Ο γερω Ἰάκωβος Ἁγιαννανίτης, ὁ κοινῶς ἀποκαλούμενος «Ἰακωβάκης», καταγόταν ἀπό τά Βρύουλα τῆς Μ. Ἀσίας. Πῆγε γιά μοναχός στήν καλύβη τοῦ παπα Σάββα τοῦ Πνευματικοῦ, στόν γέροντα Ὀνούφριο. Λένε ὅτι ἐρχόταν σέ διαπληκτισμούς μέ τόν Γέροντά του, γιατί ἤθελε νά κάνη 2.000 μετάνοιες καί δέν τόν ἄφηνε. Μετά ἀπό καιρό ἀπεφάσισε ὁ γερω Ὀνούφριος νά κάνη τήν κουρά του. Ἐνῶ εἶχαν γίνει οἱ ἑτοιμασίες καί ἦρθαν οἱ πατέρες, ὁ Γέροντας συζητώντας μέ τόν δόκιμο γιά τό ὄνομα διεφώνησαν. Ὁ δόκιμος ἤθελε νά τόν ὀνομάση Ἀναστάσιο, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἤθελε νά τοῦ δώση ἄλλο ὄνομα. Δέν συμφώνησαν, ματαιώθηκε ἡ κουρά καί ὁ δόκιμος ἔφυγε.Ὁ δόκιμος πῆγε στήν Ἁγία Ἄννα στήν Καλύβη Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ στόν γέροντα Ἰωσήφ, τόν ψάλτη ἀπό τήν Μυτιλήνη. Ἐκεῖ ἔγινε ρασοευχή καί πῆρε τό ὄνομα Ἰάκωβος. Οἱ πατέρες τῆς συνοδείας ἦταν ἁγιογράφοι καί ὁ π. Ἰάκωβος ἔμαθε καί αὐτός. Κάποτε διαπληκτίσθηκε μέ ἕναν παράδελφό του καί ἐκεῖνος χτύπησε τόν π. Ἰάκωβο μέ ἕνα σανίδωμα εἰκόνος στό κεφάλι. Ἔσπασε τό σανίδι καί ἀπό τότε μερικοί θεωροῦσαν ὅτι κάτι ἔπαθε. Αὐτά τά δύο γεγονότα σφράγισαν τήν ζωή του καί συχνά ἔλεγε: «Γιά ἕνα ὄνομα ἔχασα τήν καλογερική» καί «ἡ εἰκόνα ἔσπασε, τό κεφάλι δέν ἔσπασε», καί τά ἐπαναλάμβανε συχνά. Ποιός ξέρει τόν πόνο τῆς ψυχῆς του καί τόν θρῆνο του γιά τά ἀνωτέρω συμβάντα;