Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αγ. Ιω. Χρυσόστομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αγ. Ιω. Χρυσόστομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου: Ἐκεῖνος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός!

 


Ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ὀνομάστηκε ἄνθρωπος, ὀνομάστηκε υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὀνομάστηκε ὁδός, ὀνομάστηκε θύρα, ὀνομάστηκε πέτρα…

Γιατί ὀνομάστηκε ὁδός; Γιά νά μάθεις ὅτι μέ Αὐτόν ἀνεβαίνουμε στόν Πατέρα.

Γιατί ὀνομάστηκε πέτρα; Γιά νά μάθεις τή χρησιμότητα καί τή σταθερότητα τῆς πίστης!

Γιατί ὀνομάστηκε θεμέλιο; Γιά νά μάθεις ὅτι ὅλα τά βαστάζει!

Γιατί ὀνομάστηκε ρίζα; Γιά νά μάθεις ὅτι ἀνθίζουμε μέσα σέ Αὐτόν.

Γιατί ὀνομάστηκε βοσκός; Ἐπειδή μᾶς ποιμαίνει.

Γιατί ὀνομάστηκε πρόβατο; Ἐπειδή γιά χάρη μας θυσιάστηκε καί ἔγινε ἐξιλαστήριο θύμα.

Γιατί ὀνομάστηκε ζωή; Ἐπειδή μᾶς ἀνέστησε, ἐνῶ ἤμασταν νεκροί.

Το μήνυμα του αγ. Χρυσοστόμου σε όσους στην ασθένεια ενός ανθρώπου βλέπουν κακόβουλα και αδιάκριτα την τιμωρία του Θεού

         

ολλοί από τους ανθρώπους όταν δουν κάποιους, που είναι αρεστοί στον Θεό, να πάσχουν από κάποιο κακό(όπως για παράδειγμα να έχουν αρρωστήσει ή να πάσχουν από φτώχεια ή από κάποιο άλλο παρόμοιο) σκανδαλίζονται, μη γνωρίζοντας ότι γνώρισμα των κατεξοχήν φίλων του Θεού είναι το να πάσχουν από αυτά· και ο Λάζαρος λοιπόν ήταν ένας από τους φίλους του Χριστού και ήταν ασθενής. Αυτό λοιπόν έλεγαν και εκείνοι που στάλθηκαν: «Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ (:Κύριε, να, ο φίλος Σου που τόσο πολύ αγαπάς είναι άρρωστος)... :ο Ιησούς μάλιστα αγαπούσε τη Μάρθα και την αδελφή της, καθώς και τον Λάζαρο. Και δεν έφυγε βέβαια αμέσως για να επισκεφθεί  και να θεραπεύσει τον Λάζαρο˙ αυτό όμως δεν το έκανε από αδιαφορία, αλλά διότι απέβλεπε στη φανέρωση της δόξας και της δυνάμεως του Θεού)»; Για να μην αγανακτούμε ποτέ, ούτε να δυσανασχετούμε, εάν κάποια ασθένεια συμβεί στους σπουδαίους άνδρες και φίλους του Θεού».

Πηγή

Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος περί βλασφημίας

 

        

«ράπισον αυτού την όψιν, σύντριψον το στόμα,
αγίασον σου την χείρα δια της πληγής…»

    Μέγας θησαυρός είναι η Ευχαριστία, μέγας πλούτος, ακατάβλητον αγαθόν, ισχυρόν όπλον όπως ακριβώς η βλασφη­μία η οποία επιτείνει την ζημίαν και μας κάνει να χάσωμεν περισσότερα των όσων εχάσαμεν.

Έχασες χρήματα; Αν μεν ευχαριστήσης τον Θεόν, ωφέλησες την ψυχήν σου και απέκτησες μεγαλύτερον πλούτον επειδή προσείλκυσες την  αγάπην του Θεού· αν όμως βλασφημήσης εκτός από εκείνα που έχασες, έχεις χάσει και την ιδικήν σου σωτηρίαν και ούτε εκείνα ανακτάς και την ψυχήν σου καταστρέφεις.

Επειδή τώρα σάς ωμίλησα περί βλασφημίας, θέλω να ζητήσω από όλους σας μίαν χάριν αντί της διαλέξεως και της ομιλίας ταύτης, και αυτή είναι να σωφρονήσετε, προς χάριν μου, τους ανθρώπους που βλασφημούν εις την πόλιν.

Τί έκανε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και τι δεν κάνουν οι σημερινοί ιεράρχες.

Τι έκανε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και τι δεν κάνουν οι σημερινοί ιεράρχες

του μακαριστού Νικολάου Σωτηρόπουλου

Το έτος 2007 ονομάστηκε έτος Άγ.Ιωάννου του Χρυσοστόμου, διότι με αυτό συμπληρώθηκαν 1600 έτη από τη μαρτυρική κοίμηση του μεγα­λυτέρου Πατρός και οικουμενικού δι­δασκάλου της Εκκλησίας μας. Επί τη έπετείω αυτή διοργανώθηκαν πολλές εκδηλώσεις, εκφωνήθηκαν πολλές ομιλίες και πλέχτηκαν για τον άγιο πολλά εγκώμια. Το κυριότερο όμως πράγμα δεν έγινε. Ποίο είναι αυτό; Ή μίμησις του αγίου και μάλιστα από τούς σημερινούς διαδό­χους του, τους επι­σκόπους. «Τιμή αγίου, μιμήσις αγίου» μάς λέγουν στα κηρύγμα­τα τους, δίχως όμως να είναι διατεθειμένοι νά εφαρμόσουν αυτοί πρώτοι αυτό πού κηρύττουν. “Ας αναφέρομε μερικά παραδείγμα­τα:

Ό I. Χρυσόστομος ήλεγξε σφό­δρα τούς σκληρούς και άσπλαχνους πλουσίους. Πόσοι επίσκοποι ελέγ­χουν σήμερα τούς πλουσίους; Οι πε­ρισσότεροι επιδιώκουν τη γνωριμία μαζί τους, διότι, ως πλούσιοι, είναι ισχυροί, και οι επίσκοποι μας θέλουν νά «τα έχουν καλά» με τούς ισχυρούς τής γης.

Ό Ί. Χρυσόστομος έκανε πολλά θαύματα, ένα μάλιστα απ’ αυτά την ήμερα τής ένθρονίσεώς του, όταν θε­ράπευσε ένα δαιμονισμένο, πού κυ­λιόταν και άφριζε τη στιγμή τής ενθρονίσεως! Το θαύμα αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στο λαό. Πόσοι επί­σκοποι σήμερα μπορούν νά συνδέ­σουν και νά σφραγίσουν τη χειροτο­νία ή ένθρόνισή τους μ’ ένα θαύμα; Δημοσίως, ενώπιον του λαού, εξόρκισε το δαιμόνιο ο άγιος. Δυστυχώς στις ήμερες μας «δε­σπότης» Αθηναϊκού προαστίου απαγόρευ­σε τούς δημοσίους εξορκισμούς και ανάγ­κασε σέ παραιτήσει πα­σίγνωστο χαρισματούχο ιερομόναχο εξορ­κιστή, τής Ί. Συνόδου έπικροτούσης τον θρίαμβο αυτό του Σα­τανά!

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για τις αιρέσεις και τα σχίσματα

 

ioannis xrisostomos 1

Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.


Εἰσαγωγή ἐκσυγχρονιστική

Πρίν ἀπό μερικές ἡμέρες ἐκυκλοφορήθη στό Διαδίκτυο μικρό ἄρθρο μας μέ τίτλο «Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος γιά τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα», τό ὁποῖο ἀνέγνωσαν ἑκατοντάδες χιλιάδων ἀναγνωστῶν, πρᾶγμα πού δείχνει ὅτι τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, σέ ἀντίθεση μέ τήν πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων, ἀγωνιᾶ καί ἀνησυχεῖ γιά τήν ἀντορθόδοξη, ἀντιπατερική καί ἀντισυνοδική πορεία τῶν ἡγετῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Διεφύλαξαν μέχρι τώρα τήν Ἐκκλησία οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὁμολογητές, οἱ Ὅσιοι, οἱ Πατέρες καί Διδάσκαλοι ἀπρόσβλητη καί καθαρή ἀπό τίς ἐπιβουλές ποικίλων ἐχθρῶν, ἐξωτερικῶν καί ἐσωτερικῶν, παρακινούμενων πάντοτε ἀπό τόν ἐπαναστατήσαντα κατά τοῦ Θεοῦ καί πρῶτο σχισματικό καί αἱρετικό, τόν Διάβολο.

Ἐπί δύο χιλιάδες χρόνια ἡ Ἐκκλησία «πολεμουμένη νικᾶ» καί καταισχύνει τούς ἐχθρούς, καί ἔτσι θά συμβαίνει πάντοτε, διότι κατά τήν ἀψευδῆ καί ἀσφαλέστατη μρτυρία τοῦ Θεανθρώπου ἱδρυτῆ της «καί πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς», κατά δέ τόν χρυσορρήμονα Ἅγιο Πατέρα, ἄν πολεμεῖς μέ ἄνθρωπο ἤ θά νικήσεις ἤ θά νικηθεῖς, ἄν ὅμως πολεμεῖς τήν Ἐκκλησία, εἶναι ἀδύνατο νά νικήσεις, διότι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεός, καί τόν Θεό εἶναι ἀδύνατο νά τόν νικήσει ὁ ἄνθρωπος.

Παρά ταῦτα οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ, μολονότι γνωρίζουν τήν ἀδυναμία τους ἀπέναντι στόν παντοδύναμο Θεό, δέν σταματοῦν τίς προσπάθειες τους νά ἀπομακρύνουν τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν Ἐκκλησία καί νά δυσχεράνουν τήν σωτηρία τους, ἀμετανόητες γιά τήν ἀποστασία καί τήν ἀνταρσία τους, γιά τό αἰώνιο σχίσμα τους, στό ὁποῖο δυστυχῶς ἔχουν συνεργούς καί συμμάχους πολλούς ἐκ τῶν ἐπισκόπων καί τῶν λοιπῶν κληρικῶν.

Στήν πρόσφατη ἐκκλησιαστική ἱστορία ἐπισυμβαίνουν γεγονότα καταστροφικά, τά ὁποῖα ὁδηγοῦν πολλούς Χριστιανούς στήν ἀγκαλιά τῶν αἱρέσεων καί τῶν σχισμάτων, χωρίς νά ὑπάρχει ἐκ μέρους τῶν ποιμένων ἀντίδραση καί ἀντίσταση γιά τούς λύκους πού κατασπαράσσουν τά πρόβατα. Ἀντίθετα, πολλοί ποιμένες μετασχηματίζονται σέ προβατόσχημους λύκους καί συμμετέχουν στήν πνευματική θανάτωση τῶν λογικῶν προβάτων.

Εἶχε προειδοποιήσει γι᾽ αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τούς κληρικούς τῆς Ἐφέσου, ὅταν τούς συγκέντρωσε στήν Μίλητο, γιά νά τούς δώσει τίς τελευταῖες ὁδηγίες: «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς, μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν».

Ο άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος φανέρωσε στον άγ. Γρηγόριο Παλαμά την ημέρα της κοιμήσεώς του!

Οι άγιοι Ιωάννης Χρυσόστομος (αριστερά) και Γρηγόριος Παλαμάς.

(Διασκευή, επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Επειδή ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς έπρεπε και αυτός να πληρώσει το κοινό χρέος, ασθένησε και έπεσε στο κρεβάτι. Και τότε, ενώ δίδασκε όσους ευρίσκονταν εκεί κοντά του, τους προείπε και το τέλος του, φανερώνοντας ρητώς την συγκεκριμένη ημέρα.

Διότι, είπε προς τους φίλους του, ότι θα έλθει το τέλος του ύστερα από από την γιορτή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, δηλαδή στις 14 Νοεμβρίου.

Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος παρουσιάστηκε στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά σε όραμα και τον καλούσε ως ομότροπό του και αγαπητό και συγκάτοικο.

Όταν ο Αρχιερέας του Θεού έπνεε τα λοίσθια και βάδιζε με μεγάλη προσοχή προς τα ουράνια, έλεγε και επαναλάμβανε κάτι με αδύνατη φωνή. Και αυτοί οι οποίοι βρίσκονταν εκεί προσήλωσαν την προσοχή τους για να ακούσουν τι λέει.

Και τότε τον άκουσαν να λέγει τα εξής ιερά λόγια: «Τα επουράνια εις τα επουράνια»!

Αυτό έλεγε ακατάπαυστα μέχρις ότου η θεία και η υπερουράνιος Χάρις που κατοικούσε στην ουράνιο εκείνη ψυχή, διαχώρησε αυτή από το ομότροπο αυτής σώμα στις 14 Νοεμβρίου του έτους 1359.

Ο θαυμάσιος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Παλαμάς έζησε 63 χρόνια, από τα οποία τα 12 χρόνια και έξι μήνες ποίμανε αρχιερατικώς την Εκκλησία του Θεού.

Διασκευή από τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμος 13ος, Τριώδιον.

Πηγή

π. Αθανάσιος Μυτιληναίος : Μνήμη αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

                                         


Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ:

       α) Η απόδοση τιμής προς τον Χρυσορρήμονα Πατέρα της Εκκλησίας μας

β)Ερμηνεία της προτάσεως της Θείας Λειτουργίας του Ιερού Χρυσοστόμου: «Μετ φόβου Θεο, πίστεως κα γάπης προσέλθετε»

[εκφωνήθηκε στις 13-11-2000]       

    Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας τιμά και γιορτάζει τη μνήμη του μεγάλου διδασκάλου της, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ό,τι να πει κανείς ή να εγκωμιάσει, πάντα θα έμενε φτωχό μπροστά σε μία τόσο μεγάλη μορφή του λόγου της εκκλησιαστικής διακονίας και της αγιότητος που ήτο ο Ιερός Χρυσόστομος. Αλλ΄έστω και ελλιπώς, κάτι θα μπορούσαμε να πούμε.

    Η Εκκλησία μας τον χαρακτηρίζει με πολλά επίθετα, τα οποία και σας απαριθμώ:  «χρυσήλατον σάλπιγγα» -δηλαδή μία σάλπιγγα χρυσή-, «θεπνευστον ργανον»,  «δογμτων πλαγος νεξντλητον», «κκλησας  στριγμα», «νον ορνιον», «σοφας βυθν», «κρατρα πάγχρυσον», «στρα δυτον», «μετανοίας κήρυκα», «πιστν πογραμμόν», «μαρτρων φμιλλον», «γγλων σοστσιον», «νδιατημα Γραφν», και, τέλος, «Χρυσόστομον». Έτσι βλέπομε ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αγαπητοί μου, στάθηκε μια πάρα πολύ μεγάλη μορφή.

   Ο άγιος Ιωάννης εγεννήθη στη Μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας το 354 από γονείς επισήμους. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού, που όμως ενωρίτατα απέθανεν και άφησε τον μικρόν Ιωάννην, ορφανόν, στη φροντίδα της μητέρας του, Ανθούσης, που ήταν τότε μόλις είκοσι ετών, η μητέρα του, είκοσι ετών…Και οι δύο οι γονείς του ήσαν Χριστιανοί. Μεγάλη όμως φροντίδα μορφώσεως ανέλαβε η μητέρα του. Σε ηλικία 18 ετών ο Ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος Ιωάννης ελέγετο, το «Χρυσόστομος» είναι επίθετο όπως ήδη σας είπα, εγκατέλειψε τις ρητορικές του σπουδές - δηλαδή θα λέγαμε ό,τι ακριβώς θα σπούδαζε κανείς για δικηγόρος- και άρχισε την παρακολούθηση θεολογικών μαθημάτων, όπου και εβαπτίσθη. Τότε εβαπτίζοντο σε μεγάλην ηλικίαν.

    Μετά από τρία χρόνια, κατέφυγε στην έρημο όπου έμεινε σε υποταγή γέροντος τέσσερα χρόνια, αλλά άλλα δύο χρόνια έμεινε μόνος του σε σπήλαιον ασκούμενος- γι΄αυτό και η υγεία του ήτο πάρα πάρα πολύ ευαίσθητη. Αφού επέστρεψε στην Αντιόχεια, εχειροτονήθη διάκονος και ύστερα από πέντε χρόνια εχειροτονήθη πρεσβύτερος. Τώρα η δράσις του στην Αντιόχεια είναι πολύ μεγάλη. Είναι άοκνος· δεν τεμπελιάζει σε τίποτα. Θέλει τα πάντα να προσφέρει. Εκτός βέβαια το φιλανθρωπικό έργο και το ποιμαντικό, εκήρυττε διαρκώς. Διαρκώς- διαρκώς. Ομίλει κάθε Κυριακή και κάθε Παρασκευή, αλλά και σε περιόδους όπως οι Σαρακοστές, η Διακαινήσιμος κλπ., ομίλει κάθε μέρα. Έστω και αν υποτεθεί- λέγεται  μάλιστα ένα περιστατικό ότι κάποτε ένας άνθρωπος μόνο ήταν και του έκανε κήρυγμα ο άγιος Ιωάννης. Και έτσι διαρκώς ομίλει, ευκαίρως-ακαίρως.

Η συνεχής υπενθύμιση των διωγμών που υπέστησαν οι Άγιοι, μας βοηθούν να κρατήσουμε και σήμερα την πίστη ζωντανή

«Ἐξορίζοντας τὸν ἀληθῆ ποιμένα της, μαζί του καὶ αὐτὸν τὸν Χριστό, φεῦ ἐξόρισες καὶ παρέδωσες τὸ ποίμνιό του σὲ μισθωτοὺς καὶ ὄχι ἀληθεῖς ποιμένες» (Ἅγ. Ἰννοκέντιος στὸν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο γιὰ τὴν ἐξορία τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου).

 


Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ἡ σημασία τους γιὰ τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση


τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου


Πολλὲς φορὲς διαβάζουμε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων περιορίζοντας τὴν ὠφέλειά τους στὴν πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ τέρψη, μὴ λαμβάνοντας ὅμως ὑπόψη τὴν διαχρονικότητα τῶν διδαχῶν καὶ τὴν ἐπικαιρότητα τῶν μηνυμάτων ποὺ ἀποκομμοῦμε ἀπὸ τοὺς βίους αὐτούς. Κοιτᾶμε δηλαδὴ μὲ θαυμασμό, τί γινόταν στὴν ἐποχὴ τῶν Ἁγίων καὶ ποιές ἦταν ἡ στάση καὶ οἱ πράξεις τους (καὶ τῶν ἰδίων ἀλλὰ καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν καθὼς καὶ τῶν πιστῶν) στὴν ἑκάστοτη κατάσταση, αὐτὰ ὅμως ποὺ διαβάζουμε, δὲν τὰ ἐφαρμόζουμε οὔτε ἐπιζητοῦμε νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε στὶς ἀνάλογες σημερινὲς περιστάσεις. Ἔτσι οἱ βίοι τῶν Ἁγίων καταντοῦν λογοτεχνικὰ ἔργα ψυχωφελοῦς ἀναγνώσεως.

Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ εἶχα τὴν εὐλογία νὰ ἀνακαλύψω καὶ νὰ ἀγοράσω ἀπὸ ἕνα παλαιοπωλεῖο τὸν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο ρουμάνο συγγραφέα Βιργὶλ Κων/νο Γεωργίου ποὺ γράφτηκε στὸ Παρίσι τὸ 1957 (C. V. Gheorhiu, «Saint Jean Bouche d’ Or», Librairie Plon, Paris, 1957). Ἡ ἐμπεριστατωμένη ἀναφορὰ τῶν γεγονότων τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ παρουσίασή τους σὲ μία σύγχρονη, λογοτεχνική, ζωντανὴ καὶ ὄχι ξηρὴ γλώσσα, μὲ διάχυτο τὸν θαυμασμὸ γιὰ τὴν βιοτή του, ἀλλὰ καὶ μὲ καυστικὲς ἀναφορὲς σὲ ὅσους τὸν πολέμησαν καὶ καταδίκασαν, κερδίζει ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἀναγνώστη. Αὐτὸ ὅμως ποὺ κάνει γιὰ ἐμᾶς, τοὺς Χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸ βιβλίο ἀκόμα πιὸ ἐνδιαφέρον, εἶναι τὰ συμπεράσματα ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν σύγκριση τῶν γεγονότων καὶ τῶν προσώπων τότε καὶ σήμερα, καὶ ἰδιαίτερα στοὺς ἀκολούθους τομεῖς:

α) Ἡ στάση καὶ ἡ ποιότητα τῶν μοναχῶν τότε καὶ σήμερα

β) Ἡ στάση καὶ ἡ ποιότητα τῶν ἐπισκόπων τότε καὶ σήμερα

γ) Ἡ στάση καὶ ἡ ποιότητα τῶν πιστῶν τότε καὶ σήμερα

δ) Ἡ ἀποτείχιση

Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἀποφάσισα νὰ μεταφράσω καὶ νὰ παρουσιάσω ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο αὐτό, χωρὶς νὰ ἀλλάξω ὅσο εἶναι δυνατόν τὸ ὕφος τοῦ συγγραφέως, καὶ νὰ τὰ συνοδεύσω μὲ τὸν ἀνάλογο σχολιασμό, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσει ὁ καθένας μας νὰ βγάλει τὰ συμπεράσματά του· συμπεράσματα ποὺ θὰ ὁδηγήσουν σὲ μία καλύτερη κατανόηση προσώπων, καταστάσεων καὶ εὐθυνῶν τῆς σημερινῆς ἐποχῆς τῆς ἐπικράτησης τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ στὴν ἀνάλογη ἀντιμετώπισή τους.

Στὴν μετάφραση αὐτὴ δὲν θὰ παραθέσω πηγές, μιᾶς καὶ ὁ συγγραφέας ἀναφέρει στὸ τέλος τοῦ βιβλίου τοῦ ὅλες τὶς πηγές, ποὺ χρησιμοποίησε γιὰ νὰ συγγράψει τὸ βιβλίο. Οἱ τονισμοὶ μὲ ἔντονο χρῶμα καὶ οἱ ὑπογραμμίσεις εἶναι δικές μου.

Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς δράσης τοῦ Ἁγίου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 58):

Ο ιερός Χρυσόστομος με πολλά μηνύματα για την σημερινή βλασφημία ποιμένων και πολιτικών

Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Περί βλασφημίας

 


«Επειδή τώρα σας ωμίλησα περί βλασφημίας, θέλω να ζητήσω από όλους σας μίαν χάριν αντί της διαλέξεως και της ομιλίας ταύτης, και αυτή είναι να σωφρονήσετε, προς χάριν μου, τους ανθρώπους που βλασφημούν εις την πόλιν. Και αν ακούσης κάποιον εις τον δρόμον ή εις το μέσον τής αγοράς να βλασφημή τον Θεόν, πλησίασε, επίπληξέ τον, και αν πρέπει να τον δείρης, μη διστάσης· ράπισέ τον εις το πρόσωπον, σύντριψέ του το στόμα, και αγίασε το χέρι σου δια της πληγής που θα του δώσης, και αν σε καταγγείλουν μερικοί και σε σύρουν εις το δικαστήριον, να τους ακολουθήσης· και αν από το δικαστικόν βήμα σου ζητήση ο δικα­στής ευθύνας να ειπής με θάρρος, ότι εβλασφήμησε τον βα­σιλέα των αγγέλων. Διότι εάν πρέπει να τιμωρούνται αυτοι που βλασφημούν τον επίγειον βασιλέα, πολύ περισσότερον πρέπει να τιμωρούνται εκείνοι που βλασφημούν Εκείνον.

Το έγκλημα τούτο είναι κοινόν και το αδίκημα δημόσιον και δι’ αυτό είναι δικαίωμα καθενός που θέλει να τους τιμωρή· ας μάθουν και οι Ιουδαίοι και οι ειδωλολάτραι ότι οι Χριστιανοί είναι σωτήρες τής πόλεως και κηδεμόνες και προστάται και διδάσκαλοι αυτής, ας μάθουν αυτό και οι ακόλαστοι και διεφθαρμένοι, και ότι πρέπει να φοβούνται τους δούλους τού Θεού, ώστε αν κάποτε θελήσουν να εκστομίσουν τέτοια λόγια, να βλέπη ο ένας τον άλλον παντού και να τρέμουν τας σκιάς, και να αγωνιούν μήπως ο Χριστιανός τούς ακούση και ορμήση εναντίον τους και τους τιμωρήση. Δεν ήκουσες τί έκαμεν ο Ιωάννης; Είδεν άνθρωπον τύραννον να ανατρέπη τους περί γάμου νόμους, και με θάρρος εις το μέσον τής αγοράς είπε· «δεν σου επιτρέπεται να έχης ως σύζυγον την γυναίκα τού αδελφού σου Φιλίππου». Εγώ όμως δεν σε ωδήγησα ενώπιον βασιλέως, ούτε ενώπιον δικαστού, ούτε διά παρανόμους γάμους, ούτε δι’ εξύβρισιν των συνανθρώ­πων σου, αλλά διά υβριστικήν συμπεριφοράν εις τον Δεσπό­την· έχω την αξίωσιν να σωφρονίσης τον συνάνθρωπόν σου.

Η φιλία με Οικουμενιστές διασπά την ενότητα




Ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου στὸ παρακάτω τμῆμα
τοῦ σημερινοῦ Ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος:

Ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε
ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος,
μία πίστις, ἓν βάπτισμα· εἷς Θεὸς Πατὴρ
πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ
ἐν πᾶσιν. Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις
κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.
(Χρυσοστόμου Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, Λόγος ΙΑ΄,
Πατερικαὶ Ἐκδόσεις ”Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς”, τόμ. 20, σελ. 686, ἑξ.).


ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΣΧΟΛΙΑ
___________________________

«Εἴ τις αἱρετικῶν φίλος εἴη, οὐχ ἓν πνεῦμα»
ρμηνεύοντας ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοὺς στίχους τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς τοῦ ἀπ. Παύλου, στρέφει τὸ λόγο πρὸς τὸ τρίπτυχο ἀλήθεια, ἀγάπη, ἑνότητα ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ γράφει:
«Ἀγάπην ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Παῦλος, ὄχι οἱανδήποτε, ἀλλ’ αὐτὴν ἡ ὁποία μᾶς συνενώνει μεταξύ μας ἀδιασπάστως, καὶ μᾶς συνενώνει κατὰ τέτοιον τρόπον καὶ τόσον τέλεια, ὡσὰν νὰ εἴμεθα μέλη πρὸς μέλη. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία κατορθώνει τὰ μεγάλα καλά. Διὰ τοῦτο λέγει, “ἕνα σῶμα”, διὰ νὰ δείξῃ καὶ τὴν συμπάθειαν καὶ τὸ νὰ μὴ ἐπιδιώκομεν ν’ ἁρπάσωμεν τὰ ἀγαθὰ τῶν ἄλλων καὶ τὸ νὰ χαιρώμεθα μαζὶ μὲ αὐτούς, καὶ ὅλα γενικῶς νὰ εἶναι κοινά. Καὶ καλῶς εἶπε, “ἕνα πνεῦμα” διὰ νὰ δείξῃ ὅτι εἰς τὸ ἕνα σῶμα, ἕνα πνεῦμα θὰ ὑπάρχῃ, ἢ ὅτι εἶναι μὲν δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ ἕνα σῶμα, ὄχι ὅμως ἕνα πνεῦμα...»
Καὶ πότε εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκει κανεὶς στὸ ἴδιο σῶμα, ἀλλὰ νὰ μὴ ἔχει τὸ ἴδιο πνεῦμα; Αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ συμβεῖ, λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, καὶ στὴν περίπτωση ποὺ «κάποιος γίνῃ  φίλος  αἱρετικῶν». Μὲ αὐτὴ τὴν διαπίστωση ὁ ἱ. Χρυσόστομος, θίγει τὸ κρισιμότατο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας, τὴν ὅποια σχέση καὶ ἐπαφή μας μὲ τὴν αἵρεση, ἡ ὁποία κομματιάζει τὸ σῶμα τῶν πιστῶν. Ἐπισημαίνει δηλαδή, αὐτὸ ποὺ κατὰ κόρον συμβαίνει σήμερα στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο: τὴν ἄμεση ἢ ἔμμεση –ἀλλὰ συνειδητὴ– φιλία τῶν ὀρθοδόξων μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές, ποὺ διαδίδουν στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἐσχάτη αἵρεση τῆς ἱστορίας, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Καὶ οἱ φίλοι τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐνῶ ἀνήκουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τυπικά, ὅμως δὲν ἀποτελοῦν μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους «ἓν σῶμα», ἀφοῦ διαφοροποιοῦνται ὡς πρὸς τὴν ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ ἔτσι ἀποδέχονται στὴν πράξη τὴν δράση τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν.
Δηλαδή, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ σθεναρῶς ἀντικρούουν τὶς κακόδοξες θέσεις τῶν “ὀρθοδόξων” Οἰκουμενιστῶν (αὐτὸ τὸ κάνουν οἱ λίγοι), ἐνῶ οἱ πολλοὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό· ἀμφότεροι δέ, ἀπὸ τὴν ἄλλη, μνημονεύουν τοὺς ἡγέτες τῶν Οἰκουμενιστῶν (π.χ. τοὺς Πατριάρχες Κων/πόλεως Βαρθολομαῖο, Ἀλεξανδρείας Θεόδωρο, Σερβίας Εἰρηναῖο κ.λπ), ἢ τοὺς ὑποδέχονται μετὰ βαΐων καὶ κλάδων στὶς διάφορες ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα ἐπισκέψεις τους, ἢ συλλειτουργοῦν μαζί τους, καὶ ἀρνοῦνται νὰ καταγγείλουν ὀνομαστικὰ τὶς κακόδοξες πράξεις καὶ λόγους τους.
Ἂς ἐπανέλθουμε στὴν ἑρμηνεία ἀπὸ τὸν Ἅγιο τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος:
«Ὕστερον, ”Καθὼς καὶ μία εἶναι ”, λέγει, ”ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεώς σας”. Ὁ Θεός, λέγει, εἰς τὰ ἴδια σᾶς ἐκάλεσε· τίποτα περισσότερον δὲν ἐμοίρασεν εἰς τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλον· εἰς ὅλους ἐχάρισεν ἀθανάσίαν, εἰς ὅλους ζωὴν αἰώνιον, εἰς ὅλους δόξαν ἀθάνατον, εἰς ὅλους ἀδελφότητα, εἰς ὅλους κληρονομίαν· κοινὴ κεφαλὴ ἔγινεν εἰς ὅλους· ὅλους συνανέστησε καὶ ἐκάθισε μαζί του.
Σεῖς λοιπὸν οἱ ὁποῖοι εἰς τὰ πνευματικὰ ἔχετε τόσην ἰσοτιμίαν, ἀπὸ ποῦ ὁρμώμενοι μεγαλοφρονεῖτε; ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ τάδε εἶναι πλούσιος καὶ ὁ τάδε ἰσχυρός; Καὶ πῶς δὲν θὰ ἦτο αὐτὸ ἀξιογέλαστον; Διότι εἰπέ μου· ἐὰν κάποτε ὁ βασιλεύς, ἀφοῦ ἐλάμβανε δέκα ἀνθρώπους καὶ ἐνέδυε ὅλους μὲ πορφύραν καὶ τοὺς ἐκάθιζεν εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον καὶ ἔδιδε εἰς ὅλους τὴν αὐτὴν τιμήν, ἆρά γε θὰ εἶχε τὴν τόλμην κάποιος ἐξ αὐτῶν νὰ κατηγορήσῃ τὸν ἄλλον ὅτι εἶναι πλουσιώτερος ἢ λαμπρότερος; Καθόλου. Καὶ ἀκόμη δὲν τὰ εἶπα ὅλα· διότι δὲν εἶναι τόση ἡ διαφορὰ εὶς τοὺς οὐρανούς, ὅσον κάτω εἰς τὴν γῆν» [Μὲ τὴν τελευταία πρόταση ἑρμηνεύεται ἡ φράση:  «οὐ γὰρ τοσοῦτον τὸ μέσον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅσον καὶ κάτω διεστήκαμεν». Εἰς τὸ T.L.G. ὅμως, παραδίδεται ἡ ἑξῆς γραφὴ (ὁπότε ἀλλάζει καὶ τὸ νόημα): «Ἐν οὖν τοῖς οὐρανοῖς ἴσοι, καὶ κάτω διεστήκαμεν;»].
»”Ἕνας Κύριος, μία πίστις, ἕνα βάπτισμα... Ἕνας Θεὸς καὶ Πατὴρ ὅλων..., ἀλλ’ εἰς τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς ἐδόθη ἡ χάρις”. Τί λοιπόν; θὰ εἴπῃ κάποιος· ἀπὸ ποῦ εἶναι τότε διάφορα τὰ χαρίσματα; ...Καὶ πρόσεχε τί λέγει. Δὲν εἶπε, “Συμφώνως πρὸς τὴν πίστιν τοῦ καθενός”, διὰ νὰ μὴ ὁδηγήσῃ εἰς μικροψυχίαν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἠξιώθησαν τὰ μεγάλα χαρίσματα. Ἀλλὰ τί λέγει; ”Συμφώνως πρὸς τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ”.  Τὰ κυριώτερα ἀπὸ ὅλα, λέγει, εἶναι κοινὰ εἰς ὅλους, δηλαδὴ τὸ βάπτισμα, ἡ διὰ τῆς πίστεως σωτηρία, τὸ νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν Πατέρα, τὸ νὰ μετέχωμεν ὅλοι εἰς τὸ αὐτὸ Πνεῦμα. Ἐὰν πάλι ὁ τάδε ἔχει κάποιο χάρισμα περισσότερον, μὴ στενοχωρῆσαι, διότι καὶ ὁ κόπος εἶναι εἰς αὐτὸν περισσότερος...
»Διὰ τοῦτο ἐδῶ ἀπὸ τὴν ἰδίαν αἰτίαν παρηγορεῖ τὸν ἀκροατήν. “Πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ καταρτίσουν τοὺς ἁγίους”, λέγει, “διὰ τὸ ἔργον τῆς διακονίας, διὰ τὴν οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ”. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἔλεγεν ἀλλοῦ· ”Ἀλλοίμονόν μου, ἐὰν δὲν κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιον”. Δηλαδή, ἔλαβε τὸ χάρισμα ἀποστολῆς. Ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἀκριβῶς, διὰ τὸ ὅτι ἔλαβε, ἀλλοίμονον· ἐνῷ ἐσὺ ἔχεις ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸν κίνδυνον.
»”Συμφώνως πρὸς τὸ μέτρον”. Τί σημαίνει ”συμφώνως πρὸς τὸ μέτρον”; Δηλαδὴ ὄχι συμφώνως πρὸς τὴν ἰδικήν μας ἀξίαν· διότι δὲν θὰ ἐλάμβανε κανεὶς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔλαβεν, ἀλλ’ ὅλοι ἀπὸ τὴν δωρεάν του ἐλάβομεν. Καὶ διατί ὁ μὲν ἔλαβεν περισσότερον, ὁ δὲ ὀλιγώτερον; Δὲν ἔχει καμμίαν σημασίαν αὐτό, λέγει, ἀλλ’ εἶναι ἀδιάφορον πρᾶγμα· διότι εἰς τὴν οἰκοδομὴν ὁ καθένας συντελεῖ. Καὶ μὲ αὐτὸ δεικνύει ὅτι δὲν ἔλαβεν ἀπὸ τὴν ἰδικὴν του ἀξίαν ὁ μὲν περισσότερον, ὁ δὲ ὀλιγώτερον, ἀλλὰ δι’ ἄλλους λόγους, ὅπως ἀκριβῶς ἔκρινεν ὁ Θεός...
»”Διὰ τοῦτο λέγει· Ὅταν ἀνέβη εἰς τὰ ὕψη... ἔδωκε δῶρα εἰς τοὺς ἀνθρώπους”. Δηλαδή, τί μεγαλοφρονεῖς; ὅλα ἀπὸ τὸν Θεὸν ἔγιναν...
»Ἀλλοῦ ὅμως λέγει ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἔκαμεν αὐτά, λέγων τὰ ἑξῆς· “Εἰς τὸ ὁποῖον ποίμνιον τὸ ἅγιον Πνεῦμα σᾶς ἐτοποθέτησεν ἐπισκόπους, διὰ νὰ ποιμάνετε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ”. Ἐδῶ λέγει ὅτι ὁ Υἱὸς ἔκαμεν αὐτά· ἀλλοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς Πατήρ· ”Καὶ ὁ Θεὸς ἐτοποθέτησεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας”. Εἰς δὲ τὴν πρὸς Κορινθίους λέγει· ”Ἐγὼ ἐφύτευσα, ὁ Ἀπολλὼς ἐπότισεν, ὁ Θεὸς ὅμως ἔδινε τὴν αὔξησιν”. Καὶ πάλιν· ”Ἐκεῖνος ποὺ φυτεύει καὶ ἐκεῖνος ποὺ ποτίζει εἶναι τὸ ἴδιο, ἀλλ’ ὁ καθεὶς θὰ λάβῃ τὸν ἰδικόν του κόπον”.
»Ἔτσι κι ἐδῶ. Τί σημασία λοιπὸν ἔχει ἐὰν ὀλιγώτερον συνεισφέρῃς; Τόσον ἔλαβες...
»”Πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ καταρτίσουν τοὺς ἁγίους, διὰ τὸ ἔργον τῆς διακονίας, διὰ τὴν οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ”. Βλέπεις τὸ ἀξίωμα; Ὁ καθένας οἰκοδομεῖ, ὁ καθένας καταρτίζει, ὁ καθένας ὑπηρετεῖ. ”Μέχρις ὅτου φθάσωμεν”, λέγει, ”ὅλοι εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς πλήρους γνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς τὸ μέτρον τοῦ τελείου ἀναστήματος τοῦ Χριστοῦ”. Τέλειον ἀνάστημα ὀνομάζει ἐδῶ τὴν τελείαν ἐπίγνωσιν. Διότι ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἀνὴρ ἵσταται μὲ σταθερότητα, ἐνῷ οἱ νεαροὶ περιπλανῶνται κατὰ τὸν νοῦν, ἔτσι συμβαίνει καὶ εἰς τοὺς πιστούς. ”Εἰς ἑνότητα”, λέγει, ”τῆς πίστεως”· δηλαδή, μέχρις ὅτου ἀποκτήσωμεν ὅλοι μίαν πίστιν. Διότι αὐτὸ εἶναι ἑνότης πίστεως. ὅταν ὅλοι εἴμεθα ἕνα, ὅταν ὅλοι ἀντιλαμβανώμεθα μὲ τὸν ἴδιον τρόπον τὸν σύνδεσμον· μέχρι τότε πρέπει νὰ ἐργαζώμεθα.
»Ἐὰν ἔλαβες χάρισμα διὰ τοῦτο, διὰ νὰ οἰκοδομῇς ἄλλους, πρόσεχε μήπως καταστρέψῃς τὸν ἑαυτόν σου φθονῶν ἄλλον... Μὴ μοῦ εἴπῃς λοιπὸν διὰ τὴν διαφορὰν τῶν χαρισμάτων, ἀλλὰ διὰ τὸ ὅτι ὅλοι εἶχον ἕνα ἔργον. Ὅταν λοιπὸν ὅλοι πιστεύωμεν ὁμοίως, τότε ὑπάρχει ἑνότης...
»”Ὥστε νὰ μὴ εἴμεθα πλέον”, λέγει, “νήπιοι, κλονιζόμενοι καὶ παρασυρόμενοι ἀπὸ κάθε ἄνεμον τῆς διδασκαλίας, μέσα εἰς τὴν δολιότητα τῶν ἀνθρώπων, μέσα εἰς τὴν πανουργίαν των πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς ὁμαδικῆς παραπλανήσεως”. ”Καὶ παρασυρόμενοι”, λέγει, ”ἀπὸ κάθε ἄνεμον”. Ὡμίλησεν ἐναντίον τῆς μεταβολῆς, διὰ νὰ δείξῃ εἰς ποῖον κίνδυνον εὑρίσκονται αἱ ψυχαὶ αἱ ὁποῖαι διστάζουν... ”Ἀλλά, ὁμολογοῦντες τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀγάπῃ, ἂς αὐξήσωμεν τὰ πάντα εἰς αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ κεφαλή, δηλαδὴ τὸν Χριστόν”».
Εἶναι σαφὴς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὄχι μόνον ἐπίκληση τῆς ἀγάπης, ὅπως κάνουν οἱ Οἰκουμενιστές. Διότι μιὰ ἀγάπη χωρὶς τὴν ΟΜΟΛΟΓΙΑ τῆς Ἀλήθειας, τὴν ὀρθὴ Πίστη, ἀλλὰ καὶ τὶς προϋποθέσεις διδασκαλίας καὶ Ὁμολογίας τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης, δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἑνότητα· καὶ φυσικά, μιὰ τέτοια μορφὴ ἀγάπης, δὲν εἶναι ἀγάπη, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη εἶναι ἀχώριστη τῆς ἀλήθειας, καὶ μόνο ἡ συμπόρευση ἀγάπης καὶ πίστης φέρνει τὴν ἑνότητα.
«Φιλορθόδοξος Ἕνωσις Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος

ΟΜΙΛΙΑ ΙΑʹ. (Κείμενο)

Ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· εἷς Θεὸς Πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν. Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.

αʹ. Ἀγάπην ζητεῖ παρ' ἡμῶν ὁ Παῦλος οὐ τὴν τυχοῦσαν, ἀλλὰ τὴν συγκολλῶσαν ἡμᾶς καὶ ἀδιασπάστως ἔχειν πρὸς ἀλλήλους ποιοῦσαν, καὶ τοσαύτην ἕνωσιν καὶ οὕτως ἀκριβῆ παρεχομένην, ὡσανεὶ μέλη πρὸς μέλη. Αὕτη γάρ ἐστιν ἡ τὰ μεγάλα ἐργαζομένη καλά. Διὰ τοῦτό φησιν· Ἓν σῶμα, καὶ τῇ συμπαθείᾳ, καὶ τῷ μὴ βάλλεσθαι τοῖς ἑτέρων ἀγαθοῖς, καὶ τῷ συγχαίρειν. Καὶ πάντα ὁμοῦ διὰ τούτου δείξας, Καὶ ἓν πνεῦμα, καλῶς εἶπε, δεικνὺς ὅτι ἀπὸ τοῦ ἑνὸς σώματος ἓν πνεῦμα ἔσται, ἢ ὅτι ἔστι μὲν σῶμα εἶναι ἕν, οὐχ ἓν δὲ πνεῦμα· ὡς ἂν εἴ τις καὶ αἱρετικῶν φίλος εἴη· ἢ ἀπὸ τούτου πρὸς ὁμόνοιαν δυσωπεῖ, τοιοῦτό τι λέγων· Οἱ ἓν πνεῦμα λαβόντες, καὶ ἐκ μιᾶς ποτισθέντες πηγῆς, οὐκ ὀφείλετε διχονοεῖν· ἢ πνεῦμα ἐνταῦθα τὴν προθυμίαν φησίν. Εἶτα ἐπάγων, Καθὼς ἐκλήθητε, φησὶν, Ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν. Τουτέστιν, Ὁ Θεὸς ὑμᾶς ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς ἐκάλεσεν· οὐδὲν ἑτέρῳ πλέον ἀπένειμε τοῦ ἑτέρου· πᾶσιν ἀθανασίαν, πᾶσι ζωὴν αἰώνιον, πᾶσι δόξαν ἀθάνατον, πᾶσιν ἀδελφότητα, πᾶσι κληρονομίαν ἐχαρίσατο. Κοινὴ πάντων ἐγένετο κεφαλή, πάντας συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν. Οἱ τοίνυν ἐν τοῖς πνευματικοῖς τοσαύτην ἔχοντες ἰσοτιμίαν, πόθεν μέγα φρονεῖτε; ὅτι ὁ δεῖνα πλούσιος, καὶ ὁ δεῖνα ἰσχυρός; καὶ πῶς οὐκ ἂν εἴη τοῦτο γέλως; Εἰπὲ γάρ μοι, εἰ ὁ βασιλεύς ποτε λαβὼν ὀνόματα δέκα, πάντας ἁλουργίδα ἐνέδυσε, καὶ ἐπὶ τοῦ θρόνου ἐκάθισε τοῦ βασιλικοῦ, καὶ πᾶσιν ἔδωκε τὴν αὐτὴν τιμὴν, ἆρα ἂν τούτων ἐτόλμησέ τις ὀνειδίσαι τὸν ἕτερον, ὡς πλουσιώτερος ὢν, ἢ ὡς λαμπρότερος; Οὐδαμῶς. Καὶ οὔπω τὸ πᾶν εἴρηκα· οὐ γὰρ τοσοῦτον τὸ μέσον. Ἐν οὖν τοῖς οὐρανοῖς ἴσοι, καὶ κάτω διεστήκαμεν; Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα. Ἰδοὺ ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως. Εἷς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν αὐτός. Μὴ γὰρ σοὶ μὲν ὁ μείζων, ἐκείνῳ δὲ ὁ ἐλάττων ἐπεκλήθη; μὴ γὰρ σὺ μὲν ἀπὸ πίστεως, ἐκεῖνος δὲ ἀπὸ ἔργων ἐσώθη; μὴ γὰρ σοὶ μὲν ἀφείθη διὰ τοῦ βαπτίσματος, ἐκείνῳ δὲ οὔ; Ἄπαγε· Εἷς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ὑμῖν. —Ὁ ἐπὶ πάντων, τουτέστιν, ὁ ἐπάνω πάντων· Καὶ διὰ πάντων, τουτέστι, προνοῶν, διοικῶν· Καὶ ἐν πᾶσιν ὑμῖν, τουτέστιν, ὁ ἐν πᾶσιν οἰκῶν. Καίτοι τοῦ Υἱοῦ, τοῦτο εἶναί φησιν· ὥστε εἰ ἐλαττώσεως ἦν, οὐκ ἂν περὶ τοῦ Πατρὸς ἐῤῥήθη. Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις. Τί οὖν, φησὶ, καὶ πόθεν τὰ χαρίσματα διάφορα; Τοῦτο γὰρ ἀεὶ καὶ αὐτοὺς καὶ Κορινθίους καὶ πολλοὺς ἑτέρους, τοὺς μὲν εἰς ἀπόνοιαν, τοὺς δὲ εἰς ἀθυμίαν καὶ φθόνον ἀνῆγε. Διὰ τοῦτο πανταχοῦ τὸ τοῦ σώματος ὑπόδειγμα παραλαμβάνει· διὰ τοῦτο καὶ νῦν τοῦτο τέθεικεν, ἐπειδὴ ἔμελλε διαφόρων χαρισμάτων μνημονεύειν. Ἀκριβέστερον μὲν οὖν αὐτὸ ἐν τῇ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολῇ ἐπεξέρχεται, ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖ μάλιστα τὸ νόσημα τοῦτο ἐτυράννει· νῦν δὲ ἐνταῦθα μόνον ᾐνίξατο· καὶ ὅρα τί φησιν. Οὐκ εἶπε, Κατὰ τὴν ἑκάστου πίστιν, ἵνα μὴ εἰς ἀθυμίαν ἐμβάλῃ ἐκείνους, τοὺς μεγάλων μὴ τετυχηκότας· ἀλλὰ τί; Κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Τὰ πάντων κεφαλαιωδέστερα, φησί, κοινὰ πάντων ἐστί, τὸ βάπτισμα, τὸ διὰ πίστεως σωθῆναι, τὸ τὸν Θεὸν ἔχειν Πατέρα, τὸ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος ἅπαντας μετέχειν. Εἰ δέ τι πλέον ὁ δεῖνα ἔχει ἐν τῷ χαρίσματι, μὴ ἄλγει, ἐπεὶ καὶ ὁ πόνος αὐτῷ πλείων ἐστί· καὶ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβών, πέντε ἀπῃτεῖτο· ὁ δὲ τὰ δύο, δύο μόνον προσήνεγκε, καὶ οὐδὲν ἔλαττον ἔσχεν ἐκείνου. Διὰ τοῦτο καὶ ἐνταῦθα ἀπὸ τῆς αὐτῆς αἰτίας παραμυθεῖται τὸν ἀκούοντα. Πρὸς καταρτισμὸν τῶν ἁγίων, φησὶν, εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς ἔλεγεν· Οὐαί μοι, ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι. Οἷον, ἀποστολῆς ἔλαβέ τις χάρισμα. Ἀλλὰ διὰ τοῦτο αὐτῷ οὐαὶ, ἐπειδὴ ἔλαβε· σὺ δὲ τοῦ κινδύνου ἀπήλλαξαι. Κατὰ τὸ μέτρον. Τί ἐστι, Κατὰ τὸ μέτρον; Τουτέστιν, οὐ πρὸς τὴν ἡμετέραν ἀξίαν· ἐπεὶ οὐδ' ἂν ἔλαβεν οὐδεὶς ἃ ἔλαβεν· ἀλλὰ πάντες ἀπὸ τῆς δωρεᾶς ἐλάβομεν.
βʹ. Καὶ διὰ τί ὁ μὲν πλέον, ὁ δὲ ἔλαττον; Οὐδὲν τοῦτο ποιεῖ, φησὶν, ἀλλ' ἀδιάφορον τὸ πρᾶγμά ἐστιν· ἕκαστος γὰρ πρὸς τὴν οἰκοδομὴν συντελεῖ. Καὶ διὰ τούτου δείκνυσιν, ὅτι οὐκ ἀπὸ τῆς οἰκείας ἀξίας ὁ μὲν πλέον, ὁ δὲ ἔλαττον ἔλαβεν, ἀλλὰ δι' ἑτέρους, ὡς αὐτὸς ἐμέτρησεν· ἐπεὶ καὶ ἀλλαχοῦ λέγει· Τὰ δὲ μέλη ἔθετο ἓν ἕκαστον αὐτῶν, καθὼς αὐτὸς ἠθέλησε. Καὶ οὐ λέγει τὸν λόγον, ἵνα μὴ καταβάλῃ τὰ φρονήματα τῶν ἀκουόντων. Διὸ λέγει· Ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν, καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. Ὡσεὶ ἔλεγε· Τί μέγα φρονεῖς; τοῦ Θεοῦ τὸ πᾶν γέγονεν. Ὁ μὲν Προφήτης φησὶν ἐν τῷ ψαλμῷ· Ἔλαβες δόματα ἐν ἀνθρώποις· αὐτὸς δέ φησιν· Ἔδωκε δόματα ἐν ἀνθρώποις. Τοῦτο ταυτόν ἐστιν ἐκείνῳ. Τοιοῦτόν ἐστι καὶ, Τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν, εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; Ὁ καταβὰς, αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. Ταῦτα ἀκούων, μὴ μετάβασιν νόμιζε. Ὅπερ γὰρ ἐν τῇ πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολῇ κατασκευάζει, τοῦτο καὶ ἐνταῦθα. Καθάπερ ἐκεῖ περὶ ταπεινοφροσύνης παραινῶν παράγει τὸν Χριστὸν, οὕτω δὴ καὶ ἐνταῦθα, λέγων· Εἰς τὰ κατώτερα μέρη κατέβη τῆς γῆς. Εἰ γὰρ μὴ τοῦτο ἦν, περιττὸς οὗτος ὁ λόγος ὅνπερ λέγει· Ὑπήκοος γενόμενος μέχρι θανάτου. Ἀπὸ δὲ τοῦ ἀναβῆναι τὴν κατάβασιν αἰνίττεται. Τὰ δὲ κάτω μέρη τῆς γῆς, τὸν θάνατόν φησιν, ἀπὸ τῆς τῶν ἀνθρώπων ὑπονοίας, καθάπερ καὶ ὁ Ἰακὼβ ἔλεγε· Κατάξετε τὸ γῆράς μου μετ' ὀδύνης εἰς ᾅδου· καὶ πάλιν ἐν τῷ ψαλμῷ, Ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον· τουτέστι, τοῖς ἀποθανοῦσι. Διὰ τί τοῦτο τὸ χωρίον ἐπεξεργάζεται ἐνταῦθα; καὶ ποίαν αἰχμαλωσίαν φησί; Τὴν τοῦ διαβόλου· αἰχμάλωτον γὰρ τὸν τύραννον ἔλαβε, τὸν διάβολον λέγω, καὶ τὸν θάνατον, καὶ τὴν ἀρὰν καὶ τὴν ἁμαρτίαν. Ὁρᾷς σκῦλα καὶ λάφυρα; Τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστι, εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη; Τοῦτο πρὸς τοὺς Παύλου τοῦ Σαμοσατέως. Ὁ καταβάς, αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. Εἰς τὰ κατώτερα, φησί, μέρη κατέβη τῆς γῆς, μεθ' ἃ οὐκ ἔστιν ἕτερα· καὶ ἀνέβη ὑπεράνω πάντων, μεθ' ὃ οὐκ ἔστιν ἕτερόν τι. Τοῦτό ἐστι τῆς ἐνεργείας αὐτοῦ καὶ τῆς δεσποτείας· καὶ γὰρ καὶ πάλαι πάντα πεπλήρωτο. Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστὰς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων, εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅπερ λέγει ἀλλαχοῦ, Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε, τοῦτο καὶ ἐνταῦθα λέγει· Ὁ καταβὰς, αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβάς. Οὐδὲν αὐτὸν ἔβλαψε τὸ εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς κατελθεῖν, οὐδὲ ἐνεπόδισε πρὸς τὸ ἀνωτέρω γενέσθαι τῶν οὐρανῶν. Ὥστε ὅσῳ ἄν τις ταπεινωθῇ, τοσούτῳ μᾶλλον ὑψοῦται. Καθάπερ γὰρ ἐπὶ τοῦ ὕδατος ὅσῳ ἄν τις τοῦτο εἰς τὸ κάτω κατενέγκῃ, τοσούτῳ μᾶλλον αὐτὸ πρὸς ὕψος ἀνάγει, καὶ ὅσῳ ἄν τις ἐκ διαστήματος ἀκοντίσῃ, τοσούτῳ ἐπιτυγχάνει· οὕτω ἐπὶ τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἀλλ' ὅταν περὶ Θεοῦ λέγωμεν τὰς ἀναβάσεις, ἀνάγκη πρῶτον κατάβασιν ἐννοεῖν· ὅταν δὲ περὶ ἀνθρώπου, οὐκέτι. Εἶτα καὶ τὴν πρόνοιαν αὐτοῦ δείκνυσι καὶ τὴν σοφίαν, καί φησιν· Ὁ τοιαῦτα ἐργασάμενος, καὶ τοσαῦτα ἰσχύσας, καὶ μέχρι τῶν κατωτέρων μερῶν μὴ παραιτησάμενος κατελθεῖν δι' ἡμᾶς, οὐκ ἂν ἁπλῶς τὰς διανομὰς τῶν χαρισμάτων ἐποίησεν. Ἀλλαχοῦ δέ φησιν ὅτι τὸ Πνεῦμα τοῦτο εἰργάσατο, οὕτω λέγων· Ἐν ᾧ ἔθετο ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐπισκόπους ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου. Καὶ ἐνταῦθα μέν φησιν, ὅτι ὁ Υἱὸς, ἀλλαχοῦ δὲ, ὅτι ὁ Θεός· καὶ πάλιν, Αὐτὸς ἔδωκε τῇ Ἐκκλησίᾳ τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας. Ἐν δὲ τῇ πρὸς Κορινθίους φησίν· Ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλὼς ἐπότισεν ἀλλ' ὁ Θεὸς ηὔξανε· καὶ πάλιν, Ὁ φυτεύων δὲ καὶ ὁ ποτίζων, ἕν εἰσιν· ἕκαστος δὲ τὸν ἴδιον μισθὸν λήψεται κατὰ τὸν ἴδιον κόπον. Οὕτω καὶ ἐνταῦθα. Τί γὰρ, εἰ ἔλαττον εἰσφέρεις; τοσοῦτον ἔλαβες. Πρῶτον ἀποστόλους· πάντα γὰρ εἶχον οὗτοι. Δεύτερον προφήτας· ἦσαν γάρ τινες, οἳ ἀπόστολοι μὲν οὐκ ἦσαν, προφῆται δὲ, ὥσπερ Ἄγαβος. Τρίτον εὐαγγελιστάς· οἱ μὴ περιιόντες πανταχοῦ, ἀλλ' εὐαγγελιζόμενοι μόνον, ὡς Πρίσκιλλα καὶ Ἀκύλας. Ποιμένας καὶ διδασκάλους, τοὺς ὁλόκληρον ἐμπεπιστευμένους ἔθνος. Τί οὖν; οἱ ποιμένες καὶ οἱ διδάσκαλοι ἐλάττους; Καὶ πάνυ, τῶν περιιόντων καὶ εὐαγγελιζομένων οἱ καθήμενοι καὶ περὶ ἕνα τόπον ἠσχολημένοι, οἷον Τιμόθεος, Τίτος. Ἄλλως δέ, οὐ δυνατὸν ἐντεῦθεν ποιήσασθαι τὴν ὑποταγὴν καὶ τὴν προτίμησιν, ἀλλ' ἀπὸ ἑτέρας Ἐπιστολῆς. Αὐτὸς ἔδωκε, φησί· μηδὲν ἀντείπῃς. Ἢ εὐαγγελιστάς φησι, τοὺς τὸ Εὐαγγέλιον γράψαντας. Πρὸς καταρτισμὸν τῶν ἁγίων, εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
γʹ. Ὁρᾷς τὸ ἀξίωμα; Ἕκαστος οἰκοδομεῖ, ἕκαστος καταρτίζει, ἕκαστος διακονεῖ. Μέχρις οὗ καταντήσομεν, φησὶν, οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡλικίαν ἐνταῦθά φησι τὴν τελείαν ἐπίγνωσιν. Καθάπερ γὰρ ὁ ἀνὴρ ἕστηκε βεβαίως, οἱ δὲ παῖδες τὰς φρένας περιφέρονται, οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν πιστῶν. Εἰς τὴν ἑνότητα, φησί, τῆς πίστεως. Τουτέστιν, ἕως ἂν δειχθῶμεν πάντες μίαν πίστιν ἔχοντες. Τοῦτο γάρ ἐστιν ἑνότης πίστεως, ὅταν πάντες ἓν ὦμεν, ὅταν πάντες ὁμοίως τὸν σύνδεσμον ἐπιγινώσκωμεν. Μέχρι τότε ἐργάζεσθαι χρὴ, εἰ διὰ τοῦτο χάρισμα ἔλαβες, ἵνα ἄλλους οἰκοδομῇς. Βλέπε μὴ σαυτὸν καταστρέψῃς, ἑτέρῳ φθονῶν. Ἐτίμησέ σε ὁ Θεὸς, καὶ ἔταξεν, ὥστε καταρτίζειν ἕτερον. Καὶ γὰρ καὶ ὁ ἀπόστολος πρὸς τούτῳ ἦν, καὶ ὁ προφήτης πρὸς τούτῳ ἦν προφητεύων καὶ πείθων, καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς εὐαγγελιζόμενος, καὶ ὁ ποιμὴν καὶ ὁ διδάσκαλος· πάντες ἓν ἔργον ἦσαν ἀναδεδεγμένοι. Μὴ γάρ μοι τὴν διαφορὰν τῶν χαρισμάτων εἴπῃς· πάντες ἓν ἔργον εἶχον. Ὅταν δὲ πάντες ὁμοίως πιστεύωμεν, τότε ἑνότης ἐστίν. Ὅτι γὰρ τοῦτο λέγει ἄνδρα τέλειον, δῆλον. Καὶ μὴν ἀλλαχοῦ νηπίους ἡμᾶς φησι, καὶ, ὅταν τέλειοι ὦμεν, ἀλλὰ πρὸς ἕτερον ὁρῶν. Ἐκεῖ μὲν γὰρ πρὸς τὴν μέλλουσαν γνῶσιν νηπίους ἐκάλεσεν· εἰπὼν γάρ, Ἐκ μέρους γινώσκομεν, ἐπήγαγε καὶ τὸ, Δι' αἰνιγμάτων, καὶ ὅσα τοιαῦτα· ἐνταῦθα δὲ πρὸς ἕτερον εἶπε, πρὸς τὸ εὐμετάπτωτον· ὥσπερ καὶ ἀλλαχοῦ φησι· Τελείων δὲ ἡ στερεὰ τροφή. Ὁρᾷς κἀκεῖ τελείους πῶς φησιν; Ὅρα καὶ πῶς ἐκάλεσε τελείους ἐνταῦθα διὰ τῶν ἐπαγομένων, εἰπών· Ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι. Αὐτό φησι τὸ μέτρον τὸ ὀλίγον ὅπερ ἐλάβομεν, ἵνα κατέχωμεν μετὰ πάσης σπουδῆς, μετὰ στεῤῥότητος καὶ βεβαιώσεως. Ἵνα μηκέτι. Τό, Μηκέτι, δείκνυσι πάλαι τοῦτο παθόντας, καὶ τίθησι καὶ ἑαυτὸν ἐν τάξει διορθώσεως, καὶ διορθοῦται. Διὰ τοῦτό φησι· Τέκτονες τοσοῦτοι γεγόνασιν, ἵνα ἡ οἰκοδομὴ μὴ σαλεύηται, ἵνα μὴ περιφέρηται, ἵνα πεπηγότες ὦσιν οἱ λίθοι. Ἐκείνων γὰρ τοῦτό ἐστι τὸ κλυδωνίζεσθαι, τὸ περιφέρεσθαι καὶ σαλεύεσθαι. Ἵνα μηκέτι ὦμεν, φησὶ, νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι, καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων, ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης. —Καὶ περιφερόμενοι, φησὶ, παντὶ ἀνέμῳ. Ἐπεξῆλθε τῇ τροπῇ, δεικνὺς τὰς δισταζούσας ψυχὰς ἐν οἵῳ κινδύνῳ εἰσί. Παντὶ ἀνέμῳ, φησὶν, ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων, ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης. Κυβευταὶ λέγονται οἱ τοῖς πεττοῖς κεχρημένοι. Τοιοῦτοί εἰσιν οἱ πανοῦργοι, ἐπειδὰν ἀφελεστέρους τινὰς λάβωσι· καὶ γὰρ ἐκεῖνοι μετατιθέασι καὶ μεταφέρουσιν ἅπαντα. Ἐνταῦθα καὶ βίου ἥψατο. Ἀληθεύοντες δὲ, φησὶν, ἐν ἀγάπῃ, αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλὴ ὁ Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα, ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ, φησὶ, συναρμολογούμενον καὶ συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, κατ' ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέλους, τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομὴν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ. Σφόδρα ἀσαφῶς ἡρμήνευσε, τῷ πάντα ὁμοῦ θελῆσαι εἰπεῖν. Ὃ δέ φησι, τοῦτό ἐστι· Καθάπερ τὸ πνεῦμα τὸ ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου καταβαῖνον, τὸ διὰ τῶν νεύρων [τὸ] αἰσθητικὸν οὐχ ἁπλῶς δίδωσι πᾶσιν, ἀλλὰ κατὰ ἀναλογίαν ἑκάστου μέλους, τῷ μὲν δυναμένῳ πλέον δέξασθαι, πλέον, τῷ δὲ ἐλάττω, ἔλαττον (τοῦτο γάρ ἐστιν ἡ ῥίζα, τὸ πνεῦμα)· οὕτω καὶ ὁ Χριστός· καθάπερ γὰρ μελῶν τῶν ψυχῶν εἰς αὐτὸν ἀνηρτημένων, ἡ πρόνοια αὐτοῦ καὶ ἡ χορηγία τῶν χαρισμάτων κατὰ ἀναλογίαν ἐν μέτρῳ τὴν ἑνὸς ἑκάστου μέλους αὔξησιν ποιεῖται. Τί δέ ἐστι, Διὰ τῆς ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας; Τουτέστι, διὰ τῆς αἰσθήσεως. Τὸ γὰρ πνεῦμα ἐκεῖνο τὸ ἐπιχορηγούμενον τοῖς μέλεσιν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς, ἑκάστου μέλους ἁπτόμενον οὕτως ἐνεργεῖ. Ὡς ἄν τις εἴποι· Τὸ σῶμα ἀντιλαμβανόμενον τῆς ἐπιχορηγίας, κατὰ ἀναλογίαν τῶν ἐν αὐτῷ μελῶν, οὕτω ποιεῖται τὴν αὔξησιν· ἢ ἑτέρως· Τὰ μέλη κατὰ τὴν ἀναλογίαν τοῦ οἰκείου μέτρου δεχόμενα τὴν ἐπιχορηγίαν, οὕτως αὔξεται ἢ καὶ ἑτέρως· Τὸ πνεῦμα ἄνωθεν ἐπιῤῥεόμενον ἀφθόνως, καὶ πάντων ἁπτόμενον τῶν μελῶν, καὶ χορηγούμενον, ὡς ἕκαστον δύναται δέξασθαι, οὕτως αὔξεται. Τίνος δὲ ἕνεκεν προσέθηκεν, Ἐν ἀγάπῃ; Οὐ γὰρ ἄλλως ἔνι κατελθεῖν ἐκεῖνο τὸ πνεῦμα. Καθάπερ γὰρ, εἰ τύχοι χεὶρ ἀποσπασθεῖσα τοῦ σώματος, τὸ πνεῦμα τὸ ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου τὴν συνέχειαν ζητοῦν, καὶ μὴ εὑρὸν, οὐκ ἐξάλλεται τοῦ σώματος, καὶ διατρῆσαν πρὸς τὴν χεῖρα ἐξέρχεται, ἀλλ' ἂν μὴ εὕρῃ κείμενον, οὐχ ἅπτεται· οὕτω καὶ ἐνταῦθα, ἐὰν μὴ ὦμεν τῇ ἀγάπῃ συνδεδεμένοι.
δʹ. Ταῦτα δὴ πάντα πρὸς ταπεινοφροσύνην αὐτῷ εἴρηται. Τί γὰρ, φησὶν, εἰ πλέον λαμβάνει ὁ δεῖνα; τὸ αὐτὸ πνεῦμα ἔλαβεν, ἀπὸ τῆς αὐτῆς κεφαλῆς ἐκπεμπόμενον, ὁμοίως ἐνεργοῦν, ὁμοίως ἁπτόμενον, Συναρμολογούμενον καὶ συμβιβαζόμενον, τουτέστι, πολλῆς ἀπολαῦον τῆς ἐπιμελείας. Οὐ γὰρ ἁπλῶς, ἀλλὰ σφόδρα τεχνικῶς δεῖ κεῖσθαι τὸ σῶμα· ὡς, ἐὰν τὸν τόπον ἐκβῇ, οὐκέτι κεῖται. Ὥστε οὐχ ἡνῶσθαι τῷ σώματι δεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν οἰκεῖον τόπον ἐπέχειν, ὡς ἐὰν ὑπερβῇς, οὐχ ἥνωσαι, οὐδὲ δέχῃ τὸ πνεῦμα. Ἢ οὐχ ὁρᾷς ἐν ταῖς τῶν ὀστῶν μεταθέσεσι ταῖς κατά τινα περίστασιν συμβαινούσαις, ὅταν τὸν οἰκεῖον τόπον ὑπερβὰν, τὸν ἑτέρου κατέχῃ, πῶς τῷ παντὶ σώματι λυμαίνεται, καὶ θάνατον πολλάκις εἰργάσατο, ἔστι δὲ ὅπου καὶ ἀνάξιον εὑρέθη λοιπὸν τοῦ κατέχεσθαι; πολλοὶ γὰρ πολλάκις αὐτὸ ἐκκόψαντες, διάκενον τὸν τόπον ἐποίησαν. Πανταχοῦ γὰρ ἡ πλεονεξία κακόν. Καὶ ἐπὶ τῶν στοιχείων δὲ, ὅταν τὴν οἰκείαν ἀφέντα συμμετρίαν πλεονάσῃ, τὸ πᾶν λυμαίνεται. Τοῦτό ἐστι τὸ Συναρμολογούμενον, καὶ συμβιβαζόμενον. Ὥστε ἕκαστον ἐπὶ τῆς οἰκείας μένειν χώρας, καὶ μὴ τῆς ἑτέρας καὶ μηδὲν αὐτῷ προσηκούσης ἐπιβαίνειν, ἐννόησον ὅσον ἐστί. Σὺ τὰ μέλη συντιθεῖς, ἐκεῖνος ἄνωθεν ἐπιχορηγεῖ. Καθάπερ γὰρ ἐπὶ τοῦ σώματός ἐστιν ὄργανα τοιαῦτα δεκτικὰ, οὕτως ἐστὶ καὶ ἐπὶ τοῦ πνεύματος, τῆς ῥίζης ἄνωθεν οὔσης πάσης· οἷον ἡ καρδία, τοῦ πνεύματος· τὸ ἧπαρ, τοῦ αἵματος· ὁ σπλὴν, τῆς χολῆς καὶ ἄλλα ἄλλου· πάντα δὲ ταῦτα ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου τὴν αἰτίαν ἔχει· οὕτω καὶ ὁ Θεὸς ἐποίησε, τὸν ἄνθρωπον σφόδρα τιμῶν, καὶ οὐ βουλόμενος αὐτοῦ ἀπέχειν, τὴν μὲν αἰτίαν αὐτὸς ἀναρτησάμενος, συνεργοὺς δὲ ἑαυτῷ καταστήσας· καὶ τὸν μὲν ἔθηκεν εἰς τοῦτο, τὸν δὲ εἰς ἐκεῖνο. Οἷον ἀπόστολος ἀγγεῖον τοῦ σώματός ἐστι τὸ καιριώτερον, δεχόμενος παρ' αὐτοῦ τὰ πάντα. Ὥστε ὥσπερ διὰ φλεβῶν καὶ ἀρτηριῶν, τοῦ λόγου λέγω, εἰς πάντας διατρέχειν ποιεῖ τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον. Ὁ προφήτης προλέγει τὰ μέλλοντα, καὶ αὐτὸς τὰ αὐτὰ κατασκευάζει· καὶ ἐκεῖνος μὲν συντίθησι τὰ ὀστᾶ· αὐτὸς δὲ αὐτοῖς ζωὴν χορηγεῖ, Πρὸς καταρτισμὸν τῶν ἁγίων, εἰς ἔργον διακονίας. Ἡ ἀγάπη ἀνοικοδομεῖ, καὶ τὸ συγκολλᾶσθαι ἀλλήλοις καὶ συμπήγνυσθαι καὶ ἁρμόζεσθαι, τοῦτο ποιεῖ. Εἰ τοίνυν βουλόμεθα τοῦ πνεύματος ἀπολαύειν τοῦ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς, ἀλλήλων ἐχώμεθα. Δύο γάρ εἰσι διαιρέσεις ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ· μία μὲν, ὅταν ψύξωμεν τὴν ἀγάπην, δευτέρα δὲ, ὅταν ἀνάξια τοῦ τελεῖν εἰς ἐκεῖνο τὸ σῶμα τολμήσωμεν· ἑκατέρως γὰρ χωρίζομεν ἑαυτοὺς τοῦ πληρώματος. Εἰ δὲ καὶ ἄλλους εἰς τὸ οἰκοδομεῖν τετάγμεθα, οἱ μὴ οἰκοδομοῦντες, ἀλλὰ καὶ πρότερον σχίζοντες, τί οὐκ ἂν πάθοιεν; Οὐδὲν οὕτως Ἐκκλησίαν δυνήσεται διαιρεῖν, ὡς φιλαρχία· οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεὸν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι. Κἂν μυρία ὦμεν ἐργασάμενοι καλὰ, τῶν τὸ σῶμα αὐτοῦ διατεμόντων οὐκ ἐλάττονα δώσομεν δίκην, οἱ τὸ πλήρωμα κατατέμνοντες τὸ ἐκκλησιαστικόν. Ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἐπὶ κέρδει τῆς οἰκουμένης ἐγένετο, εἰ καὶ μὴ ἀπὸ διανοίας τοιαύτης· τοῦτο δὲ οὐδὲν οὐδαμοῦ τὸ χρήσιμον ἔχει, ἀλλὰ πολλὴ ἡ βλάβη. Ταῦτά μοι οὐχὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας εἴρηται μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἀρχομένους. Ἀνὴρ δέ τις ἅγιος εἶπέ τι δοκοῦν εἶναι τολμηρὸν, πλὴν ἀλλ' ὅμως ἐφθέγξατο. Τί δὴ τοῦτό ἐστιν; Οὐδὲ μαρτυρίου αἷμα ταύτην δύνασθαι ἐξαλείφειν τὴν ἁμαρτίαν ἔφησεν. Εἰπὲ γάρ μοι, τίνος ἕνεκεν μαρτυρεῖς; οὐ διὰ τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ; Ὁ τοίνυν τὴν ψυχὴν προέμενος ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, πῶς τὴν Ἐκκλησίαν πορθεῖς, ὑπὲρ ἧς τὴν ψυχὴν προήκατο ὁ Χριστός; Ἄκουε τοῦ Παύλου λέγοντος, ὅτι Οὐκ εἰμὶ ἄξιος καλεῖσθαι ἀπόστολος, ὅτι ἐδίωξα τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπόρθουν αὐτήν. Οὐκ ἔστιν αὕτη ἐλάττων ἡ βλάβη τῆς παρὰ ἐχθρῶν, ἀλλὰ πολὺ μείζων. Ἐκείνη μὲν γὰρ καὶ λαμπροτέραν αὐτὴν ἐργάζεται, αὕτη δὲ αὐτὴν καὶ παρὰ τοῖς ἐχθροῖς καταισχύνει, ὅταν ὑπὸ τῶν ἰδίων τέκνων πολεμῆται. Μέγα γὰρ δεῖγμα ἀπάτης εἶναι δοκεῖ παρ' αὐτοῖς τὸ τοὺς γεννηθέντας ἐν αὐτῇ καὶ τραφέντας, καὶ τὰ ἀπόῤῥητα αὐτῆς μεμαθηκότας ἀκριβῶς, τούτους μεταβαλλομένους ἐξαίφνης τὰ τῶν ἐχθρῶν αὐτὴν διατίθεσθαι.
εʹ. Ταῦτά μοι εἰρήσθω πρὸς τοὺς ἀδιαφόρως διδόντας ἑαυτοὺς τοῖς σχίζουσι τὴν Ἐκκλησίαν. Εἰ μὲν γὰρ καὶ δόγματα ἔχουσιν ἐναντία, καὶ διὰ τοῦτο οὐ προσῆκεν ἐκείνοις ἀναμίγνυσθαι· εἰ δὲ τὰ αὐτὰ φρονοῦσι, πολλῷ μᾶλλον. Τί δήποτε; Ὅτι φιλαρχίας ἐστὶν ἡ νόσος. Οὐκ ἴστε τί πεπόνθασιν οἱ περὶ Κορὲ καὶ Δαθὰν καὶ Ἀβειρών; ἆρα αὐτοὶ μόνοι, οὐχὶ δὲ καὶ οἱ μετ' αὐτῶν; Τί λέγεις; ἡ αὐτὴ πίστις ἐστὶν, ὀρθόδοξοί εἰσι κἀκεῖνοι. Τίνος οὖν ἕνεκεν οὐκ εἰσὶ μεθ' ἡμῶν· Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα. Εἰ τὰ ἐκείνων καλῶς γίνεται, τὰ ἡμέτερα κακῶς· εἰ δὲ τὰ ἡμέτερα καλῶς, τὰ ἐκείνων κακῶς. Νήπιοι, φησὶ, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ. Ἀρκεῖν τοῦτο ἡγεῖσθε, εἰπέ μοι, τὸ λέγειν, ὅτι ὀρθόδοξοί εἰσι, τὰ τῆς χειροτονίας δὲ οἴχεται καὶ ἀπόλωλε; Καὶ τί τὸ ὄφελος τῶν ἄλλων, ταύτης οὐκ ἠκριβωμένης; Ὥσπερ γὰρ ὑπὲρ τῆς πίστεως, οὕτω καὶ ὑπὲρ ταύτης μάχεσθαι χρή. Ἐπεὶ, εἰ παντὶ ἔξεστι πληροῦν τὰς χεῖρας αὐτοῦ, κατὰ τοὺς παλαιοὺς, καὶ ἱερεῖς γίνεσθαι, παρίτωσαν πάντες, εἰκῆ τὸ θυσιαστήριον ᾠκοδόμηται τοῦτο, εἰκῆ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, εἰκῆ τῶν ἱερέων ὁ ἀριθμός· ἀνέλωμεν αὐτὰ καὶ διαφθείρωμεν. Μὴ γένοιτο, φησίν. Ὑμεῖς αὐτὰ ποιεῖτε, καί φατε, Μὴ γένοιτο; πῶς λέγεις, Μὴ γένοιτο, γενομένων αὐτῶν; Ἐγὼ λέγω καὶ μαρτύρομαι, οὐ τὸ ἐμαυτοῦ σκοπῶν, ἀλλὰ τὴν ὑμετέραν σωτηρίαν· εἰ δέ τις ἀδιαφοροίη, αὐτὸς ἂν εἰδείη· εἰ δέ τινι τούτων οὐ μέλει, ἀλλ' ἡμῖν μέλει· Ἐγὼ ἐφύτευσα, φησίν, Ἀπολλὼς ἐπότισεν, ἀλλ' ὁ Θεὸς ηὔξανε. Πῶς οἴσομεν τὸν παρὰ τῶν Ἑλλήνων γέλωτα; Εἰ γὰρ ὑπὲρ τῶν αἱρέσεων ἐγκαλοῦσιν ἡμῖν, ὑπὲρ τούτων τί οὐκ ἐροῦσιν; Εἰ τὰ αὐτὰ δόγματα, εἰ τὰ αὐτὰ μυστήρια, τίνος ἕνεκεν ἕτερος ἄρχων ἑτέρᾳ Ἐκκλησίᾳ ἐπιπηδᾷ; Ὁρᾶτε, φησὶν, ὅτι πάντα κενοδοξίας πεπλήρωται τὰ Χριστιανῶν, καὶ φιλαρχία παρ' αὐτοῖς καὶ ἀπάτη, γύμνωσον αὐτοὺς τοῦ πλήθους, φησὶ, τὴν νόσον ἔκκοψον, τοῦ ὄχλου τὴν διαφθορὰν, καὶ οὐδέν εἰσι. Βούλεσθε εἴπω ἃ περὶ τῆς πόλεως λέγουσι τῆς ἡμετέρας; πῶς ἡμᾶς εἰς εὐκολίαν διαβάλλουσιν; Ἔξεστι, φησὶ, παντὶ τῷ βουλομένῳ εὑρεῖν τοὺς πειθομένους, καὶ οὐκ ἄν ποτε ἀπορήσειε τούτων. Ὢ τοῦ γέλωτος! ταῦτα πόσης αἰσχύνης; Ἀλλὰ καὶ ἕτερος γέλως, ἑτέρα αἰσχύνη· Ἄν τινες ἁλόντες παρ' ἡμῖν ἐπὶ τοῖς αἰσχίστοις, μέλλωσιν ἐπιτιμίου τυγχάνειν τινός, πολὺς ὁ τρόμος, πολὺς ὁ φόβος πάντοθεν· Μὴ ἀποπηδήσῃ, φησὶ, μὴ μετ' ἐκείνων στῇ. Ἀποπηδήσῃ μὲν γὰρ μυριάκις ὁ τοιοῦτος, καὶ ἔστω μετ' ἐκείνων, οὐχὶ τῶν ἡμαρτηκότων λέγω· ἀλλ' εἴ τις ἀναμάρτητος ὢν τυγχάνοι, καὶ βούλεται μεταθέσθαι, μεταθέσθω. Ἀλγῶ μὲν γὰρ καὶ κόπτομαι καὶ ὀδύρομαι καὶ διαπρίομαι τὰ σπλάγχνα, ὡς οἰκείου μέλους ἀποστερούμενος· πλὴν ἀλλ' οὐχ οὕτως ἀλγῶ ὡς ἀναγκάζεσθαί τι, διὰ τὸν φόβον τοῦτον, τῶν μὴ προσηκόντων ποιεῖν. Οὐ κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀγαπητοί, οὐδὲ δεσποτικῶς ταῦτα ἐπιτάττομεν· εἰς διδασκαλίαν λόγου προεχειρίσθημεν, οὐκ εἰς ἀρχὴν οὐδὲ εἰς αὐθεντίαν· συμβούλων τάξιν ἐπέχομεν παραινούντων. Ὁ συμβουλεύων λέγει τὰ παρ' ἑαυτοῦ, οὐκ ἀναγκάζων τὸν ἀκροατὴν, ἀλλ' αὐτὸν ἀφίησι τῆς τῶν λεγομένων αἱρέσεως κύριον· ἐν τούτοις ἐστὶν ὑπεύθυνος μόνον, ἂν τὰ παραστάντα μὴ εἴποι. Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς ταῦτά φαμεν, ταῦτα λέγομεν, ἵνα ὑμῖν μὴ ἐξῇ κατ' ἐκείνην τὴν ἡμέραν λέγειν Οὐδεὶς ἡμῖν εἶπεν, οὐδεὶς διεστείλατο, ἠγνοήσαμεν, οὐδὲν ἡγούμεθα τὸ ἁμάρτημα εἶναι. Διὰ τοῦτο λέγω καὶ διαμαρτύρομαι, ὅτι τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν. Εἰπέ μοι, εἴ τις ὑπὸ βασιλεῖ τινι τυγχάνων, ἑτέρῳ μὲν βασιλεῖ μὴ πρόσθοιτο, μηδὲ δῷ ἑαυτὸν ἄλλῳ, αὐτοῦ δὲ ἐκείνου τὴν ἁλουργίδα λαβὼν καὶ κατασχὼν, ἀπὸ τῆς περόνης κατήνεγκεν ἅπασαν, καὶ διέῤῥηξεν εἰς πολλὰ ῥήγματα, ἆρα ἧττον ἂν τῶν ἑτέρῳ προσθεμένων ἐκολάσθη; Τί δέ, εἰ μετὰ τούτου αὐτὸν τὸν βασιλέα ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ κατασχὼν ἔσφαττε, κατὰ μέλος διαξαίνων αὐτοῦ τὸ σῶμα, ποίαν ἂν δίκην δοὺς, τὴν ἀξίαν ἔδωκεν; Εἰ δὲ εἰς βασιλέα τὸν ὁμόδουλον τοῦτο ἐργασάμενος, πάσης ἂν μείζονα δίκης εἰργάσατο· ὁ τὸν Χριστὸν σφάττων καὶ διαξαίνων κατὰ μέλος, ποίας γεέννης οὐκ ἔσται ἄξιος; ἆρα ταύτης [τῆς] ἀπειλουμένης; Οὐκ ἔγωγε οἶμαι, ἀλλ' ἑτέρας πολλῷ χαλεπωτέρας. Εἴπατε, ὅσαι πάρεστε (ὡς γὰρ ἐπὶ τὸ πολὺ γυναικῶν τοῦτο τὸ ἐλάττωμα), ταῖς ἀπούσαις διηγήσασθε τοῦτο τὸ ὑπόδειγμα, φοβήσατε. Εἴ τινες ἡμᾶς λυπεῖν καὶ ἀμύνασθαι τούτῳ νομίζουσιν, εὖ εἰδέτωσαν, ὅτι ταῦτα μάτην ποιοῦσιν. Εἰ γὰρ ἡμᾶς ἀμύνασθαι βούλει, ἐγώ σοι δίδωμι τρόπον, καθ' ὃν χωρὶς τῆς σῆς βλάβης ἀμύνασθαι δυνήσῃ· μᾶλλον δὲ οὐκ ἔστι χωρὶς βλάβης ἀμύνασθαι, πλὴν ἀλλὰ μετὰ ἐλάττονος βλάβης· ῥάπισον, ἔμπτυσον ἐντυχοῦσα δημοσίᾳ, καὶ πληγὰς ἔντεινον.
Ϛʹ. Φρίττεις ταῦτα ἀκούουσα; Ἂν εἴπω, Ἐμὲ ῥάπισον, φρίττεις· καὶ τὸν Δεσπότην σου σπαράττεις, καὶ οὐ φρίττεις; τὰ μέλη τὰ Δεσποτικὰ διαξαίνεις, καὶ οὐ τρέμεις; Οἶκός ἐστιν ἡ Ἐκκλησία πατρικός· Ἓν σῶμα, καὶ ἓν πνεῦμα. Ἀλλὰ βούλει με ἀμύνασθαι; Μέχρις ἐμοῦ στῆθι. Τί ἀντ' ἐμοῦ τὸν Χριστὸν ἀμύνῃ; μᾶλλον δὲ τί κατὰ τῶν ἥλων λακτίζεις; Οὐδαμοῦ μὲν οὖν τὸ ἀμύνασθαι καλόν· τὸ δὲ ἑτέρου ἀδικοῦντος ἕτερον ὑβρίζειν, πολλῷ χαλεπώτερον. Παρ' ἡμῶν ἠδίκησαι; τί τὸν οὐκ ἠδικηκότα λυπεῖς; τοῦτο μανίας ἐσχάτης. Οὐκ εἰρωνευόμενος, ὃ μέλλω λέγειν, φημὶ, οὐδὲ ἁπλῶς, ἀλλ' ὡς ἔχω καὶ ὡς διάκειμαι· ἕκαστον τῶν σὺν ὑμῖν λυπουμένων πρὸς ἡμᾶς, καὶ διὰ ταύτην τὴν λύπην βλαπτόντων ἑαυτοὺς, καὶ ἀλλαχοῦ πορευομένων, ἐβουλόμην πληγὰς ἐντείνειν ἡμῖν εἰς τὴν ὄψιν αὐτὴν, καὶ γυμνοὺς ἀποδύσαντα αἰκίζεσθαι μάστιξιν, εἴτε δικαίως εἴτε ἀδίκως ἐγκαλοίη, καὶ μᾶλλον εἰς ἡμᾶς ἀφιέναι τὴν ὀργὴν, ἢ ταῦτα τολμᾷν, ἃ νῦν τολμῶσιν. Εἰ τοῦτο γέγονεν, οὐδὲν ἂν ἦν, οὐδαμινὸν ἄνθρωπον καὶ οὐδενὸς ἄξιον λόγου τοιαῦτα πάσχειν. Ἄλλως δὲ ἂν καὶ παρεκάλεσα ὁ ἠδικημένος καὶ ὑβρισμένος ἐγὼ τὸν Θεὸν, καὶ ἀφῆκεν ὑμῖν τὰ ἁμαρτήματα· οὐκ ἐπειδὴ παῤῥησίαν ἔχω τοσαύτην, ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ ἠδικημένος, ὅταν ὑπὲρ τοῦ ἠδικηκότος παρακαλῇ, πολλὴν κέκτηται τὴν παῤῥησίαν. Ἂν εἰς ἄνθρωπόν τις ἁμάρτῃ, φησὶ, προσεύξονται περὶ αὐτοῦ. Εἰ δὲ μὴ ἠδυνάμην ἐγὼ, ἑτέρους ἂν ἁγίους ἐζήτησα καὶ παρεκάλεσα, καὶ τοῦτο ἂν εἰργάσαντο. Νῦν δὲ τίνα καὶ παρακαλέσομεν, τοῦ Θεοῦ παρ' ἡμῶν ὑβριζομένου; Ὅρα ἀνωμαλίαν. Τῶν γὰρ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ταύτην τελούντων οἱ μὲν οὐδέποτε προσίασιν, ἢ τοῦ ἐνιαυτοῦ ἅπαξ, καὶ τότε εἰκῆ καὶ ὡς ἔτυχεν· οἱ δὲ συνεχέστερον μὲν, καὶ αὐτοὶ δὲ εἰκῆ καὶ ἁπλῶς, διαλεγόμενοι καὶ ἐρεσχελοῦντες ὑπὲρ τοῦ μηδενός· οἱ δὲ δῆθεν σπουδάζειν δοκοῦντες, οὗτοί εἰσιν οἱ τὴν συμφορὰν ταύτην ἐργαζόμενοι. Εἰ γοῦν τούτων ἕνεκεν σπουδάζετε, βέλτιον καὶ ὑμᾶς μετὰ τῶν ἀμελούντων τετάχθαι· μᾶλλον δὲ τὸ βέλτιον ἦν, μήτε ἐκείνους εἶναι ἀμελεῖς, μήτε τοιούτους ὑμᾶς· οὐχ ὑμᾶς λέγω τοὺς παρόντας, ἀλλ' ἐκείνους τοὺς ἀποπηδῶντας. Μοιχεία τὸ πρᾶγμά ἐστιν. Εἰ δὲ οὐ δέχῃ περὶ ἐκείνων ταῦτα ἀκούειν, οὐκοῦν οὐδὲ περὶ ἡμῶν· τῶν γὰρ δύο τὸ ἕτερον παρανόμως γεγενῆσθαι δεῖ. Εἰ μὲν οὖν περὶ ἡμῶν ταῦτα ὑποπτεύετε, ἕτοιμοι παραχωρῆσαι τῆς ἀρχῆς ὅτῳπερ ἂν βούλησθε· μόνον Ἐκκλησία ἔστω μία· εἰ δὲ ἡμεῖς ἐννόμως γεγενήμεθα, πείσατε καταθέσθαι τοὺς παρανόμους ἐπὶ τὸν θρόνον ἀναβεβηκότας. Ταῦτα εἶπον, οὐχ ὡς ἐπιτάττων, ἀλλ' ὑμᾶς ἀσφαλιζόμενος καὶ φρουρῶν. Ἐπειδὴ ἕκαστος ἡλικίαν ἔχει, καὶ τῶν αὐτῷ πεπραγμένων δώσει τὰς δίκας, παρακαλῶ μὴ τὸ πᾶν ἐφ' ἡμᾶς ῥίψαντας, νομίζειν ἀνευθύνους εἶναι ὑμᾶς αὐτοὺς, ἵνα μὴ μάτην ἀπατῶντες ἑαυτοὺς κόπτητε. Λόγον μὲν γὰρ δώσομεν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ἀλλ' ὅταν τὰ παρ' ἡμῶν ἐλλείπῃ, ὅταν μὴ παρακαλέσωμεν, ὅταν μὴ νουθετήσωμεν, ὅταν μὴ διαμαρτυρώμεθα. Μετὰ δὲ ταῦτα, δότε καὶ ἐμοὶ εἰπεῖν· Καθαρὸς ἐγὼ ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων, καὶ, ὅτι Τὴν ψυχήν μου ῥύσεται ὁ Θεός. Εἴπατε ὃ βούλεσθε, καὶ αἰτίαν δικαίαν δι' ἣν ἄπιτε, καὶ ἀπολογήσομαι. Ἀλλ' οὐκ ἐρεῖτε. Διὸ, παρακαλῶ, σπουδάσατε καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ἐντεῦθεν ἤδη στῆσαι βεβαίως, καὶ τοὺς μετατεθέντας ἐπαναγαγεῖν, ἵνα ὁμοθυμαδὸν ἀναπέμψωμεν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ, ὅτι αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

(Χρυσοστόμου Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, Λόγος ΙΑ΄, TLG, Vol 62, pg 79, ln 29 –  pg 88, ln 52).