Μέρος 1-2
Για τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ πληρότητα τῆς μαρτυρίας εἶναι προφανῶς ἐκείνη τῶν μαρτύρων. Ὁ μάρτυρας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μαρτυρεῖ κατὰ τὴν πιὸ ἀκριβῆ ἔννοια μπρὸς στὸ δικαστήριο τῶν ἰσχυρῶν αὐτοῦ του κόσμου, ποὺ μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ μόνος Κύριος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος καὶ ὄχι ὁ Καίσαρ. Ὅμως δὲν ὑπάρχει σ’ αὐτοὺς τοὺς μάρτυρες καμιὰ ἐξημμένη ἀναζήτηση τῆς αἱματηρῆς μαρτυρίας, ἡ βεβαιότητά τους δὲν εἶναι ποτὲ μία πρόκληση ἀλλὰ μία ἀπάντηση ποὺ ἡ βάση της εἶναι πάντοτε ἡ ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν (κάνω τὴ σκέψη ἑνὸς σύγχρονου δικαστῆ μίας ἀνατολικῆς χώρας : «ἐπιμένουν νὰ μᾶς ἀγαπᾶνε»). Οἱ μάρτυρες ἀφομοιώνονται μὲ τὸ ἔνδοξο σῶμα τοῦ Ἀναστάντος καὶ γίνονται κατὰ κάποιο τρόπο Εὐχαριστία: Ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Πολύκαρπος μέσα στὴ πυρά, «ὄχι σὰ μία σάρκα ποὺ καίγεται ἀλλὰ σὰν ἕνα ψωμὶ ποὺ ψήνεται», λέει ἡ παλιὰ διήγηση. Καὶ εἶναι μία πολὺ βαρειὰ τιμὴ καὶ ἕνα ἔργο πολὺ δύσκολο νὰ μιλᾶ κανεὶς — ὅσο λίγο καὶ ἂν εἶναι — στ’ ὄνομα μίας Ἐκκλησίας ποὺ γνώρισε στὸν 20ον αἰώνα τόσους μάρτυρες καὶ ποὺ γνωρίζει ἀκόμα καὶ σήμερα τόσους ὁμολογητές. Πέρα ἀπὸ τὸ σιδηροῦν παραπέτασμα, ἡ πίστη αὐτὴ καθ’ αὐτὴ εἶναι μία πράξη. Ὑπάρχει ἡ λειτουργικὴ προσευχὴ καὶ τὸ λειτουργικὸ χαμόγελο, «ἡ ταπεινὴ παραδοχὴ τῶν βασάνων μέσα στὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν».
Εἶναι λοιπὸν ἀκόμα, γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ πληρότητα τῆς μαρτυρίας, ἐκείνη τοῦ «ἀποστολικοῦ ἀνθρώπου». Ὁ ἀποστολικὸς ἄνθρωπος, ὓστερ’ ἀπὸ χρόνια παραμερισμοῦ, ταπείνωσης, σιωπηλῆς ἐργασίας, συνεχοῦς προσευχῆς, κατὰ κάποιο τρόπο φλογίζεται ἀπὸ τὸ ἄκτιστο φῶς ποὺ ἐκρέει ἀπὸ τὴ θεία Μετάληψη, καὶ πραγματοποιεῖ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὸ Χριστὸ στοὺς Ἀποστόλους (τὴ διάκριση τῶν πνευμάτων, τὸν ἐξορκισμό, τὴ θεραπεία), βρίσκοντας τὸ λόγο ποὺ ἀγγίζει τὴ καρδιά, μαρτυρώντας ταυτόχρονα μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὴν ἰσχὺ μίας ἀνακαινισμένης ζωῆς. Ἰδού, φυσικά, τί πρέπει νὰ μᾶς κάνη μετριόφρονες. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅμως — καὶ ἐκεῖ εἶναι αὐτὸ ποὺ διαφοροποιεῖ τὴν ὀρθόδοξη θέση ἀπὸ ἐκείνη ἑνὸς Kierkegaard — ἂς μὴ ξεχνᾶμε τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας: τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη εἶναι ἀποστολική, ὅτι εἶναι ὁλόκληρη αὐτόπτης μάρτυς τοῦ Ἀναστάντος. Κάθε χριστιανός, ἐφ’ ὅσον ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἕνας μάρτυρας ὑπεύθυνος τῆς ἀλήθειας, ἐφ’ ὅσον εἶναι «λειτουργικὸς ἄνθρωπος» — «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν» ψάλλει ὁ λαὸς μετὰ τὴν Κοινωνία — εἶναι λοιπόν, κατὰ ἕνα ταπεινὸ μέρος, ἕνας αὐτόπτης μάρτυρας καὶ ἕνας ἀποστολικὸς ἄνθρωπος.