Χρυσοστόμου μοναχού Διονυσιάτου (Β΄ μέρος)
Ἡ Θεοτόκος ἀπὸ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ἕως τὴν Κοίμησή της παρέμενε μεταξὺ τῶν μαθητῶν Του, «ἀναπληροῦσα τὸ ὑστέρημα τοῦ Χριστοῦ»1. Ὡστόσο, τὸ πνευματικὸ σῶμα της, ἂν καὶ ἔφερε τοὺς ὑπὲρ φύσιν τρόπους λειτουργίας, ἂν καὶ ἀξιώθηκε νὰ ὁμοιωθεῖ στὴν πνευματικὴ ποιότητα μὲ τὸ ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Υἱοῦ της, δὲν εἶχε ἀκόμη ἀποκτήσει τὴν τελειότητα τῆς λεπτῆς συστάσεως τῶν ἀγγελικῶν σωμάτων2.
Ἔχοντας πλέον διακονήσει τόσο ὡς Μητέρα Θεοῦ, ὅσο καὶ ὡς Μητέρα τῶν Ἀποστόλων, μεθίσταται κοντὰ στὸν ἀγαπημένο τῆς Υἱό, διότι, «ἦταν ἀνάγκη ἡ παναγία ἐκείνη ψυχὴ νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὸ ὑπεράγιο ἐκεῖνο σῶμα. Χωρίζεται βέβαια καὶ ἑνώνεται μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ Υἱοῦ της, μὲ τὸ πρῶτο φῶς ἑνώνεται τὸ δεύτερο. Καὶ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ἔμεινε γιὰ λίγο στὴν γῆ, ἀναχώρησε κι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὴν ψυχή»3.
Ἔχοντας πλέον διακονήσει τόσο ὡς Μητέρα Θεοῦ, ὅσο καὶ ὡς Μητέρα τῶν Ἀποστόλων, μεθίσταται κοντὰ στὸν ἀγαπημένο τῆς Υἱό, διότι, «ἦταν ἀνάγκη ἡ παναγία ἐκείνη ψυχὴ νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὸ ὑπεράγιο ἐκεῖνο σῶμα. Χωρίζεται βέβαια καὶ ἑνώνεται μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ Υἱοῦ της, μὲ τὸ πρῶτο φῶς ἑνώνεται τὸ δεύτερο. Καὶ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ἔμεινε γιὰ λίγο στὴν γῆ, ἀναχώρησε κι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὴν ψυχή»3.
Ἡ παναγία Κοίμηση τῆς Θεοτόκου δὲν εἶναι θάνατος ὡς ἀποτέλεσμα ἁμαρτίας, ἀλλὰ μόνον ἁπλὴ μεταποίηση τῆς μεταπτωτικῆς παχύτητος στὴν συνδρομὴ τῶν σωματικῶν στοιχείων ποὺ χαρακτηρίζει τὴν λεπτὴ σύσταση τῶν σωμάτων τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης ἐπισημαίνει τὴν ἄφθαρτη διάσταση τοῦ θανάτου της: «ὡς γὰρ τικτούσης ἡ νηδὺς οὐ διέφθαρτο, οὕτω θανούσης ἡ σὰρξ οὐ διόλωλεν· ὢ τῶν θαυμάτων! Ὁ τόκος διέφυγε τὴν φθορὰν καὶ ὁ τάφος τὴν διαφθορὰν οὐ προσήκατο· τῶν γὰρ ὁσίων οὐχ ἅπτεται»4. Καθὼς ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ Μητέρα τῆς Ζωῆς, εἶναι ἑπόμενο καὶ ὁ θάνατός της νὰ εἶναι «ζωηφόρος»5. Εἶναι ἁπλὴ ἀντιστροφὴ τῆς σωματικῆς παχύτητος σὲ χιτώνα ἀφθαρσίας. Στὸ πανάγιο σῶμα βεβαίως δὲν προστέθηκε τίποτε, διότι καὶ ἐπὶ γῆς ἦταν ἔμψυχος ναὸς τοῦ τελείου Πνεύματος. Καθὼς δὲ «οὐδὲν μέσον Μητρὸς καὶ Υἱοῦ»6, ἦταν ἀδύνατο τὰ θεομητορικὰ μέλη, ποὺ κοινώνησαν πολυτρόπως τὴν τελειότητα τῶν μελῶν τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν γίνουν καὶ αὐτὰ «σύμμορφα»7 τῆς λαμπρότητος τοῦ Ἀναστημένου Υἱοῦ καὶ νὰ μὴν λάμψουν καὶ αὐτὰ τὸ ἀναστάσιμο Φῶς, στὸ ὁποῖο καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ μετεῖχαν.
Μὲ ὑπέροχο λόγο ὁ Νικόλαος Καβάσιλας συνοψίζει τὴν θεομητορικὴ ζωὴ ὡς ἀκόλουθη τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ καταλήξει ὅτι καὶ ὁ θάνατός της ἀκολουθεῖ σὲ ὅλα ἐκεῖνον τοῦ Υἱοῦ της: «διότι ἔπρεπε νὰ λάβει μέρος σὲ κάθε τὶ ποὺ ἔκανε ὁ Υἱός της γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ὅπως τοῦ μετέδωσε τὸ αἷμα καὶ τὴ σάρκα της κι ἔλαβε ἀμοιβαία μέρος στὶς δικές του χάριτες, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἔλαβε μέρος καὶ σὲ ὅλους τους πόνους καὶ τὴν ὀδύνη του8 ... Ἔτσι μετὰ τὰ βραβεῖα καὶ τὰ στεφάνια ποὺ ἔλαβε, μετὰ δηλαδὴ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης ποὺ δέχθηκε μέσα της καὶ μὲ τὸν ὁποῖο ἑνώθηκε, δοκίμασε γιὰ χάρη μας θλίψεις καὶ ὀδύνες, “ἀντὶ τῆς προσκειμένης αὐτῇ χαρᾶς”9...· καὶ ὅταν ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους εὐεργετοῦσε τὸν φθόνησαν καὶ τὸν μίσησαν, ἡ Παρθένος πονοῦσε μαζί του καὶ δεχόταν τὰ βέλη τοῦ μίσους τους. Ἄλλωστε, κινούμενη ἀπὸ ὑπερβολικὴ φιλανθρωπία, πρώτη αὐτὴ παρότρυνε τὸν Υἱό της πρὸς αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες, καὶ αὐτὸ ἔγινε πρὶν ἀκόμη νὰ ἔλθει ἡ ὥρα του· ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς εἶπε “οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου”10, πράγμα ποὺ φανερώνει καθαρὰ πόση παρρησία ἔδωσε στὴν μητέρα του, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀλλάξει ἀκόμη καὶ τὰ χρονικὰ ὅρια ποὺ αὐτὸς εἶχε καθορίσει. Ὅταν πάλι χρειάσθηκε νὰ ὑποφέρει γιὰ μᾶς ὁ Σωτήρας καὶ νὰ πεθάνει, πόσο μεγάλες ἦσαν οἱ ὀδύνες μὲ τὶς ὁποῖες τοῦ συμπαραστάθηκε ἡ Παρθένος! Τί βέλη τὴν διεπέρασαν!... Προσωπικά, πιστεύω ὅτι τέτοια ὀδύνη ποτὲ σὲ κανέναν ἄνθρωπο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει11... Ἔτσι, χάρη σὲ αὐτὲς τὶς ὁμοιότητες, αὒτὴ ἦταν ἡ πρώτη ποὺ ἔγινε “σύμμορφος” μὲ τὸ θάνατο τοῦ Σωτήρα καὶ γι’ αὐτὸ ἔλαβε πρὶν ἀπὸ ὅλους μέρος καὶ στὴν Ἀνάστασή Του... καὶ τὸ πνευματικό της σῶμα, τὴν καινὴ γῆ, τὸ δέχθηκε μὲν γιὰ λίγο ὁ τάφος, τὸ παρέλαβε δὲ ὁ οὐρανό... Ξαναδόθηκε ἔτσι ὁ θρόνος στὸν Βασιλιά, ὁ παράδεισος στὸ ξύλο τῆς ζωῆς, ὁ δίσκος στὸ φῶς, στὸν καρπὸ τὸ δένδρο, ἡ Μητέρα στὸν Υἱό, καθ’ ὅλα ἄξια ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους»12.
Ἀξεπέραστος ἐπίσης ὁ ποιητικὸς λόγος τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ἐκφράζει τὴν βαθειὰ πνευματικὴ ἀγάπη ὅλων τῶν ἁγίων στὴν Μητέρα τῆς Ζωῆς, ἀγάπη ποὺ ἀγκαλιάζει ὄχι μόνον τὶς ἀρετὲς τῆς παναγίας ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τὰ ἴδια τὰ μέλη τοῦ θεοδόχου σώματός της, τὰ ὁποῖα κοινώνησαν τὶς ὑπὲρ φύσιν χάριτες: «Ἀλλὰ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ λόγου φθάνοντας, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἐκφράσω τὸ δυνατό μου πάθος —καὶ ἐνῶ καίγομαι ἀπὸ θέρμη καὶ ἀπὸ τὴ φωτιὰ τοῦ πόθου— μὲ συνεπαίρνουν δάκρυα χαρᾶς καὶ κάποιο ρίγος, σὰν νὰ περιπτύσσομαι τὴν μακάρια καὶ ποθεινὴ κλίνη ποὺ δέχθηκε τὸ ζωαρχικό της σῶμα καὶ μοιράστηκε τὸν ἁγιασμό, καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἅγιο, πανάγιο καὶ ἄξιο τοῦ Θεοῦ σκήνωμα μὲ τὰ χέρια μου θαρροῦσα πὼς ἀγκάλιαζα. Μάτια, χείλη καὶ μέτωπο, καθὼς ἄγγιζαν τὰ μέλη μου, τὶς παρειὲς καὶ τὸν λαιμό, τὴν αἴσθηση εἶχα τῆς ἁφῆς, σὰν νὰ ἦταν τὸ σῶμα ὅλὸ ἕνα παρόν, κι ὡστόσο ἦταν ἀδύνατο, μὲ ὅλο ποὺ πάσχιζαν πολύ, νὰ ἰδῶ ἐκεῖνο ποὺ ποθοῦσα μὲ τὰ μάτια μου. Γιατί πῶς θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ἰδῶ, ὅ,τι ἁρπάχθηκε ψηλά, στοῦ οὐρανοῦ τὰ ἱερά;»13.
Καθὼς ὁ Λόγος δέχεται τὴν παναγία ψυχὴ στὰ πανάχραντα Χέρια Του, τὸ θεομητορικὸ σῶμα ἀποτίθεται στὴν γεννήτρια γῆ, γιὰ νὰ ἀποθέσει τὸ ἀτελὲς τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ἐνδυθεῖ αἰώνια τὸ τέλειον τοῦ Θεοῦ. Ἄφθαρτο ἔτσι καὶ ὁλότελα πνευματικὸ μεθίσταται τελικὰ στοὺς οὐρανούς, ὅποὺ γίνεται θρόνος τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, αὐτὸ ποὺ ἀπὸ τὴν γῆ δέχθηκε τὸν Λόγο. «Καὶ σὺ Κύριε κατέβα, κατέβα γιὰ ν’ ἀποδώσεις στὴν μητέρα σου, στὴν ὁποία εἶσαι τόσο ὑπόχρεως γιὰ ὅσα τῆς χρωστᾶς γιὰ τὴν ἀνατροφή σου. Ἄνοιξε τὰ θεῖα σου χέρια καὶ δέξου τῆς μάνας τὴν ψυχή, Σὺ ποὺ στὸν Σταυρὸ τὸ πνεῦμα σου ἐμπιστεύθηκες στὰ χέρια τοῦ Πατέρα, καὶ πές της μὲ κάποιο γλυκὸ ψιθύρισμα: “ἔλθε ἡ καλὴ ἡ πλησίον μου”14, ποὺ μὲ τὴν ὀμορφιὰ τῆς παρθενίας σου ἀκτινοβολεῖς πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν ἥλιο. Μοῦ μετέδωσες τὰ δικά σου· ἔλα νὰ ἀπολαύσεις τὰ δικά μου. Ἔλα Μητέρα πρὸς τὸν Υἱό. Ἔλα νὰ βασιλεύσεις μαζὶ μ’ ἐμένα ποὺ μαζί σου ἐπτώχευσα. Παράθου τὴν ψυχή σου στὰ χέρια τοῦ Υἱοῦ Σου»15.
Στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου συνήχθησαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ συνοδεύσουν τὴν «παγκόσμιον δόξαν»16 πρὸς τὴν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἔξοδο τῆς τέλειας ψυχῆς ὕμνησαν οἱ ἁγιότεροι τῆς γῆς. Ξενίζουν, βέβαια, τὴν κοινὴ λογικὴ οἱ ἁρπαγὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ Ἱεραρχῶν ὑπὸ τῶν νεφελῶν τοῦ Πνεύματος· ὅμως, τὰ θαυμαστὰ γεγονότα τῆς Κοιμήσεως φαίνονται ἐλάχιστα μπροστὰ στὸ καθολικὸ μυστήριο τῆς Θεοτόκου. Ἑπόμενο τῶν θεομητορικῶν θαυμασίων μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ καὶ ἡ ἴδια ἡ Ὑμνολογία τῆς Κοιμήσεως, ἡ ὅποια γίνεται κατανοητὴ μόνον μέσα στὸν χῶρο τῆς ἐν Πνεύματι τελειότητος, καθὼς καὶ ὁ θεομητορικὸς λόγος διώδευσε στὰ ὑπὲρ λόγον ἀπόρρητα θεία Μυστήρια.
Ὡς Νύμφη τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἔχοντας πραγματώσει τὴν ὑψίστη τελείωση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός Της, ἡ Θεοτόκος κοινώνησε τὸ πλήρωμα τῆς Γνώσεως περὶ Θεοῦ. Πραγμάτωσε στὸν τελειότερο βαθμὸ τὴν μετοχὴ καὶ πράξη τῶν λόγων καὶ τρόπων τῶν καθολικοτέρων ἐνθέων ἀρετῶν. Ἡ Θεοτόκος δὲν κατέστη ἔτσι μόνον ἡ τελειότερη θεο-λόγος, ἀλλὰ καὶ ἡ τελειότερη θεόπτης· «ἡ δὲ θεολογία ἀπέχει τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν θεοπτία καὶ τόσο μακριὰ εἶναι ἀπὸ τὴν πρὸς τὸν Θεὸ συναναστροφή, ὅσο ἀπέχει ἡ γνώση ἀπὸ τὴν κατοχή»17. Ἡ Θεοτόκος «ὑπεραρθεῖσα λογισμῶν καὶ διανοιῶν», μὲ τὴν καθολικὴ στροφή της πρὸς τὸν Θεὸ ἔτυχε τῆς «ὑπὲρ τὴν γνῶσιν ἀγνοίας» καὶ ἐπλήσθη πλουσίως τῆς «τοῦ Πνεύματος ὑπερφανοῦς ἀγλαΐας», βλέποντας καὶ ἀγγίζοντας τὰ βραβεῖα τῆς φύσεως τοῦ ἀθανάτου κόσμου18.
Ἡ Θεοτόκος πρώτη κοινώνησε τὸ πλήρωμα τῆς Ἀγάπης τοῦ Πατρός, μὲ τὴν ἕνωση τοῦ νοός της μὲ τὸν Θεό. Ἦταν ἡ μόνη ποὺ μετεῖχε στὴν κενωτικὴ Ταπείνωση τοῦ Υἱοῦ, γεννώντας τὸν Λόγο ἐν σαρκί· ταπείνωση, ἡ ὁποία κοινωνήθηκε στὸν θεομητορικὸ λόγο μὲ τὴν ἀγαπητικὴ μετοχὴ σὲ ὅλους τοὺς προαιώνιους λόγους τῶν ὑποστάσεων τῆς ἑνιαίας ἀνθρώπινης φύσεως —τοὺς ὁποίους προσέλαβε ὁ Λόγος ὡς σάρκα Του. Μόνη, τέλος, ἡ Θεοτόκος βίωσε μέσα ἀπὸ τὴν τελειωμένη αἴσθηση τὴν ἐν Πνεύματι ἀναίτια Ὀδύνη· ὀδύνη, ἡ ὁποία προαιώνια δὲν ἐνέχει κανένα κατηγόρημα τῶν κτιστῶν καὶ μόνον στὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ προσλαμβάνει τοὺς χαρακτῆρες τοῦ ψυχοσωματικοῦ πόνου. Μὲ τὴν τελειωτικὴ Ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, ἡ Ὀδύνη ἀποκαλύπτεται ὡς ἡ Ἀγάπη τοῦ ἄναρχου πνευματικοῦ πόνου, ποὺ φανερώνεται μὲ τὴν διατήρηση τῶν πληγῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ ἀναστημένο Του Σῶμα.
Ὁ Θεὸς Πατὴρ «ἀγάπη ἐστί»19, ὁ δὲ Υἱὸς καὶ Λόγος εἶναι «πράος καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία»20. Μὲ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν Υἱό, ἡ Θεοτόκος κατέστη πλήρωμα τῆς ταπεινῆς Ἀγάπης. Κατέστη ὅμως καὶ πλήρωμα τῆς Ὀδύνης, καθὼς ἡ ρομφαία ἄφησε τὰ σημάδια τοῦ πνευματικοῦ πόνου ἀνεξίτηλα πάνω στὴν θεομητορικὴ καρδιά —ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καὶ στὶς πληγὲς τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Υἱοῦ Της. Μὲ τὴν ἒν Πνεύματι ὀδυνωμένη Ἀγάπη τῆς ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου φανέρωσε καὶ τὸν τρίτο καθολικότερο λόγο, τὴν ἀγαπητικὴ ὀδύνη, ἡ ὁποία μόλις διαφαίνεται στὴν ἐν Πνεύματι ζωὴ τῶν Ἀποστόλων, μέσα ἀπὸ τὸ «τεκνία μου οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὐ μορφωθῆ Χριστὸς ἐν ἡμῖν»21.
Τέλος, ὡς κοινωνὸς τοῦ περιεκτικοῦ λόγου τῆς ἐν Πνεύματι μητρότητος, ὁ ὁποῖος συνεκφράζει στὸν ὕψιστο βαθμὸ τὴν μητρικὴ ἀγάπη, ταπείνωση καὶ ὀδύνη, ἡ Θεοτόκος ἀπεκάλυψε τὴν πλέον ἀπόκρυφη βουλὴ τοῦ Θεοῦ, τὴν πνευματικὴ μητρότητα. Μὲ τὴν ἀνεπανάληπτη σιωπηλὴ κοινωνία τῶν ἀπορρήτων βουλῶν καὶ προσωπικῶν θείων θελημάτων, ἡ Θεοτόκος θεωρεῖ ἀενάως τὸ ἐσωτερικὸ εἶναι καὶ ποιὸν τοῦ Θεοῦ, ὄντας «ἐπαξίως μετὰ Θεὸν ἡ Θεός, τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα».
Ὡς δοχεῖον τῶν δωρεῶν τοῦ Πνεύματος, ἄρα καὶ τοῦ θεολογικοῦ λόγου, ἡ Θεομήτωρ εἶναι ἡ δωρήτρια τοῦ χαρίσματος τῆς Θεολογίας στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πλήρωμα Πνεύματος εἶναι ἡ γεννήτρια τοῦ «πλήρους Πνεύματος Ἁγίου»22 θεολογικοῦ λόγου, ὁ ὁποῖος ἐν συνέχειᾳ δωρίζεται στοὺς ἁγίους. Ἄλλωστε, αὐτὴ εἶναι “δογμάτων κεφάλαιον”, ὡς ἡ τελειότερη θεόπτης τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ κοινωνὸς τῶν καθολικῶν λόγων τῆς θεότητος. Γι’ αὐτὸ καί, «πάσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα πνευματικοῦ λόγου ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον, ἐκ σοῦ τῆς Μητρὸς τοῦ φωτός»23. Ὡστόσο, ἂν καὶ κάτοχος τοῦ τελειότερου ἀνθρώπινου λόγου, Αὐτὴ παραμένει στὴν ὑπὲρ λόγον καὶ νοῦν σιγῆ τοῦ Πνεύματος.
Ἡ Θεοτόκος «ἐπτώχευσε τῷ πνεύματι»24 καὶ ἐπλούτισε τὸ πλήρωμα τοῦ Πνεύματος. Ἐταπεινώθη καὶ κατέστη Θεοῦ Μήτηρ. Μὲ τὴν σιωπηλὴ καὶ ταπεινὴ ἀγάπη της “κατέβασε” ἀπό τους οὐρανοὺς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἐν Πνεύματι Ὀδύνη της συνήργησε στὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἔτσι, καίει στὸ πῦρ τῆς ἀγάπης της κάθε ταπεινὸ λόγο ἀνθρώπου, ποὺ ἐπτώχευσε τὰ πάντα γιὰ νὰ πλουτίσει τὴν Χάρη της. Καθιστᾶ συγκοινωνὸ τῶν καθολικῶν λόγων τὸν ταπεινὸ νοῦ καὶ προσφέρει σὲ κάθε πνευματικὴ αἴσθηση τὴν προσευχητικὴ ὀδύνη ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Κάθε πτωχὸς τῷ πνεύματι, ἀλλὰ πλούσιος ἐν Πνεύματι, ἀνθρώπινος λόγος δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ τρωθεῖ ἀπὸ τὴν τελειότητα τοῦ λόγου τῆς Μητέρας, ἀναφωνώντας: «χαῖρε ἁπάντων ἐπίλογε τῶν λόγων Κόρη σεμνὴ»25. Παραδίδει σὲ Αὐτὴν τὴν πτωχὴ γνώση του γιὰ νὰ πλουτίσει τὴν ἄρρητη Σοφία καὶ Γνώση της· καὶ ἐνῶ βλέπει τὸ θαῦμα Της νὰ πληρώνει τὸν οἶκο τῆς ψυχῆς καὶ τὸν Λόγο νὰ γεννᾶται ἀοράτως μέσα στὴν πνευματικὴ πτωχεία τοῦ ἀνθρώπινου λόγου καὶ νὰ σκιρτᾶ στὴν ὁλόλαμπρη θεοτόκο-καρδία, ἀνακράζει μὲ τὴν σιωπηλὴ φωνὴ τῆς καρδιᾶς: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ Πνεῦμα μου ἐπὶ τῇ Θεοτόκῳ καὶ Μητέρᾳ τῆς σωτηρίας μου. Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ἀγάπην καὶ ταπείνωσιν τῶν δούλων αὐτῆς, ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσιν τὸν λόγον αὐτῶν πᾶσαι αἱ γενεαί. Ὅτι ἐποίησε αὐτοῖς μεγαλεῖα ἡ Δυνατὴ καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὐτῆς. Κάθεῖλε δυνάστας λόγους ἀπὸ θρόνους ἀγνωσίας, καὶ ὕψωσε τοὺς ταπεινοὺς καὶ ὀδυνωμένους δι’ Αὐτὴν λόγους τῆς πατερικῆς σοφίας· καὶ τὸ πνευματικὸ σπέρμα αὐτῶν μένει εἰς τὸν αἰώνα»26.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ τιμιωτέρα παντὸς ἀγγελικοῦ τάγματος, (θρόνος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ μετὰ Θεὸν Θεός, δὲν ἀρκεῖται στὴν δικὴ της ὑπερκόσμια Δόξα. Ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγαθότητα, ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν δόξα Της27 γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων καὶ κατέρχεται τὴν κλίμακα τῆς Ταπεινώσεως, κενώνοντας τὸ πλήρωμα τοῦ θείου Ἐλέους μέσα ἀπὸ τὴ μητρική της εὐσπλαγχνία. Γίνεται ἔτσι “βοηθός” τοῦ Θεοῦ, συνεγὸς στὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Παρ’ ὅλο ὅτι ζεῖ “πλησίον” τοῦ Θεοῦ, ἀέναα κοινωνὸς τῶν καθολικότερων λόγων του, δὲν παραμένει στὸ ὑπερουράνιο ὕψος της. “Κατέρχεται” μὲ περισσὴ ἀγάπη συνεχῶς πρὸς τοὺς λόγους τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ τοὺς ἐναγκαλισθεῖ μὲ τὴν πνευματικὴ στοργή της. Μὲ ὀδυνώμενη Ἀγάπη ταπεινώνεται καὶ συμπάσχει μὲ τὴ ἀσθένεια τῆς φύσεώς μας, δεόμενη ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου.
Τὸ αἷμα τῆς μητρικῆς προσευχῆς τὴν ὁποία ἀνέπεμψε ἡ Πάναγνη στὸν Ἐσταυρωμένο εἶναι τὸ αἷμα ποὺ ρέει στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησία μέσῳ τῆς καρδίας-Θεοτόκου. Τὸ ἐνυπόστατο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο εἶναι αἷμα τῆς Μητέρας, καὶ ἡ πρεσβεία τῆς αἱματηρῆς μητρικῆς προσευχῆς, σώζουν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Ἡ θυσία τοῦ θεομητορικοῦ αἵματος στὸν Θεὸ προηγήθηκε ἀπὸ τὴν δική Του σταυρικὴ θυσία.
Ἡ «παντεχνήμονι Λόγῳ σάρκα δανείσασα»28 καθιστᾶ τὸν Θεὸ χρεώστη στὴν Μητέρα Του· καὶ «ὡς Υἱός, σχεδὸν λύων τὸ χρέος, ἐκπληροῖ τὰς αἰτήσεις»29. Δέεται ὑπὲρ ἁμαρτωλῶν προσλαμβάνοντας τὴν μεταπτωτικὴ ἀτέλεια καὶ φθορὰ μέσα στὴν δική της τελειότητα· καὶ σώζει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν δικό της πόνο. Μάρτυρες ὅλων αὐτῶν οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὴν Μητέρα μετὰ δακρύων Δεομένη καὶ Θλιβομένη ὑπὲρ ὅλης τῆς κτίσεως, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ ἅγιες εἰκόνες της, οἱ ὁποῖες κατὰ καιροὺς ἀναβλύζουν μύρο, ἀλλὰ καὶ ἀληθινὰ Μητρικὰ δάκρυα. Αὐτὰ εἶναι τὸ αἷμα τῆς ρομφαίας ποὺ διεπέρασε τὴν ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου ὀδυνωμένη καρδία Της, ἡ ὁποία ρέει μυστικὰ τὸ αἷμα τῆς Παναγίας ψυχῆς.
Τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, φορέας τῆς ἀέναης Μητρικῆς θυσίας, σώζει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων μέσῳ τῆς θεομητορικῆς συνεργίας. Ὁ Τέλειος Θεὸς χαρίζει αὐτὴν τὴν πλήρη Ἀγάπης, Ταπεινώσεως καὶ Ὀδύνης ἀνέκφραστη δωρεὰ στὴν ἐν Πνεύματι τέλεια Μητέρα Του, γιὰ νὰ γίνει μέςῳ τοῦ δικοῦ της αἵματος συνεργὸς στὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἂς εἶναι τὸ Ὄνομά Της εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰώνας, καθὼς στὴν Ἀειπάρθενη Μητέρα τοῦ Θεοῦ πρέπει πάσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, εἰς αἰώνας αἰώνων. ΑΜΗΝ.
Χρυσοστόμου μοναχοῦ Διονυσιάτου, Θεὸς Λόγος καὶ Ἀνθρώπινος Λόγος, Ἱ. Μ. Ἁγίου Δονυσίου, Ἅγιον Ὄρος, 1998, σελ. 414-420. (Πρῶτο μέρος ἐδῶ).
Σημειώσεις:
1. Κόλ. 1,24.
2. Πρβλ. Α' Κόρ. 15,40: «... σώματα ἐπίγεια καὶ σώματα ἐπουράνια».
3. Νικολάου Καβασιλα, Ὁμιλία εἰς τὴν Κοίμησιν 3,12, ὅ.π., σ. 215.
4. Ἀνδρέου Κρήτης, Εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκον, PG 97,1081D.
5. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἐγκώμιον εἰς τὴν Κοίμησιν 2, 2, εἰς “Θεοτόκος", ὅ.π., σ. 152.
6. Αὐτ. 3,5, ὅ.π., σ. 220.
7. Βλ. 3, 21.
8. Νικολάου Καβάσιλα, Ὁμιλία εἰς τὴν Κοίμησιν 3,12, ὅ.π., σ. 213.
9. Ἑβρ. 12,2.
[1]0. Ἰω. 2,4.
[1]1. Αὐτ. 3, 11, ὅ.π., σ. 209-11.
12. Αὐτ. 3,12, ὅ.π., σ. 215-7.
13. Ἐγκώμιον εἰς τὴν Κοίμησιν 2,5, εἰς “Θεοτόκος", ὅ.π., σ. 161.
14. Ἆσμ. 2,10· 4,7.
15. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἐγκώμιον εἰς τὴν Κοίμησιν 3, 4, ὅ.π., σ. 217.
16. Δογματικὸν Θεοτοκίον, α’ ἦχος.
[1]7. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 3, 42, Χρήστου 1,453, ΕΠΕ 2, 236, βλ. καὶ αὐτόθι 1, 3,34.
18. Αὐτ. ὅ.π., ΕΠΕ 2,238.
19. Α' Ἰω. 4,16.
20. Ματθ. 11,29.
2[1]. Γάλ. 4,19.
22. Πράξ. 7,55.
23. Πρβλ. Ἰακ. 1,17.
24. Πρβλ. Μάτθ. 5,3.
25. Ποίημα Φωτίου, εἰς Θεοτοκάριον, Παρασκευὴ ἑσπέρας, Προσόμοιον, ἦχος πλ. δ'.
26. Πρβλ. Λουκ. 1,46-49 καὶ 1,52-55.
27. Πρβλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ θείων Ὀνομάτων 4,15, PG 3,776Β, ΕΠΕ-Φ 114: «Τολμητέον γὰρ καὶ τοῦτο ὡς ἀληθινὸν εἰπεῖν, ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ τῶν ὅλων Θεὸς δι’ ὑπερβολὴν ἀγαθότητος ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται ταῖς εἰς τὰ ὄντα προνοίαις καὶ οἷον θέλγεται ἐν τῇ τοιαύτῃ ἀγαθότητι».
28. ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΝ, Κανὼν ὄρθρου Πεντηκοστῆς, ὠδὴ θ'.
29. Γεωργίου Νικομήδειας, Λόγος εἰς τὴν Ὑπαπαντήν, εἰς Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, Ἑρμηνεία Κανόνος Πεντηκοστῆς, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1987, τόμ. Γ΄, σ. 160.