
Τὸν οὐρανὸν σκότει πολλῷ, τὴν γῆν τε σειομένην, καὶ πέτρας ῥηγνυμένας, ναοῦ τε τὸ καταπέτασμα σχισθὲν εἰς δύο θεωρῶν ἐν τῷ θείῳ πάθει τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀθλητής, Θεοῦ Υἱὸν αὐτὸν ἐγνώρισε, πάσχοντα τῇ οἰκείᾳ εὐσπλαγχνίᾳ, ἀπαθῆ δὲ ὄντα τῇ θεότητι καὶ δόξῃ, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ Πνεύματι Ἁγίῳ συνέχοντα τὸ πᾶν καὶ διακρατοῦντα, ὡς Θεὸν ἀληθινὸν καὶ Βασιλέα· ὅθεν ἐν χαρᾷ Λογγῖνος ἀνακραυγάζει· Σύ μου τὸ κράτος Χριστὲ καὶ στερέωμα.
Ο στρατιώτης που βρισκόταν κάτω από το σταυρό και εκέντησε με τη λόγχη του την πλευρά του Χριστού μας και καθώς εκείνος παρέδωσε το πνεύμα Του, φοβισμένος, ψιθύρισε»Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος».
Ο Άγιος Λογγίνος έζησε επί Τιβερίου. Καταγόταν από την Καππαδοκία και υπηρετούσε στο ρωμαϊκό στρατό ως εκατόνταρχος, υπό τις διαταγές του Ποντίου Πιλάτου,ηγεμόνος της Ιουδαίας. Έλαβε διαταγή να εκτελέσει μαζί με τους, άνδρες του την απόφαση του Πιλάτου, πού οδήγησε στο άγιο Πάθος του Κυρίου και Σωτηρος ημών Ιησού Χριστού, και να φυλάξουν τον τάφο, από φόβο μήπως οι μαθητές κλέψουν το σώμα και διαδώσουν ότι ο Χριστός ανέστη. Έτσι λοιπόν ο Λογγίνος είδε ως αυτόπτης μάρτυρας όλα τα θαυμαστά σημεία πού συνόδευσαν τοΠάθος του Κυρίου: τη γη πού εσείσθη, το σκότος πού απλώθηκε πάνω στη γη, το καταπέτασμα του Ναού πού σχίσθηκε στα δύο από άνω εως κάτω, τις πέτρες πού εσχίσθησαν, τα μνημεία πού ανεώχθησαν και τα πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων πού ηγέρθησαν και εμφανίσθηκαν σε πολλούς. Βλέποντας αυτά τα θαυμάσια, άνοιξαν οι οφθαλμοί της καρδιάς του και οεκατόνταρχος αναφώνησε: Αληθώς Υιός Θεού ην ούτος! (Ματθ. 27, 54 Μάρκ. 15, 39).