Ὅταν ὁ Κάιν ἔκανε τὴν ἀδελφοκτονία κι ἑτοιμάστηκε νὰ
δεχτεῖ τὴν ποινή του, τὸν θάνατο, ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν βεβαίωση ὅτι δὲν θὰ πεθάνει,
ὅπως δὲν πέθαναν καὶ οἱ γονεῖς του ἀμέσως μετὰ τὸ ἁμάρτημά τους.
Ὁ Θεὸς ἔδωσε χρόνο στοὺς ἐπαναστάτες
τοῦ Παραδείσου γιὰ μετάνοια. Αὐτὸ ὁ Κάιν δὲν τὸ δέχτηκε ἔτσι καὶ καταπιάστηκε νὰ
οἰκοδομήσει τὴν εὐτυχία του, τὴν δική του καὶ τῶν ἀπογόνων του, χωρὶς τὴν εὐλογία
τοῦ Θεοῦ.
«Κάιν δὲ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν». Καταπιάστηκε
δηλαδὴ νὰ χτίζει πόλη. Ἡ πόλη ἀποτελοῦσε ἕνα καινούργιο Παράδεισο, ὅ,τι ἔβλεπε
γύρω του ἦταν φτιαγμένο ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ αὐτὸν τὸν τεχνητὸ Παράδεισο τὸν ἔκανε
καὶ σὰν κατήχηση στὸν υἱό του τὸν Ἐνὼχ καὶ στοὺς ἀπογόνους του.
Τοὺς κατηχοῦσε στὴν καινούργια θρησκεία, στὴ λατρεία τοῦ ἀνθρώπου ὡς καινούργιου Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Κάιν ὀνομάστηκαν ἄνθρωποι. (Τὴν πόλη ποὺ οἰκοδόμησε ὁ Κάιν τὴν ὀνόμασε Ἐνώχ–τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ του).
Ὕστερα, ὅταν γεννήθηκε ὁ Σήθ, ὁ
συνεχιστὴς τῆς ἄλλης παράδοσης, τῆς παράδοσης ποὺ εἶχε ξεκινήσει ὁ Ἄβελ, δὲν ἤθελε
οἱ ἀπόγονοί του νὰ ὀνομάζονται ἄνθρωποι κι ἔτσι ὀνομάστηκαν «υἱοὶ Θεοῦ». Αὐτοὶ
δὲν κατοικοῦσαν σὲ πόλη· ἔβλεπαν γύρω τους τὰ θαυμάσια δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ
ζοῦσαν κοντὰ στοὺς γενάρχες τους, ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ «κατέναντι τοῦ
Παραδείσου» κι ἀπό ‘κεῖ τὸν ἔβλεπαν καὶ στέναζαν καὶ θρηνοῦσαν «οἵων ἀγαθῶν ἐστερήθησαν»
μὲ τὴν παρακοή τους.
Στὸ μεταξὺ ἡ πόλη τῶν ἀνθρώπων ζοῦσε
μέσα στὸ δημιουργικὸ ὀργασμὸ τῆς «ἀνάπτυξης καὶ τῆς προόδου». Μὲ τὰ ἐπινοημένα ἀγαθὰ
ἀπώθησαν κάθε ἀνάμνηση τοῦ Παραδείσου καὶ ῥίχτηκαν στὸν ἀγῶνα τῆς ἱκανοποίησης
τῶν ἐπιθυμιῶν τους.
Ἔτσι ἔφτασαν νὰ γίνουν σκάνδαλο γιὰ
τοὺς «υἱοὺς τοῦ Θεοῦ», ποὺ ἔβρισκαν τὶς θυγατέρες τῶν «ἀνθρώπων» ἑλκυστικότερες
καὶ ζευγάρωναν μαζί τους καὶ τότε χάθηκε σχεδὸν κάθε ἐλπίδα μετάνοιας καὶ ὁ Θεὸς
ἔφερε τὸν κατακλυσμό.
Δηλαδὴ ὅταν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς
γῆς ἔγιναν ἀστοί· καὶ οἱ ἀστοὶ μ’ ὅλη τὴν
πρόοδο καὶ τὴν ἀνάπτυξη δὲν κατάφεραν νὰ βροῦν τὴν εὐτυχία τους. Πάντως δὲν ἤθελαν
νὰ παραδεχτοῦν τὴν ἀποτυχία τους καὶ πίστευαν ὅτι χρειάζονται κάποιες
βελτιώσεις καὶ θεραπεῖες ποὺ θὰ καθιστοῦσαν τὴν ἁμαρτία τους αἰώνια· γι’ αὐτὸ ὁ
Θεὸς ἔφερε τὸν κατακλυσμό· τὸ κακὸ εἶχε γίνει στὴν πράξη ἀθεράπευτο.
Αὐτὴ ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου
γένους ἀκούγεται σὰν παραμύθι, γιατὶ ἐμεῖς οἱ ἀστοὶ ἀσκηθήκαμε σὲ ἄλλη γλῶσσα
καὶ σὲ ἄλλη λογική.
Ὁ Θεὸς ὅμως μᾶς μίλησε μέσῳ τοῦ
Μωυσῆ σ’ αὐτὴ τὴ γλῶσσα καὶ μ’ αὐτὴ τὴ
λογική. Ἐπειδὴ ὅμως ὅσα γράφει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι καὶ γεγονότα ἱστορικὰ ἀλλὰ
καὶ σύμβολα τῆς Ἱστορίας, αὐτὴ ἡ διήγηση τῆς Γένεσης ἐφαρμόζεται συμβολικὰ στὴν
παντοτινὴ καὶ τὴ σύγχρονη Ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.
Τώρα ποὺ γίναμε σχεδὸν ὅλοι ἀστοί,
μοιάζουμε πολὺ μὲ τὸ «ἀνθρώπινο γένος», πρὶν ἀπ’ τὸν κατακλυσμό.
Φαίνεται ὅμως πὼς στὸν τότε
κόσμο, ποὺ ἦταν ὀλιγάριθμος, ἐξαίρεση ἦταν
μόνον ὁ Νῶε, ποὺ ἄξιζε νὰ σωθεῖ μέσα στὴν Κιβωτό.
Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ δυὸ χιλιετίες ἐκκλησιαστικῆς
ἱστορίας, θὰ πρέπει νὰ ἔχει πολλοὺς Νῶε ἡ
οἰκουμένη καὶ αὐτοὶ οἱ Νῶε συγκρατοῦν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ καὶ καθυστεροῦν τὴν«δικαίαν
αὐτοῦ ἀπειλήν».
Κωνσταντίνου Γανωτῆ
Ἡ εὐτυχία τῶν ἀστῶν
Τεῦχος 359, Ἰούνιος 2023
Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία