Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καταλαλιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καταλαλιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οι ρίζες της καταλαλιάς

Ρωτήθηκε ο Αββάς Ησαΐας τι είναι καταλαλιά. Και αποκρίθηκε εκείνος:”Το να μη γνωρίζεις τη δόξα του Θεού και να φθονείς τον πλησίον” (Από το “Γεροντικό”)

Για την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας τα πάθη, όπως εκφράζονται στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου, έχουν βαθύτερες ρίζες. Για παράδειγμα, η καταλαλιά, που σημαίνει τη διατύπωση αρνητικών χαρακτηρισμών εις βάρος κάποιου ή την διάδοση ειδήσεων με σκοπό την μείωσή του, έχει ως ρίζα της την άγνοια της δόξας του Θεού, αλλά και τον φθόνο προς τον πλησίον. Το δεύτερο γίνεται εύκολα αντιληπτό. “Θάβεις” κάποιον διότι δεν τον συμπαθείς επειδή έχει κάποια χαρακτηριστικά τα οποία λείπουν από σένα ή επειδή έχει αποδοχή από τους ανθρώπους σε βαθμό που εσύ δεν έχεις. “Θάβεις” κάποιον διότι με αυτόν τον τρόπο θεωρείς ότι μπορείς να τον μειώσεις, αλλά και εκείνη τη στιγμή να δείξεις ότι εσύ είσαι ανώτερος από αυτόν.

Η άγνοια όμως της δόξας του Θεού;

Αν το σκεφτούμε καλύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι ο ασκητικός λόγος έχει συλλάβει το πάθος της καταλαλιάς στην βαθύτερη ρίζα του. Η δόξα του Θεού είναι η αγάπη Του, είναι η ταπείνωσή Του, είναι ο Σταυρός Του, είναι η συγχώρεση που προσφέρει στους ανθρώπους. Όλα αυτά δείχνουν πως όποιος καταλαλεί, στην πραγματικότητα δεν βλέπει Ποιος είναι ο Θεός και ποιον δρόμο ζητά από εμάς τους ανθρώπους να ακολουθήσουμε, εάν θέλουμε να πορευτούμε “καθ’ ομοίωσίν ” Του. Η καταλαλιά είναι η άρνησή μας να δούμε στον άλλον την εικόνα του Θεού. Προφανώς και μπορούμε να επισημάνουμε λάθη και αμαρτίες. Δεν μας στέρησε ο Θεός την κριτική ικανότητα, την οποία ο Ίδιος μας δώρισε στη δημιουργία μας, προικίζοντάς μας με νου, λογική ικανότητα, αντίληψη. Είναι άλλο αυτό όμως και άλλο να διασπείρουμε εις βάρος του άλλου ψευδείς ειδήσεις ή να τον εξουθενώνουμε στην προσπάθειά μας να δοξάσουμε τον εαυτό μας.

Λόγος Δέκατος: Περί καταλαλιάς (Αγ. Ιωάννης Σιναΐτης)

                               

1. Κανείς από όσους σκέπτονται ορθά δεν θα έχη, νομίζω, αντίρρησι ότι η καταλαλιά γεννάται από το μίσος και την μνησικακία. Γι΄αυτό και την ετοποθετήσαμε στην σειρά της μετά τους προγόνους της. Καταλαλιά σημαίνει γέννημα του μίσους, ασθένεια λεπτή, αλλά και παχειά∙ παχειά βδέλλα, κρυμμένη και αφανής, πού απορροφά και εξαφανίζει το αίμα της αγάπης. Σημαίνει υπόκρισις αγάπης, αιτία της ακαθαρσίας, αιτία του βάρους της καρδιάς, εξαφάνισις της αγνότητος. 2. Υπάρχουν κόρες που διαπράττουν αίσχη, χωρίς να κοκκινίζουν. Υπάρχουν και άλλες οι οποίες φαίνονται ντροπαλές, και όμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αίσχη από τις προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηρούμε και στα πάθη της ατιμίας. Τέτοιες κόρες είναι η υποκρισία, η πονηρία, η λύπη, η μνησικακία, η εσωτερική καταλαλιά της καρδιάς. Άλλη εντύπωσι δημιουργούν εξωτερικά και άλλος είναι ο στόχος τους.
3. Ακουσα μερικούς να καταλαλούν και τους επέπληξα. Και για να δικαιολογηθούν οι εργάτες αυτοί του κακού μου απήντησαν ότι το έκαναν από αγάπη και ενδιαφέρον προς αυτόν που κατέκριναν. Εγώ τότε τους είπα να την αφήσουν αυτού του είδους την αγάπη, για να
μη διαψευσθή εκείνος που είπε: «Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ΄ 5). Εάν ισχυρίζεσαι ότι αγαπάς τον άλλον, ας προσεύχεσαι μυστικά γι΄ αυτόν και άς μη τον κακολογής. Διότι αυτός ο τρόπος της αγάπης είναι ευπρόσδεκτος από τον Κύριον.

Περί τῆς σπουδαιότητος τῆς ἱερωσύνης καί τοῦ πρός τούς ἱερεῖς ὀφειλομένου σεβασμοῦ και περί καταλαλιάς

Για όσους ξεχνούν, ότι η ανυπακοή και η απομάκρυνση από τον ιερέα είναι μόνο για θέματα Αιρέσεως και Πίστεως και γι' αυτό κατά τον Άγιο δεν έχουν δικαίωμα να "νά καταληφθοῦν ἀπό τήν μανίαν νά καθαιροῦν καί νά ἐκβάλλουν τούς ἱερεῖς ἀπό τό ἅγιον βῆμα".



Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος 

Ἀναγινώσκω ὅτι πᾶσαν τήν κρίσιν ἔδωκεν ὁ Πατήρ τῷ Υἱῷ (Ιωάν. Ε’ 22). Βλέπω δέ ἐξ ἄλλου ὅτι ὁ Υἱός τήν κρίσιν ταύτην ἐνεχείρισεν ὁλόκληρον εἰς τούς ἱερεῖς… Χωρίς ἱερωσύνην, οὔτε τήν ψυχικήν μας σωτηρίαν δυνάμεθα νά κατορθώσωμεν, οὔτε τά αἰώνια ἀγαθά νά ἀποκτήσωμεν! Δέν ἐλέχθη ὅτι κανείς δέν ἠμπορεῖ νά εἰσέλθῃ εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἐάν δέν ἀναγεννηθῇ μέ τό βάπτισμα τοῦ ὕδατος καί τοῦ πνεύματος; (Ιωάν. Γ’ 5). Δέν ἐγράφη ὅτι ἐκεῖνος, ὅστις δέν ἤθελε τρώγει τήν σάρκα τοῦ Κυρίου καί δέν ἤθελε πίνει τό αἷμα του, χάνει τήν αἰώνιον ζωήν; (Ἰωάν, ΣΤ’ 54).

Ἀλλά καί τά δύο αὐτά, τό μυστήριον τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τό μυστήριον τῆς θείας κοινωνίας δέν ἠμποροῦν νά τελεσθοῦν παρά μόνον μέ τά χέρια τοῦ ἱερέως, πῶς, λοιπόν, χωρίς αὐτά θά ἠμπορέσῃ κανείς ν’ ἀποφύγῃ τήν κόλασιν ἤ νά λάβῃ τούς προωρισμένους διά τήν τήρησιν τῶν θείων ἐντολῶν στεφάνους; Αὐτοί οἱ Ἱερεῖς εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐπιστατοῦν εἰς τόν πνευματικόν μας τοκετόν διά τοῦ βαπτίσματος. Δι’ αὐτῶν -τῶν ἱερέων-, μέ τάς τρεῖς καταδύσεις καί τάς τρεῖς ἀναδύσεις, ἐνδυόμεθα τόν Χριστόν καί γινόμεθα μέλῃ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Ἐκεῖνον ἔχει κεφαλήν. Οἱ Ἱερεῖς, λοιπόν, εὐλόγως πρέπει νά μᾶς εἶναι σεβαστότεροι ἀπό κάθε ἄλλον ἄρχοντα καί τιμιώτεροι καί ἄπ’ αὐτούς τούς γονεῖς μας, διότι αὐτοί μέν μᾶς ἐγέννησαν σωματικῶς, εἰς δέ τούς ἱερεῖς ὀφείλομεν την γέννησίν μας ἐκ τοῦ Θεοῦ καί τήν διά τῆς θείας χάριτος υἱοθεσίαν.

Οἱ Ἱερεῖς τῶν Ἰουδαίων εἶχον τήν ἐξουσίαν νά θεραπεύουν τήν λέπραν τοῦ σώματος, ἤ, ἀκριβέστερον, νά πιστοποιοῦν μόνον τήν θεραπείαν αὐτήν. Καί ὅμως γνωρίζομεν πόσον ζηλευτόν καί τιμημένον ἦτο τό ἀξίωμά των! Οἱ ἰδικοί μας ἱερεῖς ἔλαβον ἐξουσίαν ὄχι διά λέπραν σώματος, ἀλλά διά λέπραν ψυχῆς! Καί ὄχι ἁπλῶς νά ἐξετάζουν ἄν ἔγινε ἡ θεραπεία, ἀλλά νά ἐνεργοῦν αὐτοί ὅ,τι χρειάζεται διά τήν πλήρη θεραπείαν! Ὥστε ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἤθελον τούς καταφρονεῖ, εἶναι κατά πολύ μιαρώτεροι καί ἀνοσιώτεροι ἀπό τόν Δαθάν καί τούς συντρόφους τοῦ (Ἀριθμ. ΙΣΤ’) καί ἄξιοι μεγαλυτέρας τιμωρίας. Καί τό λέγω καθαρά. Δέν γνωρίζω τίποτα ἀθλιώτερον ἀπό ψυχήν, ἡ ὁποία ἀρνεῖται τιμήν πρός τούς Ἱερεῖς. Ἡ ψυχή αὕτη εἶναι γεμάτη ἀπό οἶστρον δαιμονικόν.

Η πιο εύκολη αμαρτία (Αββάς Δωρόθεος)

Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Παραγματικά, τί μπορεί να είναι βαρύτερο απ’ αυτό; Τί άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτήν. 

Και όμως λένε ότι από αυτά τα μικροπράγματα φτάνει κανείς σ’ αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Από το να δεχτεί μιά μικρή υποψία για τον πλησίον, από το να λέει: «Τί σημασία έχει αν ακούσω τι λέει αυτός ο αδελφός; Τί σημασία έχει αν πω και εγώ αυτόν τον λόγο; Τί σημασία έχει αν δω που πάει αυτός ο αδελφός ή τι πάει να κάνει αυτός ο ξένος»; Αρχίζει… ο νους να αφήνει τις δικές του αμαρτίες και ν’ απασχολείται με τη ζωή του πλησίον. Από εκεί φτάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά, στην εξουθένωση. Από εκεί πέφτει σ’ όσα κατακρίνει. Επειδή δεν φροντίζει για τις δικές του κακίες, επειδή δεν κλαίει, όπως είπαν οι Πατέρες, τον πεθαμένο εαυτόν του, δεν μπορεί σε τίποτα απολύτως να διορθώσει τον εαυτόν του, αλλά πάντοτε απασχολείται με τον πλησίον. Και τίποτα δεν παροργίζει τόσο το Θεό, τίποτα δεν ξεγυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουθένωση του πλησίον.  

Γιατί άλλο πράγμα είναι η καταλαλιά και άλλο η κατάκριση και άλλο η εξουθένωση.

• Καταλαλιά είναι το να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον π.χ. ο τάδε είπε ψέματα, οργίστηκε ή πόρνευσε ή κάτι τέτοιο έκαμε. Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς «καταλαλεί», δηλαδή, μιλάει με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητάει με εμπάθεια για το αμάρτημά του.  

• Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο, λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύτης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Γιατί έτσι κατέκρινε την ίδια τη διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπέρασμα για όλη τη ζωή του, λέγοντας ότι είναι τέτοια η ζωή του, τέτοιος είναι αυτός και σαν τέτοιο τον κατέκρινε. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Γιατί είναι άλλο να πει κανείς ότι κάποιος οργίστηκε και άλλο να πει ότι κάποιος είναι οργίλος και να βγάλει συμπέρασμα, όπως είπα, για όλη του τη ζωή. Και τόσο πιο βαριά από κάθε άλλη αμαρτία είναι η κατάκριση, ώστε και ο ίδιος ο Χριστός να φτάσει να πει: « Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε κοίταξε να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου» (Λουκ. 6, 42). Και παρομοίασε τη μεν αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, τη δε κατάκριση με δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση που ξεπερνάει σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία…

Γιατί να μην κατακρίνουμε καλύτερα τους εαυτούς μας και τα ελαττώματά μας, που τα ξέρουμε πολύ καλά και που γι’ αυτά θα δώσουμε λόγο στο Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από το Θεό; Τί ζητάμε από το πλάσμα Του;…Γιατί θέλουμε να πάρουμε επάνω μας τα βάρη των άλλων; Εμείς έχουμε τι να φροντίσουμε, αδελφοί μου. Καθένας