Στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου, μὲ τὸν προσιτὸ χαρακτήρα του στὶς σχέσεις του, μὲ τὴν ὕψιστη προσοχὴ γιὰ τὸν ἄλλο, μὲ τὴν ἑτοιμότητα ὅπου δίνεται στὸν Χριστό, ἡ ἀνθρωπότητα θεραπεύεται καὶ ἀνανεώνεται. Πῶς, ὅμως, ἐμφανίζεται μὲ συγκεκριμένο τρόπο αὐτὴ ἡ ἀνανεωμένη ἀνθρωπότητα; Ὁ ἅγιος ἀφήνει νὰ διαφανεῖ, σὲ ἀναφορὰ πρὸς κάθε ἀνθρώπινο ὄν, μία συμπεριφορὰ γεμάτη λεπτότητα, διαφάνεια, καθαρότητα σκέψεως καὶ αἰσθημάτων.
Ἡ λεπτότητά του ἐπεκτείνεται ἀκόμη καὶ στὰ ζῶα καὶ τὰ πράγματα, ἐπειδὴ σὲ κάθε πλάσμα βλέπει ἕνα δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θέλει νὰ πληγώσει αὐτὴ τὴν ἀγάπη, μὲ τὸ νὰ μεταχειρίζεται αὐτὰ τὰ δῶρα μὲ ἀμέλεια ἢ ἀδιαφορία. Σέβεται κάθε ἄνθρωπο καὶ κάθε πράγμα. Ἐὰν κάποιος ἄνθρωπος ἢ ἀκόμη ἕνα ζῶο ὑποφέρει, τοὺς φανερώνει μία βαθειὰ συμπάθεια.
Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέει γιὰ τὴν συμπάθεια τοῦ ἁγίου: «Καὶ τί ἔστι καρδία ἐλεήμων; Καὶ εἶπε· καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν ὀρνέων, καὶ τῶν ζώων, καὶ τῶν δαιμόνων, καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος. Καὶ ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν, καὶ τῆς θεωρίας αὐτῶν ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ δάκρυα. Ἐκ τῆς πολλῆς καὶ σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης τῆς συνεχούσης τὴν καρδίαν, καὶ ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ οὐ δύναται βαστάξαι, ἢ ἀκοῦσαι, ἢ ἰδεῖν βλάβην τινά, ἢ λύπην μικρᾶν ἐν τῇ κτίσει γινομένην. Καὶ διὰ τοῦτο καὶ ὑπὲρ τῶν ἀλόγων, καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας, καὶ ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτὸν ἐν πάσῃ ὥρᾳ εὐχὴν μετὰ δακρύων προσφέρει, τοῦ φυλαχθῆναι αὐτούς, καὶ ἰλασθῆναι αὐτοῖς ὁμοίως καὶ ὑπὲρ τῆς φύσεως τῶν ἑρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης τῆς κινούμενης ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἀμέτρως καθ’ ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ». (Λόγος πα’, σ. 306). Ὅσο γιὰ τὸν ἅγιο Καλλίνικο de Cernica, ὅταν δὲν εἶχε χρήματα νὰ δώσει στοὺς φτωχούς, σὲ κάθε πόλη, στρεφόταν κλαίγοντας πρὸς ὅσους τὸν περικύκλωναν καὶ ἔλεγε: «Δῶστε μου χρήματα, νὰ στείλω στοὺς μικροὺς ἀδελφοὺς τοῦ Ἰησοῦ».