και ανεπιτήδευτο τρόπο και μου είπε: «Συνηθίζω να φυλάγομαι απ’ αυτούς τους βρωμερούς ανθρώπους και δέχομαι όσα μου κάνουν, όπως ακριβώς δέχονται τα δυνατά και γεροδεμένα σκυλιά τα βασανιστήρια από τα τυραννικά αφεντικά τους». Όταν άκουσα αυτή την απάντηση έσκυψα το κεφάλι μου και είπα με το λογισμό μου. Βρήκε το δρόμο του ο αδελφός! Και αφού σταυροκοπήθηκα έφυγα, παρακαλώντας τον Θεό να σκεπάζει και αυτόν και εμένα.