ΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Περί της Συντελείας του κόσμου και περί Αντιχρίστου
και εις την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου
μας
Ευλόγησον Πατερ.
Πως εγώ ο ελάχιστος και αμαρτωλός Εφραίμ, και πλήρης
πλημμελημάτων, θέλω δυνηθή να διηγηθώ τα υπέρ την δύναμίν μου!
Αλλ’ επειδή ο Σωτήρ δια της ευσπλαχνίας του τούς αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξε, και δι’ αυτών τούς απανταχού πιστούς κατεφώτισε, θέλει ενδυναμώσει και ημών την γλώσσαν προς ωφέλειαν και οικοδομήν, και εμού του λέγοντος και πάντων των ακροατών.
Θα λαλήσω δε με οδύνας, και θα είπω με στεναγμούς, περί της συντελείας του κόσμου τούτου, και περί του αναιδεστάτου και φοβερού Δράκοντος, όστις μέλλει να ταράξη πάσαν την υπό τον ουρανόν κτίσιν, και να εμβάλη δειλίαν, και ολιγωρίαν, και δεινήν απιστίαν εις τας καρδίας των ανθρώπων, και να ποιήση τέρατα και σημεία και φόβητρα, ώστε, εάν δυνηθή, να πλανήση και τούς εκλεκτούς, και να απατήση πάντας δια ψευδών σημείων, και δια φανταστικών τεράτων, υπό αυτού γενομένων. Διότι κατά συγχώρησιν του αγίου Θεού λαμβάνει εξουσίαν ν’ απατήση τον κόσμον, διότι επληθύνθη η ασέβεια του κόσμου, και πανταχού διάφορα κακά πράττονται. Και επειδή οι άνθρωποι ηθέλησαν να απομακρυνθώσιν από του Θεού, και ν’ αγαπήσωσι τον Πονηρόν, δια τούτο ο άχραντος Δεσπότης συνεχώρησε να δοκιμασθώσι δια πνεύματος αποπλανήσεως.
Μέγας είναι ο αγών, αδελφοί, μάλιστα δε εις τούς πιστούς, κατά τούς καιρούς εκείνους, όταν γίνωνται σημεία και τέρατα υπ’ αυτού του Δράκοντος εν πολλή εξουσία· όταν πάλιν δεικνύει εαυτόν ως θεόν δια φοβερών φαντασμάτων, και ίπταται εις τον αέρα, και πάντες οι δαίμονες σηκώνονται εις τον αέρα, ως άγγελοι, έμπροσθεν του τυράννου· διότι φωνάζει μετά δυνάμεως, αλλάσσων μορφάς, και εκφοβίζων καθ’ υπερβολήν άπαντας τούς ανθρώπους· τότε, αδελφοί, ποιός θέλει ευρεθή τετειχισμένος, και μένων ασάλευτος, εάν δεν έχη το σημείον εν τη ψυχή του, δηλαδή την αγίαν παρουσίαν του μονογενούς Υιού του Θεού ημών;
Όταν ίδη την απερίγραπτον εκείνην θλίψιν, η οποία γίνεται πανταχού εις πάσαν ψυχήν, η οποία δεν έχει τελείως παραμυθίαν, ούτε πάλιν άνεσιν εν γη και θαλάσση· όταν ίδη ότι συνταράσσεται ο σύμπας κόσμος, και φεύγει έκαστος δια να κρυβή εις τα όρη, και άλλος μεν αποθνήσκει της πείνης, άλλος δε λιώνει ως κερί εν δεινή θλίψει, και ουδείς υπάρχει ο ελεών· όταν ίδη άπαντα τα πρόσωπα δακρύοντα, και μετά πόθου ερωτώντας τούς ανθρώπους, μήπως ακούεται λόγος Θεού επί της γης; και ακούη ουδαμού.