(Βιβλιοκριτική αναφορά στο πόνημα του καθηγητή Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας Α.Π.Θ., Ιωάννη Κουρεμπελέ, «Η πλειοψηφία του Ενός», εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2024, σελίδες: 247)

Υπό του Βασιλείου Ι. Τουλουμτσή
υπ. δρ. Τομέα Πατερικών Σπουδών, Ιστορίας Δογμάτων και Συμβολικής,
Θεολογική Σχολή Ε.Κ.Π.Α.
«…Ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ιω. 17,2).
Στην αρχιερατική προσευχή του Χριστού, δύο από τα σημεία που κυριαρχούν είναι τα εξής: α. ότι η αιώνιος ζωή δεν είναι μία αφηρημένη μεταφυσική κατάσταση αλλά συγκεκριμένα η εν Χριστώ γνώση του τριαδικού Θεού, και β. ότι τα ρήματα του Χριστού διακρίνουν τους ανθρώπους σε αυτούς, που ναι μεν ζουν στον κόσμο αλλά «ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσί», και σε αυτούς που, όντες ταυτισμένοι με τον κόσμο και τα χαμερπή φρονήματά του, μισούν τους πρώτους (ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου). Η αναφερόμενη διάκριση στο στοιχείο β΄, έχει την αντίστοιχη επίπτωση και επί του στοιχείου α΄, διότι το διακύβευμα είναι αυτή ακριβώς η αυθεντικότητα της αγιοπνευματικής ζωής, την οποία επιχειρεί να διαφθείρει η παρυπόσταση της διαφθορικής και μη αληθεύουσας ζωής, προβαλλόμενη μάλιστα με θεολογίζων ένδυμα.
Το πόνημα του καθ. Ι. Κουρεμπελέ εκτείνεται σε επτά (7) κεφάλαια -ενότητες. Ο συνεκτικός άξονας που διαπερνά και ενοποιεί όλα τα κεφάλαια μεταξύ τους, είναι ο κριτικός θεολογικός λόγος του συγγραφέα, απέναντι σε όσα θεολογικώς βλάσφημα και επιστημονικώς μετέωρα ειπώθηκαν και υποστηρίχθηκαν κατά την περίοδο κυριαρχίας της ασθένειας covid-19 και του θρησκειοποιημένου κορονοϊού (σελ. 75), όχι από τους γνωστούς δημοσιολογούντες, οι οποίοι εκφέρουν γνώμη -δίχως προφανώς να ερωτηθούν- επί παντός επιστητού, αλλά από ανθρώπους που έχουν ως επιστημονικό αντικείμενο την επιστήμη της θεολογίας, είτε στο ακαδημαϊκό μετερίζι, είτε στην πρακτική-ποιμαντική της έκφραση κατά την λειτουργική-μυστηριακή ζωή, απολυτοποιώντας το αποκομμένο σπάραγμα της μερικής γνώσης. Προς τούτο αξιοποιεί το ποιητικό και λογοπλαστικό του τάλαντο, το οποίο φέρει έντονα υφολογικά χαρακτηριστικά από έργα του Ρωμανού του Μελωδού, τον οποίο άλλωστε έχει ερευνητικά μελετήσει. Με τον ερανισμό διαφόρων εκφραστικών διατυπώσεων του συγγραφέα, ως «δομικών υλικών», θα επιχειρηθεί να δομηθεί το παρόν κείμενο, προκειμένου να διατηρηθεί -αν και όσο είναι δυνατόν- η έμπονη θεολογική του (δια)μαρτυρία και ο ζωντανός παλμός που υφίσταται πρωτογενώς στο βιβλίο, από το κράμα ενός συνειδητού ορθοδόξου χριστιανού και σοβαρού θεολόγου επιστήμονα, που δεν φτιάχνει αφηγήματα για πλατείες αλλά καταθέτει συμπεράσματα κοπιώδους έρευνας επί των κειμένων.