Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ψυχωφελείς διδαχές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ψυχωφελείς διδαχές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πόσο αρεστή είναι στον Χριστό η ομολογία!



Ήταν ένας πατέρας που μεγάλωνε ένα ανάπηρο παιδί μόνος του:

Το παιδί ήταν κατάκοιτο στο κρεβάτι. 

Κάποια στιγμή έφτασε σε τεράστιο οικονομικό αδιέξοδο. 

Τότε εμφανίστηκε κάποιος άνθρωπος στην ζωή του, που άρχισε να τον βοηθά χρηματικά προς χάριν του παιδιού. 

Τον βοήθαγε για πολύ καιρό, ώσπου κάποια στιγμή ο πατέρας του είπε:

-«Σου χρωστάω ...την ζωή μου». 

Μόλις το άκουσε αυτό ο άνθρωπος του είπε: 

-«θέλω να έρθεις μαζί μου σε μια συγκέντρωση».  

Ψυχή, θάνατος και δαίμονες

Περί εκείνων οι οποίοι πεθαίνουν και επανέρχονται πάλι στη ζωή και ότι πολλές φορές οι αμαρτωλοί, ενώ ακόμη αναπνέουν, βλέπουν τους δαίμονες


Μοναχού Παύλου: Ευεργετινός

Περί εκείνων οι οποίοι πεθαίνουν και επανέρχονται πάλι στη ζωή. Αυτό συμβαίνει κατά θεία οικονομία. Και ότι πολλές φορές οι αμαρτωλοί, ενώ ακόμη αναπνέουν, βλέποντας τα ευρισκόμενα στον Άδη βασανιστήρια και τους δαίμονες, τρέμουν. Υπό το κράτος δε αυτού του τρόμου, αποχωρίζονται οι ψυχές τους από το σώμα.

Α΄. Γρηγορίου του Διαλόγου.

Ερώτηση Πέτρου

Πως θα εξηγήσουμε το φαινόμενο που συμβαίνει σε πολλούς, κατά το οποίο, αυτοί αρπάζονται από το σώμα (αν και αυτό φαίνεται πλάνη) και θεωρούμενοι προς στιγμήν νεκροί, εφ’ όσον καθίστανται άψυχοι, πάλι ξαναγυρίζουν στην ζωή;

Απόκρισις Γρηγορίου

Αυτό το φαινόμενο Πέτρε, εάν το εννοήσει κανείς καλά, δεν είναι πλάνη, αλλά θεϊκή νουθεσία προς τον άνθρωπο. Διότι αυτό το φαινόμενο το πραγματοποιεί η ευσπλαχνία του Θεού, κατ’ οικονομίαν, και το προσφέρει ως την μεγαλύτερη δωρεά ελέους, ώστε πολλοί, μετά την έξοδο της ψυχής τους από το σώμα, να επανέρχονται πάλι στο νεκρωμένο σώμα, για να δουν μόνοι τους, με τα μάτια της ψυχής τους, τα βασανιστήρια του Άδη, τα οποία δεν πίστευαν οσάκις τα άκουγαν από τους άλλους, και τοιουτοτρόπως να φοβηθούν.

Κάποτε ζούσε ένας Μοναχός, ονομαζόμενος Πέτρος. Αυτός ο Μονάχος υποτάχθηκε σε έναν Γέροντα Ασκητή, τον Εββασά, που ασκήτευε σε ένα ερημικό και δασώδη τόπο.

Προσευχὴ καὶ ἐλευθερία

 

Ἡ προσευχὴ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀπαγκιστρώνει ἀπὸ τὴν ἐξωτερική φύση κι ἀπὸ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, κρατᾶ τὴν ψυχὴ του ἀνοιχτὴ ἀπέναντι στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ δὲν προσεύχεται, μένει δέσμιος, ἐγκλωβισμένος στὸν σύνθετο μηχανισμὸ τῆς ἐξωτερικῆς φύσης καὶ τῶν ἐμπαθῶν ροπῶν· τῶν ροπῶν ποὺ κυριαρχοῦν μέσα του, ἀκόμα περισσότερο κι ἀπὸ τὴ φύση.

Ἡ προσευχή, ὡς αἴτημα-παράκληση, ἐξασφαλίζει τὴν ἐλευθερία ἀπέναντι στοὺς σύνθετους μηχανισμοὺς τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι ἐναρμονίζουν τοὺς νόμους τῆς φύσης μεταξύ τους. Μὲ τὸ αἴτημα-παράκλησή του, ὁ ἄνθρωπος ἐκδηλώνει τὴν πεποίθησή του, πὼς αὐτοὶ οἱ μηχανισμοὶ εἶναι ἁπλὰ ἐνδεχόμενα καὶ παράγονται ἀπό τὴν ἐλεύθερη παρέμβαση τοῦ ὑπέρτατου προσώπου ποὺ τοὺς δημιούργησε. Αὐτὴ ἠ πεποίθηση στηρίζεται πάνω στὸ γεγονὸς, πὼς ἀκόμη καὶ τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα μπορουν νὰ συνθέσουν ἐλεύθερα κάποιους μηχανισμοὺς φυσικῶν νόμων καὶ νὰ τοὺς κατευθύνουν πρὸς συγκεκριμένες στοχεύσεις τῆς ἐπιλογῆς τους.

Οι δοκιμασίες της ζωἠς. Καρότα, αυγά ή κόκκοι καφέ;

                         

Μία νεαρή γυναίκα ήρθε στη μητέρα της και της είπε για τη σκληρή της ζωή, για το πώς είχε σκληρό χρόνο. Δεν ήξερε πώς να τα αντιμετωπίσει όλα αυτά. Ήθελε να παραιτηθεί από τα πάντα και να τα εγκαταλείψει. Έχει κουραστεί να αγωνίζεται. Φαινόταν πως μόλις ένα από τα προβλήματά της λυνόταν, άλλο εμφανιζόταν αμέσως.

Η μητέρα της πήρε τη νεαρή γυναίκα στην κουζίνα και γέμισε τρία δοχεία με νερό. Στην πρώτο δοχείο έβαλε μερικά καρότα, στο δεύτερο - το αυγό, και στο τρίτο - λίγους κόκκους καφέ. Εκείνη περίμενε μέχρι το νερό στα δοχεία να αρχίσει να βράζει και λίγα λεπτά αργότερα τα έβγαλε από τη φωτιά. Η μητέρα έβγαλε τα καρότα και τα αυγά από τα δοχεία και τα έβαλε σε διαφορετικά μπολ και έριξε τον καφέ σε ένα φλιτζάνι. Όσον αφορά την κόρη της, η οποία διαμαρτυροταν για τη ζωή, ρώτησε:
"Πες μου, τι βλέπεις;"
Η κόρη απάντησε:
- μερικά καρότα, ένα αυγό και καφέ.
Η μητέρα άφησε την κόρη της να πλησιάσει και της ζήτησε να δοκιμάσει τα καρότα. Δοκίμασε και παρατήρησε ότι το καρότο ήταν μαγειρεμένο και μαλακωσε . Η μητέρα ζήτησε να σπάσει το αυγό. Η κόρη το έκανε. Αφού καθάρισε το κέλυφος, η κόρη είδε ότι ήταν βρασμένο. Τελικά, η μητέρα ζήτησε να δοκιμάσει καφέ.
Η κόρη αισθάνθηκε πλούσια γεύση και ρώτησε:
- Μαμά, ποιο είναι το θέμα;

Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης: Κάνε το καλό ακόμη και στους αχαρίστους και τους κακούς, ώστε να είσαι γνήσιο παιδί του Υψίστου

Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης
















(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

380. Ζης στο σπίτι του Θεού – σ’ αυτόν τον όμορφο κόσμο – και απολαμβάνεις όλες τις δωρεές της θείας αγαθότητος ελεύθερα. Ζης στο σπίτι του Θεου – την Εκκλησία -, σ’ αυτό δηλαδή το σύνολο των σωσμένων, και απολαμβάνεις όλες τις δωρεές της θείας χάριτος, που έχεις ανάγκη για τη σωτηρία σου.

Το ίδιο ελεύθερα λοιπόν να κάνης και συ το καλό στους άλλους, όσο βέβαια μπορείς.

Κάνε το καλό ακόμη και στους αχαρίστους και τους κακούς, ώστε να είσαι γνήσιο παιδί του Υψίστου (Λουκ. στ’ 35).

Άνοιγε το σπίτι σου στους φτωχούς, έχοντας υπ’ όψι ότι και συ ζης ελεύθερα στο σπίτι του Θεού, στον κόσμο του, καθώς και στο πνευματικό σπίτι, στην Εκκλησία, που σε προετοιμάζει για την αιώνιο ζωή.

Δίνε με χαρά και άφηνε τους άλλους να μετέχουν στο τραπέζι σου, ενθυμούμενος ότι και συ μετέχεις ελεύθερα στην τράπεζα του Κυρίου, με τη θεία κοινωνία (16 ’Απριλίου 1862).

Αληθινά ενώ κάθεσαι στο σπίτι, κληρονόμησες αναπαυτικά τη Βασιλεία των Ουρανών!

Μέγας Αντώνιος: Αληθινά ενώ κάθεσαι στο σπίτι, κληρονόμησες αναπαυτικά τη Βασιλεία των Ουρανών!

Μέγας Αντώνιος.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Κάποια φορά την ώρα που ο άγιος Αντώνιος προσευχόταν στο κελί του, άκουσε μία φωνή που του έλεγε:
– Αντώνιε, δεν έφθασες ακόμη στο μέτρο του τάδε τσαγκάρη που ζει στην Αλεξάνδρεια.

Σηκώθηκε το πρωί, πήρε το ραβδί του και πήγε να τον βρει. Έφθασε σε κείνο το μέρος και μπήκε στο εργαστήριό του.

Εκείνος όταν τον είδε ταράχτηκε.

Του λέει λοιπόν ο Γέροντας:
– Μίλησέ μου για τις πράξεις σου.

Ο τσαγκάρης είπε:
– Δεν ξέρω να έχω κάνει ποτέ κάτι καλό, παρά μόνο, μόλις σηκωθώ το πρωί να καθίσω στο εργόχειρό μου, λέω ότι ολόκληρη η πόλη αυτή, από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, μπαίνουν στη Βασιλεία του Θεού για τις ενάρετες πράξεις τους και ότι μόνο εγώ κληρονομώ την κόλαση για τις αμαρτίες μου. Το βράδυ πάλι λέω τα ίδια λόγια, πριν κοιμηθώ.

Τ’ άκουσε αυτά ο αββάς Αντώνιος και είπε:
– Αληθινά, σαν καλός χρυσοχόος, ενώ κάθεσαι στο σπίτι, αναπαυτικά κληρονόμησες τη Βασιλεία των Ουρανών. Εγώ όλο μου τον χρόνο τον περνώ στην έρημο, όμως, καθώς δεν έχω διάκριση, δεν σε έφθασα.

 

Απόσπασμα από το «Μέγα Γεροντικό», τόμος δ’, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου, «Το Γενέσιον της Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης.

Πηγή