Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Ο γε­ρω Ἰάκωβος Ἁ­γι­αν­να­νί­της, ὁ κοι­νῶς ἀ­πο­κα­λο­ύ­με­νος «Ἰ­α­κω­βά­κης», κα­ταγόταν ἀ­πό τά Βρύ­ου­λα τῆς Μ. Ἀ­σί­ας. Πῆ­γε γιά μο­να­χός στήν κα­λύ­βη τοῦ πα­πα Σάββα τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ, στόν γέ­ρον­τα Ὀ­νο­ύ­φριο. Λένε ὅτι ἐρ­χό­ταν σέ δι­α­πλη­κτι­σμο­ύς μέ τόν Γέ­ροντά του, για­τί ἤ­θε­λε νά κά­νη 2.000 με­τά­νοι­ες καί δέν τόν ἄ­φη­νε. Με­τά ἀ­πό και­ρό ἀ­πε­φά­σι­σε ὁ γε­ρω Ὀ­νο­ύ­φριος νά κά­νη τήν κου­ρά του. Ἐ­νῶ εἶ­χαν γί­νει οἱ ἑ­τοι­μα­σί­ες καί ἦρ­θαν οἱ πα­τέ­ρες, ὁ Γέ­ρον­τας συ­ζη­τών­τας μέ τόν δό­κι­μο γιά τό ὄ­νο­μα δι­ε­φώ­νη­σαν. Ὁ δό­κι­μος ἤ­θε­λε νά τόν ὀ­νο­μά­ση Ἀ­να­στά­σιο, ἐ­νῶ ὁ Γέροντας ἤ­θε­λε νά τοῦ δώ­ση ἄλ­λο ὄ­νο­μα. Δέν συμ­φώ­νη­σαν, μα­ται­ώ­θη­κε ἡ κου­ρά καί ὁ δό­κι­μος ἔ­φυ­γε.Ὁ δό­κι­μος πῆ­γε στήν Ἁ­γί­α Ἄν­να στήν Κα­λύ­βη Γεν­νή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ στόν γέ­ρον­τα Ἰ­ω­σήφ, τόν  ψάλ­τη ἀ­πό τήν Μυ­τι­λή­νη. Ἐ­κεῖ ἔ­γι­νε ρα­σο­ευ­χή καί πῆ­ρε τό ὄ­νο­μα Ἰάκωβος. Οἱ πα­τέ­ρες τῆς συ­νο­δε­ί­ας ἦ­ταν ἁ­γι­ο­γρά­φοι καί ὁ π. Ἰάκωβος ἔ­μα­θε καί αὐ­τός. Κάποτε δι­α­πλη­κτί­σθη­κε μέ ἕ­ναν πα­ρά­δελφό του καί ἐ­κεῖ­νος χτύ­πη­σε τόν π. Ἰάκωβο μέ ἕ­να σα­νί­δω­μα εἰ­κό­νος στό κε­φά­λι. Ἔ­σπα­σε τό σα­νί­δι καί ἀ­πό τό­τε μερικοί θεωροῦσαν ὅ­τι κάτι ἔ­πα­θε. Αὐ­τά τά δύ­ο γε­γο­νό­τα σφρά­γι­σαν τήν ζωή του καί συ­χνά ἔ­λε­γε: «Γιά ἕ­να ὄ­νο­μα ἔ­χα­σα τήν κα­λο­γε­ρι­κή» καί «ἡ εἰ­κό­να ἔ­σπα­σε, τό κε­φά­λι δέν ἔ­σπα­σε», καί τά ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε συ­χνά. Ποι­ός ξέ­ρει τόν πό­νο τῆς ψυ­χῆς του καί τόν θρῆ­νο του γιά τά ἀ­νω­τέ­ρω συμ­βάν­τα;

     Πάντως εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι ἔ­ζη­σε μία ζωή πο­λύ σκλη­ρή, ἀ­πα­ρά­κλη­τη, καί ὑ­πέ­μει­νε τό κρύ­ο καί τήν πεῖ­να, χω­ρίς νά φρον­τί­ζη κα­θό­λου τόν ἑ­αυ­τό του. Γυρ­νοῦ­σε ἀ­νυ­πό­δη­τος, κρα­τοῦ­σε τά πα­πο­ύ­τσια του  πα­ρα­μά­σχα­λα καί ἔ­λε­γε ὅ­τι δέν τά φο­ρᾶ, γιά νά μήν τά χα­λά­ση. Τό ἔ­τος 1981, πα­ρα­μο­νή τῶν Εἰ­σο­δί­ων, δύ­ο πα­τέ­ρες συ­νάν­τη­σαν τόν γε­ρω Ἰ­ά­κω­βο ξυ­πό­λυ­το στόν δρό­μο ἀ­πό Λαύ­ρα πρός Κε­ρα­σιά. Χει­μῶ­να και­ρό, χω­ρίς πα­πού­τσια πά­νω στά βρά­χια καί νά μήν ἀρ­ρω­σταί­νη! Ἦ­ταν πει­να­σμέ­νος, κου­ρα­σμέ­νος καί προ­σποι­οῦν­ταν τόν σα­λό. Δέν δέ­χτη­κε νά πά­ρη τί­πο­τε ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ πρό­σφε­ραν.

Μία φο­ρά οἱ πα­τέ­ρες τόν ἔ­πλυ­ναν καί τοῦ φό­ρε­σαν και­νο­ύρ­για ροῦ­χα. Αὐ­τός γύ­ρι­σε καί ζη­τοῦ­σε νά τοῦ δώ­σουν τά κου­ρέ­λια του.

     Ἦ­ταν συ­νή­θως ξε­σκο­ύ­φω­τος, μέ ἀ­να­κα­τε­μέ­να μαλ­λιά. Εἶ­χε ἕ­να ἀ­πλα­νές βλέμ­μα. Δέν τόν ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε ἄν κα­νε­ίς τόν πα­ρα­τη­ροῦ­σε, καί ὅ­ταν τοῦ μι­λοῦ­σαν, δέν ἀ­πο­κρινό­ταν.

     Κάποτε στήν πα­νή­γυ­ρη τῆς Ἁ­γί­ας Ἄν­νης πῆ­ρε τήν με­ρί­δα του ἀ­πό τήν τρά­πε­ζα, πῆ­γε στήν αὐ­λή τοῦ Κυ­ρια­κοῦ, ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­σε τό πι­ά­το στίς πλά­κες καί ἔ­τρω­γε ἀ­πό κά­τω, ὅ­πως τά ζῶ­α. Τό ἴ­διο ἔ­κα­νε καί ἄλ­λες φο­ρές.

     Πήγαινε στο­ύς πα­τέ­ρες στά Κελ­λιά ξυ­λα­ρά­κια γιά τήν φω­τιά καί τοῦ ἔ­δι­ναν δι­ά­φο­ρα πράγ­μα­τα φα­γώ­σι­μα. Πολ­λές φο­ρές τό μα­γει­ρευ­μέ­νο φα­γη­τό τό ἄ­δεια­ζε στόν κόρ­φο του μέ­σα στό ζω­στι­κό καί, ὅ­πως κοι­μό­ταν σ᾿ ἕ­να ὑ­πό­γει­ο, πή­γαι­ναν τά πον­τί­κια καί ἔ­τρω­γαν τό φα­γη­τό ἀ­πό τό στῆ­θος του. Δέν εἶ­χε μό­νι­μη κα­τοι­κί­α. Κοι­μό­ταν πό­τε σ᾿ ἕ­να σπί­τι πό­τε σ᾿ ἄλ­λο, σέ ὑ­πό­γεια, σέ ἀ­πο­θῆ­κες, στό λα­δα­ριό τῆς Νέας Σκή­της, στό Κοι­μη­τή­ρι μέ­σα στά ὀ­στᾶ καί ἔ­ξω στήν ὕ­παι­θρο. Κάποτε κοι­μό­ταν μέ­σα σ᾿ ἕ­να αὐ­λά­κι. Ὅ­ταν οἱ πα­τέ­ρες ἄ­νοι­ξαν τό νε­ρό γιά νά πο­τί­σουν, βράχη­κε ὁ γε­ρω Ἰάκωβος καί πε­τά­χτη­κε ὄρ­θιος.

     Ἐν­τύ­πω­ση προ­ξε­νοῦ­σε πῶς σέ πε­ρί­ο­δο χει­μῶ­να, μέ πο­λύ κρύ­ο καί χι­ό­νια, κοι­μό­ταν ἔ­ξω, ἐ­κεῖ πού ἔ­βα­ζαν τά ξύ­λα οἱ πα­τέ­ρες. Τόν εἶ­χαν δεῖ νά κοι­μᾶ­ται ἔ­ξω, νά τόν ἔ­χη σκε­πά­σει τό χι­ό­νι, ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος ρο­χά­λι­ζε. Ἄλ­λη φο­ρά τόν εἶ­δαν τόν Φε­βρου­ά­ριο νά κο­λυμ­πά­η σέ μία στέρ­να. Καί ἄλ­λες φο­ρές χει­μῶ­να και­ρό ἐρ­χό­ταν κο­λυμ­πών­τας ἀ­πό τόν Ἀρ­σα­νά τῶν Κα­ρου­λί­ων μέ­χρι τήν Ἁ­γί­α Ἄν­να.

     Ἀρκετοί πα­τέ­ρες τόν συμπονοῦσαν καί τόν βο­η­θοῦ­σαν ὅταν πή­γαι­νε στό Κελ­λί τους∙ εἰ­δι­κά ὁ π. Γε­ρά­σι­μος ὁ ὑ­μνο­γρά­φος. Τίς σα­λό­τη­τες πού ἔ­κα­νε δέν τίς θε­ω­ροῦ­σαν διά Χριστόν, ἀλ­λά σάν ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀπό τό χτύ­πη­μα στό κε­φά­λι καί τό ἄ­τυ­χο ξε­κί­νη­μα τῆς μο­να­χι­κῆς του ζω­ῆς. Τόν ἀν­τι­με­τώ­πι­ζαν μέ συμ­πά­θεια, ἀλ­λά ὄ­χι ὡς διά Χρι­στόν σα­λό. Μάλιστα τόν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν σάν πα­ρά­δειγ­μα στο­ύς νέ­ους μο­να­χο­ύς γιά τό τί κα­κό μπο­ρεῖ νά πά­θη κα­νε­ίς, ὅ­ταν ξε­κι­νή­ση μέ θέ­λη­μα καί ἀ­νυ­πα­κοή.

     Παρά ταῦτα ὅ­μως ὁ γε­ρω Ἰάκωβος πολλές φο­ρές ἔ­λε­γε σέ κά­ποι­ους πα­τέ­ρες κά­ποι­α ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κά, πού εἶ­χαν σχέ­ση μέ τήν ζωή τους, ἤ κά­τι πού ἐ­πρό­κει­το νά κά­νουν∙ ἤ ἄλλοτε ἐ­πλη­ρο­φο­ρεῖ­το γιά ὁρι­σμέ­να πράγ­μα­τα στήν προ­σευ­χή του καί πή­γαι­νε καί τά ἔ­λε­γε στούς πα­τέ­ρες, μέ τρό­πο πού δέν τά κα­τα­λά­βαι­ναν ἀ­μέ­σως.

Κάποτε ὁ π. Θε­ο­δό­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της μέ κά­ποι­ον ἄλ­λον μο­να­χό πή­γαι­ναν στή Νέα Σκή­τη.  Στόν δρό­μο συ­νάν­τη­σαν τόν «Ἰ­α­κω­βά­κη» καί το­ύς εἶ­πε γιά ποιό θέ­μα πᾶ­νε στή Νέα Σκή­τη.

Στό τέ­λος μιᾶς Λει­τουρ­γί­ας λέ­ει ὁ π. Ἰάκωβος σέ ἕ­ναν πα­πᾶ: «Μι­λᾶς στήν Λει­τουρ­γί­α. Εἶ­σαι καί πα­πᾶς». Ἐ­κεῖ­νος τά ἔ­χα­σε, για­τί ὁ π. Ἰάκωβος δέν τόν εἶχε δῆ, οὔ­τε τόν εἶχε ἀ­κού­σει.       

Κά­ποι­οι προ­σκυ­νη­τές ἐπρόκειτο νά τα­ξι­δεύ­σουν τό μο­τό­ρι τήν ἄλ­λη μέ­ρα καί δι­ε­ρω­τῶντο ἄν θά κά­νει κα­λό και­ρό. Ὁ γε­ρω Ἰ­ά­κω­βος πῆγε κον­τά τους καί ἐ­πα­νε­λάμ­βα­νε συ­νε­χῶς: «Θά κά­νει κα­λό και­ρό». Καί πράγ­μα­τι ἔ­κα­νε τήν ἄλ­λη μέ­ρα κα­λο­και­ρί­α.

Ἄλ­λη φο­ρά ἀ­νέ­βαι­ναν κά­ποι­οι πα­τέ­ρες πρός τό Κυ­ρια­κό. Ὁ Δι­καῖ­ος λέ­γει: «Ποι­ός ξέ­ρει ποι­οί νά εἶ­ναι αὐ­τοί», καί ὁ γε­ρω Ἰ­ά­κω­βος ἐ­πα­να­λάμβα­νε:  «Πά­λι Σι­μω­νο­πε­τρί­τες…». Καί ὄν­τως ἦ­ταν ἀ­πό τήν Σι­μω­νό­πε­τρα.

Δύ­ο πα­τέ­ρες πού ἔ­με­ναν στό ἴ­διο Κα­λύ­βι, ἀ­πό φθό­νο καί συ­νέρ­γεια τοῦ πο­νη­ροῦ, εἶ­χαν με­τα­ξύ τους λο­γο­φέ­ρει καί ἦ­ταν λί­γο πα­ρε­ξη­γη­μέ­νοι. Ὁ  γε­ρω Ἰ­ά­κω­βος πῆ­γε πρωΐ πρωΐ, χτύ­πη­σε τήν πόρ­τα τους καί, ὅ­ταν ἄ­νοι­ξαν, αὐ­τός ἔ­φυ­γε ἐ­πα­ναλαμβά­νον­τας: «Εἰ­ρη­νεύ­ε­τε…».

Σέ ἄλ­λους πα­τέ­ρες, πού κά­ποι­α μέ­ρα τό εἶ­χαν ρί­ξει λί­γο στήν μα­γει­ρι­κή, χτύ­πη­σε τήν πόρ­τα λέ­γον­τας συ­νε­χῶς: «Τέ­τοι­α κα­λο­γε­ρι­κή τήν κά­νω καί ἐ­γώ».

Κά­ποι­ον μο­να­χό πού εἶ­χε φύ­γει ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι του, τόν συ­νάν­τη­σε στόν δρό­μο τῆς Σκή­της. Χω­ρίς βέ­βαι­α νά τόν γνω­ρί­ζη καί χω­ρίς νά ξέ­ρη τήν φυ­γή του ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι, τοῦ εἶ­πε: «Ὁ ἐ­γω­ϊ­σμός». Δη­λα­δή, αὐ­τός φταί­ει πού ἔ­φυ­γες.

Ἔ­κα­νε καί ἄλ­λες σα­λό­τη­τες ὁ γε­ρω Ἰ­ά­κω­βος. Μά­ζευ­ε τίς κο­πρι­ές τῶν ζώων ἀ­πό τόν δρό­μο στήν πο­διά του καί τίς πε­τοῦ­σε στούς κή­πους κάποιων ἡλικιωμένων πατέρων καί ἀσθενῶν. Ἔ­κα­νε τήν κα­λω­σύ­νη του καί ἔ­πει­τα ἔ­κα­νε μί­α σα­λό­τη­τα γιά νά σκε­πά­ση τήν πρά­ξη του.

Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της ἀ­να­φέ­ρει: «Ὁ π. Ἰάκωβος ἐρ­χό­ταν στό Μο­να­στή­ρι, ἀλ­λά δέν φαι­νό­ταν ὅ­τι ἔ­πα­σχε. Ἀ­παν­τοῦ­σε συ­νή­θως πο­λύ λο­γι­κά. Ὅ­ταν ἔ­με­νε τά βρά­δια, δέν κοι­μό­ταν σέ δω­μά­τιο. Κάποτε ἐρ­χό­με­νος πέ­ρα­σε τό πο­τά­μι καί βρά­χη­κε. Τοῦ ἔ­δω­σα μί­α ἀλ­λα­ξιά  στε­γνά  ροῦ­χα  καί  τά  φό­ρε­σε.  Φε­ύ­γον­τας ὅμως τά ἔ­βγα­λε πρίν ἀ­πό τό πο­τά­μι, τά ἄ­φη­σε ἐ­κεῖ καί φό­ρε­σε τά βρεγ­μέ­να δι­κά του».

     Πήγαινε συ­χνά στόν πα­πα–Παῦ­λο τόν Πνευ­μα­τι­κό, στό Κελ­λί του. Ὅ­ταν ἔ­βλε­πε ἄν­θρω­πο, ἔ­κα­νε σα­λό­τη­τες, ἀλ­λά ὅ­ταν ἦ­ταν μό­νος του μέ τόν πα­πα Παῦ­λο, μι­λοῦ­σε κα­νο­νι­κά. Ρώτησε κά­ποι­ος τόν Πνευ­μα­τι­κό καί ἐ­κεῖ­νος τοῦ εἶ­πε: «Δέν ξέ­ρω, παι­δί μου, δέν ξέ­ρω. Κάνει τόν σα­λό, ἀλ­λά δέν ξέ­ρω». Δέν πε­ί­ρα­ζε καί δέν ζη­μί­ω­νε κα­νέ­ναν. Ἴ­σα ἴ­σα βο­η­θοῦ­σε πα­τέ­ρες νά μα­ζέ­ψουν τίς ἐ­λι­ές, ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή καί νή­στευ­ε ἀ­πό λά­δι Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευή. Στό μο­νο­πά­τι πού βά­δι­ζε μι­λοῦ­σε μό­νος του ἤ ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή.

     Πρός τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του, τό 1981, χτύ­πη­σε, καί τόν πῆ­ρε ὁ γέ­ρον­τας πα­πα Παῦ­λος ὁ Πνευ­μα­τι­κός στό Κελ­λί τους νά τόν γη­ρο­κο­μή­σουν. Ἦ­ταν κα­τά­κοι­τος, τοῦ ἔ­κα­ναν Εὐ­χέ­λαι­ο καί τόν κοι­νώ­νη­σαν. Ἔγινε με­γα­λό­σχη­μος καί ὕστερα ἀπό λίγες μέρες ἐ­κοι­μή­θη στίς 8 Μα­ΐ­ου 1982, τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἀλ­λα­γῆς τοῦ Δι­κα­ί­ου. Με­τά τήν ἐν­θρό­νι­ση τοῦ Δι­κα­ί­ου, γύ­ρι­σε ὁ π. Σε­ρα­φε­ίμ στό Κελ­λί τους καί βρῆ­κε τόν π. Ἰάκωβο νά ἔχη κοιμηθῆ, μέ σταυ­ρω­μέ­να τά χέ­ρια καί ἤ­ρε­μο τό πρό­σω­πό του.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα 

Πηγή