Clement Olivier
Μέρος 1-2
Για τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ πληρότητα τῆς μαρτυρίας εἶναι προφανῶς ἐκείνη τῶν μαρτύρων. Ὁ μάρτυρας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μαρτυρεῖ κατὰ τὴν πιὸ ἀκριβῆ ἔννοια μπρὸς στὸ δικαστήριο τῶν ἰσχυρῶν αὐτοῦ του κόσμου, ποὺ μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ μόνος Κύριος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος καὶ ὄχι ὁ Καίσαρ. Ὅμως δὲν ὑπάρχει σ’ αὐτοὺς τοὺς μάρτυρες καμιὰ ἐξημμένη ἀναζήτηση τῆς αἱματηρῆς μαρτυρίας, ἡ βεβαιότητά τους δὲν εἶναι ποτὲ μία πρόκληση ἀλλὰ μία ἀπάντηση ποὺ ἡ βάση της εἶναι πάντοτε ἡ ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν (κάνω τὴ σκέψη ἑνὸς σύγχρονου δικαστῆ μίας ἀνατολικῆς χώρας : «ἐπιμένουν νὰ μᾶς ἀγαπᾶνε»). Οἱ μάρτυρες ἀφομοιώνονται μὲ τὸ ἔνδοξο σῶμα τοῦ Ἀναστάντος καὶ γίνονται κατὰ κάποιο τρόπο Εὐχαριστία: Ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Πολύκαρπος μέσα στὴ πυρά, «ὄχι σὰ μία σάρκα ποὺ καίγεται ἀλλὰ σὰν ἕνα ψωμὶ ποὺ ψήνεται», λέει ἡ παλιὰ διήγηση. Καὶ εἶναι μία πολὺ βαρειὰ τιμὴ καὶ ἕνα ἔργο πολὺ δύσκολο νὰ μιλᾶ κανεὶς — ὅσο λίγο καὶ ἂν εἶναι — στ’ ὄνομα μίας Ἐκκλησίας ποὺ γνώρισε στὸν 20ον αἰώνα τόσους μάρτυρες καὶ ποὺ γνωρίζει ἀκόμα καὶ σήμερα τόσους ὁμολογητές. Πέρα ἀπὸ τὸ σιδηροῦν παραπέτασμα, ἡ πίστη αὐτὴ καθ’ αὐτὴ εἶναι μία πράξη. Ὑπάρχει ἡ λειτουργικὴ προσευχὴ καὶ τὸ λειτουργικὸ χαμόγελο, «ἡ ταπεινὴ παραδοχὴ τῶν βασάνων μέσα στὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν».
Εἶναι λοιπὸν ἀκόμα, γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ πληρότητα τῆς μαρτυρίας, ἐκείνη τοῦ «ἀποστολικοῦ ἀνθρώπου». Ὁ ἀποστολικὸς ἄνθρωπος, ὓστερ’ ἀπὸ χρόνια παραμερισμοῦ, ταπείνωσης, σιωπηλῆς ἐργασίας, συνεχοῦς προσευχῆς, κατὰ κάποιο τρόπο φλογίζεται ἀπὸ τὸ ἄκτιστο φῶς ποὺ ἐκρέει ἀπὸ τὴ θεία Μετάληψη, καὶ πραγματοποιεῖ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὸ Χριστὸ στοὺς Ἀποστόλους (τὴ διάκριση τῶν πνευμάτων, τὸν ἐξορκισμό, τὴ θεραπεία), βρίσκοντας τὸ λόγο ποὺ ἀγγίζει τὴ καρδιά, μαρτυρώντας ταυτόχρονα μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὴν ἰσχὺ μίας ἀνακαινισμένης ζωῆς. Ἰδού, φυσικά, τί πρέπει νὰ μᾶς κάνη μετριόφρονες. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅμως — καὶ ἐκεῖ εἶναι αὐτὸ ποὺ διαφοροποιεῖ τὴν ὀρθόδοξη θέση ἀπὸ ἐκείνη ἑνὸς Kierkegaard — ἂς μὴ ξεχνᾶμε τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας: τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη εἶναι ἀποστολική, ὅτι εἶναι ὁλόκληρη αὐτόπτης μάρτυς τοῦ Ἀναστάντος. Κάθε χριστιανός, ἐφ’ ὅσον ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἕνας μάρτυρας ὑπεύθυνος τῆς ἀλήθειας, ἐφ’ ὅσον εἶναι «λειτουργικὸς ἄνθρωπος» — «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν» ψάλλει ὁ λαὸς μετὰ τὴν Κοινωνία — εἶναι λοιπόν, κατὰ ἕνα ταπεινὸ μέρος, ἕνας αὐτόπτης μάρτυρας καὶ ἕνας ἀποστολικὸς ἄνθρωπος.
Θὰ ἤθελα νὰ καταπιαστῶ μὲ τρία ἐρωτήματα γιὰ νὰ οἰκοδομήσω αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μία μαρτυρία (διότι εἶναι ἀναιδὴς καὶ τελικὰ ἄχρηστη), ἀλλὰ μερικὲς προσωπικὲς σκέψεις. Ποιὲς εἶναι, γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, οἱ βεβαιότητες καὶ οἱ οὐσιαστικὲς στάσεις τῆς μαρτυρίας; Τί μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ μαρτυρία κατὰ τὴν ἄσκηση τῆς βασιλικῆς μας ἱεροσύνης, μέσα στὸ περιβάλλον μας, στὸ ἐπάγγελμά μας (τουλάχιστο στὸ δικό μου); Τέλος, ποιὰ σχέση μπορεῖ ν’ ἀποκατασταθῆ μέσα στὶς ζωές μας, μεταξὺ τῶν στάσεων καὶ τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ λόγου, γιατί πρέπει ἐπίσης νὰ ἐκφράζεται μὲ τὸν λόγο ἡ μαρτυρία της. Εἶναι μία τάση διαδεδομένη καὶ ἴσως ἕνας μεγάλος πειρασμὸς γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς μας, νὰ προβαίνη κανεὶς μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ μηνύματος σ’ ἕνα πελώριο ὑπονοούμενο.
1ον) Ποιὲς εἶναι πρῶτα οἱ βεβαιότητες καὶ οἱ οὐσιαστικὲς στάσεις τῆς μαρτυρίας; Αὐτή, λοιπόν, ἡ πολὺ ἁπλὴ βεβαίωση — ποὺ εἶναι ἡ θεμελιώδης βεβαίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ — ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη. Παρὰ τὸν οὐμανιστικὸ λυρισμὸ τόσων ἀπ’ τοὺς συγχρόνους μας, ξέρουμε καλὰ ὅτι ὑπάρχει θάνατος καὶ ὑπάρχει κόλαση μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὅτι ὑπάρχει θάνατος καὶ ὑπάρχει κόλαση μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Πέρα ἀπὸ τὰ γενικὰ προβλήματα, πολιτικά, κοινωνικά, οἰκονομικά, ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόβλημα, ὁ ἄνθρωπος βασανισμένος ἀπ’ τὸ μηδέν, ὁ ἄνθρωπος ἄπληστος γιὰ αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό, ἡ μόνη ἀγγελία ποὺ εἶναι στ’ ἀλήθεια καλὴ ἀγγελία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι τὸ μήνυμα τῶν ἀποστόλων ποὺ ἔγινε μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας: ὁ Χριστὸς ἀνέστη. Ὁ Ἅδης «ἔλαβε σῶμα καὶ Θεῷ περιέτυχεν, (ἀναφέρω τὴ Λειτουργία τοῦ Πάσχα), ἔλαβε γῆν καὶ συνήντησεν οὐρανὸν» καὶ ἡ πασχαλινὴ ὁμιλία ἐπαναλαμβάνει τὸ κείμενο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου Ἅδη, τὸ νίκος; Ἀνέστη Χριστός, καὶ πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται». Ἀνεστήθη Αὐτὸς καὶ μᾶς ἀνασταίνει, εἶναι ὁλόκληρη ἡ ζωή μας, εἶναι ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη τὴν ὁποία φέρει πρὸς τὸν Πατέρα, σὰν τὸ πρόβατο ποὺ χάθηκε καὶ ξαναβρέθηκε καὶ μποροῦμε νὰ ἐπιχειρήσουμε ν’ ἀγαπήσουμε, νὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ ζήσουμε, ὁ θάνατος δὲν εἶναι πιὰ μπροστά μας, ἀλλὰ πίσω μας.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ ἡ καλυμμένη παρουσία, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι μία αἰώνια διακριτικότητα—το πιὸ μεγάλο σέβας, εἶναι τὸ σέβας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο — ἡ καλυμμένη ἀλλὰ καὶ πραγματικὴ παρουσία τοῦ δοξασμένου Χριστοῦ ποὺ ἑδρεύει ἀπὸ τὴν Ἀνάληψη στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς ἀλλὰ ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει ὀρφανούς, ὁ οὐρανὸς δὲν ξανακλείστηκε καί, μὲ ὅλη τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴ βάφτιση, μὲ τὸ εὐχέλαιο, μὲ τὴ θεία Εὐχαριστία, διαβαίνουμε τὸ θάνατο γιὰ νὰ συμμετάσχουμε στὴ ζωὴ τοῦ Ἀναστάντος, γιὰ νὰ λάβουμε μία φλόγα τῆς Πεντηκοστῆς, εἴμαστε πραγματικὰ – μυστικὰ ἀλλὰ πραγματικὰ θεωμένοι, συμμετέχουμε πραγματικά, ἤδη ἀπὸ δῶ κάτω, στὴν αἰώνια ζωή. Εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ μαρτυρία ὡς «ἐπιφάνεια τῆς δόξης», (γιὰ νὰ ξαναχρησιμοποιήσουμε τὴν ἔκφραση τοῦ Pere Dumas) δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ ἡ ἁγιότητα. Μαρτυρία τῆς ἁγιότητας μὲ τὴ θεληματική μας συγκατάθεση, μὲ τὴ θεληματική μας ἀποδοχὴ τῆς θείας ζωῆς ποὺ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ παροχος. Κάθοδος μέσα στὴ ταπεινοσύνη — αὐτὸ εἶναι ἡ ἄσκηση: ἂν οἱ ἀσκητὲς ἔχουν μιλήσει πολὺ γιὰ «κλίμακες», εἶναι κλίμακες ποὺ κατεβαίνει κανείς, μία κάθοδος στὴ ταπεινοσύνη ὥσπου νὰ μὴν ἔχη κανεὶς πιὰ τίποτε, ὥσπου νὰ μὴν εἶναι κανεὶς παρὰ φτώχεια ὁλική, ὁλικὸ ἄνοιγμα ἔτσι ὥστε νὰ μᾶς γεμίση ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς ζωῆς Ἐκείνου ποὺ ἔγινε φτωχὸς γιά μας.
Ἔτσι θὰ μποροῦμε νὰ εἴμαστε μάρτυρες τῆς χαρᾶς. Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὸβ ὑποδεχόταν τοὺς ἐπισκέπτες του μ’ αὐτὲς τὶς λέξεις : «Χαρά μου, ἀνέστη ὁ Χριστός». Αὐτὴ τὴν παράδοξη χαρὰ τῆς συντριμμένης καρδιᾶς ποὺ ὁ θεὸς δὲν περιφρονεῖ, εἶναι προφανέστατα τὸ ἀντίδωρο θλίψης, ἀποτυχίας, μίας ὑπηρεσίας χωρὶς μεγάλη ἐγκόσμια ἐλπίδα ποὺ θ’ ἀποκτήσουμε. Γιατί γνωρίζει, αὐτὴ ἡ χαρά, ὅτι πρέπει ν’ ἀγωνιστῇ κανεὶς μέχρι θανάτου χωρὶς ποτὲ νὰ ἐλπίζῃ μίαν ὁριστικὴ νίκη, οὔτε καν μόνιμη ἐγκόσμια νίκη, γιατί τὸ Βασίλειο ποὺ κτίζουμε, τὸ κτίζουμε ἐν Χριστῷ καὶ μονάχα κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Χριστοῦ θὰ φανερωθῆ. Δὲν ἔχουμε τὸ μέτρο τῆς μαρτυρίας μας, τῆς ἀποτελεσματικότητάς της, γιατί βρίσκεται ἐπέκεινα τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας καὶ θὰ φέρη τοὺς καρπούς της, ὅταν ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦν. Γνωρίζει, αὐτὴ ἡ χαρά, ὅτι οἱ δρόμοι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι οἱ δικοί μας, καὶ ὅτι τὸ οὐσιαστικὸ δὲν εἶναι νὰ πετύχη κανεὶς κατὰ τὰ μέτρα τῆς γῆς, ἀλλὰ νὰ γίνη ἄνθρωπος, ἕνας ἄνθρωπος πονεμένος ἀλλὰ γεμάτος χαρά. Γιατί τὸ οὐσιαστικὸ γιὰ νὰ μαρτυρήση κανεὶς ὅτι ὁ Χριστὸς ἦλθε καὶ ὅτι θὰ ἐπανέλθη, τὸ οὐσιαστικὸ γιὰ νὰ μαρτυρήση στοὺς ἀπομονωμένους, σ’ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε, σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἀγάπη, σ’ αὐτοὺς πού δὲν ξέρουν ν’ ἀγαποῦν, σ’ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε τοὺς πολυαγαπημένους τους νεκρούς, τὸ οὐσιαστικὸ γιὰ νὰ μαρτυρήση κανεὶς ὅτι τίποτε ἀπὸ ὅ,τι ὑπῆρξε στ’ ἀλήθεια δὲ μπορεῖ νὰ ἐξουθενωθῆ, ἀλλὰ ὅτι ὅλα θὰ γίνουν πιὸ πραγματικὰ καὶ μεταμορφωμένα μέσα στὴ Βασιλεία, τὸ οὐσιαστικὸ εἶναι ἡ χαρά μας. Δὲν μαρτυρεῖ κανεὶς παρὰ μὲ τὴν ἁγιότητα, δὲν μαρτυρεῖ κανεὶς παρὰ μὲ τὴ χαρά, γεννημένος ἀπὸ τὸ μυστηριῶδες βάπτισμα τῶν δακρύων, πέρα ἀπὸ τὶς μεγάλες, μαζικὲς ἀξιώσεις, πέρα ἀπὸ τὴν κοινωνία, τὴν ἱστορία, πέρα ἀπὸ τὴν ἐγκόσμια εὐτυχία ὅπου ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος θὰ ἤθελε ν’ ἀποκοιμηθῆ. Ὁ ἀνθρωπος—γιατὶ εἶναι ἕνα κτιστὸ πρόσωπο κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γιατί ἡ καρδιὰ του εἶναι ἀχόρταγη, γιατί αὐτὴ ἡ ἀχόρταγη καρδιὰ δὲ μπορεῖ τελικὰ νὰ χόρταση παρὰ μὲ τὸ Θεὸ — ὁ ἄνθρωπος μπρὸς στὸ θάνατο, ὁ ἄνθρωπος μπρὸς στὴν ἀποτυχία τῆς ἀγάπης, ὁ ἄνθρωπος διψασμένος γιὰ ζωὴ καὶ ἀγάπη, τί ζητεῖ τελικὰ ἂν ὄχι τὴ μαρτυρία τῆς χαρᾶς; Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ τοῦ τὴ δώσῃ ἂν ὄχι οἱ ἅγιοι;
2ον) Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐπιχειρήσουμε, ὅσο λίγοι καὶ ἂν εἴμαστε — γιατί δὲν εἴμαστε μόνοι, γιατί ἀνήκουμε στὴ κοινωνία τῶν ἁγίων — νὰ φέρουμε λιγάκι αὐτὴ τὴ μαρτυρία τῆς χαρᾶς κατὰ τὴν ἄσκηση τῆς βασιλικῆς μας ἱεροσύνης. Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ὅτι γι’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ λατρεύει τὸν ἑαυτό του, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία θανάσιμη πληγή. Ἀλλὰ γιὰ τὸν κόσμο ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός, μυστικὰ δοξασμένος ἐν Χριστῷ, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ὑπόσχεση ζωῆς. Οἱ χριστιανοὶ εἶναι τὸ ἅλας τῆς γὴς ποὺ τὴν ἐμποδίζει νὰ σαπίση καὶ ποὺ ἤδη τὴ μεταμορφώνουν σὲ προσφορά. Καὶ γιὰ νὰ ξαναθίξουμε ἕνα θέμα τῆς ἰουδαϊκῆς πνευματικότητας ποὺ ἔγινε πολύ της μόδας αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια μ’ ἕνα ξακουστὸ μυθιστόρημα, οἱ χριστιανοὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ξέρουν ὅτι μέσα στὴν ἴδια τοὺς τὴν προσευχή, ὅτι μέσα στὴν ἴδια τοὺς τὴν παρουσία εἶναι οἱ «τελευταῖοι τῶν δικαίων» ποὺ ἐμποδίζουν τὸν κόσμο νὰ ἐξουθενωθῇ καὶ ποὺ ἑτοιμάζουν τὴ μεταμόρφωσή του. Πρέπει νὰ σφυρηλατήση μέσα τοῦ κανεὶς τὶς ἀνώτερες ἀρετὲς αὐτῆς τῆς βασιλικῆς ἱεροσύνης: ἡ ἀληθινὴ ἀνοχὴ ποὺ δὲν εἶναι ἀδιαφορία ἀλλὰ σεβασμός, ἡ ἀληθινὴ μετριοφροσύνη ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ γενναιοδωρία καὶ ἄπειρη ὑπομονή. Νὰ ξέρη κανεὶς νὰ καταλαβαίνη, δηλαδὴ «νὰ παίρνη μαζί του», «μέσα του» καὶ ὅταν ὁ ἄλλος δὲ θέλει νὰ τὸν ἐννοήση, νὰ ξέρη κανεὶς νὰ παραμερίζη χωρὶς μνησικακία, νὰ προσεύχεται γι’ αὐτὸν καὶ παρ’ ὂλ’ αὐτά, νὰ τὸν φέρη μέσα του, στὴν καρδιά του. Νὰ ξέρη νὰ διαλέγεται, νὰ ξέρη νὰ λέη «ὄχι» χωρὶς ἐπιθετικότητα, νὰ ξέρη ν’ ἀγωνίζεται μ’ ἀγάπη ὄχι πρῶτα γιὰ νὰ προσηλυτίση, ἀλλὰ γιὰ νὰ στηρίξη, καὶ ν’ ἀνέχεται τὸ πλησίον του, ἔστω κι’ ἂν εἶναι ἐντελῶς διαφορετικός του.
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κείμενο θὰ θίξω δύο σημεῖα πού μοῦ φαίνονται θεμελιώδη γιὰ τὸ ἐπάγγελμά μου: εἶμαι καθηγητής. Εἶναι πρῶτα τὸ πρόβλημα τοῦ κύρους: κάθε ἄνθρωπος καλεῖται ν’ ἀσκήση τὴν ἐξουσία στὸ ἐπάγγελμά του, στὸ περιβάλλον του, πάνω στὰ παιδιά του, μέσα στὴν οἰκογένειά του, μέσα του, ὡς ποιμὴν τῆς ποίμνης τῶν παθῶν καὶ ἐνστίκτων του. Πρέπει αὐτὴ ἡ ἰσχὺς νὰ εἶναι δημιουργική, νὰ εἶναι ἰσχὺς καὶ κοινωνία καὶ μεταμόρφωση, νὰ ἐκδηλώνη τὴ νίκη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀσφαλῶς μία ὄψη ἀπὸ τὶς πιὸ δύσκολες καὶ ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικές της μαρτυρίας μας κατὰ τὴν ἄσκηση τῆς βασιλικῆς μας ἱεροσύνης. Καὶ εἶναι ἀλήθεια, μέσα στὴ κοινωνία μας, ὑπάρχει μία κατάπτωση τῆς πατρικῆς διάστασης, μία κατάπτωση κάθε «λειτουργικοῦ» σεβασμοῦ. Ἴσως, ἀπὸ μία πλευρά, εἶναι συνέπεια τοῦ πρακτικοῦ ἀθεϊσμοῦ τῆς ἐποχῆς μᾶς — κάθε πατρότητα γήινη δὲν εἶναι, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, παρὰ μία ἀντανάκλαση τῆς θείας πατρότητας ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ βρῆ παρὰ μέσα μας τὸ θεμέλιό της. Ἡ πατρότητα στὴν ἐποχή μας, ἐπειδὴ δὲν θεμελιώνεται πιὰ πάνω στὴ μαρτυρία ἑνὸς «νοήματος», πρέπει, πολὺ φυσικά, νὰ γκρεμιστῆ. Ὄχι ἀπὸ λάθος τῶν τέκνων, ἀλλὰ ἀπὸ λάθος τῶν πατέρων ποὺ δὲν μεταδίδουν πιὰ τὸ «νόημα» ποὺ εἶναι, ἀκριβῶς, τὸ παιδί. Τὸ παιδὶ λέει ποιὸ εἶναι τὸ νόημα; καὶ ὁ πατέρας ἀπαντᾶ εἶσαι ἐσύ. Εἶναι ἕνας φαῦλος κύκλος. Εἶναι ἡ αἰτία γιὰ τὸν χριστιανὸ παιδαγωγὸ καὶ γιὰ κάθε χριστιανὸ ποὺ καλεῖται ν’ ἀσκήση τὴν ἐξουσία του, εἶναι ἀνάγκη νὰ μαρτυρήση μ’ αὐτὸ ποὺ θὰ ὀνομάσω ἕνα «νέο ὕφος κύρους». Ἀσφαλῶς, ὁ χριστιανὸς εἶναι ὁ κληρονόμος τοῦ χριστιανοῦ βασιλιᾶ ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχη συμμαχία μὲ τὴν ἐλευθερία, πράγμα ποὺ δὲν εἶναι καθόλου ὁ χριστιανὸς βασιλιὰς τοῦ ὁποίου ὁ Θεὸς φανερωνόταν συχνὰ σὰν ἕνας Θεὸς-δήμιος. Ἡ ὁμάδα ποὺ ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ ἐμψυχώνη — εἴτε εἶναι μία τάξη, εἴτε ἕνας κύκλος μελετῶν, εἴτε μία κίνηση νέων — θὰ ἔχη ἀναγκαστικὰ ἕνα χαρακτήρα ἀδελφικὸ πολὺ πιὸ δυνατὸ ἀπ’ ὅσο ἡ παλιὰ πατριαρχικὴ οἰκογένεια. Ἀνάμεσα στὴ βλαβερὴ ἀδελφοσύνη ποὺ εἶναι δημαγωγία, χάος, ἀπουσία κάθε δημιουργικῆς πειθαρχίας, καὶ στὴ βλαβερὴ πατρότητα ποὺ εἶναι τυραννία αὐθαίρετη, πρέπει νὰ γυρεύουμε δύσκολα, ἐπίπονα, ἕνα πέρασμα πρὸς τὴν ἀκτινοβολία τοῦ Εὐαγγελίου. Γιατί ὁ χριστιανὸς δὲ μπορεῖ νὰ μετέχη στὸ μυστήριο τῆς θείας πατρότητας παρὰ διὰ τοῦ Υἱοῦ ποὺ ἔκαμε τὸν ἑαυτὸ του ἀδελφὸ καὶ ὑπηρέτη ὅλων. «Μὴν εἶστε σὰν τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς» λέει ὁ Κύριός μας. Ἡ θεοκρατία τελείωσε, τελείωσε γιὰ πάντα. Δὲ μπορεῖ πιὰ νὰ ὑπάρξη θεοκρατία, δὲ μπορεῖ πιὰ νὰ ὑπάρξη ἕνας Θεὸς ποὺ ἐπιβάλλεται στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ δήμιο καὶ ἐμφανίζεται ὁ ἴδιος σὰν δήμιος. Ἀλλὰ πρέπει ἀδιάκοπα νὰ πλάθουμε, ἐκεῖ ποὺ βρισκόμαστε — λέω νὰ πλάθουμε γιατί εἶναι μία πραγματικότητα ποὺ ἀκτινοβολοῦμε ταπεινά, ποὺ καμιὰ φορᾶ ἐξαφανίζεται, καὶ ποὺ πρέπει ἀδιάκοπα νὰ ξαναδημιουργοῦμε — πρέπει νὰ πλάσουμε μέσα στ’ ἀνθρώπινα κύτταρα γιὰ τὰ ὁποία εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ἢ τὰ ὁποία καλούμαστε νὰ πλάσουμε, αὐτὸ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ὀνομάσουμε ἐλεύθερη χριστοκρατία. Οἱ καλύτεροι ψυχολόγοι, οἱ καλύτεροι παιδαγωγοὶ σήμερα, εἶναι ρητοί: ἡ ἀνταρσία τῶν ἐφήβων προέρχεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπογοητεύθηκαν κατάβαθα ἀπὸ τὸν ὥριμο : ἀπόντα πατέρα ἢ πατέρα χαμένο, ποὺ γίνεται περιοδικὰ «flic». Ἀλλ’ ἂς ἐμφανιστῆ ἕνας ἄνθρωπος λιγάκι αὐθεντικός, ἕνας ἀληθινὰ ὥριμος, καὶ τότε ὅλες οἱ λιγοθυμισμένες ἀνάγκες τοὺς θαυμασμοῦ καὶ σεβασμοῦ θὰ τὸν ἀγκαλιάσουν.
Ἡ ἀνταρσία τοῦ ἐφήβου ἐναντίον τοῦ πατέρα δὲν εἶναι, γενικά, ἡ ἄρνηση τῆς οὐσίας τῆς πατρότητας. Εἶναι ἡ ἀναζήτηση μίας ἄλλης πατρότητας, μίας πατρότητας ποὺ θὰ τὴν διάλεγε καὶ ποὺ δὲν θὰ ἐπιβάλονταν, μίας πατρότητας συνδεμένης μὲ τὴν ἐλευθερία μὲ ἕναν ἀδελφικὸ δεσμό, μίας πατρότητας γιὰ τὴ μύηση στὸ Πνεῦμα. Καὶ ἐδῶ θίγουμε ὠρισμένες ἀπὸ τὶς ρίζες τοῦ σύγχρονου ἀθεϊσμοῦ (γιατί ὁ «θάνατος τοῦ πατρὸς» εἶναι βαθιὰ δεμένος μὲ τὸν ἀθεϊσμὸ) καί, λοιπόν, τοὺς δρόμους τῆς θεραπείας του γιὰ μερικοὺς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ καλούμαστε νὰ βοηθήσουμε. Γιὰ τὸν χριστιανὸ παιδαγωγό, γιὰ τὸν χριστιανὸ μέσα στὸ χῶρο τῆς πατρότητας, τὸ πρωτότυπο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι, κατὰ κάποιο τρόπο, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ πιὸ ἀρρενωπὸς καὶ ὁ πιὸ ταπεινός : «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι», δηλαδὴ (καὶ τοῦτο μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ κάνη αἰσθητό, ἀκόμα καὶ ἂν δὲ τὸ πῆ) : «εἶστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, πιστεύετε ὅτι εἶστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, ἀλλ’ ἀπατάσθε” στὴ πραγματικότητα εἴμαστε συγκεντρωμένοι γύρω ἀπὸ τὸν Χριστό».
Ἐδῶ τότε βρίσκουμε τὸ ἄλλο πρόβλημα ποὺ θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ θίξω, γιατί ἀγγίζει ἄμεσα τὸ ἐπάγγελμά μου καὶ εἶναι τὸ πρόβλημα μίας χριστιανικῆς χρησιμοποίησης τοῦ λαϊκοῦ. Πολὺ συγκεκριμένο πρόβλημα, ποὺ τίθεται σὲ ὁποιονδήποτε διδάσκει σ’ ἕνα Ἵδρυμα τοῦ Κράτους. Ἕνας καθηγητὴς τῆς δημόσιας ἐκπαίδευσης, «λαϊκὸς» ὅπως λένε, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὰ πῆ ὅλα, ἐκτὸς ὡς ἄνθρωπος πρὸς ἄνθρωπο, ἂν ἔλθη κανεὶς νὰ τὸν βρὴ καὶ νὰ τοῦ θέση τὸ ἐρώτημα, ἔξω ἀπὸ τὰ μαθήματα, καμιὰ φορᾶ πολὺ πιὸ ἀργὰ — τοῦτο ἐδῶ μπορεῖ νὰ γίνη χρόνια μετά. Ὁ ρόλος τού μοῦ φαίνεται ὅτι ἐκφράζεται πολὺ καλὰ μὲ τὴ φράση τοῦ Kierkegaard ποὺ ἀνάφερε ὁ P. Dumas: «Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει μάτια γιὰ νὰ δή, οὔτε αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκούση τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅσο δὲν φτάσει σ’ ἕνα ὠρισμένο σημεῖο ἐμβάνθυσης μέσα στὴν ὕπαρξή του». Ὁ ρόλος ἑνὸς παιδαγωγοῦ χριστιανοῦ στὴ δημόσια ἐκπαίδευση, εἶναι ἀκριβῶς τὸ νὰ βοηθᾶ λιγάκι τοὺς ἐφήβους, μὲ τοὺς ὁποίους ἀσχολεῖται, νὰ φτάσουν ἢ νὰ διαισθανθοῦν αὐτὴ τὴν «ἐμβάθυνση μέσα στὴν ὕπαρξη». Δηλαδή, νὰ σπείρη τὴν ἀνησυχία, νὰ ὑποκίνηση ἐσωτερικὲς συγκρούσεις, νὰ καταστρέψη τὶς εἰκόνες τῆς οἰκουμένης, ποὺ εἶναι ἀδιαφανεῖς καὶ πεζές, ν’ ἀσκήση μία παθιασμένη κριτικὴ (διδάσκω Ἱστορία), μία παθιασμένη Ἱστορία, παρουσιάζοντας κατὰ κάποιο τρόπο ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ τὶς μεγάλες ἀνθρώπινες αἱρέσεις, δείχνοντας τὸ σοβαρὸ αὐτῶν τῶν αἱρέσεων. Σκέφτομαι, παραδείγματος χάρη, γιὰ μία σειρὰ μαθημάτων πάνω στὴν ἱστορία τοῦ ΧΙΧου αἰώνα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ φτάση στὸ Κολοφώνα — κάθε φορᾶ ἀπὸ τὰ «ἔσω» — σὲ μία τριπλῆ ἔκθεση πάνω στὸ Marx, πάνω στὸ Nietzsche καὶ πάνω στὸ Dostoyevsky. Ν’ ἁρπάξη ἔτσι κανεὶς τὸν ἔφηβο ἀπὸ μία ὠρισμένη ὑπνοβασία τοῦ πολιτισμοῦ τῆς εὐτυχίας καὶ ἴσως, ἂν εἶναι χριστιανός, ἀπὸ τὴν ὑπνοβασία ἑνὸς κάποιου χριστιανισμοῦ — ποὺ εἶναι ἐδῶθε του ἀθεϊσμοῦ ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκεται ἐκεῖθε — καὶ νὰ τοῦ κάνη ν’ ἀνακάλυψη, νὰ διαισθανθῆ, ἐν πάσῃ περιπτώσει, καὶ τὸ βάθος τῆς ὕπαρξης, καὶ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ ἄλλου, γιατί αὐτὸ ποὺ ἔχουμε, τὸ πιὸ πολύτιμο, νὰ διδάξουμε, εἶναι τὸ νόημα τοῦ διαλόγου, πέρα ἀπὸ τὶς ἐφηβικὲς ἁπλοϊκότητες. Καὶ τοῦτο μὲ μία στάση μαιευτικῆς, μὲ μίαν ἄσκηση χιοῦμορ, γιὰ ν’ ἀποφύγουμε νὰ γοητεύσουμε αὐτοὺς τοὺς νέους, νὰ τοὺς προσηλώσουμε πάνω στὴν ἴδια μας προσωπικότητα, γιὰ νὰ μποῦν στὸ δρόμο μόνοι τους, μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς βαθειᾶς ζωῆς καὶ τὴν ἀπαίτηση μίας ἀλήθειας ποὺ ἀποδίδει κάθε πραγματικότητα, κάθε ζωή, ποὺ δὲ σακατεύει, ἀλλ’ ἐκπληρώνει. Τὸ νόημα τοῦ διαλόγου, τὸ νόημα τοῦ ἄλλου, τὸ νόημα τοῦ περίπλοκου καὶ τῆς συνάντησης, ὅταν συχνάζη κανεὶς σὲ δρόμους μικρῆς κίνησης, ἰδοὺ τί θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μία μαρτυρία διακριτικὴ ἀλλ’ ἀποτελεσματική τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης καὶ τοῦ τριαδικοῦ μυστηρίου.