O ΠΑΠΑΣ, Ο ΑΘΕΟΣ ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΑΣ!!!!
Ῥεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου
Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων, ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτήν, πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον -ἐκεῖ ἀνάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρώγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρη, καὶ τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμποῦκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμόν, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.
Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμόν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὡς πενήντα πέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαγχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρύς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικὰ τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρήν, ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του, ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.
Ας συγκρίνουμε την συμπεριφορά του Αγίου απέναντι στην γιαγιά με την συμπεριφορά των σημερινών εκκλησιαστικών ταγών και θεολόγων και ας βγάλουμε τα συμπεράσματά μας
Αλλά και την συμπεριφορά της γιαγιάς με την δίκη μας συμπεριφορά.
Μὲ θυσία καὶ κόπο
Ἤταν τὸ ἔτος 1929. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ μεγάλος Σέρβος θεολόγος, σὲ ἡλικία 35 χρόνων ἦταν ἤδη καθηγητὴς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ στὸ Βελιγράδι.
Ἦταν καλοκαίρι, καὶ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Βράνιε μὲ προορισμὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Προχόρου. Ὁ δρόμος μέχρι τὸ Μοναστήρι ἦταν δύσβατος. Ὁ Ἅγιος χρησιμοποιοῦσε αὐτοκίνητο, γιὰ νὰ διασχίσει τὸν βουνίσιο δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Μοναστήρι.
Σὲ μιὰ λοιπὸν τέτοια ἐπίσκεψή του συνάντησε στὸν δρόμο του μιὰ γερόντισσα ποὺ κατευθυνόταν μὲ τὸ πόδια πρὸς τὸ Μοναστήρι. Τότε ὁ Ἅγιος ἔκανε νόημα στὸν ὁδηγὸ νὰ σταματήσει καὶ προσκάλεσε τὴ γριούλα νὰ ἀνέβει στὸ αὐτοκίνητο, ἀφοῦ κι ἐκεῖνος πήγαινε ὅπου κι αὐτή.
Σ’ εὐχαριστώ, παιδί μου, τοῦ ἀπάντησε ἡ γριούλα, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι φτωχή.
Ὁ Ἅγιος τῆς χαμογέλασε καὶ τὴ διαβεβαίωσε ὅτι δὲν θὰ πλήρωνε τίποτε. Τότε ἡ γερόντισσα τοῦ εἶπε:
-Δὲν τὸ ‘πα γι’ αὐτό, παιδί μου. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι φτωχή, δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο νὰ προσφέρω στὸν Ἅγιο πέρα ἀπὸ τὸν κόπο μου αὐτὸν. Τότε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος χτύπησε μὲ μιᾶς τὸ μέτωπό του ὡς ἔνδειξη κατάπληκτου θαυμασμοῦ καὶ μονολόγησε:
Ἡ ἐξομολόγηση ἑνός ἄθεου

Πρὶν ἀπὸ χρόνια, ὅταν ἤμουν ἐφημέριος στὸν ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Πειραιῶς, μὲ κάλεσαν νὰ ἐξομολογήσω ἐκτάκτως, κατόπιν δικῆς του ἐπιθυμίας, ἕναν νέο ἄνδρα, 42 ἐτῶν, τὸ ὄνομά του, ἦταν Ξενοφῶν.
Ὅταν πῆγα, ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση. Ὁ καρκίνος μὲ τὶς ραγδαῖες μεταστάσεις τὸν εἶχε προσβάλλει καὶ στὸ κεφάλι. Οἱ μέρες του, ἦταν μετρημένες. Ἦταν μόνος στὸν θάλαμο, τὸ διπλανὸ κρεββάτι ἦταν ἄδειο καὶ ἔτσι βρεθήκαμε μόνοι μας.
Καὶ μοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς, γιὰ τὸ πῶς πίστεψε, ἀφοῦ ὑπῆρξε, ὅπως τὸ τόνισε, «σκληρὸς ἄθεος» καὶ ἄπιστος:
«Ἦλθα ἐδῶ πρὶν ἀπὸ 35 περίπου μέρες, σ’ αὐτὸ τὸ δωμάτιο τῶν δύο κλινῶν. Δίπλα μου ἦταν ἤδη κάποιος ἄλλος ἄρρωστος, μεγάλος στὴν ἡλικία, 80 περίπου ἐτῶν. Αὐτὸς ὁ ἄρρωστος, πάτερ μου, παρὰ τοὺς φοβεροὺς πόνους ποὺ εἶχε στὰ κόκκαλα – ἐκεῖ τὸν εἶχε προσβάλει ὁ καρκίνος – συνεχῶς ἀναφωνοῦσε: «Δόξα Σοί, ὁ Θεός! Δόξα Σοί, ὁ Θεός!…»
Στὴ συνέχεια ἔλεγε καὶ πολλὲς ἄλλες προσευχές, ποὺ ἐγὼ ὁ ἀνεκκλησίαστος καὶ ἄθεος τὶς ἄκουγα γιὰ πρώτη φορά. Καὶ ὅμως, πολλὲς φορὲς μετὰ ἀπὸ τὶς προσευχές του ἠρεμοῦσε – καὶ ἐγὼ δὲν ξέρω μὲ ποιόν τρόπο – καὶ τὸν ἔπαιρνε γλυκύτατος ὕπνος. Ὕστερα ἀπὸ δύο-τρεῖς ὧρες ξυπνοῦσε ἀπὸ τοὺς ἀφόρητους πόνους, γιὰ νὰ ξαναρχίσει καὶ πάλι το:
“Χαῖρε, τό τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα”
“Ψάχνω τον Θεό να μου πει…”

Περιστατικὰ κρυπτοχριστιανῶν
Ἦταν Μάϊος μῆνας στὰ 1867. Τὸ ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Κρώμνης φανερώθηκαν ὡς Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὴν καρδιά, αὐτὸ ἔδωσε μεγάλο θάρρος στοὺς Σταυριῶτες, κι ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους. «Ἀφοῦ ὁ ἑκατοχρονίτης Μολλᾶ-Μπεχρὲμ’ ς πέταξε τὸ σαρίκι κι ἔβγαλε τὸν κίτρινο τσουμπέ, γιατί κι ἐμεῖς νὰ μὴν πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὴ ντροπὴ τοῦ ἀρνησίθρησκου;»
Γι’ αὐτὸ οἱ χωρικοὶ συγκεντρώθηκαν στὸ σπίτι τοῦ πρωτόπαπα τοῦ χωριοῦ, καὶ ἀφήνοντας κατὰ μέρος καὶ τὰ ψέματα, ἔκαναν τὴν ἑξῆς συμφωνία. «Δὲν ἔχει σημασία το ὅτι οἱ παποῦδες μας ἀρνήθηκαν τὸ Χριστὸ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους. Ἐμεῖς, κι ἂν ἀκόμα μᾶς σφάξουν, εἴμαστε ἀποφασισμένοι νὰ κάνουμε ὅπως ἔκαναν οἱ Κρωμέτες. Θὰ φανερώσουμε τὴν πίστη μας καὶ θὰ χάσουμε ὅλα μας τα ὑπάρχοντα, ἀρκεῖ νὰ βγοῦμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν κόλαση».
Καὶ ἀμέσως ὑπόγραψαν τὴ συμφωνία καὶ πῆραν ἀπόφαση νὰ πᾶνε στὸ Κάνι καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τῶν πατέρων τους μπροστὰ στὸ Μουτασερίφη καὶ ὅλο τὸ Συμβούλιο.
Καὶ τότε ἔβλεπες στὸ Σταυρὶ ἕνα θέαμα ποὺ νὰ σπαράζη τὴν ἀνθρώπινη καρδιά. Ὅλοι ἀγκάλιαζαν τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους, ἔκλαιγαν καὶ τὰ ἀποχαιρετοῦσαν, ὄχι γιατί φοβοῦνταν γιὰ τὴν ἀπόφαση ποὺ ἔπαιρναν, ἀλλὰ γιὰ τὰ βάσανα ποὺ θὰ τοὺς ἐπέβαλε ἡ βάρβαρη κυβέρνηση τοῦ τόπου, ἡ ὁποία οὔτε νόμο εἶχε οὔτε πίστη, καὶ ἡ ὁποία ἦταν ἐξοργισμένη γιατί οἱ Σταυριῶτες πῆραν θάρρος ἀπὸ τοὺς Κρωμέτες καὶ ἀπὸ τοὺς Γιαγλί-ντερέδες.
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΩΝΑΣΗ!!
Τὸ χριστόψωμο
Ο Κύριος, ο σατανάς και τα πουλιά του ηλικιωμένου ιερέα

«Καλησπέρα Χριστέ μου...»

Ὁ ἄγγελος καὶ τὸ κρεμμύδι
Στοὺς Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ περιλαμβάνεται μία λαϊκὴ ἱστορία, σχετικὰ μὲ μία ἡλικιωμένη γυναίκα ποὺ δὲν ἔζησε σωστὰ καὶ μετὰ θάνατον βρέθηκε σὲ μία λίμνη ἀπὸ φωτιά. Ὁ φύλακας Ἄγγελός της προσπαθοῦσε νὰ κάνει ὅ,τι μποροῦσε, γιὰ νὰ τὴν βοηθήσει. Ἡ μόνη καλή πράξη ὅμως ποὺ θυμόταν, ὅτι ἔκανε αὐτὴ ἡ γυναίκα ὅταν ζοῦσε, ἦταν ποὺ εἶχε δώσει κάποτε ἀπὸ τὸν κῆπο της ἕνα κρεμμύδι σὲ μία ζητιάνα. Πῆρε λοιπὸν ὁ ἄγγελος τὸ κρεμμύδι, εἶπε στὴ γυναῖκα νὰ πιαστεῖ ἀπ’ αὐτὸ κι ἄρχισε νὰ τὴν τραβᾶ ἔξω ἀπὸ τὴ λίμνη.
Μέσα στὴ λίμνη, ὅμως, δὲν ἦταν μόνη της. Ὅταν οἱ ἄλλοι εἶδαν τί συνέβαινε, μαζεύτηκαν τριγύρω καὶ κρεμάστηκαν πάνω της, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ συρθοῦν κι αὐτοὶ ἔξω μαζί της. Τότε ὅμως ἡ γυναίκα, μὲ τρόμο καὶ ἀγανάκτηση, ἄρχισε νὰ τοὺς κλωτσᾶ. «Ἀφῆστε με», φώναξε. «Ἐμένα τραβᾶ ἔξω, ὄχι ἐσᾶς. Δικό μου εἶναι τὸ κρεμμύδι, ὄχι δικό σας». Τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ εἶπε αὐτό, τὸ κρεμμύδι ἔσπασε στὰ δυὸ καὶ ἡ γυναίκα ἔπεσε πίσω, μέσα στὴ λίμνη. Καὶ ἐκεῖ μέσα καίγεται μέχρι σήμερα.
Ἐὰν ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα ἔλεγε μόνο, «αὐτὸ εἶναι τὸ κρεμμύδι μας», δὲν θὰ ἀποδεικνυόταν ἄραγε ἀρκετὰ δυνατὸ, γιὰ νὰ τοὺς τραβήξει ὅλους ἔξω ἀπὸ τὴ φωτιά; Μόλις ὅμως εἶπε «εἶναι δικό μου, ὄχι δικό σας», ἔγινε κάτι λιγότερο ἀπὸ ἄνθρωπος. Μὲ τὸ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ μοίρασμα, ἀρνήθηκε τὴν προσωπικότητά της. Ὁ γνήσιος ἄνθρωπος, πιστὸς στὴν εἰκόνα τῆς τρισυπόστατης Θεότητας, εἶναι αὐτὸς ποὺ πάντοτε λέει, ὄχι «ἐγώ» ἀλλὰ «ἐμεῖς», ὄχι «δικό μου» ἀλλὰ «δικό μας».
Για τον δολοφόνο αρχιληστή Δαβίδ που απείλησε για να τον κάνουν μοναχό και τελικά έγινε θαυματουργός!

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Για τον αρχιληστή Δαβίδ, ο οποίος έγινε ύστερα μοναχός.
Πήγαμε στη Θηβαΐδα κι επισκεφτήκαμε κοντά στην πόλη του Αντίνοου1 το σοφιστή Φοιβάμωνα χάριν ωφελείας. Αυτός μας διηγήθηκε ότι ήταν κάποιος ληστής κατά τα μέρη της ερημουπόλεως2 στο όνομα Δαβίδ, ο οποίος είχε πολλούς γυμνώσει, πολλούς δε και φονεύσει κι είχε κάνει και πάμπολλα κακά, μπορώ να πω, όσο κανείς άλλος.
Κάποτε λοιπόν, ενώ ήταν ακόμα στο βουνό και λήστευε έχοντας μαζί του περισσότερους από τριάντα, ήρθε στον εαυτό του, μετανόησε για όσα κακά διέπραξε και αφήνοντας όλους τους συντρόφους του, πήγε σε μοναστήρι.
Όταν χτύπησε τη θύρα του μοναστηριού, βγήκε ο θυρωρός και του λέει: «Τι θέλεις»;
Τότε ο αρχιληστής του λέει: «Θέλω να γίνω μοναχός».
Και μπήκε ο θυρωρός κι ανάγγειλε στον αββά την υπόθεσή του. Βγήκε λοιπόν ο αββάς και βλέποντας ότι ήταν γέροντας, του λέει: «Δεν μπορείς να μείνεις εδώ, γιατί έχουν πολύ κόπο οι αδελφοί κι η άσκησή τους είναι μεγάλη κι έχεις αλλιώς συνηθίσει και δεν μπορείς να αντέξεις τον κανόνα του μοναστηριού».
Αυτός όμως τον παρακαλούσε κι έλεγε: «Ναι, μπορώ να τα κάνω, μόνο δέξου με».
Ο αββάς όμως επέμενε κι έλεγε: «δεν το κάνεις».
ΑΓΑΠΗ ΤΟ ΣΩΤΗΡΙΟ «ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ», μία ψυχωφελής ιστορία από την Κίνα!
Ό Ιερέας παππούς μου Πατέρας Νικόλαος
Αν δεν γίνουμε σαν τα παιδιά…
Ένα μικρό κορίτσι μιλούσε με το δάσκαλό της για τις φάλαινες.
-Έλα ρε μάνα τώρα, που νηστεύουν τα σπουργίτια τον 15αύγουστο ...

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΙΣΑ!
Το παρακάτω περιστατικό συνέβη σ΄ ένα ορφανοτροφείο στη Ρωσία, όπου
περιθάλπονται μικρά παιδάκια, εγκαταλελειμμένα και κακοποιημένα. Στο
ορφανοτροφείο, λοιπόν, αυτό, πήγε παραμονές Χριστουγέννων ένας καθηγητής να
μιλήσει στα παιδιά για τη μεγάλη αυτή γιορτή. Τα περισσότερα απ’ αυτά άκουγαν
για πρώτη φορά για το Χριστό και για τη Γέννηση του. Ένα αγοράκι έξι χρονών, ο
Μίσα, άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή τα λόγια του καθηγητή.
Στη συνέχεια δόθηκαν
στα παιδιά υλικά για να φτιάξουν τη σπηλιά, τη φάτνη και όλα τα σχετικά.
Παρακολουθώντας ο καθηγητής
τα χειροτεχνήματα των παιδιών, πρόσεξε κάτι πού του έκαμε εντύπωση σε εκείνο
του Μίσα. Μέσα στη φάτνη τοποθέτησε δύο μωρά.
- Ο ένας είναι ο Χριστός, του είπε ο καθηγητής. Ποιό είναι το άλλο παιδάκι στην κούνια;
Ο Πατήρ Αρσένιος σε Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης

Ο πατήρ Αρσένιος κατά τη σύλληψή του από σοβιετικό καθεστώς.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Οι μπότες
Αναμνήσεις του κρατουμένου Αντρεσένκο, γραμμένες το 1966 για τον Ρώσσο Ιερομόναχο π. Αρσένιο (1894-1975) κατά την διάρκεια της φυλάκισης τους σε Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης.
Έμενα στο θάλαμο του π. Αρσενίου, αλλά δεν είχα επαφές μαζί του. Η ευκαιρία να γνωρίσω το μεγαλείο της ψυχής του μου δόθηκε το 1954. Και η αιτία ήταν… ένα ζευγάρι παλιές τσόχινες μπότες!
Θα πάρω όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Μόλις είχε μπει ο χειμώνας, χειμώνας βαρύς και άγριος. Την εποχή αυτή τα πόδια χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα. Πρέπει να είναι στεγνά και ζεστά, αλλιώς ξεπαγιάζουν, πρήζονται και τελικά νεκρώνονται.
Όταν γυρίζαμε από τη δουλειά, τα πόδια μας ήταν παγωμένα και πονούσαν αφόρητα. Οι μπότες μούσκεμα. Πώς όμως να τις στεγνώσεις; Δίπλα στις ξυλόσομπες έβαζαν τις μπότες τους κάθε βράδυ οι εγκληματίες. Πού χώρος για τις δικές μας. Μόνο [αργά] τη νύχτα μπορούσαμε να τις στεγνώσουμε, αλλά τότε, χωρίς αμφιβολία, θα έκαναν… φτερά.
Έτσι έμεναν σχεδόν πάντα βρεγμένες.
Μια μέρα, την ώρα της δουλειάς τα πόδια μου χώθηκαν μέσα σ’ ένα ρυάκι. Μέχρι το βράδυ πάγωσαν εντελώς. Οι φτέρνες κόλλησαν στις μπότες. Τα πέλματα με πονούσαν φρικτά.
Σύρθηκα ως την παράγκα. Δεν είχα κουράγιο να πάω για φαγητό. Έπεσα στο κρεβάτι βογγώντας.
«Σήμερα-αύριο ψοφάω», συλλογίστηκα ανατριχιάζοντας, πριν βυθιστώ σ’ έναν εφιαλτικό λήθαργο.
Σε μια στιγμή, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, αισθάνομαι ότι κάποιος προσπαθεί να μου βγάλει τις μπότες.
Μεγάλη υπόθεση η εμπιστοσύνη στον Θεό!
