Για όσους από εμάς επαναπαύονται, επειδή μιλούν χωρίς να πράττουν.
Για όσους από εμάς επαναπαύονται, επειδή μιλούν χωρίς να πράττουν.
Ὁ Ἅγ. Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπικαιρότητα
Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
«Τιμὴ Ἁγίων, μίμησις Ἁγίων». Αὐτὴ εἶναι ἡ
διδαχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας σχετικὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ πρέπει νὰ τιμοῦμε τοὺς Ἁγίους
Της: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ. Ἐπαινῶ δὲ ὑμᾶς, ὅτι πάντα μου
μέμνησθε καὶ καθὼς παρέδωκα ὑμῖν τὰς παραδόσεις κατέχετε» (Α΄ Κορ. 11). Νὰ
μιμηθοῦμε λοιπὸν τοὺς Ἁγίους μας σημαίνει ὄχι μόνο νὰ ἔχουμε συνέχεια στὴν
μνήμη μας τὸν τρόπο ποὺ ζοῦσαν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς
διδαχές τους, ὅπως αὐτοὶ μᾶς τὶς παρέδωσαν. Ἰδίως σήμερα μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς
παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν σύγχυση καὶ τὴν χαώδης κατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἐπικαιρότητας ὁ λόγος τῶν Ἁγίων καὶ ἡ παραδοχή του ἐκ μέρους μας εἶναι παραπάνω
ἀπὸ ἐπιτακτική. Τί θὰ ἔλεγαν γιὰ τὴν σημερινὴ χαοτικὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ἂν
ζοῦσαν σήμερα οἱ Ἅγιοι μας;
Ἂς πάρουμε ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὶς ἐπιστολές τοῦ Ἁγ. Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου, ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχή του καὶ ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε, φαινόταν ὁμολογουμένως νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ ὑμνογράφος: «Βίβλος γνώσεως διδασκαλίας, πλούτῳ πίστεως συντεταγμένη, τῷ πανάγνῳ ἀνεδείχθης ἐν πνεύματι, ἀνακαλύπτων τὰ θεῖα τοῖς χρῄζουσι καὶ τὴν ζωήν θησαυρίζων τοῖς θέλουσι». Ἡ γλώσσα τοῦ ἁγίου εἶναι γεμάτη ἀγάπη, εἶναι παραινετική, συμβουλευτική, ἀλλὰ παράλληλα καυστικὴ καὶ ἀκριβοδίκαιη, μὴ λαμβάνοντας ὑπόψη ἀξιώματα καὶ σκοπιμότητες, ἀλλὰ ἀποσκοπώντας μόνον στὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν καὶ στὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πηγὴ χρησιμοποιῶ τὴν νεοελληνικὴ μετάφραση τῶν ἐπιστολῶν του ἀπὸ τό: Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, Ἅπαντα τὰ ἔργα, ἐκδ. «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη, 2000.
Περὶ ὁμονοίας καὶ γιὰ ὅσους λόγῳ ἀνθρωπίνων παθῶν δὲν
μποροῦν νὰ ὁμονοήσουν.
Ἐπιστ. 370 — Στὸν Ἅγ. Κύριλλο Ἀλεξανδρείας:
«Μὲ τρομάζουν τὰ παραδείγματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ γι’ αὐτὸ ἀναγκάζομαι νὰ σοῦ γράψω ὅσα ἔχω ὑποχρέωση. Γιατί, ἂν εἶμαι πατέρας, ὅπως ἐσὺ εἶπες, φοβᾶμαι τὴν καταδίκη τοῦ Ἠλί, ὁ ὁποῖος δὲν συνέτισε τοὺς υἱούς του, ὅταν ἁμάρταναν. Ἂν εἶμαι υἱός σου, ὅπως μᾶλλον νομίζω, ἔχοντας στὴν σκέψη μου τὸν μεγάλο ἐκεῖνο Μᾶρκο, ἔχω τὴν ἀγωνία, μήπως ὑποστῶ τὴν τιμωρία τοῦ Ἰωνάθαν, γιατὶ δὲν ἐμπόδισε τὸν πατέρα του... Γιὰ νὰ μὴν συμβεῖ λοιπὸν καὶ ἐγὼ νὰ κατακριθῶ, καὶ ἐσὺ νὰ κριθεῖς ἀπὸ τὸν Θεό, σταμάτησε τὶς διαμάχες. Μὴ λοιπὸν τὴν ἄμυνά σου γιὰ τὴν προσβολή ποὺ δέχθηκες ἀπὸ τοὺς θνητούς, ποὺ σοῦ τὴν χρωστοῦν, τὴν μεταθέτεις στὴν ζωντανὴ Ἐκκλησία, κατασκευάζοντας ἔτσι γι’ αὐτὴν αἰώνια διχόνοια μὲ τὸ πρόσχημα τῆς εὐσεβείας».