Στοὺς Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ περιλαμβάνεται μία λαϊκὴ ἱστορία, σχετικὰ μὲ μία ἡλικιωμένη γυναίκα ποὺ δὲν ἔζησε σωστὰ καὶ μετὰ θάνατον βρέθηκε σὲ μία λίμνη ἀπὸ φωτιά. Ὁ φύλακας Ἄγγελός της προσπαθοῦσε νὰ κάνει ὅ,τι μποροῦσε, γιὰ νὰ τὴν βοηθήσει. Ἡ μόνη καλή πράξη ὅμως ποὺ θυμόταν, ὅτι ἔκανε αὐτὴ ἡ γυναίκα ὅταν ζοῦσε, ἦταν ποὺ εἶχε δώσει κάποτε ἀπὸ τὸν κῆπο της ἕνα κρεμμύδι σὲ μία ζητιάνα. Πῆρε λοιπὸν ὁ ἄγγελος τὸ κρεμμύδι, εἶπε στὴ γυναῖκα νὰ πιαστεῖ ἀπ’ αὐτὸ κι ἄρχισε νὰ τὴν τραβᾶ ἔξω ἀπὸ τὴ λίμνη.
Μέσα στὴ λίμνη, ὅμως, δὲν ἦταν μόνη της. Ὅταν οἱ ἄλλοι εἶδαν τί συνέβαινε, μαζεύτηκαν τριγύρω καὶ κρεμάστηκαν πάνω της, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ συρθοῦν κι αὐτοὶ ἔξω μαζί της. Τότε ὅμως ἡ γυναίκα, μὲ τρόμο καὶ ἀγανάκτηση, ἄρχισε νὰ τοὺς κλωτσᾶ. «Ἀφῆστε με», φώναξε. «Ἐμένα τραβᾶ ἔξω, ὄχι ἐσᾶς. Δικό μου εἶναι τὸ κρεμμύδι, ὄχι δικό σας». Τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ εἶπε αὐτό, τὸ κρεμμύδι ἔσπασε στὰ δυὸ καὶ ἡ γυναίκα ἔπεσε πίσω, μέσα στὴ λίμνη. Καὶ ἐκεῖ μέσα καίγεται μέχρι σήμερα.
Ἐὰν ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα ἔλεγε μόνο, «αὐτὸ εἶναι τὸ κρεμμύδι μας», δὲν θὰ ἀποδεικνυόταν ἄραγε ἀρκετὰ δυνατὸ, γιὰ νὰ τοὺς τραβήξει ὅλους ἔξω ἀπὸ τὴ φωτιά; Μόλις ὅμως εἶπε «εἶναι δικό μου, ὄχι δικό σας», ἔγινε κάτι λιγότερο ἀπὸ ἄνθρωπος. Μὲ τὸ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ μοίρασμα, ἀρνήθηκε τὴν προσωπικότητά της. Ὁ γνήσιος ἄνθρωπος, πιστὸς στὴν εἰκόνα τῆς τρισυπόστατης Θεότητας, εἶναι αὐτὸς ποὺ πάντοτε λέει, ὄχι «ἐγώ» ἀλλὰ «ἐμεῖς», ὄχι «δικό μου» ἀλλὰ «δικό μας».
Ἡ προσευχὴ, ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μᾶς δίδαξε, ἀρχίζει μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» κι ὄχι «Πάτερ μου». Αὐτὸ ποὺ ἔκανε τὴν πρώτη ἀποστολικὴ κοινότητα τῶν Χριστιανῶν στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ ξεχωρίσει ἦταν ἀκριβῶς ἡ πράξη τῆς μοιρασιᾶς. «Ἦσαν δὲ προσκατεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς (…) πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά» (Πράξ. 2:42-4). Ὡς Χριστιανοὶ δεκαεννιὰ αἰῶνες ἀργότερα, πόσο ἀπεγνωσμένα χρειαζόμαστε νὰ ἀνακτήσουμε αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς κοινωνίας, νὰ ξαναμάθουμε, πῶς νὰ μοιραζόμαστε τὸ κρεμμύδι.
Ὅπως δείχνει ἡ παραβολὴ τῶν προβάτων καὶ τῶν ἐριφίων (Μάτθ. 25:31-46), τὸ κριτήριο τῆς θείας κρίσης στὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ εἶναι οἱ ἐσωτερικές μου σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα, οἱ θεῖες ὀπτασίες καὶ οἱ ἐκστάσεις μου. Οὔτε θὰ ἐρωτηθῶ γιὰ τὴ μοναχική μου ἄσκηση, τὶς νηστεῖες καὶ τὶς μετάνοιες. Θὰ μοῦ ζητηθεῖ ὅμως νὰ πῶ, ἂν ἔδωσα τροφὴ στοὺς πεινασμένους, ἂν ἐπισκέφθηκα τοὺς φυλακισμένους καὶ τοὺς ἄρρωστους, ἂν φιλοξένησα τοὺς ξένους. Γι’ αὐτὰ ὅλα θὰ ἐρωτηθῶ. Μὲ ἄλλα λόγια, πῶς ἤσαν οἱ σχέσεις μου μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους; Ἤξερα νὰ μοιράζομαι; Ἤμουν ἁπλῶς ἕνα ἄτομο κλεισμένο στὸν ἑαυτό μου; Ἤ ἤμουν ἕνα αὐθεντικὸ πρόσωπο, ποὺ ζοῦσα σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους; Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ ποὺ η λέξη πρόσωπο σημαίνει, ἐπίσης, καὶ «ὄψη». Εἶμαι ἕνα ζωντανὸ πρόσωπο, ποὺ ξεχωρίζω ἀπὸ τὰ ἄλλα μόνο ὅταν στέκω ἀπέναντί τους, τὰ ἀντικρύζω, τὰ κοιτάζω μέσα στὰ μάτια καὶ αὐτὰ κοιτάζουν ἐμένα. Το Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ κατοικεῖ μέσα στὴν καρδιά μας εἶναι Πνεῦμα κοινωνίας: κάνοντάς μας διαφορετικούς, μᾶς κάνει ὅλους ἕνα.
Ζώντας σὲ μία κοινωνία ποὺ μεγαλώνει ὁλοένα πιὸ ψυχρὰ καὶ ἀδιάφορα, εἶναι χριστιανικό μας καθῆκον νὰ ἐπαναβεβαιώσουμε τὸ νόημα τῆς προσωπικῆς κοινωνίας. Δὲν πρέπει νὰ ἐπιτρέψουμε στὶς μηχανὲς νὰ κυριαρχήσουν.