Ἡ πίστη
Τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Στεργίου Σάκκου
Ἡ πίστη στήν Καινή Διαθήκη λέγεται μέ τέσσερις ἔννοιες, πού δέν εἶναι ὅλες γνωστές στή θύραθεν γραμματεία.
Ἀσφαλής ἐπαγγελία
Πρῶτα-πρῶτα σημαίνει τήν ἀσφαλῆ ἐπαγγελία, τή βεβαία ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους, τήν ἀξιόπιστη πρόταση τοῦ Θεοῦ στή διαθήκη. Αὐτή εἶναι ἴσως ἡ πιό παλιά ἔννοια τῆς λέξεως. Μέ αὐτή τή σημασία τήν χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν λόγο του πρός τούς Ἀθηναίους λέγοντας ὅτι ὁ Θεός «ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρί ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχών πᾶσιν ἀναστήσας αὐτόν ἐκ νεκρῶν» (Πρξ 17,31). Τό ὅτι ἀνέστησε τόν Ἰησοῦ εἶναι ἡ πίστη πού δόθηκε, ἡ ἐγγύηση.
Ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ
Ἔπειτα ἡ πίστη σημαίνει τήν πίστη πού ὑπάρχει στίς καρδιές τῶν πιστῶν, τήν ἐπίμονη ἀφοσίωση, τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τήν ἀταλάντευτη ἐμπιστοσύνη, «τό πιστεύειν τά μή βλεπόμενα πράγματα». Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἀπαντᾶται ἡ λέξη πολλές φορές στήν Καινή Διαθήκη, ὅπως στίς φράσεις «οὐδέ ἐν τῷ Ἰσραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Λκ 7,10) ἤ «ἐάν ἔχω πᾶσαν τήν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν» (Α’ Κο 13,2) ἤ κατ’ ἐπανάληψιν στό ΙΑ’ κεφάλαιο τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Σ’ αὐτή τήν ἐπιστολή ἔχουμε καί τόν ὁρισμό τῆς πίστεως· «ἔστι δέ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Πετυχημένα ὀνομάζουν τήν πίστη τηλεσκόπιο, γιατί πράγματα ἐλπιζόμενα, ὅπως ἡ β’ παρουσία τοῦ Κυρίου, ἡ μέλλουσα κρίση, ἡ κόλαση καί ὁ παράδεισος, μέ τήν πίστη παίρνουν ὑπόσταση καί τά ζοῦμε σάν πραγματικά, καθώς καί πράγματα οὐ βλεπόμενα, ὅπως ἡ ἁγία Τριάδα, οἱ ἄγγελοι, τά ἐλέγχουμε καί τά ψηλαφοῦμε. Πράγματα δηλαδή μακρινά μποροῦμε μέ τήν πίστη νά τά δοῦμε καί νά τά μελετήσουμε.