Εσωτερική αποστολή της Εκκλησίας μας - πραγμάτωσις της Ορθοδοξίας

Justin Popovich, 'Aνθρωπος και Θεάνθρωπος
Αθήνα 1970, εκδ. Αστήρ, σελ. 52-61 

Μτφρ. Αθανασίου Γιέφτιτς

Είναι δύσκολον, πάρα πολύ δύσκολον, εις την στενήν ανθρωπίνην ψυχήν και εις το ακόμη στενώτερον ανθρώπινον σώμα, να εισδύση η άπειρος και αιωνία ζωή. Οι φυλακισμένοι κάτοικοι της γης στέκουν με υποψίαν εμπρός εις κάθε τι το επέκεινα. Φυλακισμένοι εις την φυλακήν του χρόνου και του χώρου δεν αντέχουν, από αταβισμόν ή ίσως από αδράνειαν, το να είσδυση εντός των κάτι το υπερχρονικόν και υπερτοπικόν, κάτι το επέκεινα και αιώνιον. Μίαν τοιαύτην εισβολήν την θεωρούν ως επίθεσιν και απαντούν με πόλεμον. Δεδομένου μάλιστα ότι ο «σης» του χρόνου διαφθείρει τον άνθρωπον, αυτός δεν αγαπά την επέμβασιν της αιωνιότητος εις την ζωήν του και δυσκόλως προσαρμόζεται προς αυτήν. Την επέμβασιν ταύτην την θεωρεί συχνά ως βίαν και ασυγχώρητον θράσος· και άλλοτε μεν γίνεται σκληρός επαναστάτης εναντίον της αιωνιότητος, διότι βλέπει ότι είναι πάρα πολύ μικρός απέναντι της, άλλοτε δε φθάνει μέχρις αγρίου μίσους εναντίον της, διότι την θεωρεί υπό πρίσμα πολύ ανθρώπινον, πολύ γήϊνον, πολύ ενδοκοσμικόν. Βυθισμένος με το σώμα εις την ύλην, δεμένος με την δύναμιν της βαρύτητος εις τον χρόνον και τον χώρον και έχων αποχωρισμένον το πνεύμα του από την αιωνιότητα, ο ενδοκόσμιος άνθρωπος δεν αγαπά τας δυσχερείς εκδρομάς προς το επέκεινα και το αιώνιον. Το χάσμα το οποίον υπάρχει μεταξύ χρόνου και αιωνιότητος είναι δι' αυτόν αγεφύρωτον, διότι του λείπει η αναγκαία ικανότης και η δύναμις να το δρασκελήση. Πολιορκημένος πανταχόθεν από τον θάνατον ο άνθρωπος περιπαίζει εκείνους οι οποίοι του λέγουν: «ο άνθρωπος είναι αθάνατος και αιώνιος». Αθάνατος, ως προς τι; Ως προς το θνητόν σώμα του; Αιώνιος, ως προς τι; Ως προς το αδύνατον πνεύμα του; 

Δια να είναι αθάνατος ο άνθρωπος, πρέπει εις το κέντρον της αυτοσυναισθήσεώς του να αισθάνεται τον εαυτόν του αθάνατον · δια να είναι αιώνιος, πρέπει εις το κέντρον της αυτοσυνειδησίας του να επιγινώσκη τον εαυτόν του αιώνιον. Χωρίς αυτό, και η αθανασία και η αιωνιότης είναι δι' αυτόν καταστάσεις επιβεβλημέναι έξωθεν. Και εάν κάποτε είχεν ο άνθρωπος αυτήν την αίσθησιν της αθανασίας και την επίγνωσιν της αιωνιότητος, τούτο συνέβη τόσον παλαιά, ώστε ήδη να έχη ατροφήσει κάτω από το βάρος του θανάτου. Και όντως έχει ατροφήσει: τούτο μας λέγει η όλη μυστηριώδης δομή του ανθρωπίνου είναι. Ολόκληρον το πρόβλημα μας έγκειται εις το πως να αναζωπυρήση κανείς αυτό το σβησμένον αίσθημα, πως να αναστήσει αυτήν την ατροφικήν επίγνωσιν. Οι άνθρωποι δεν ημπορούν να το κάμουν, αλλ' ούτε και οι «υπερβατικοί θεοί» της φιλοσοφίας. Αυτό ημπορεί να το κάμη ο Θεός, ο Οποίος τον αθάνατον Εαυτόν Του ενεσάρκωσε μέσα εις την ανθρωπίνην αυτοαίσθησιν και τον αιώνιον Εαυτόν Του εις την ανθρωπίνην αυτοσυνειδησίαν. Τούτο ακριβώς έκαμε ο Χριστός, όταν ενηνθρώπησε και έγινε θεάνθρωπος. Μόνον εν τω Χριστώ, αποκλειστικώς εν Αυτώ, ο άνθρωπος ησθάνθη τον εαυτόν του αθάνατον και εγνώρισε τον εαυτόν του αιώνιον. Ο θεάνθρωπος Χριστός δια του Προσώπου Του εγεφύρωσε το χάσμα μεταξύ του χρόνου και της αιωνότητος και αποκατέστησε τας σχέσεις μεταξύ των. Δια τούτο ο άνθρωπος αισθάνεται πραγματικώς τον εαυτόν του αθάνατον και γνωρίζει αληθώς τον εαυτόν του αιώνιον, ο οποίος οργανικώς ενώνεται με τον θεάνθρωπον Χριστόν, με το Σώμα Του, την Εκκλησίαν. Όθεν δια τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα ο Χριστός κατέστη η μοναδική μετάβασις και διάβασις από τον χρόνον εις την αιωνιότητα. Δια τούτο εις την Εκκλησίαν, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ο θεάνθρωπος Χριστός έγινε και παρέμεινεν η μοναδική οδός και ο μοναδικός οδηγός, από τον χρόνον εις την αιωνιότητα, από την αυτοαίσθησιν της θνητότητος εις την αυτοαίσθησιν της αθανασίας, από την αυτογνωσίαν του πεπερασμένου εις την αυτοσυνειδησίαν της αιωνιότητος και τοι αδιαστάτου. 

Η αιωνίως ζώσα προσωπικότης του θεανθρώπου Χριστού είναι ακριβώς η Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι πάντοτε προσωπικότης, και δη θεανθρωπίνη προσωπικότης, θεανθρώπινον πνεύμα και σώμα. Ο ορισμός της Εκκλησίας, η ζωή της Εκκλησίας, ο σκοπός της, το πνεύμα της, το πρόγραμμα της, αι μεθόδοι της, όλα αυτά έχουν δοθή μέσα εις το θαυμαστόν πρόσωπον του Θεανθρώπου Χριστού. Όθεν η αποστολή της Εκκλησίας είναι να ενώση οργανικώς και προσωπικώς όλους τους πιστούς της με το Πρόσωπον του Χριστού· να κάμη την αυτοαίσθησίν των χριστοαίσθησιν και την αυτογνωσίαν (αυτοσυνειδησίαν) των χριστογνωσίαν (χριστοσυνειδησίαν)· η ζωή των να γίνη ζωή εν Χριστώ και δια του Χριστού· η ψυχή των να γίνη ψυχή εν Χριστώ και δια του Χριστού" η προσωπικότης των να γίνη προσωπικότης εν Χριστώ και δια του Χριστού· να ζουν εντός των όχι οι ίδιοι, αλλά να ζει ο Χριστός εν αυτοίς ( Γαλ. 2,20). Η αποστολή της Εκκλησίας είναι να εξασφάλιση εις τα μέλη της την αθανασίαν και την αιωνιότητα, κάμνουσα αυτά κοινωνούς θείας φύσεως (2 Πέτρ. 1, 4). Η αποστολή της Εκκλησίας είναι ακόμη να δημιουργήση εις έκαστον μέλος της την πεποίθησιν ότι την κανονικήν κατάστασιν της ανθρωπινής προσωπικότητος αποτελούν η αθανασία και η αίωνιότης και όχι η χρονικότης και θνητότης, και ότι ο άνθρωπος είναι ένας οδοιπόρος, ο οποίος δια της θνητότητος και χρονικότητος πορεύεται προς την αθανασίαν και την αιωνιότητα. 

Η Εκκλησία είναι η θεανθρωπίνη αιωνιότης ενσαρκωμένη εις τα όρια του χρόνου και του χώρου. Ευρίσκεται εις τον κόσμον τούτον, αλλά δεν είναι εκ του κόσμου τούτου ( Ιωάν. 18,36). Ευρίσκεται εις αυτόν τον κόσμον δια να α νυψώση αυτόν τον κόσμον μέχρι του άνω, από όπου προέρχεται και η ίδια. Η Εκκλησία είναι οικουμενική, καθολική, θεανθρωπίνη, αιώνια, δια τούτο αποτελεί βλασφημίαν, ασυγχώρητον βλασφημίαν εναντίον του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, το να κάμωμεν την Εκκλησίαν ένα εθνικόν ίδρυμα ( institutio ), να την στενεύωμεν μέχρι των μικρών, πεπερασμένων, χρονικών εθνικών σκοπών και μεθόδων. Ο σκοπός της είναι υπερεθνικός, οικουμενικός, πανανθρώπινος: να ενώση εν τω Χριστώ όλους τους ανθρώπους, όλους άνευ εξαιρέσεων εθνικότητος ή φυλής ή κοινωνικού στρώματος. « Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ · πάντες γάρ ὑμεῖς εἰς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3, 28), διότι «τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3,11). 

Αι μέθοδοι αυτής της πανανθρώπινης - θεανθρωπίνης ενώσεως όλων των ανθρώπων εν τω Χριστώ, έχουν δοθή υπό της Εκκλησίας εις τα αγία μυστήρια της και εις τα θεανθρώπινα έργα (ασκήσεις, αρετάς) της. Και πράγματι: το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας συνθέτει και ορίζει και αποτελεί την μέθοδον του Χριστού και το μέσον δια την ένωσιν όλων των ανθρώπων: δια του μυστηρίου τούτου ενώνεται οργανικώς ο άνθρωπος με τον Χριστόν και με όλους τους πιστούς. Δια δε της προσωπικής εξασκήσεως των θεανθρωπίνων αρετών: της πίστεως, της προσευχής, της νηστείας, της αγάπης, της πραότητος, της πανευσπλαγχνίας και ελεημοσύνης, ο άνθρωπος στερεώνει τον εαυτόν του εις αυτήν την ενότητα, διαφυλάττει τον εαυτόν του εις αυτήν την αγιότητα, ζη ο ίδιος προσωπικά τον Χριστόν ως την ενότητα της προσωπικότητας του και ως την ουσίαν της ενότητας του με τα άλλα μέλη του αγίου Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. 

Η Εκκλησία είναι η προσωπικότης του θεανθρώπου Χριστού, θεανθρώπινος οργανισμός, ουχί ανθρωπίνη οργάνωσις. Η Εκκλησία είναι αδιαίρετος, όπως είναι το πρόσωπον του θεανθρώπου, όπως και το σώμα του θεανθρώπου. Δια τούτο αποτελεί βασικόν λάθος να διαιρήται ο αδιαίρετος θεανθρώπινος οργανισμός της Εκκλησίας εις τας μικράς εθνικάς οργανώσεις. Εις την πορείαν των δια μέσου της ιστορίας πολλαί τοπικαί Εκκλησίαι περιωρίζοντο εις τον εθνικισμόν, εις σκοπούς και μεθόδους εθνικάς. Πολλαί Εκκλησίαι, και μεταξύ αυτών και η ιδική μας. Η Εκκλησία προσηρμόζετο πρός τον λαόν, ενώ το κανονικόν είναι το αντίθετον : ο λαός να προσαρμόζεται προς την Εκκλησίαν. Και η ιδική μας Εκκλησία πολλάς φοράς έ κανε αυτό το λάθος. Αλλά γνωρίζομεν ότι αυτά ήσαν «τα ζιζάνια» της εκκλησιαστικής μας ζωής, «ζιζάνια» τα οποία ο Κύριος δεν εκριζώνει, αλλά τα αφήνει να αυξάνουν μαζί με τον σίτον μέχρι του θερισμού (Ματθ. 13, 29 30). Γνωρίζομεν επίσης (ο Κύριος μας το εδίδαξε) ότι τα ζιζάνια αυτά προέρχονται από τον αρχικόν εχθρόν μας και εχθρόν του Χριστού, τον διάβολον (Ματθ. 13, 25 28). Αλλ' η γνώσις μας αυτή αποβαίνει εις μάτην, εάν δεν μεταβληθή εις προσευχήν δια να μας διαφύλαξη ο Χριστός εις το μέλλον από του να γίνωμε σπορείς και καλλιεργηταί τοιούτων ζιζανίων. 

Είναι πλέον καιρός, είναι η δωδέκατη ώρα, να παύσουν οι εκκλησιαστικοί μας αντιπρόσωποι να είναι αποκλειστικά δούλοι του εθνικισμού, και να γίνουν αρχιερείς και ιερείς της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Η από τον Χριστόν δοσμένη και από τους Αγίους Πατέρας πραγματοποιημένη αποστολή της Εκκλησίας είναι: να φυτεύεται και να καλλιεργήται μέσα εις την ψυχήν του λαού μας η αίσθησις και η επίγνωσις ότι κάθε μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι πρόσωπον καθολικόν, πρόσωπον αιώνιον και θεανθρώπινον · ότι είναι του Χριστού και δια τού το α δελφοί όλων των ανθρώπων, και διάκονος όλων των ανθρώπων και των κτισμάτων. Αυτός είναι ο από Χριστού δεδομένος σκοπός της Εκκλησίας· κάθε άλλος σκοπός δεν είναι από τον Χριστόν αλλ' από τον αντίχριστον. Δια να είναι η τοπική μας Εκκλησία Εκκλησία του Χριστού, Εκκλησία καθολική, πρέπει να πραγματοποιή συνεχώς αυτόν τον σκοπόν της εις τον λαόν μας. Αλλά ποία είναι τα μέσα, με τα οποία ημπορεί αυτή να πραγματοποιή αυτόν τον θεανθρώπινον σκοπόν ; Τα μέσα πάλιν δεν είναι άλλα από τα θεανθρώπινα, διότι ο θεανθρώπινος σκοπός δύναται να πραγματοποιήται με θεανθρώπινα αποκλειστικώς μέσα, ποτέ με ανθρώπινα ή με οιαδήποτε άλλα. Εις αυτό το σημείον διαφέρει ουσιαστικώς η Εκκλησία από κάθε τι το ανθρώπινον, το γήϊνον. 

Τα θεανθρώπινα μέσα δεν είναι άλλο παρά αι θεανθρώπιναι ασκήσεις- αρεταί. Και αυτάς δύνανται να εφαρμόζουν επιτυχώς μόνον οι θεανθρώπινοι, οι χριστοφόροι ασκηταί. Αι θεανθρώπιναι αρεταί ευρίσκονται μεταξύ των εις οργανικήν σχέσιν. Η μία εκπηγάζει εκ της άλλης, η μία συμπληρώνει την άλλην. 

Η πρώτη μεταξύ των ασκήσεων αρετών είναι η άσκησις της πίστεως. Δι' αυτής της ασκήσεως πρέπει να περάση και συνεχώς να περνά η ψυχή του λαού μας, να παραδοθή δηλαδή η ψυχή αυτή εις τον Χριστόν άνευ επιφυλάξεων και συμβιβασμών, να εμβαθύνη μέχρι τα θεανθρώπινα βάθη, να ανυψώνεται εις τα θεανθρώπινα υψη. Πρέπει να δημιουργηθή εις τον λαόν μας το αίσθημα ότι η πίστις του Χριστού είναι αρετή υπερεθνική, οικουμενική και καθολική, τριαδική· και ότι το να πιστεύη κανείς εις τον Χριστόν σημαίνει να υπηρετή τον Χριστόν και μόνον τον Χριστόν, εις όλα τα γεγονότα της ζωής του. 

Η δεύτερο είναι: η θεανθρωπίνη αρετή της προσευχής και νηστείας. Η αρετή αύτη πρέπει να γίνη μέθοδος ζωής του ορθοδόξου λαού μας, να γίνη η ψυχή της ψυχής του, διατί η προσευχή και νηστεία είναι τα παντοδύναμα μέσα τα δεδομένα από τον Χριστον δια την κάθαρσιν από κάθε ακαθαρσίαν όχι μόνον του ανθρωπίνου προσώπου, αλλά και της κοινωνίας, και του λαού, και της ανθρωπότητος. Η προσευχή και η νηστεία δύνανται να καθαρίσουν την ψυχήν του λαού μας από τας ακαθαρσίας μας και τας αμαρτίας μας (Ματθ. 17,19 21. Λουκ. 9,17 29). Πρέπει να ταυτισθή η ψυχή του λαού με την ορθόδοξον ζωήν της προσευχής. Η προσευχή και η νηστεία πρέπει να τελούνται όχι μόνον δια τα άτομα, η μόνον δια τον λαόν, αλλά δια τους πάντας και τα πάντα («κατά πάντα και δια πάντα») : δια τους φίλους και τους εχθρούς, δια τους διώκοντας και τους αποκτείνοντας ημάς, διότι με αυτό διακρίνονται οι χριστιανοί από τους εθνικούς ( Ματθ. 5, 44 45). 

Η τρίτη θεανθρωπίνη αρετή είναι η θεανθρωπίνη αρετή της αγάπης. Η αγάπη αυτή δεν έχει όρια· δεν ερωτά: ποίος είναι άξιος και ποίος δεν είναι; Αλλ' αγαπά τους πάντας : αγαπά φίλους και εχθρούς, αγαπά αμαρτωλούς και κακούργους, δεν αγαπά όμως τας αμαρτίας των και τα εγκλήματα των· ευλογεί τους καταρωμένους, και ως ήλιος φωτίζει και τους πονηρούς και τους αγαθούς ( Ματθ. 5, 45 46). Αυτή η θεανθρωπίνη αγάπη πρέπει να καλλιεργήται εις τον λαόν μας, διότι με αυτήν την καθολικότητα της διακρίνεται η χριστιανική αγάπη από τας άλλας αυτοκλήτους και σχετικάς αγάπας : από την φαρισαϊκήν, την ουμανιστικήν, την αλτρουϊστικήν, την εθνικήν, την των ζώων. Η αγάπη του Χριστού είναι πάντοτε παναγάπη. Αποκτάται δε η αγάπη αυτή δια της προσευχής, διότι είναι δώρον του Χριστού. Και η ορθόδοξος καρδία με έντασιν προσεύχεται: Κύριε της αγάπης, δώσε μου την αγάπην Σου δια τους πάντας και τα πάντα! 

Η τετάρτη είναι: η θεανθρωπίνη αρετή της πραότητος και ταπεινώσεως. Μόνον ο «πράος τη καρδία» καταπραΰνει τας επαναστατημένας και αγρίας καρδίας · μόνον ο ταπεινός τη καρδία ταπεινώνει τας υπερήφανους και αλαζονικάς ψυχάς. Το να « δεικνύη πραότητα προς πάντας τους ανθρώπους» είναι το χρέος του κάθε αληθινού χριστιανού (Τιτ. 3, 2). Αλλά ο άνθ ρωπος γίνεται αληθινά πράος και ταπεινός, όταν κάμη καρδίαν της καρδίας του τον πράον και ταπεινόν Κύριον Ιησούν, εκείνον ο οποίος είναι ο μόνος αληθώς «πράος και ταπεινός τη καρδία » (Ματθ. 11, 29). Πρέπει να πραΰνεται η ψυχή του λαού με την πραότητα του Χριστού. Κάθε άνθρωπος πρέπει να μάθη να προσεύχεται: Πραότατε Κύριε, καταπράϋνον την αγρίαν ψυχήν μου! -Ο Κύριος εταπείνωσε τον Εαυτόν Του με την μεγαλυτέραν ταπείνωσιν : εσαρκώθη, έγινεν άνθρωπος. Εάν είσαι του Χριστού, ταπείνωσε τον εαυτόν σου μέχρι του σκώληκος: σάρκωσε τον εαυτόν σου εις τον πόνον του κάθε πονεμένου, εις την θλίψιν του κάθε θλιμμένου, εις το πάθος του κάθε βασανισμένου, εις το άλγος του κάθε ζώου και πουλιού. Ταπείνωσε τον εαυτόν σου πιο κάτω από όλους: να είσαι τα πάντα τοις πάσι, αλλά δια Χριστού και κατά Χριστόν. Όταν είσαι μόνος σου, προσεύχου: Ταπεινέ Κύριε, ταπείνωσε με δια της ταπεινώσεως Σου! 

Η πέμπτη είναι: η θεανθρωπίνη αρετή της υπομονής και ταπεινώσεως. Δηλαδή, να υπομένης το κακόν, να μη ανταποδίδης κακόν αντί κακού, να συγχωρής πανεύσπλαγχνα δια τας ύβρεις, τας συκοφαντίας, τας πληγάς. Τούτο είναι του Χριστού: να αισθάνεσαι συνεχώς εσταυρωμένος εις τον κόσμον, διωκόμενος από τον κόσμον, υβριζόμενος και εμπτυόμενος. Ο κόσμος δεν υποφέρει τους χριστοφόρους ανθρώπους, όπως δεν υπέφερε τον Χριστόν. Το μαρτύριον είναι η ατμόσφαιρα, εις την οποίαν ο χριστιανός καρποφορεί. Αυτό πρέπει να διδάσκωμεν εις τον λαόν μας. Δια τους ορθοδόξους το μαρτύριον είναι το καθαρτήριον. Χριστιανικόν είναι όχι μόνον να υποφέρης με χαράν τα παθήματα, αλλά και να συγχωρής πανεύσπλαγχνα εκείνους που τα προκαλούν, να προσεύχεσαι, δι' αυτούς εις τον Θεόν, όπως έκαμε ο Χριστός και ο αρχιδιάκονος Στέφανος. Δια τούτο, προσεύχου: Μακρόθυμε Κύριε, δώσε μου την μακροθυμίαν, την μεγαλοψυχίαν και την πραότητα! 

Η αποστολή της Εκκλησίας μας είναι: να κάμη τας θεανδρικάς αυτάς αρετάς ασκήσεις, μεθόδους της ζωής του λαού· να υφάνη την ψυχήν και ζωήν του λαού με τας χριστοειδείς θεανθρωπίνας αρετάς. Εις αυτό έγκειται η σωτηρία της ψυχής από τον κόσμον, και από όλας τας ψυχοφθόρους, ανθρωποκτόνους, αθέους κινήσεις και οργανώσεις του κόσμου. Απέναντι εις τον « μορφωμένον » αθεϊσμόν και την ευγενικήν ανθρωποφαγίαν του συγχρόνου πολιτισμού πρέπει να αντιτάξωμεν τας χριστοφόρους προσωπικότητας, αι οποίαι με την πραότητα του προβάτου θα νικούν τα εξημμένα πάθη των λύκων, και με την ακεραιότητα των περιστερών θα σώζουν την ψυχήν του λαού από την πολιτιστικήν και πολιτικήν δυσωδίαν. Την άσκησιν εις το όνομα του Χριστού πρέπει να αντιτάξωμεν «εις τον πολιτιστικόν ασκητισμόν, ο οποίος γίνεται εις το όνομα του σαπισμένου και παραμορφωμένου ευρωπαϊκού ανθρώπου, εις το όνομα του αθεϊσμού, του πολιτισμού, του αντίχριστου. Δια τούτο το κύριον χρέος της Εκκλησίας μας είναι να δημιουργή τους χριστοφόρους ασκητάς. Η φωνή που πρέπει να ακούεται μέσα της σήμερα είναι: οπίσω προς τους χριστοφόρους ασκητάς, προς τους Αγίους Πατέρας! Οπίσω προς τας ασκήσεις και αρετάς των Αγίων Πατέρων! Οπίσω προς τας αρετας του αγίου Αντωνίου και Αθανασίου, του αγίου Βασιλείου και Γρηγορίου, των αγίων Χρυσοστόμου και Δαμασκηνού, των αγίων Σεργίου και Σεραφείμ (των Ρώσσων ), των αγίων Σάββα, Προχάρου και Γαβριήλ (των Σέρβων) και άλλων! Διότι αύται αι θεανθρώπιναι ασκήσεις αρεταί εδημιούργησαν τον άγιον Αντώνιον, τον άγιον Γρηγόριον, τον άγιον Σάββαν. Και σήμερον μόνον αι ορθόδοξοι ασκήσεις αρεταί ημπορούν να κάνουν αγίαν την κάθε ψυχήν και την ψυχήν ολοκλήρου του λαού μας. Εφ' όσον ο θεανθρώπινος σκοπός είναι αιώνιος και αναλλοίωτος, και τα μέσα του είναι επίσης αιώνια και αναλλοίωτα, διότι ο Ιησούς Χριστός είναι χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας (Έβρ. 13,8). Εδώ είναι η διαφορά μεταξύ του ανθρωπίνου κόσμου και τοι κόσμου τοι Χριστού: το ανθρώπινον είναι πεπερασμένον και χρονικόν, το του Χριστού είναι αναλλοίωτον και αιώνιον. Η Ορθοδοξία ως ο μοναδικός φορεύς και φύλαξ του τελείου και παμφώτου Προσώπου του θεανθρώπου Χριστού πραγματοποιείται αποκλειστικώς με τα θεανθρώπινα ορθόδοξα μέσα, τας ασκητικάς εν χάριτι αρετάς, όχι με μέσα δανεισμένα από τον Ρωμαιοκαθολικισμόν ή τον Προτεσταντισμόν, διότι αυτοί είναι χριστιανισμοί κατά την έκδοσιν του υπερήφανου ευρωπαίου ανθρώπου, και όχι του ταπεινού θεανθρώπου. 

Αυτήν την αποστολήν της Εκκλησίας μας διευκολύνει ο ίδιος ο θεός, διότι εις τον λαόν μας υπάρχει το ασκητικό πνεύμα, όπως το εδημιούργησεν η Ορθοδοξία δια μέσου των αιώνων. Η ορθόδοξος ψυχή του λαού μας τείνει προς τους Αγίους Πατέρας, προς τους Ορθοδόξους Ασκητάς. Η προσωπική και η οικογενειακή και ενοριακή άσκησις, και ιδίως εις την προσευχήν και την νηστείαν, είναι το χαρακτηριστικόν της Ορθοδοξίας. Ο λαός μας είναι λαός του Χριστού, λαός ορθόδοξος, διότι συνοψίζει το Ευαγγέλιον, όπως και ο Χριστός, εις τας δύο αυτάς ασκήσεις: εις την προσευχήν και την νηστείαν, και είναι πεπεισμένος ότι κάθε ακαθαρσία, κάθε ακάθαρτη σκέψις, κάθε ακάθαρτη επιθυμία, κάθε ακάθαρτον πνεύμα, ημπορεί να διωχθή εκ του ανθρώπου μόνον με την προσευχήν και την νηστείαν ( Ματθ. 17,21). Ο λαός μας εις το βάθος της καρδίας του γνωρίζει τον Χριστόν και την Ορθοδοξίαν, γνωρίζει τι είναι εκείνο, το οποίον καθιστά τον ορθόδοξον άνθρωπον ορθόδοξον. Η Ορθοδοξία πάντοτε δημιουργεί ασκητικάς αναγεννήσεις, και άλλας αναγεννήσεις η Ορθοδοξία δεν αναγνωρίζει. 

Οι ασκηταί είναι οι μόνοι Ιεραπόστολοι της Ορθοδοξίας. Ο ασκητισμός είναι η μόνη ιεραποστολική σχολή της Ορθοδοξίας. Η Ορθοδοξία είναι άσκησις και ζωή, δια τούτο μόνον με την άσκησιν και την ζωήν κηρύττει και πραγματοποιεί την ιεραποστολήν της. Να αναπτυχθή ο ασκητισμός, ο προσωπικός και εκκλησιαστικός, - αυτό πρέπει να είναι η εσωτερική Ιεραποστολή της Εκκλησίας μας μέσα εις τον λαόν μας. Η ενορία πρέπει να γίνη ασκητικόν κέντρον. Αλλά αυτό ημπορεί να το κόμη μόνον εφημέριος-ασκητής. Η προσευχή και η νηστεία, η εκκλησιαστική ζωή της ενορίας, η λειτουργική ζωή - αυτά είναι τα κύρια μέσα της Ορθοδοξίας, με τα οποία επιδρά αναγεννητικώς επάνω εις τους ανθρώπους. Η ενορία, η ενοριακή κοινότης πρέπει να αναγεννηθή, και εν τη φιλοχρίστω και φιλαδέλφω αγάπη να διακονή ταπεινά τον Χριστόν και όλους τους ανθρώπους με πραότητα και ταπείνωσιν, με θυσίαν και αυταπάρνησιν. Και η διακονία αυτή οφείλει, να διαποτίζεται και να τρέφεται από την προσευχήν και την λειτουργικήν ζωήν. Αυτό είναι το βασικόν, το απαραίτητον. Αλλ' όλα αυτά απαιτούν ως προϋπόθεσιν : τοδ να γίνουν οι ίδιοι οι αρχιερείς μας, οι ιερείς μας και οι μοναχοί μας ασκηταί, και δι' αυτό: Του Κυρίου δεηθώμεν. 
(1923)

Πηγή