«…Βασιλεία των ανθρώπων το γένος αναγκαίως υπεισείχθη … και η ομότιμος φύσις εις το άρχειν και άρχεσθαι μερισθήναι συνεχωρήθη…»
(Μάξιμος Ομολογητής
Φιλοκαλία Β’, 140)
Δεν ήταν πρόθεση του Θεού στον κόσμο να υπάρχουν άρχοντες και αρχόμενοι.
Δικός του Νόμος ήταν και πάντοτε θα είναι οι άνθρωποι να πορεύονται «κατά φύσιν», να ζουν και να ενεργούν ομότιμοι και ισότιμοι με τους άλλους.
Οι άνθρωποι, ωστόσο, σε πολύ μεγάλη πλειοψηφία, άλλη γνώμη είχαν και έχουν!
Αγνόησαν και αψήφησαν την γνώμη και τον Νόμο του Θεού, και έβαλαν και βάζουνε πάνω από του Θεού το θέλημα τη θέληση την δική τους, και το δικό του νόμο: να αφήνουνε την ψυχή τους αφύλακτη στη δίνη των παθών που φέρνουν πάντα θύελλες, σεισμούς και δυστυχίες.
Τους αρέσει (!) να τρέχουν αξεδίψαστοι, σαν άφρονες ιππείς, που ιππεύουν αχαλίνωτα άλογα μέσα στην καταχνιά, να τρέχουν ασυγκράτητοι στην άκρη του κατάραχου, στα χείλη του γκρεμού.