Ο τυφλός του σημερινού ευαγγελίου και η σημερινή μας τυφλότητα

 

 

Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

   Διαβάζοντας τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (ΙΔ΄ Λουκά) γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς βλέπουμε συνήθως τὴν θεραπεία τοῦ τυφλοῦ, ἀλλὰ ὄχι τὶς προϋποθέσεις καὶ τὸ βαθύτερο μήνυμα —ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει τὰ πάντα, ἀρκεῖ νὰ πιστεύεις σὲ Αὐτόν— ποὺ κρύβεται σὲ αὐτὴν καὶ εἶναι ἀπίστευτα ἐπίκαιρο. Ἕνα μήνυμα ποὺ ἀποδεικνύει, ὅτι ἐμεῖς σήμερα εἴμαστε ἐπίσης τυφλοί, ἀλλὰ δὲν ζητοῦμε τὴν θεραπεία μας, διότι πιστεύουμε ὅτι τυφλοὶ ὄντες βλέπουμε.

  Γράφει σχετικὰ ὁ μητροπολίτης Shourozh Ἀντώνιος Bloom (Ἐδῶ): «Ο τυφλός άνθρωπος που καθόταν μπροστά στις πύλες της Ιεριχούς ήξερε ότι είναι τυφλός. Και εμείς είμαστε τυφλοί, αλλά δεν το ξέρουμε. Εκείνος το ήξερε, γιατί όλοι γύρω του μπορούσαν να του πουν ό,τι βλέπουν. Μπορούσαν να του περιγράψουν ό,τι βλέπουν και έτσι εκείνος μπορούσε να καταλάβει τί του λείπει. Και εμείς είμαστε τυφλοί.

   Ἂν συγκριθούμε με τους ἁγίους... τότε γίνεται σαφές, πόσα δεν βλέπουμε. Πολύ άσχημο, όμως, σε αυτή την κατάσταση για μας, είναι το γεγονός, ότι υπάρχουν ανάμεσά μας πολύ λίγοι άνθρωποι που βλέπουν, αλλά ακόμα πιο άσχημο είναι, ότι πιστεύουμε, ότι αυτή η κατάσταση της πλειονότητας των ανθρώπων είναι η κανονική. Και εάν κάποιος – πολύ σπάνια! – βλέπει, ακούει, νιώθει ή καταλαβαίνει κάτι ασυνήθιστο, τότε τον θεωρούμε ανώμαλο... Γι΄αυτό πρέπει να αναρωτηθούμε: Τί δεν βλέπουμε? Τότε, ίσως, θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε και να ακούσουμε πιο προσεκτικά».

    Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν βλέπουμε:

«    Εἰς Ἰεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν». Ὁ τυφλὸς δὲν ἦταν μόνο τυφλὸς ἀλλὰ καὶ ἐπαίτης. Καὶ ὅμως μίλησε καὶ ὁ Χριστὸς τὸν ἄκουσε, τὸν θεράπευσε, τὸν ἔσωσε. Ἐμεῖς ὅμως δὲν ἀκοῦμε τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλὰ κοιτᾶμε τὴν κοινωνική του θέση. Δὲν κοιτᾶμε, τί λέει, ἀλλὰ ποιός τὸ λέει. Τώρα ποὺ ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει σαρώσει τὰ πάντα, λέμε —σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἅγ. Θεόδωρο τὸν Στουδίτη— ποιός εἶμαι ἐγὼ ἢ ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ μιλᾶς. Στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν πίστη μας ἀκοῦμε μόνο διδάκτορες, ὑψηλόβαθμους ρασοφόρους, καθηγητὲς πανεπιστημίων καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Χριστό, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ εὐαγγέλιο κωφεύουμε στὴν προσφορὰ τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς, δὲν τὴν βλέπουμε.

    Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν βλέπουμε:

«    Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται, καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυῒδ, ἐλέησόν με. Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Υἱὲ Δαυῒδ, ἐλέησόν με». Αὐτοὶ ποὺ προπορεύονταν τοῦ Χριστοῦ, ἂν καὶ βλέποντες, τὸν ὀνόμαζαν Ἰησοῦ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. Ἂν καὶ βλέποντες δὲν κατάλαβαν, οὔτε ἤθελαν νὰ  καταλάβουν ποιός πραγματικὰ ἦταν. Ὁ τυφλὸς ὅμως χωρὶς νὰ βλέπει κατάλαβε καὶ τὸν ὁμολόγησε. Τὸν ὀνόμασε Ἰησοῦ, υἱὸν τοῦ  Δαβίδ. Ἂν καὶ τυφλὸς γνώριζε τὶς γραφὲς (δὲν εἶχε ὄραση εἶχε ὅμως ἀκοή) καὶ γνώριζε ποιόν εἶχε μπροστά του καὶ  σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἀκόλουθούς Του Τὸν ὁμολόγησε. Ὁ τυφλὸς, ἂν καὶ ἐπαίτης, ἂν καὶ τυφλὸς εἶχε συνείδηση τοῦ ρόλου του, ὡς μέλος τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ βασίλειον ἱεράτευμα, καὶ συνείδηση τῶν καθηκόντων του, κυρίως τῆς ὁμολογίας. Οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ ὅμως, ὅπως οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι καὶ ἰδιαιτέρως οἱ Οἰκουμενιστές, ἀντὶ νὰ τὸν ἐπαινέσουν, τὸν πρόσταζαν νὰ σιωπήσει. Ἀντὶ νὰ ἀναραωτηθοῦν, νὰ καταλάβουν, ποιός εἶναι πραγματικὰ αὐτὸς ποὺ ἀκολουθοῦν, συνέχισαν νὰ τὸν διαστρεβλώνουν. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς σήμερα, ἂν καὶ βλέποντες, δὲν διαβάζουμε τὶς γραφὲς, οὔτε ἀκοῦμε τὸ εὐαγγέλιο. Φτιάξαμε ἕναν Χριστὸ στὰ μέτρα μας καὶ ἀντὶ νὰ τὸν ὁμολογήσουμε τὸν ἀρνούμαστε. Ξεχάσαμε ποιοί εἴμαστε καὶ τί καθήκοντα ἔχουμε. Σήμερα μάλιστα ποὺ ἐκτὸς τῶν διαφόρων ἐχθρῶν Του ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαστρεβλώνει καὶ ἀρνεῖται τὸν Χριστό, ἐμεῖς ἀντὶ νὰ ἐπιμείνουμε στὴν ἐπιζήτηση τοῦ φωτός μας, ἀντὶ νὰ ἐπιμείνουμε στὴν ὁμολογία μας, ὑποτασσόμαστε σὲ αὐτοὺς ποὺ μᾶς λένε νὰ σιωπήσουμε, στοὺς ἀρνητές του. Σὲ αὐτοὺς ποὺ βλέπουν τὸν Ναζωραῖο καὶ ὄχι τὸν Μεσσία. Δὲν παίρνουμε ὡς παράδειγμα τὸν τυφλὸ ποὺ ἔβλεπε, ἀλλὰ τοὺς βλέποντες ποὺ εἶναι τυφλοί.

    Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν βλέπουμε:

«    Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν». Ὁ τυφλὸς ὅταν βρῆκε τὸ  φῶς του δὲν συνέχισε τὴν ζωή του, δὲν ζήτησε τὴν ἀναγνώριση τῶν συνανθρώπων του, δὲν ἐκμεταλλεύτηκε τὸ θαῦμα, ἀλλὰ ἀκολούθησε τὸν Χριστὸ δοξάζοντάς Τον, ὅποια συνέπεια κι ὰν σήμαινε αὐτό. Ἐμεῖς ὅμως, τώρα ποὺ ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σαρώνει τὰ πάντα, ἀκοῦμε γιὰ αἵρεση, ἀκοῦμε γιὰ παραβίαση τῶν Ἱ. Κανόνων, ἀκοῦμε γιὰ διαστρέβλωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ παρόλα αὐτὰ δὲν ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστό, ἀλλὰ ἀκοῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς λὲνε νὰ σιωπήσουμε. Ἀναπαυόμαστε στὴν καθημερινότητα τῆς εὐσεβοφανείας. Γιατὶ νὰ χάσω τὴν κυριακάτικη Λειτουργία μου, λέμε, γιατὶ νὰ μὲ ποῦν τρελὸ ἢ γραφικό, καλύτερα τυφλὸς μέσα στὴν αἵρεση παρὰ βλέπων καὶ μόνος. Καὶ παρόλο ποὺ κάθε χρόνο ἀκοῦμε καὶ διαβάζουμε τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ δὲν ἀποκτοῦμε συναίσθηση τῆς τυφλότητάς μας, ἀλλὰ ἱκανοποιούμαστε μὲ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι τάχα βλέπουμε.

    Πάνω σὲ αὐτὰ λέει ὁ π.  Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος (τὰ λέει στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἐθελοτυφλεῖ καὶ κωφεύει) στὸ κήρυγμα του γιὰ αὐτὴν τὴν εὐαγγελικὴ παρακοπή: «Ο αγ. Ιωάννης ο  Χρυσόστομος... παρουσιάζοντας κατά πρώτον λόγον την ζωήν των πρώτων χριστιανών, που την συνέκρινε με την ζωή των τότε του τετάρτου αιώνος, του χρυσού αιώνος της Εκκλησίας, την ζωήν των χριστιανών. Ε ρε που να βρισκόταν και σήμερα. Έπειτα κάλεσε τους χριστιανούς της Κωνσταντινουπόλεως να συγκρίνουν αυτή τη ζωή. Και εκσφενδονίζει ένα ερώτημα το οποίο θα σας το διαβάσω εν μεταφράσει. Πόσοι νομίζετε ότι είναι σε ολόκληρη την πόλη αυτήν όπου κατοικούμε οι σωζόμενοι; Οι πραγματικοί χριστιανοί πόσοι είναι; Εκείνοι που αξίζουν σωτηρίας πόσοι είναι; Θα σας το πω αλλά θα σας φανεί πολύ βαρύ. Αλλά είμαι υποχρεωμένος να το πω. Λοιπόν από τις τριακόσιες και πλέον χιλιάδες των χριστιανών, θα είναι οι σωζόμενοι μόλις και μετά βίας εκατό. Αλλά και δια τον αριθμόν αυτόν, φοβούμαι ότι δεν είναι αυτός, δεν είμαι βέβαιος ότι είναι αυτός. Μήπως είστε και ολιγότεροι;

    Ἂς δείξουμε τὴν δίψα τοῦ τυφλοῦ γιὰ τὸ φῶς τὸ ἀληθινό. Ἂς δείξουμε, ὅπως λέει καὶ ὁ μακαριστὸς π. Ἀθανάσιος Μυτηλιναῖος τὴν ὁμολογία του καὶ τὸ σημαντικότερο τὴν ἐπιμονή του νὰ ὁμολογεῖ. Ἂς φύγουμε ἀπὸ τὴν τυφλότητα ποὺ μᾶς ἔριξε ἡ δική μας ἀναξιότητα, ἡ ὁποία κορυφώνεται σήμερα μὲ τὴν ἀκολουθία τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ στὴν ὁποία ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἰκανοποιούμαστε νὰ μένουμε, γιατὶ μᾶς ἀρέσει ἡ ἄνεση τῆς ψευδαίσθησης καὶ μᾶς φοβίζει ἡ ὑπευθυνότητα τοῦ φωτός.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου