Η παναγία Κοίμηση και η κοινωνία των καθολικών λόγων
Χρυσοστόμου μοναχού Διονυσιάτου (Β΄ μέρος)
Ἔχοντας πλέον διακονήσει τόσο ὡς Μητέρα Θεοῦ, ὅσο καὶ ὡς Μητέρα τῶν Ἀποστόλων, μεθίσταται κοντὰ στὸν ἀγαπημένο τῆς Υἱό, διότι, «ἦταν ἀνάγκη ἡ παναγία ἐκείνη ψυχὴ νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὸ ὑπεράγιο ἐκεῖνο σῶμα. Χωρίζεται βέβαια καὶ ἑνώνεται μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ Υἱοῦ της, μὲ τὸ πρῶτο φῶς ἑνώνεται τὸ δεύτερο. Καὶ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ἔμεινε γιὰ λίγο στὴν γῆ, ἀναχώρησε κι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὴν ψυχή»3.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας για την Κοίμηση της Θεοτόκου
Το γεγονός της Κοιμήσεως ή Μεταστάσεως της Θεοτόκου, όπως ήταν φυσικό, δεν ενέπνευσε μόνο τους μεγάλους υμνογράφους και αγιογράφους, αλλά και πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αφιέρωσαν σ’αυτό είτε ειδικές Ομιλίες είτε αποσπάσματα – αναφορές. Άλλωστε δεν ήταν δυνατό να συμβεί διαφορετικά. Στο πάνσεπτο πρόσωπο της Παναγίας «νενίκηνται της φύσεως οι όροι» σε πολλές φάσεις της ζωής της: Ούσα Παρθένος γέννησε τον Ιησού Χριστό, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Έμεινε Παρθένος πριν, κατά και μετά τη γέννησή Του. Είναι αειπάρθενος. Και όταν ως άνθρωπος απέθανε και τότε νικήθηκαν «της φύσεως οι όροι», αφού «τάφος και νέκρωσις» δεν την κράτησαν στη γη, διότι «ως ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ [:Φιλιπ.2,5-11]
«Τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ' ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.
διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός (:Εφόσον δηλαδή είστε μαθητές και δούλοι του Ιησού Χριστού, πρέπει να μιμηθείτε την ταπείνωση και την αυταπάρνησή Του. Ας υπάρχει λοιπόν μέσα σας αυτό το φρόνημα της ταπεινώσεως και αυταπαρνήσεως που είχε κι ο Ιησούς Χριστός. Ο Ιησούς Χριστός δηλαδή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέρα και ως απαράλλακτη και ζωντανή εικόνα του Θεού είχε τη μορφή και τη φύση του Θεού, δεν θεώρησε την ισότητά Του με τον Θεό Πατέρα αποτέλεσμα αρπαγής· διότι εάν ήταν αποτέλεσμα αρπαγής, δεν θα τολμούσε να το αποθέσει, από φόβο μήπως το χάσει. Αλλά κένωσε τον εαυτό Του, συγκαλύπτοντας και κρύβοντας για κάποιο διάστημα τη δόξα και το μεγαλείο της θεότητός Του. Πήρε μορφή δούλου και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους. Και ενώ παρουσιάστηκε με την εξωτερική όψη του ανθρώπου, δεν ήταν μόνον άνθρωπος, όπως φαινόταν, αλλά ήταν συγχρόνως και Θεός. Και ταπείνωσε τον εαυτό Του δείχνοντας τέλεια υπακοή μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού, που είναι ο πλέον οδυνηρός και ατιμωτικός θάνατος. Για την ταπείνωση λοιπόν και την υπακοή Του αυτή ο Θεός Τον υπερύψωσε και ως άνθρωπο και Του χάρισε όνομα, το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός, που είναι πάνω από κάθε άλλο όνομα. Τον υπερύψωσε, ώστε στο όνομα του Ιησού να γονατίσουν ταπεινά και να Τον προσκυνήσουν λατρευτικά και οι άγγελοι στον ουρανό και οι άνθρωποι στη γη και οι ψυχές των νεκρών στα καταχθόνια˙ αλλά κι αυτά τα δαιμονικά όντα που είναι στα καταχθόνια με τρόμο να υποκλιθούν μπροστά στο μεγαλείο Του. Και έτσι κάθε γλώσσα να ομολογήσει φανερά, δυνατά και ξεκάθαρα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος. Και με την ομολογία αυτή και την αναγνώριση του Ιησού Χριστού ως Κυρίου θα δοξάζεται ο Θεός Πατήρ)»[Φιλιπ. 2,5-11].