Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριακή Δ΄ Λουκά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριακή Δ΄ Λουκά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο λίβελλος αποκήρυξης της ενωτικής συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) ως έκφραση της εκκλησιολογίας της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787).



Του Βασιλείου Ι. Τουλουμτσή,

Μ.Δ.Ε Δογματικής Θεολογίας

Η Εκκλησία, ως το μυστηριακό σώμα του Χριστού, έχει δεδομένη, αδιάσπαστη και αμετάβλητη τη ζωή της, η οποία ως διαχρονική αλήθεια, παραδίδεται αναλλοίωτα στο πέρασμα του συμβατικού ροώδους χρόνου. Αρραγές θεμέλιο ενότητας της Εκκλησίας αποτελεί η παραδοθείσα πίστη, η δογματική έκφραση της οποίας οριοθετεί τη γνησιότητα του αγιοπνευματικού βιώματος της εν μετοχή γνώσης του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε διαφοροποίηση από το ενοειδές της πίστεως, σηματοδοτεί ένα διαφορετικό βίωμα, το οποίο δεν ανήκει στην Εκκλησία αλλά στον κόσμο. Σε αυτήν όμως την περίπτωση η θεολογία της Εκκλησίας μετατρέπεται σε ένα σύνολο απόψεων περί Θεού, οι οποίες όμως κατ’ ουσίαν ουδόλως περιγράφουν τον Θεό, αλλά μάλλον τα διάφορα είδωλά Του, τα οποία κατασκεύασε ο σκοτισμένος άνθρωπος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του σκοτισμού του. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο και κάθε αίρεση αποτελεί εν τέλει μία συνεπή ειδωλολατρεία. Αυτός είναι ο λόγος που αιτιολογεί τον τρόπο, βάσει του οποίου το σώμα της Εκκλησίας στη διαχρονία του, μέσω των δογματικών του αισθητηρίων, αντιλαμβάνεται και ακολούθως αντιμετωπίζει κάθε τέτοια εκτροπή.

Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787), η οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει με εκκλησιαστικό τρόπο την αίρεση της εικονομαχίας και τις ποικίλες συνέπειές της. Πριν όμως προβεί στη θεολογική τεκμηρίωση του εξεικονισμού του προσώπου του Χριστού και των αγίων Του, προέβη στη διερεύνηση του ζητήματος της αποκατάστασης ή μη της αρχιερωσύνης των μετανοημένων πρώην αιρετικών εικονομάχων επισκόπων, ζήτημα το οποίο εξετάστηκε στη βάση της συμφωνίας αυτών με την πίστη και την παράδοση της Εκκλησίας.

Μελετώντας κανείς τα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου αντιλαμβάνεται αμέσως την θεολογική σοβαρότητα, με την οποία η Εκκλησία αντιμετώπισε την εικονομαχική πρόκληση. Δεν επιχείρησε να συμβιβάσει καταστάσεις με μεθόδους κοινωνικής συμφιλίωσης, αλλά ενήργησε θεραπευτικά επί τη βάσει συγκεκριμένων εκκλησιολογικών κριτηρίων. Ο αμιγώς εκκλησιαστικός χαρακτήρας των ενεργειών της Συνόδου, την κατέστησε έκτοτε ως σημείο αναφοράς στον τρόπο αποδοχής αιρετικών και σχισματικών κληρικών.