Justin Popovich, 'Aνθρωπος και Θεάνθρωπος,
Αθήνα 1970, εκδ. Αστήρ, σελ. 52-61
Μτφρ. Αθανασίου Γιέφτιτς
Είναι δύσκολον, πάρα πολύ δύσκολον, εις την στενήν ανθρωπίνην ψυχήν και εις το ακόμη στενώτερον ανθρώπινον σώμα, να εισδύση η άπειρος και αιωνία ζωή. Οι φυλακισμένοι κάτοικοι της γης στέκουν με υποψίαν εμπρός εις κάθε τι το επέκεινα. Φυλακισμένοι εις την φυλακήν του χρόνου και του χώρου δεν αντέχουν, από αταβισμόν ή ίσως από αδράνειαν, το να είσδυση εντός των κάτι το υπερχρονικόν και υπερτοπικόν, κάτι το επέκεινα και αιώνιον. Μίαν τοιαύτην εισβολήν την θεωρούν ως επίθεσιν και απαντούν με πόλεμον. Δεδομένου μάλιστα ότι ο «σης» του χρόνου διαφθείρει τον άνθρωπον, αυτός δεν αγαπά την επέμβασιν της αιωνιότητος εις την ζωήν του και δυσκόλως προσαρμόζεται προς αυτήν. Την επέμβασιν ταύτην την θεωρεί συχνά ως βίαν και ασυγχώρητον θράσος· και άλλοτε μεν γίνεται σκληρός επαναστάτης εναντίον της αιωνιότητος, διότι βλέπει ότι είναι πάρα πολύ μικρός απέναντι της, άλλοτε δε φθάνει μέχρις αγρίου μίσους εναντίον της, διότι την θεωρεί υπό πρίσμα πολύ ανθρώπινον, πολύ γήϊνον, πολύ ενδοκοσμικόν. Βυθισμένος με το σώμα εις την ύλην, δεμένος με την δύναμιν της βαρύτητος εις τον χρόνον και τον χώρον και έχων αποχωρισμένον το πνεύμα του από την αιωνιότητα, ο ενδοκόσμιος άνθρωπος δεν αγαπά τας δυσχερείς εκδρομάς προς το επέκεινα και το αιώνιον. Το χάσμα το οποίον υπάρχει μεταξύ χρόνου και αιωνιότητος είναι δι' αυτόν αγεφύρωτον, διότι του λείπει η αναγκαία ικανότης και η δύναμις να το δρασκελήση. Πολιορκημένος πανταχόθεν από τον θάνατον ο άνθρωπος περιπαίζει εκείνους οι οποίοι του λέγουν: «ο άνθρωπος είναι αθάνατος και αιώνιος». Αθάνατος, ως προς τι; Ως προς το θνητόν σώμα του; Αιώνιος, ως προς τι; Ως προς το αδύνατον πνεύμα του;
Δια να είναι αθάνατος ο άνθρωπος, πρέπει εις το κέντρον της αυτοσυναισθήσεώς του να αισθάνεται τον εαυτόν του αθάνατον · δια να είναι αιώνιος, πρέπει εις το κέντρον της αυτοσυνειδησίας του να επιγινώσκη τον εαυτόν του αιώνιον. Χωρίς αυτό, και η αθανασία και η αιωνιότης είναι δι' αυτόν καταστάσεις επιβεβλημέναι έξωθεν. Και εάν κάποτε είχεν ο άνθρωπος αυτήν την αίσθησιν της αθανασίας και την επίγνωσιν της αιωνιότητος, τούτο συνέβη τόσον παλαιά, ώστε ήδη να έχη ατροφήσει κάτω από το βάρος του θανάτου. Και όντως έχει ατροφήσει: τούτο μας λέγει η όλη μυστηριώδης δομή του ανθρωπίνου είναι. Ολόκληρον το πρόβλημα μας έγκειται εις το πως να αναζωπυρήση κανείς αυτό το σβησμένον αίσθημα, πως να αναστήσει αυτήν την ατροφικήν επίγνωσιν. Οι άνθρωποι δεν ημπορούν να το κάμουν, αλλ' ούτε και οι «υπερβατικοί θεοί» της φιλοσοφίας. Αυτό ημπορεί να το κάμη ο Θεός, ο Οποίος τον αθάνατον Εαυτόν Του ενεσάρκωσε μέσα εις την ανθρωπίνην αυτοαίσθησιν και τον αιώνιον Εαυτόν Του εις την ανθρωπίνην αυτοσυνειδησίαν. Τούτο ακριβώς έκαμε ο Χριστός, όταν ενηνθρώπησε και έγινε θεάνθρωπος. Μόνον εν τω Χριστώ, αποκλειστικώς εν Αυτώ, ο άνθρωπος ησθάνθη τον εαυτόν του αθάνατον και εγνώρισε τον εαυτόν του αιώνιον. Ο θεάνθρωπος Χριστός δια του Προσώπου Του εγεφύρωσε το χάσμα μεταξύ του χρόνου και της αιωνότητος και αποκατέστησε τας σχέσεις μεταξύ των. Δια τούτο ο άνθρωπος αισθάνεται πραγματικώς τον εαυτόν του αθάνατον και γνωρίζει αληθώς τον εαυτόν του αιώνιον, ο οποίος οργανικώς ενώνεται με τον θεάνθρωπον Χριστόν, με το Σώμα Του, την Εκκλησίαν. Όθεν δια τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα ο Χριστός κατέστη η μοναδική μετάβασις και διάβασις από τον χρόνον εις την αιωνιότητα. Δια τούτο εις την Εκκλησίαν, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ο θεάνθρωπος Χριστός έγινε και παρέμεινεν η μοναδική οδός και ο μοναδικός οδηγός, από τον χρόνον εις την αιωνιότητα, από την αυτοαίσθησιν της θνητότητος εις την αυτοαίσθησιν της αθανασίας, από την αυτογνωσίαν του πεπερασμένου εις την αυτοσυνειδησίαν της αιωνιότητος και τοι αδιαστάτου.