Ὅταν ὁ Κάιν ἔκανε τὴν ἀδελφοκτονία κι ἑτοιμάστηκε νὰ
δεχτεῖ τὴν ποινή του, τὸν θάνατο, ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν βεβαίωση ὅτι δὲν θὰ πεθάνει,
ὅπως δὲν πέθαναν καὶ οἱ γονεῖς του ἀμέσως μετὰ τὸ ἁμάρτημά τους.
Ὁ Θεὸς ἔδωσε χρόνο στοὺς ἐπαναστάτες
τοῦ Παραδείσου γιὰ μετάνοια. Αὐτὸ ὁ Κάιν δὲν τὸ δέχτηκε ἔτσι καὶ καταπιάστηκε νὰ
οἰκοδομήσει τὴν εὐτυχία του, τὴν δική του καὶ τῶν ἀπογόνων του, χωρὶς τὴν εὐλογία
τοῦ Θεοῦ.
«Κάιν δὲ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν». Καταπιάστηκε
δηλαδὴ νὰ χτίζει πόλη. Ἡ πόλη ἀποτελοῦσε ἕνα καινούργιο Παράδεισο, ὅ,τι ἔβλεπε
γύρω του ἦταν φτιαγμένο ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ αὐτὸν τὸν τεχνητὸ Παράδεισο τὸν ἔκανε
καὶ σὰν κατήχηση στὸν υἱό του τὸν Ἐνὼχ καὶ στοὺς ἀπογόνους του.
Τοὺς κατηχοῦσε στὴν καινούργια θρησκεία, στὴ λατρεία τοῦ ἀνθρώπου ὡς καινούργιου Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Κάιν ὀνομάστηκαν ἄνθρωποι. (Τὴν πόλη ποὺ οἰκοδόμησε ὁ Κάιν τὴν ὀνόμασε Ἐνώχ–τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ του).