Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριακή ΙΔ΄Λουκά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριακή ΙΔ΄Λουκά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ἡ προσευχὴ τοῦ Βαρτίμαιου


Ἡ περίπτωση τοῦ Βαρτίμαιου, ὅπως ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο ( 10,46), μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε κάπως ἱκανοποιητικὰ μερικὰ θέματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν προσευχή.

«Καὶ ἔρχονται στὴν Ἱεριχώ. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, Αὐτὸς καὶ οἱ μαθητές του καὶ λαὸς πολύς, καθόταν κοντὰ στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος, ὁ γιὸς τοῦ Τίμαιου. Καὶ ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἦταν ἐκεῖ, ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατὰ καὶ νὰ λέει: Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Δαυίδ, ἐλέησέ με. Καὶ τὸν ἀπόπαιρναν μερικοὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ σιωπήσει. Αὐτὸς ὅμως φώναζε ὅλο καὶ περισσότερο: υἱὲ τοῦ Δαυίδ, ἐλέησέ με. Τότε σταμάτησε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Πῆγαν λοιπὸν καὶ εἶπαν στὸν τυφλό. Κουράγιο, σήκω νὰ πᾶς, σὲ φωνάζει. Κι αὐτός, ἀφοῦ πέταξε τὸ ἐξωτερικό του ροῦχο, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐμποδίζει στὸ τρέξιμο, σηκώθηκε καὶ ἦρθε κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε καὶ τοῦ εἶπε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Καὶ ὁ τυφλός τοῦ ἀπάντησε: Δάσκαλε, θέλω νὰ ξαναβρῶ τὸ φῶς μου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: Πήγαινε, ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Καὶ ἀμέσως ξαναβρῆκε τὸ φῶς του καὶ ἀκολούθησε τὸν Ἰησοῦ στὴν πορεία Του.

Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ὁ Βαρτίμαιος, δὲν πρέπει, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται νὰ ἦταν νέος. Στεκόταν ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια στὴν πύλη τῆς Ἱεριχῶ, ζώντας ἀπὸ τὴν εὔσπλαχνη ἢ τὴν ἀδιάφορη βοήθεια τῶν περαστικῶν. Πιθανὸν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του νὰ εἶχε δοκιμάσει ὅλα τὰ γνωστὰ φάρμακα καὶ ὅλες τὶς θεραπευτικὲς μεθόδους. Θὰ τὸν εἶχαν ἀσφαλῶς πάει, ὅταν ἦταν μικρός, στὸ Ναό, θὰ εἶχαν προσευχηθεῖ καὶ θὰ εἶχαν προσφέρει θυσίες γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ὑγεία του. Εἶχε ἐπισκεφθεῖ ὅλους ἐκείνους πού, εἴτε γιατί εἶχαν κάποιο χάρισμα, εἴτε γιατί εἶχαν εἰδικὲς γνώσεις, μποροῦσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Εἶχε ἀσφαλῶς πολὺ ἀγωνιστεῖ γιὰ νὰ βρεῖ τὸ φῶς του καὶ τελικὰ εἶχε ἐντελῶς ἀπογοητευτεῖ. Εἶχε δοκιμάσει ὅλα ὅσα μποροῦσε νὰ βάλει τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ παρόλα αὐτὰ ἦταν ἀκόμα τυφλός.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ [Λουκ. 18,35-43] Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ (από το «Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον», ομιλία ΞΣΤ΄)


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ [Λουκ. 18,35-43]

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ

      (από το «Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον», ομιλία ΞΣΤ΄)

    «Καὶ ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ Ἱεριχὼ ἠκολούθησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς.  καὶ ἰδοὺ δύο τυφλοὶ καθήμενοι παρὰ τὴν ὁδόν, ἀκούσαντες ὅτι Ἰησοῦς παράγει, ἔκραξαν λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὸς Δαυΐδ.  ὁ δὲ ὄχλος ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα σιωπήσωσιν· οἱ δὲ μεῖζον ἔκραζον λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὸς Δαυΐδ (: Και ενώ αυτοί έβγαιναν από την Ιεριχώ, Τον ακολούθησε πλήθος λαού πολύ. Και ιδού δύο τυφλοί που κάθονταν κοντά στο δρόμο, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς περνά, άρχισαν να φωνάζουν και να λένε:  “Ελέησέ μας, Κύριε, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ, που για σένα μίλησαν οι προφήτες”. Το πλήθος όμως του λαού τούς μάλωσε για να σιωπήσουν, για να μην ενοχληθεί ο Ιησούς με τις φωνές τους. Αυτοί όμως πιο πολύ φώναζαν και έλεγαν: “Ελέησέ μας, Κύριε, απόγονε του Δαβίδ”)»[Ματθ.20,29-34].

     Ας ακούσουμε, αδελφοί μου, τους τυφλούς αυτούς που ήταν ανώτεροι από πολλούς που βλέπουν. Πραγματικά, αν και δεν είχαν κανένα για να τους οδηγήσει, ούτε μπορούσαν να δουν τον Ιησού, εντούτοις είχαν μεγάλη προθυμία να έλθουν κοντά Του και άρχισαν να φωνάζουν με δυνατή φωνή και όσο τους εμπόδιζαν, τόσο περισσότερο φώναζαν. Έτσι είναι η καρτερική ψυχή. Ανυψώνεται από τα εμπόδια. Και ο Χριστός επέτρεπε να τους παρεμποδίζουν από το να φωνάζουν, για να αποκαλύπτεται σε μεγαλύτερο βαθμό η προθυμία τους και για να μάθεις ότι επάξια απόλαυσε τη θεραπεία του. Γι’ αυτό και ο Κύριος δεν τους ρωτά: «Πιστεύεις;», όπως ακριβώς είχε κάνει σε πολλούς άλλους, διότι η κραυγή και ο ερχομός τους εκεί, ήταν αρκετά για να αποκαλύψουν σε όλους την πίστη τους.

Ο τυφλός του σημερινού ευαγγελίου και η σημερινή μας τυφλότητα

 

 

Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

   Διαβάζοντας τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (ΙΔ΄ Λουκά) γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς βλέπουμε συνήθως τὴν θεραπεία τοῦ τυφλοῦ, ἀλλὰ ὄχι τὶς προϋποθέσεις καὶ τὸ βαθύτερο μήνυμα —ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει τὰ πάντα, ἀρκεῖ νὰ πιστεύεις σὲ Αὐτόν— ποὺ κρύβεται σὲ αὐτὴν καὶ εἶναι ἀπίστευτα ἐπίκαιρο. Ἕνα μήνυμα ποὺ ἀποδεικνύει, ὅτι ἐμεῖς σήμερα εἴμαστε ἐπίσης τυφλοί, ἀλλὰ δὲν ζητοῦμε τὴν θεραπεία μας, διότι πιστεύουμε ὅτι τυφλοὶ ὄντες βλέπουμε.

  Γράφει σχετικὰ ὁ μητροπολίτης Shourozh Ἀντώνιος Bloom (Ἐδῶ): «Ο τυφλός άνθρωπος που καθόταν μπροστά στις πύλες της Ιεριχούς ήξερε ότι είναι τυφλός. Και εμείς είμαστε τυφλοί, αλλά δεν το ξέρουμε. Εκείνος το ήξερε, γιατί όλοι γύρω του μπορούσαν να του πουν ό,τι βλέπουν. Μπορούσαν να του περιγράψουν ό,τι βλέπουν και έτσι εκείνος μπορούσε να καταλάβει τί του λείπει. Και εμείς είμαστε τυφλοί.

   Ἂν συγκριθούμε με τους ἁγίους... τότε γίνεται σαφές, πόσα δεν βλέπουμε. Πολύ άσχημο, όμως, σε αυτή την κατάσταση για μας, είναι το γεγονός, ότι υπάρχουν ανάμεσά μας πολύ λίγοι άνθρωποι που βλέπουν, αλλά ακόμα πιο άσχημο είναι, ότι πιστεύουμε, ότι αυτή η κατάσταση της πλειονότητας των ανθρώπων είναι η κανονική. Και εάν κάποιος – πολύ σπάνια! – βλέπει, ακούει, νιώθει ή καταλαβαίνει κάτι ασυνήθιστο, τότε τον θεωρούμε ανώμαλο... Γι΄αυτό πρέπει να αναρωτηθούμε: Τί δεν βλέπουμε? Τότε, ίσως, θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε και να ακούσουμε πιο προσεκτικά».

    Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν βλέπουμε:

0ἱ Τυφλοί τῆς Ἱεριχοῦς

 

0ἱ Τυφλοί τῆς Ἱεριχοῦς

Ματθ. 20,29-34. Μάρκ. 10,46-52. Λουκ. 18,35-43.

Ὑπὸ τῶν Εὐαγγελιστῶν Ματθαίου καὶ Μάρκου ἡ θεραπεία τίθεται κατὰ τὴν ἔξοδον τοῦ Κυρίου ἐκ τῆς Ἱεριχοῦς. Καὶ ὁ μὲν Ματθαῖος ἀναφέρει δύο τυφλούς, ὁ δὲ Μᾶρκος ἕνα, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Βαρτίμαιος. Κατὰ τὸν Λουκᾶν ὅμως ἡ θεραπεία τίθεται κατὰ τὴν εἴσοδον τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Ἱεριχὼ καὶ ὁ θεραπευθεὶς ἦτο εἷς.

Πρὸς λύσιν τῶν διαφορῶν τούτων λέγομεν τὸ ἑξῆς : Οἱ θεραπευθέντες τυφλοὶ ἦσαν δύο. Ἐξ αὐτῶν ὁ εἷς ἐθεραπεύθη κατὰ τὴν εἴσοδον τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Ἱεριχῶ, ὅπως ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς, ὁ δὲ δεύτερος κατὰ τὴν ἔξοδον ἐκ τῆς Ἱεριχοῦς, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μᾶρκος. Ὁ δὲ Ματθαῖος συντέμνων τὴν διήγησιν ἑνώνει καὶ τὰς δύο θεραπείας εἰς μίαν. Ἂς ἴδωμεν τὴν πρώτην θεραπείαν. Αὕτη ἔχει κατὰ τὸν Λουκᾶν ὡς ἑξῆς :

«Ἐν τῷ ἐγγίζειν Αὐτὸν εἰς Ἱεριχὼ ἰδοὺ τυφλὸς τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν ἐπαιτῶν». Κατὰ τὴν εἴσοδον δηλαδὴ εἰς τὴν πόλιν Ἱεριχὼ ἐκάθητο ἐπαίτης τυφλός. Οὗτος «ἀκούσας ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο, τί εἴη τοῦτο». Ἀκούσας θόρυβον ὄχλου διερχομένου ἐζήτει νὰ μάθῃ τί συμβαίνει. «Ἀπήντησαν αὐτῷ, ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται». Οἱ παρευρισκόμενοι εἶπον εἰς αὐτόν, ὅτι περνᾷ ὁ ἐκ Ναζαρὲτ Ἰησοῦς. Ὁ τυφλὸς «ἐβόησε λέγων˙ Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Ὁ ἐκ Ναζαρὲτ Ἰησοῦς εἰς τὴν πίστιν τοῦ τυφλοῦ γίνεται ὁ υἱὸς Δαυΐδ, ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός. «Πολλοὶ οἱ προάγοντες» οἱ προπορευόμενοι «ἐπετίμων αὐτῷ» ἐπέπληττον αὐτὸν «ἵνα σιωπήσῃ». Οὗτοι ἦσαν οἱ Φαρισαῖοι, διότι δὲν ἐπίστευον εἰς τὸν Χριστὸν ἤ ἄλλοι τινές, διότι δὲν ἤθελον νὰ θορυβῆται ὁ Χριστὸς ἕνα τόσον ὑψηλὸν πρόσωπον. Ἴσως δὲ καὶ νὰ ἐδίδασκε τὴν στιγμὴν ταύτην ὁ Κύριος. «Ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζε υἱὲ Δαυΐδ ἐλέησόν μέ». Ὁ τυφλὸς ὅμως περισσότερον ἐκραύγαζεν ὀνομάζων τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαυΐδ. Ὁ παρατατικὸς «ἔκραζε» δηλοῖ τὸ συνεχῶς, τὸ δὲ ρῆμα «κράζω» φανερώνει τὴν κραυγὴν τοῦ τυφλοῦ. Μὲ ἰσχυρὰν δηλαδὴ καὶ ὀξεῖαν φωνήν, ἡ ὁποία προήρχετο ἀπὸ βαθεῖαν συγκίνησιν, ἐζήτει νὰ τὸν εὐσπλαγχνισθῇ ὁ Χριστός.

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ

Κυριακή ΙΔ΄ Λουκά- Ο Ιερός Χρυσόστομος για τη θεραπεία των τυφλών της Ιεριχούς

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ [Λουκ. 18,35-43]

      (από το «Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον», ομιλία ΞΣΤ΄)

    «Καὶ ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ Ἱεριχὼ ἠκολούθησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς.  καὶ ἰδοὺ δύο τυφλοὶ καθήμενοι παρὰ τὴν ὁδόν, ἀκούσαντες ὅτι Ἰησοῦς παράγει, ἔκραξαν λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὸς Δαυΐδ.  ὁ δὲ ὄχλος ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα σιωπήσωσιν· οἱ δὲ μεῖζον ἔκραζον λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὸς Δαυΐδ (: και ενώ αυτοί έβγαιναν από την Ιεριχώ, Τον ακολούθησε πλήθος λαού πολύ. Και ιδού δύο τυφλοί που κάθονταν κοντά στο δρόμο, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς περνά, άρχισαν να φωνάζουν και να λένε:  “Ελέησέ μας, Κύριε, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ, που για σένα μίλησαν οι προφήτες”. Το πλήθος όμως του λαού τούς μάλωσε για να σιωπήσουν, για να μην ενοχληθεί ο Ιησούς με τις φωνές τους. Αυτοί όμως πιο πολύ φώναζαν και έλεγαν: “Ελέησέ μας, Κύριε, απόγονε του Δαβίδ”)» [Ματθ.20,29-34].

     Ας ακούσουμε, αδελφοί μου, τους τυφλούς αυτούς που ήταν ανώτεροι από πολλούς που βλέπουν. Πραγματικά, αν και δεν είχαν κανένα για να τους οδηγήσει, ούτε μπορούσαν να δουν τον Ιησού, εντούτοις είχαν μεγάλη προθυμία να έλθουν κοντά Του και άρχισαν να φωνάζουν με δυνατή φωνή και όσο τους εμπόδιζαν, τόσο περισσότερο φώναζαν. Έτσι είναι η καρτερική ψυχή. Ανυψώνεται από τα εμπόδια. Και ο Χριστός επέτρεπε να τους παρεμποδίζουν από το να φωνάζουν, για να αποκαλύπτεται σε μεγαλύτερο βαθμό η προθυμία τους και για να μάθεις ότι επάξια απόλαυσε τη θεραπεία του. Γι’ αυτό και ο Κύριος δεν τους ρωτά: «Πιστεύεις;», όπως ακριβώς είχε κάνει σε πολλούς άλλους, διότι η κραυγή και ο ερχομός τους εκεί, ήταν αρκετά για να αποκαλύψουν σε όλους την πίστη τους.

Κυριακή ΙΔ΄ Λουκά: για τη θεραπεία του τυφλού της Ιεριχούς

(† Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom)


Ἡ περίπτωση τοῦ Βαρτίμαιου, ὅπως ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο (10,46), μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε κάπως ἱκανοποιητικὰ μερικὰ θέματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν προσευχή.

«Καὶ ἔρχονται στὴν Ἱεριχώ. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, Αὐτὸς καὶ οἱ μαθητές του καὶ λαὸς πολύς, καθόταν κοντὰ στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος, ὁ γιὸς τοῦ Τίμαιου. Καὶ ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἦταν ἐκεῖ, ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατὰ καὶ νὰ λέει: Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Δαυίδ, ἐλέησέ με. Καὶ τὸν ἀπόπαιρναν μερικοὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ σιωπήσει. Αὐτὸς ὅμως φώναζε ὅλο καὶ περισσότερο: υἱὲ τοῦ Δαυίδ, ἐλέησέ με. Τότε σταμάτησε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Πῆγαν λοιπὸν καὶ εἶπαν στὸν τυφλό. Κουράγιο, σήκω νὰ πᾶς, σὲ φωνάζει. Κι αὐτός, ἀφοῦ πέταξε τὸ ἐξωτερικό του ροῦχο, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐμποδίζει στὸ τρέξιμο, σηκώθηκε καὶ ἦρθε κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε καὶ τοῦ εἶπε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Καὶ ὁ τυφλός τοῦ ἀπάντησε: Δάσκαλε, θέλω νὰ ξαναβρῶ τὸ φῶς μου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: Πήγαινε, ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Καὶ ἀμέσως ξαναβρῆκε τὸ φῶς του καὶ ἀκολούθησε τὸν Ἰησοῦ στὴν πορεία Του.