Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ψυχωφελείς ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ψυχωφελείς ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

O ΠΑΠΑΣ, Ο ΑΘΕΟΣ ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΑΣ!!!!



Σ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί ζούσε προ ετών ένας ιερέας ευλαβέστατος. Η ψυχούλα του ήταν γεμάτη στοργή για το ποίμνιό του και ειδικά για τους πονεμένους. Έφτασε όμως η μέρα που δοκιμάστηκε κι εκείνος και πόνεσε πολύ.

Η κόρη του, μια εξαιρετική κοπέλα, είχε παντρευτεί πρόσφατα μ’ ένα νοικοκυρεμένο παληκάρι. Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός να φέρει στον κόσμο το πρώτο παιδάκι της.

Κατά τον τοκετό όμως, πέθανε! Πήγε Μάρτυρας να συναντήσει τον Πλάστη της, αφήνοντας πολύ πόνο πίσω της.

Ο ιερέας πατέρας της πόνεσε κι αυτός πολύ στο χωρισμό, αλλά με ακλόνητη Πίστη στο Θεό πρόσφερε δοξολογία στο άγιο όνομά Του. Την αγάπη του δε, για την θυγατέρα του εξέφραζε με θερμές προσευχές για την ψυχή της και με κρυφές ελεημοσύνες.

Ο ιερέας είχε έναν αδελφό καπετάνιο που, απόμαχος πια της θάλασσας, είχε γίνει στεριανός για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.

Ῥεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου

Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων, ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτήν, πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον -ἐκεῖ ἀνάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρώγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρη, καὶ τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμποῦκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμόν, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.

Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμόν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὡς πενήντα πέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαγχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρύς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικὰ τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρήν, ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του, ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.

Ας συγκρίνουμε την συμπεριφορά του Αγίου απέναντι στην γιαγιά με την συμπεριφορά των σημερινών εκκλησιαστικών ταγών και θεολόγων και ας βγάλουμε τα συμπεράσματά μας

Αλλά και την συμπεριφορά της γιαγιάς με την δίκη μας συμπεριφορά.

Μὲ θυσία καὶ κόπο

Ἤταν τὸ ἔτος 1929. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ μεγάλος Σέρβος θεολόγος, σὲ ἡλικία 35 χρόνων ἦταν ἤδη καθηγητὴς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ στὸ Βελιγράδι.

Ἦταν καλοκαίρι, καὶ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Βράνιε μὲ προορισμὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Προχόρου. Ὁ δρόμος μέχρι τὸ Μοναστήρι ἦταν δύσβατος. Ὁ Ἅγιος χρησιμοποιοῦσε αὐτοκίνητο, γιὰ νὰ διασχίσει τὸν βουνίσιο δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Μοναστήρι.

Σὲ μιὰ λοιπὸν τέτοια ἐπίσκεψή του συνάντησε στὸν δρόμο του μιὰ γερόντισσα ποὺ κατευθυνόταν μὲ τὸ πόδια πρὸς τὸ Μοναστήρι. Τότε ὁ Ἅγιος ἔκανε νόημα στὸν ὁδηγὸ νὰ σταματήσει καὶ προσκάλεσε τὴ γριούλα νὰ ἀνέβει στὸ αὐτοκίνητο, ἀφοῦ κι ἐκεῖνος πήγαινε ὅπου κι αὐτή.

Σ’ εὐχαριστώ, παιδί μου, τοῦ ἀπάντησε ἡ γριούλα, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι φτωχή.

Ὁ Ἅγιος τῆς χαμογέλασε καὶ τὴ διαβεβαίωσε ὅτι δὲν θὰ πλήρωνε τίποτε. Τότε ἡ γερόντισσα τοῦ εἶπε:

-Δὲν τὸ ‘πα γι’ αὐτό, παιδί μου. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι φτωχή, δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο νὰ προσφέρω στὸν Ἅγιο πέρα ἀπὸ τὸν κόπο μου αὐτὸν. Τότε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος χτύπησε μὲ μιᾶς τὸ μέτωπό του ὡς ἔνδειξη κατάπληκτου θαυμασμοῦ καὶ μονολόγησε:

Ἡ ἐξομολόγηση ἑνός ἄθεου

Πρὶν ἀπὸ χρόνια, ὅταν ἤμουν ἐφημέριος στὸν ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Πειραιῶς, μὲ κάλεσαν νὰ ἐξομολογήσω ἐκτάκτως, κατόπιν δικῆς του ἐπιθυμίας, ἕναν νέο ἄνδρα, 42 ἐτῶν, τὸ ὄνομά του, ἦταν Ξενοφῶν.

Ὅταν πῆγα, ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση. Ὁ καρκίνος μὲ τὶς ραγδαῖες μεταστάσεις τὸν εἶχε προσβάλλει καὶ στὸ κεφάλι. Οἱ μέρες του, ἦταν μετρημένες. Ἦταν μόνος στὸν θάλαμο, τὸ διπλανὸ κρεββάτι ἦταν ἄδειο καὶ ἔτσι βρεθήκαμε μόνοι μας.

Καὶ μοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς, γιὰ τὸ πῶς πίστεψε, ἀφοῦ ὑπῆρξε, ὅπως τὸ τόνισε, «σκληρὸς ἄθεος» καὶ ἄπιστος:

«Ἦλθα ἐδῶ πρὶν ἀπὸ 35 περίπου μέρες, σ’ αὐτὸ τὸ δωμάτιο τῶν δύο κλινῶν. Δίπλα μου ἦταν ἤδη κάποιος ἄλλος ἄρρωστος, μεγάλος στὴν ἡλικία, 80 περίπου ἐτῶν. Αὐτὸς ὁ ἄρρωστος, πάτερ μου, παρὰ τοὺς φοβεροὺς πόνους ποὺ εἶχε στὰ κόκκαλα – ἐκεῖ τὸν εἶχε προσβάλει ὁ καρκίνος – συνεχῶς ἀναφωνοῦσε: «Δόξα Σοί, ὁ Θεός! Δόξα Σοί, ὁ Θεός!…»

Στὴ συνέχεια ἔλεγε καὶ πολλὲς ἄλλες προσευχές, ποὺ ἐγὼ ὁ ἀνεκκλησίαστος καὶ ἄθεος τὶς ἄκουγα γιὰ πρώτη φορά. Καὶ ὅμως, πολλὲς φορὲς μετὰ ἀπὸ τὶς προσευχές του ἠρεμοῦσε – καὶ ἐγὼ δὲν ξέρω μὲ ποιόν τρόπο – καὶ τὸν ἔπαιρνε γλυκύτατος ὕπνος. Ὕστερα ἀπὸ δύο-τρεῖς ὧρες ξυπνοῦσε ἀπὸ τοὺς ἀφόρητους πόνους, γιὰ νὰ ξαναρχίσει καὶ πάλι το:

“Χαῖρε, τό τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα”

Ο γέροντας Κλεόπας Ηλιέ και οι δαιμονικές επιθέσεις....Αφήγηση από βιβλίο μεταφρασμένο στα Ελληνικά ..

                       

“Χαῖρε, τό τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα” διαβάζουμε στους Χαιρετισμούς της Παναγίας μας !

Καί πόσο πολύ ισχύει αυτό για όσους ταλαιπωρούνται από τις επιφορές των πονηρών πνευμάτων και καταφεύγουν στην καθημερινή ανάγνωση των Χαιρετισμών της Παναγίας μας ως αμυντήριον προστασίας από τον διάβολο και τα μυσαρά έργα του!

Και σε παλαιότερες αναρτήσεις που έχουμε δημοσιεύσει, διαπιστώνεται το πόσο οι δαίμονες όχι απλά ενοχλούνται αλλά κυριολεκτικά “καίγονται” από τους Χαιρετισμούς, και για τον λόγο αυτό Πνευματικοί συνιστούν σε όσους ταλανίζονται από πονηρά πνεύματα να διαβάζουν τους Χαιρετισμούς!

“Ψάχνω τον Θεό να μου πει…”



Κάποτε ένας χωρικός άκουσε στην εκκλησία ότι αν δώσεις ελεημοσύνη θα λάβεις εκατονταπλάσια από τον Θεό. Είπε λοιπόν στην γυναίκα του να δώσουν ως ελεημοσύνη το μοναδικό βόδι που είχαν και ο Κύριος θα τους επέστρεφε 100 βόδια για την καλή τους πράξη. Δεν δίστασε δε καθόλου να δώσει το βόδι του, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στον Κύριο. Έδωσε λοιπόν το βόδι και περίμενε την ανταπόδοση από τον Θεό. Περνούσε ο καιρός και τα 100 βόδια δεν ερχόταν.

Ένα πρωί λοιπόν αποφάσισε να ανέβει στο γειτονικό βουνό για να βρει τον Θεό και να τον ρωτήσει πότε θα του έδινε τα 100 βόδια που άκουσε στο κήρυγμα του ιερέα. Ανεβαίνοντας στο βουνό συνάντησε έναν ασκητή. «Πού πηγαίνεις;» ρώτησε ο ασκητής.

«Πάω να βρω τον Θεό να τον ρωτήσω πότε θα μου στείλει τα εκατό βόδια , για την ελεημοσύνη που έκανα». «Όταν Τον συναντήσεις», είπε ο ασκητής, «ρώτησέ Τον και για μένα. Είμαι στο βουνό και ζω ασκητικά εδώ και σαράντα χρόνια. Κέρδισα τελικά την Βασιλεία των Ουρανών;».

«Ευχαρίστως να Τον ρωτήσω» αποκρίθηκε ο χωρικός και συνέχισε τον δρόμο του. Λίγο πιο πάνω συνάντησε έναν γέρο άντρα με λευκή γενιάδα. «Ποιόν ψάχνεις;» ρώτησε ο γέροντας. «Άκουσα στην εκκλησία ότι αν κάνω ελεημοσύνη, θα πάρω εκατονταπλάσια από τον Θεό. Ψάχνω λοιπόν τον Θεό να μου πει πότε θα με ανταμείψει για την ελεημοσύνη μου».

Περιστατικὰ κρυπτοχριστιανῶν

Οἱ δίπιστοι τοῦ Σταυρί

Οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου… - ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Ἦταν Μάϊος μῆνας στὰ 1867. Τὸ ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Κρώμνης φανερώθηκαν ὡς Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὴν καρδιά, αὐτὸ ἔδωσε μεγάλο θάρρος στοὺς Σταυριῶτες, κι ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους. «Ἀφοῦ ὁ ἑκατοχρονίτης Μολλᾶ-Μπεχρὲμ’ ς πέταξε τὸ σαρίκι κι ἔβγαλε τὸν κίτρινο τσουμπέ, γιατί κι ἐμεῖς νὰ μὴν πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὴ ντροπὴ τοῦ ἀρνησίθρησκου;»

Γι’ αὐτὸ οἱ χωρικοὶ συγκεντρώθηκαν στὸ σπίτι τοῦ πρωτόπαπα τοῦ χωριοῦ, καὶ ἀφήνοντας κατὰ μέρος καὶ τὰ ψέματα, ἔκαναν τὴν ἑξῆς συμφωνία. «Δὲν ἔχει σημασία το ὅτι οἱ παποῦδες μας ἀρνήθηκαν τὸ Χριστὸ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους. Ἐμεῖς, κι ἂν ἀκόμα μᾶς σφάξουν, εἴμαστε ἀποφασισμένοι νὰ κάνουμε ὅπως ἔκαναν οἱ Κρωμέτες. Θὰ φανερώσουμε τὴν πίστη μας καὶ θὰ χάσουμε ὅλα μας τα ὑπάρχοντα, ἀρκεῖ νὰ βγοῦμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν κόλαση».

Καὶ ἀμέσως ὑπόγραψαν τὴ συμφωνία καὶ πῆραν ἀπόφαση νὰ πᾶνε στὸ Κάνι καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τῶν πατέρων τους μπροστὰ στὸ Μουτασερίφη καὶ ὅλο τὸ Συμβούλιο.

Καὶ τότε ἔβλεπες στὸ Σταυρὶ ἕνα θέαμα ποὺ νὰ σπαράζη τὴν ἀνθρώπινη καρδιά. Ὅλοι ἀγκάλιαζαν τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους, ἔκλαιγαν καὶ τὰ ἀποχαιρετοῦσαν, ὄχι γιατί φοβοῦνταν γιὰ τὴν ἀπόφαση ποὺ ἔπαιρναν, ἀλλὰ γιὰ τὰ βάσανα ποὺ θὰ τοὺς ἐπέβαλε ἡ βάρβαρη κυβέρνηση τοῦ τόπου, ἡ ὁποία οὔτε νόμο εἶχε οὔτε πίστη, καὶ ἡ ὁποία ἦταν ἐξοργισμένη γιατί οἱ Σταυριῶτες πῆραν θάρρος ἀπὸ τοὺς Κρωμέτες καὶ ἀπὸ τοὺς Γιαγλί-ντερέδες.

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΩΝΑΣΗ!!



Κάποτε ο Αριστοτέλης Ωνάσης, απευθυνόμενος στους δημοσιογράφους, τους έθεσε το εξής κουίζ: «Όποιος βρει την πραγματική μου περιουσία (κατά προσέγγιση) θα του δώσω 10.000 δολλάρια».

Το αποτέλεσμα ήταν, να δεχθή ο Ωνάσης μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα χιλιάδες επιστολές δημοσιογράφων από όλο τον Κόσμο.

Έβαλε ο Ωνάσης τους συνεργάτες του, να διαβάσουν όλα τα γράμματα, όμως μιά επιστολή ξεχώριζε...

Ο Ωνάσης την πήρε, την διάβασε και ύστερα από λίγη σκέψη είπε:

Τὸ χριστόψωμο




Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος

Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱ μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ μητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλωστε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινά, πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου. Περὶ μιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήμερον ὁ λόγος.

Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου; Εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στείρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίη διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δυὸ ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέση περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰπούσαι αὐτῇ, ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπῶν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.

Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ᾖλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἐαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆρας της.

Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ οὖτος δὲ συνεμερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς μητρός του ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννᾳ ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον, δέ, ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μας ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.

Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε τὰ ἐλαττώματά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε, δὲν ἦτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾿ ἦτο ἄπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».

Ο Κύριος, ο σατανάς και τα πουλιά του ηλικιωμένου ιερέα

                        

Ο ηλικιωμένος ιερέας ανέβηκε στον άμβωνα κρατώντας στο χέρι του ένα άδειο κλουβί. Ο κόσμος από κάτω κοιτούσε απορημένος, ενώ κάποιοι είπαν, πάει το έχασε το μυαλό του ο γέρος…
– Χθες είδα ένα αγόρι που είχε αυτό το κλουβί στα χέρια του. Στο κλουβί υπήρχαν δυο μικρά πουλιά που έτρεμαν από φόβο. Σταμάτησα το αγόρι και το ρώτησα, είπε ο ιερέας.
-Τι έχεις μαζί σου, γιε μου;
-Δυο μικρά πουλιά, απάντησε.
-Και τι θα κάνεις με αυτά; Ρώτησα ξανά.
-Θα τα πάρω σπίτι και θα διασκεδάσω μαζί τους εκεί, απάντησε το αγόρι χαμογελώντας.
-Θα τα βασανίσω, θα σκίσω τα φτερά τους για να τα ακούσω να κλαίνε, θα τα χτυπήσω, θα τα κάνω να τσακωθούν μεταξύ τους, νομίζω ότι θα είναι διασκεδαστικό για μένα.
-Αλλά κάποια μέρα θα τα βαρεθείς … Τι θα τα κάνεις τότε;
-Έχω μια γάτα στο σπίτι, και πραγματικά της αρέσουν τα πουλιά … θα τα δώσω σε αυτήν, είπε το παιδί.
Σκέφτηκα για μια στιγμή και ρώτησα, πόσα χρήματα θέλεις για αυτά τα πουλιά, γιε μου;
-Τι θέλετε να αγοράσετε αυτά τα πουλιά; Μα δεν κελαηδάνε ούτε είναι όμορφα.
-Πόσα χρήματα θέλεις, ρώτησα ξανά.
Νομίζοντας ότι ήμουν τρελός, φώναξε, 50 ευρώ!!!
Μια στιγμή, του είπα και έβγαλα τα χρήματα από την τσέπη μου, και τα έδωσα στο αγόρι.
Παίρνοντας τα χρήματα, το αγόρι εξαφανίστηκε.
Παίρνοντας προσεκτικά το κλουβί, το πήγα στην εξοχή όπου υπήρχαν τόσα λουλούδια, και τα απελευθέρωσα προσεκτικά. Από εκεί ήρθα με αυτό το κλουβί.
Όταν ο ιερέας τελείωσε την αφήγηση άρχισε να λέει μια διαφορετική ιστορία:

«Καλησπέρα Χριστέ μου...»

                        
Ο ευλογημένος Συμεών
Το 1922 ήρθε από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, ονόματι Συμεών. Εγκαταστάθηκε στον Πειραιά σε μια παραγκούλα και εκεί μεγάλωσε μόνο του. Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στο λιμάνι του Πειραιά.
Γράμματα δεν ήξερε ούτε πολλά πράγματα από την πίστη μας. Είχε την μακαρία απλότητα και πίστη απλή και απερίεργη. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου νυμφεύθηκε, έκανε δυο παιδιά και μετακόμισε με την οικογένειά του στην Νίκαια.
Κάθε πρωί πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά για να βγάλη το ψωμάκι του.

Περνούσε όμως κάθε μέρα το πρωί από το ναό του αγίου Σπυρίδωνος, έμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστά στο τέμπλο , έβγαζε το καπελάκι του και έλεγε: «Καλημέρα Χριστέ μου, είμαι ο Συμεών. Βοήθησέ με να βγάλω το ψωμάκι μου».
Το βράδυ που τελείωνε την δουλειά του ξαναπερνούσε από την Εκκλησία, πήγαινε μπροστά στο τέμπλο και έλεγε: «Καλησπέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες και σήμερα».
Και έτσι περνούσαν τα χρόνια του ευλογημένου Συμεών...
Περίπου το έτος 1950 όλα τα μέλη της οικογενείας του αρρώστησαν από φυματίωση και εκοιμήθησαν εν Κυρίω.
Έμεινε ολομόναχος ο Συμεών και συνέχισε αγόγγυστα την δουλειά του αλλά και δεν παρέλειπε να περνά από τον άγιο Σπυρίδωνα να καλημερίζη και να καλησπερίζη τον Χριστό, ζητώντας την βοήθειά Του και ευχαριστώντας Τον.

Ὁ ἄγγελος καὶ τὸ κρεμμύδι

 


Στοὺς Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ περιλαμβάνεται μία λαϊκὴ ἱστορία, σχετικὰ μὲ μία ἡλικιωμένη γυναίκα ποὺ δὲν ἔζησε σωστὰ καὶ μετὰ θάνατον βρέθηκε σὲ μία λίμνη ἀπὸ φωτιά. Ὁ φύλακας Ἄγγελός της προσπαθοῦσε νὰ κάνει ὅ,τι μποροῦσε, γιὰ νὰ τὴν βοηθήσει. Ἡ μόνη καλή πράξη ὅμως ποὺ θυμόταν, ὅτι ἔκανε αὐτὴ ἡ γυναίκα ὅταν ζοῦσε, ἦταν ποὺ εἶχε δώσει κάποτε ἀπὸ τὸν κῆπο της ἕνα κρεμμύδι σὲ μία ζητιάνα. Πῆρε λοιπὸν ὁ ἄγγελος τὸ κρεμμύδι, εἶπε στὴ γυναῖκα νὰ πιαστεῖ ἀπ’ αὐτὸ κι ἄρχισε νὰ τὴν τραβᾶ ἔξω ἀπὸ τὴ λίμνη.

Μέσα στὴ λίμνη, ὅμως, δὲν ἦταν μόνη της. Ὅταν οἱ ἄλλοι εἶδαν τί συνέβαινε, μαζεύτηκαν τριγύρω καὶ κρεμάστηκαν πάνω της, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ συρθοῦν κι αὐτοὶ ἔξω μαζί της. Τότε ὅμως ἡ γυναίκα, μὲ τρόμο καὶ ἀγανάκτηση, ἄρχισε νὰ τοὺς κλωτσᾶ. «Ἀφῆστε με», φώναξε. «Ἐμένα τραβᾶ ἔξω, ὄχι ἐσᾶς. Δικό μου εἶναι τὸ κρεμμύδι, ὄχι δικό σας». Τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ εἶπε αὐτό, τὸ κρεμμύδι ἔσπασε στὰ δυὸ καὶ ἡ γυναίκα ἔπεσε πίσω, μέσα στὴ λίμνη. Καὶ ἐκεῖ μέσα καίγεται μέχρι σήμερα.

Ἐὰν ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα ἔλεγε μόνο, «αὐτὸ εἶναι τὸ κρεμμύδι μας», δὲν θὰ ἀποδεικνυόταν ἄραγε ἀρκετὰ δυνατὸ, γιὰ νὰ τοὺς τραβήξει ὅλους ἔξω ἀπὸ τὴ φωτιά; Μόλις ὅμως εἶπε «εἶναι δικό μου, ὄχι δικό σας», ἔγινε κάτι λιγότερο ἀπὸ ἄνθρωπος. Μὲ τὸ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ μοίρασμα, ἀρνήθηκε τὴν προσωπικότητά της. Ὁ γνήσιος ἄνθρωπος, πιστὸς στὴν εἰκόνα τῆς τρισυπόστατης Θεότητας, εἶναι αὐτὸς ποὺ πάντοτε λέει, ὄχι «ἐγώ» ἀλλὰ «ἐμεῖς», ὄχι «δικό μου» ἀλλὰ «δικό μας».

Για τον δολοφόνο αρχιληστή Δαβίδ που απείλησε για να τον κάνουν μοναχό και τελικά έγινε θαυματουργός!

 

            

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Για τον αρχιληστή Δαβίδ, ο οποίος έγινε ύστερα μοναχός.

 

Πήγαμε στη Θηβαΐδα κι επισκεφτήκαμε κοντά στην πόλη του Αντίνοου1 το σοφιστή Φοιβάμωνα χάριν ωφελείας. Αυτός μας διηγήθηκε ότι ήταν κάποιος ληστής κατά τα μέρη της ερημουπόλεως2 στο όνομα Δαβίδ, ο οποίος είχε πολλούς γυμνώσει, πολλούς δε και φονεύσει κι είχε κάνει και πάμπολλα κακά, μπορώ να πω, όσο κανείς άλλος.

Κάποτε λοιπόν, ενώ ήταν ακόμα στο βουνό και λήστευε έχοντας μαζί του περισσότερους από τριάντα, ήρθε στον εαυτό του, μετανόησε για όσα κακά διέπραξε και αφήνοντας όλους τους συντρόφους του, πήγε σε μοναστήρι.

Όταν χτύπησε τη θύρα του μοναστηριού, βγήκε ο θυρωρός και του λέει: «Τι θέλεις»;

Τότε ο αρχιληστής του λέει: «Θέλω να γίνω μοναχός».

Και μπήκε ο θυρωρός κι ανάγγειλε στον αββά την υπόθεσή του. Βγήκε λοιπόν ο αββάς και βλέποντας ότι ήταν γέροντας, του λέει: «Δεν μπορείς να μείνεις εδώ, γιατί έχουν πολύ κόπο οι αδελφοί κι η άσκησή τους είναι μεγάλη κι έχεις αλλιώς συνηθίσει και δεν μπορείς να αντέξεις τον κανόνα του μοναστηριού».

Αυτός όμως τον παρακαλούσε κι έλεγε: «Ναι, μπορώ να τα κάνω, μόνο δέξου με».

Ο αββάς όμως επέμενε κι έλεγε: «δεν το κάνεις».

ΑΓΑΠΗ ΤΟ ΣΩΤΗΡΙΟ «ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ», μία ψυχωφελής ιστορία από την Κίνα!

                          

Πριν από πολύ καιρό στην Κίνα, μια κοπέλα παντρεύτηκε και πήγε να ζήσει με τον σύζυγό της στο σπίτι της πεθεράς της.
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, η κοπέλα διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να συμβιώσει με την πεθερά της. Ο χαρακτήρας τους ήταν πολύ διαφορετικός, και η κοπέλα εκνευριζόταν από πολλές από τις συνήθειες της πεθεράς της. Επιπλέον, η πεθερά επέκρινε διαρκώς τη κοπέλα.
Ο καιρός περνούσε αλλά η κοπέλα και η πεθερά συνέχιζαν να τσακώνονται και να διαφωνούν. Όμως αυτό που έκανε την κατάσταση ακόμη χειρότερη ήταν ότι σύμφωνα με την αρχαία κινεζική παράδοση, η κοπέλα έπρεπε να υπακούει την πεθερά και να εκπληρώνει την κάθε επιθυμία της. Η ένταση και τα νεύρα στο σπίτι προκαλούσαν θλίψη στον άτυχο σύζυγο.
Η κοπέλα δεν μπορούσε να υπομένει άλλο την κακή διάθεση και την καταπίεση της πεθεράς της, και αποφάσισε να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Πήγε και συνάντησε ένα καλό φίλο του πατέρα της, τον Huang, ο οποίος πουλούσε βότανα. Του περιέγραψε την κατάσταση και του ζήτησε να της δώσει κάποιο δηλητήριο, έτσι ώστε να λύσει το πρόβλημα μια για πάντα. Ο Huang σκέφτηκε για λίγο, και μετά είπε: ”Θα σε βοηθήσω να λύσεις το πρόβλημά σου, αλλά θα πρέπει να με ακούσεις προσεκτικά και να κάνεις ότι σου πω”.

Ό Ιερέας παππούς μου Πατέρας Νικόλαος

Μπορεί να είναι ασπρόμαυρη εικόνα 2 άτομα

από τήν Πόμπια Ηρακλείου
τής Αγιοτόκου ιεράς νήσου Κρήτης
Κάποτε τὸ 1922, ἀρρώστησε βαριά, μικρὸ κοριτσάκι ἡ μεγάλη μου ἀδελφή. Ὁ πατέρας μου, ἦταν στρατιωτικὸς γιατρὸς στὴν Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία. Ὁ παππούς μου ἀπευθύνθηκε σὲ ἄλλο νεαρὸ τότε γιατρὸ τῆς Πόμπιας. Ἦταν καὶ σύντεκνος τῶν γονέων μου. Ὁ γιατρὸς αὐτὸς ἦταν πολὺ καλὸς ἄνθρωπος καὶ πολὺ ἐλεήμων ἀλλὰ πικραμένος. Θύμωνε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ γιατί ἔχασε νωρὶς τὴν γυναίκα του. Ἐξέτασε τὸ παιδί, τὴν ἀδελφή μου, καὶ εἶπε στὴν μάνα μου καὶ στὸν παππού μου ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἀδυνατεῖ νὰ βοηθήσει. Τὸ μόνο ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν εἶναι, νὰ ἀποτανθοῦν στὸν Χριστὸ καὶ στὴ μητέρα Του (τοὺς κατονόμασε μὲ ὑβριστικὰ λόγια) καὶ ἂν ὑπάρχουν, νὰ ἐπέμβουν καὶ νὰ βοηθήσουν. Ὁ παππούς μου κατελήφθη ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση. Τὸν πέταξε ἔξω βίαια καὶ τοῦ εἶπε: «Τί εἶπες μωρέ; Ἔκανα πολλὰ χρόνια μὲ τὴν Τουρκιὰ καὶ τέτοια λόγια δὲν ἄκουσα γιὰ τὸν Κύριο καὶ τὴν Θεοτόκο. Καὶ ἐσὺ βαπτισμένος καὶ μυρωμένος λὲς τέτοια λόγια; Αὐτὴ μωρὲ ἡ Παναγία θὰ κάνει καλὰ τὸ παιδί μας! Ἀλλὰ ἡ ἀσθένεια θὰ πέσει πάνω σου γιὰ νὰ παιδαγωγηθεῖς!». Ἡ μάνα μου τοῦ φώναξε: «μὴ πατέρα! Εἶναι σύντεκνός μας». Καὶ ὁ παππούς μου, τῆς ἀπάντησε αὐστηρά: «αὐτὸς μωρὲ βρίζει Αὐτὸν ποὺ κρύβεται στὸ Ἅγιο Μύρο καὶ ἐσὺ σκᾶς γιὰ τὴν συντεκνιά;». Πῆρε τὸ μπαστουνάκι του καὶ ἀνηφόρισε στὸν ἱερὸ βράχο τῆς Πόμπιας στὴν Παναγία τὴν Καληωρίτισσα. Τὸν ἀκολούθησαν κρυφὰ κάποιες γειτόνισσες. Ἡ Κατερίνα ἡ Στεφανάκη καὶ ἄλλες. Γονάτισε στὴ μέση της Ἐκκλησίας καὶ μὲ λυγμοὺς εἶπε:
«Κυρία τῶν Ἀγγέλων! Πολλὰ χρόνια σὲ ὑπηρετῶ! Ρουσφέτι δὲν σοῦ ζήτησα ἀλλὰ σήμερα σοῦ ζητῶ! Γιάτρεψε τὸ παιδί μας γιὰ νὰ δείξεις ὅτι εἶσαι ἡ Ἀρχιγιάτρισσα. Γιὰ νὰ καταισχυνθοῦν οἱ ὑβρίζοντες σε καὶ νὰ χαρεῖ καὶ ἡ δική μου πονεμένη καρδιά…».

Αν δεν γίνουμε σαν τα παιδιά…


Ένα μικρό κορίτσι μιλούσε με το δάσκαλό της για τις φάλαινες.

Ο δάσκαλος είπε ότι είναι φύσει αδύνατο μια φάλαινα να καταπιεί έναν άνθρωπο, γιατί αν και είναι ένα πολύ μεγάλο θηλαστικό, ο λαιμός του είναι πολύ μικρός.
Το μικρό κορίτσι επισήμανε ότι μια φάλαινα είχε καταπιεί τον Ιωνά.
Ενοχλημένος ο δάσκαλος επέμεινε ότι μια φάλαινα δεν μπορεί να καταπιεί έναν άνθρωπο.
Τότε το μικρό κορίτσι είπε:
«Όταν θα πάω στον παράδεισο, θα ρωτήσω τον Ιωνά».
Και ο δάσκαλος τη ρώτησε:
«Και αν ο Ιωνάς έχει πάει στην κόλαση»;
Και η μικρή απάντησε:
«Τότε θα τον ρωτήσεις εσύ»!

-Έλα ρε μάνα τώρα, που νηστεύουν τα σπουργίτια τον 15αύγουστο ...

                                

ΚΙ  ΌΜΩΣ...
Ήταν ένα ζεστό καλοκαιριάτικο μεσημέρι του Ιούνη του 2019. Είπα να πάω να δω λίγο τη μάνα μου.
Την είδα να κρατά ένα δισκάκι με δυο φέτες βρεγμένο ψωμί. Προχωρούσε αργά με μικρά βήματα στην αυλή του σπιτιού μας . Απίθωσε με τρεμάμενα χέρια το ψωμί στον φούρνο.
Μα τι έκανε ;
Απρόσμενα ένα σμήνος σπουργίτια κατέβηκαν από το πουθενά κι άρχισαν χαρούμενα να τσιμπολογούν τα βρεγμένα ψιχουλάκια. Τραγουδούσαν , πετάριζαν με τα μικρά τους φτεράκια, χοροπηδούσαν εδώ κι εκεί.
Ήταν ένα πανέμορφο θέαμα . Φιλονικούσαν , σπρώχνονταν να χωρέσουν στη στέγη του φούρνου , κελαηδούσαν μες την τρελή χαρά.
Ήταν τρισευτυχισμένα .
-Τα καημένα σχολίασε η γριά μάνα μου.
Εδώ και χρόνια , τα ταΐζω κάθε μεσημέρι.Πεινούν κι αυτά .Δεν βρίσκουν εύκολα φαγητό.
Κοίταξέ τα για λίγα ψίχουλα πόση χαρά νιώθουν, άκου τι ωραία κελαηδούν, ευχαριστούν τον Θεό για το λιγοστό ψωμάκι, δοξολογούν τον Πλάστη τους …
Έμεινα άφωνη να τα κοιτάζω.
Την μάνα μου την καλόψυχη , την σπλαχνική , που συμπόνεσε ακόμη και τα σπουργίτια.
Εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ να ταΐσω τα σπουργίτια και μάλιστα επί σταθερής βάσης.
Ναι, να φροντίσουμε αδέσποτα σκυλιά γατιά , λίγα ψίχουλα τον χειμώνα , αλλά κάτι τέτοιο δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου.
Σκέφτηκα για πολλοστή φορά ότι την αξιοσύνη της μάνας μας δεν μπορέσαμε να την φτάσουμε ποτέ κανένα της παιδί

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΙΣΑ!


 Το παρακάτω περιστατικό συνέβη σ΄ ένα ορφανοτροφείο στη Ρωσία, όπου περιθάλπονται μικρά παιδάκια, εγκαταλελειμμένα και κακοποιημένα. Στο ορφανοτροφείο, λοιπόν, αυτό, πήγε παραμονές Χριστουγέννων ένας καθηγητής να μιλήσει στα παιδιά για τη μεγάλη αυτή γιορτή. Τα περισσότερα απ’ αυτά άκουγαν για πρώτη φορά για το Χριστό και για τη Γέννηση του. Ένα αγοράκι έξι χρονών, ο Μίσα, άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή τα λόγια του καθηγητή.

    Στη συνέχεια δόθηκαν στα παιδιά υλικά για να φτιάξουν τη σπηλιά, τη φάτνη και όλα τα σχετικά.

  Παρακολουθώντας ο καθηγητής τα χειροτεχνήματα των παιδιών, πρόσεξε κάτι πού του έκαμε εντύπωση σε εκείνο του Μίσα. Μέσα στη φάτνη τοποθέτησε δύο μωρά.

   - Ο ένας είναι ο Χριστός, του είπε ο καθηγητής. Ποιό είναι το άλλο παιδάκι στην κούνια;

Ο Πατήρ Αρσένιος σε Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης

Ο πατήρ Αρσένιος κατά τη σύλληψή του από σοβιετικό καθεστώς.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Οι μπότες

Αναμνήσεις του κρατουμένου Αντρεσένκο, γραμμένες το 1966 για τον Ρώσσο Ιερομόναχο π. Αρσένιο (1894-1975) κατά την διάρκεια της φυλάκισης τους σε Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης.

Έμενα στο θάλαμο του π. Αρσενίου, αλλά δεν είχα επαφές μαζί του. Η ευκαιρία να γνωρίσω το μεγαλείο της ψυχής του μου δόθηκε το 1954. Και η αιτία ήταν… ένα ζευγάρι παλιές τσόχινες μπότες!

Θα πάρω όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Μόλις είχε μπει ο χειμώνας, χειμώνας βαρύς και άγριος. Την εποχή αυτή τα πόδια χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα. Πρέπει να είναι στεγνά και ζεστά, αλλιώς ξεπαγιάζουν, πρήζονται και τελικά νεκρώνονται.

Όταν γυρίζαμε από τη δουλειά, τα πόδια μας ήταν παγωμένα και πονούσαν αφόρητα. Οι μπότες μούσκεμα. Πώς όμως να τις στεγνώσεις; Δίπλα στις ξυλόσομπες έβαζαν τις μπότες τους κάθε βράδυ οι εγκληματίες. Πού χώρος για τις δικές μας. Μόνο [αργά] τη νύχτα μπορούσαμε να τις στεγνώσουμε, αλλά τότε, χωρίς αμφιβολία, θα έκαναν… φτερά.

Έτσι έμεναν σχεδόν πάντα βρεγμένες.

Μια μέρα, την ώρα της δουλειάς τα πόδια μου χώθηκαν μέσα σ’ ένα ρυάκι. Μέχρι το βράδυ πάγωσαν εντελώς. Οι φτέρνες κόλλησαν στις μπότες. Τα πέλματα με πονούσαν φρικτά.

Σύρθηκα ως την παράγκα. Δεν είχα κουράγιο να πάω για φαγητό. Έπεσα στο κρεβάτι βογγώντας.
«Σήμερα-αύριο ψοφάω», συλλογίστηκα ανατριχιάζοντας, πριν βυθιστώ σ’ έναν εφιαλτικό λήθαργο.

Σε μια στιγμή, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, αισθάνομαι ότι κάποιος προσπαθεί να μου βγάλει τις μπότες.

Μεγάλη υπόθεση η εμπιστοσύνη στον Θεό!

Μεγάλη υπόθεση η εμπιστοσύνη στον Θεό!


    
 
Ο ΑΒΒΑΣ Μωϋσής κάποτε αποφάσισε να κατοικήση σε μια απρόσιτη σπηλιά, στη ρίζα μιας απότομης προεξοχής του βουνού. Ανέβαινε και συλλογιζόταν:
— Καλά όλα τ’ άλλα, μα που θα βρίσκω νερό σε τούτο τον ξερότοπο;
Τό λεγε και το ξανάλεγε κι άρχισε να κλονίζεται. Τότε άκουσε φωνή να του λέγη:
— Προχώρει αμέριμνος και άφησε αυτή τη φροντίδα σε μένα.
Πήρε θάρρος κι έκανε κατοικία του το σπήλαιο. Ύστερα από λίγο καιρό πήγαν να τον ιδούν δύο συνασκηταί του από τη σκήτη. Δεν του βρισκόταν παρά ένα μικρό σταμνί νερό που το ξόδεψε να βράση λίγες φακές για να τους φιλοξενήση. Άρχισε τότε να στενοχωριέται και με φανερή αδημονία έμπαινε κι έβγαινε στο σπήλαιο και παρακαλούσε τον Θεό για νερό.
Ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε κανείς, ένα σύννεφο παρασυρμένο από τον άνεμο πήγε κι εστάθηκε πάνω από τη σπηλιά κι έρριξε τόση βροχή, όση χρειάστηκε να γεμίση όλα του τα σταμνιά ο Μωϋσής.
Οι Γέροντες, που δεν τους διέφυγε η αδημονία του, τον ρώτησαν ύστερα από το φαγητό:
— Τι είχες πάθει το πρωί και πηγαινοερχόσουν με τόση ανησυχία;