Το ΜΕΓΑ ΧΑΣΜΑ μεταξύ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ και αγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

«ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ   ΚΑΙ   ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ   ΣΤΟΝ   ΙΔΙΟ   ΧΡΙΣΤΟ»!!!

ΤΑΔΕ ΕΦΗ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ
Α.Π.Π ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.  κ. Χ. ΑΤΜΑΤΖΙΔΗΣ
       Διαμαρτυρία πιστοῦ ἀπέτρεψε συμμετοχὴ ἱερωμένων σὲ συμπροσευχές

   Συμπροσευχὴ πραγματοποιήθηκε στὶς 21/1/2012 στὴν Θεσσαλονίκη, στὴν ὁποία συμμετεῖχαν Ὀρθόδοξοι, Παπικοί, Ἀγγλικανοί, Εὐαγγελικοὶ καὶ Ἀρμένιοι. Ἡ συμπροσευχὴ ἔγινε στὸν Καθολικὸ Καθεδρικὸ Ναὸ τῶν Λαζαριστῶν τῆς «Ἄσπίλου Συλλήψεως τῆς Θεοτόκου». Καὶ μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Ναοῦ, δηλώνει τὴν ἀντίστοιχη αἵρεση τῶν Παπικῶν. Κι ὅμως, στὴν οἰκουμενιστικὴ αὐτὴ βραδιὰ καὶ στὴν συμπροσευχή, συμμετεῖχε ὡς κεντρικὸς ὁμιλητὴς ὁ «ἐπίκουρος καθηγητὴς θεολογίας στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Χαράλαμπος Ἀτματζίδης», ὁ ὁποῖος ἔκανε καὶ τὴν ἀκόλουθη δήλωση στὸ TV100THESSALONIKI:
    «Εἶναι μία συνήθεια, ἡ ὁποία γίνεται σχεδὸν κάθε χρόνο ἀπὸ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς καὶ τὶς χριστιανικὲς κοινότητες τῆς Θεσσαλονίκης. Ὅλοι οἱ χριστιανοί, ποὺ ἔχουν  ἕνα  κοινὸ  «πιστεύω»  στὸν Ἰησοῦ Χριστό,  δηλ. ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ Ἀρμένιοι, οἱ Εὐαγγελικοί, συγκεντρωνόμαστε γιὰ νὰ συμπροσευχηθοῦμε καὶ νὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεό... Ὁ σκοπὸς αὐτῆς τῆς συμπροσευχῆς εἶναι νὰ θυμηθοῦμε τὶς ρίζες μας καὶ τὴν κοινή μας θρησκευτικὴ καταγωγή, ἡ ὁποία πολὺ παλιὰ μᾶς ἕνωνε ὅλους, ἐνῶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα μᾶς διέσπασε γιὰ λόγους, οἱ ὁποῖοι (κατὰ τὴν γνώμη μας) δὲν εἶναι καὶ τόσο πολὺ δικαιολογημένοι. Αὐτή, ὅμως, ἡ προσπάθεια βασίζεται, ἐρίζεται στὴν κοινὴ θέληση τῶν ἡγητόρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, δηλ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας πατριαρχείου, τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν ἐπισκοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῶν Εὐαγγελικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἀρμενίων, γιὰ μιὰ κοινὴ προσπάθεια νὰ βροῦμε κοινὰ σημεῖα ἐπαφῆς καὶ ἐπικοινωνίας».
     Μὲ τὶς συμπροσευχές, κ. καθηγητά, «θὰ θυμηθοῦμε» ἢ θὰ ξεχάσουμε ἐντελῶς τὶς ρίζες μας; Ἂν πιστεύουμε στὸν ἴδιο Χριστό, τότε γιατί οἱ ἑτερόδοξοι ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Μία Ἐκκλησία; Τὸ κορυφαῖο δόγμα τῶν Παπικῶν πὼς ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό, δὲν μᾶς παρουσιάζει ἕνα διαφορετικὸ Χριστό, ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ὁ ἴδιος μᾶς παρουσίασε;
    Κρίμα ποὺ δὲν ζούσατε τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ! Γιατὶ θὰ μπορούσατε νὰ τὸν διδάξετε μὲ ἕνα ταχύρρυθμο σεμινάριο, ὥστε νὰ μὴ ἐκφράζεται ὁ Ἅγιος μὲ τὶς παρακάτω φονταμενταλιστικὲς ἐκφράσεις ἐναντίον τῶν φίλων σας Παπικῶν.
     Ἂς δοῦμε μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔγραψε ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ τὰ συγκρίνουμε μ’ αὐτὰ ποὺ ἐσεῖς κι οἱ ὁμοϊδεάτες σας τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Βόλου πιστεύετε.
      Κι ἀποφασίστε:  Ἢ  ἐσεῖς  ἔχετε  δίκιο  ἢ  ὁ  Ἅγιος!


     Ὁ ἅγ. Γρηγόριος δίδασκε, πὼς οἱ λέγοντες τὸ Πνεῦμα καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἐκπίπτουν «τῆς ἀνωτάτου Τριάδος», ἐκπίπτουν καὶ «τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως», ἐκπίπτουν τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος», ἐκπίπτουν «τῆς υἱοθεσίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις   Γρ. Παλαμᾶ, Ἔργα, 1, σελ. 110, 120).
     Δίδασκε, πὼς τὸ σχίσμα, ἡ πτῶσις τοῦ παπισμοῦ, εἶναι ἔργον τοῦ δεινοῦ καὶ ἀρχεκάκου ὄφεως, ὅστις «διὰ τῶν αὐτῷ πειθηνίων Λατίνων περὶ Θεοῦ καινὰς εἰσφέρει φωνὰς» (σελ. 68, 70). Εἶναι «τὰ βαθέα τοῦ σατανᾶ, τὰ τοῦ πονηροῦ μυστήρια... Ἀλλ’ ἡμεῖς διδαχθέντες ὑπὸ τῆς θεοσοφίας τῶν πατέρων..., οὐδέποτ’ ἂν ὑμᾶς (τοὺς λατινόφρονες) κοινωνοὺς δεξαίμεθα», ὅσο χρόνο «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα λέγητε» (Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὅπ. παρ., 74).
    Οἱ Παπικοὶ φέρονται κατὰ τὸν ἴδιο δόλιο καὶ «φίλερι» τρόπο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὣς σήμερα. Ὅπως καὶ τότε, ἔτσι καὶ τώρα ἐμμένουν στὶς πλᾶνες τους καὶ μᾶς ρωτᾶνε: Γιατί «ἡμᾶς ἐτεροδόξους οἴεσθε;» (=γιατί μᾶς θεωρεῖτε αἱρετικούς, ὅπ. π. σελ. 82), ἀφοῦ τὴν ἴδια πίστη, τὸν ἴδιο Χριστὸ πιστεύουμε; Δυστυχῶς, αὐτὸ ποὺ ἄλλοτε ἔλεγαν οἱ Παπικοί, σήμερα τὸ ἰσχυρίζονται καὶ οἱ «ὀρθόδοξοι», οἱ ὁποῖοι ὡς ἐκ τούτου ὑπηρετοῦν τὴν οὐνίτικη-οἰκουμενιστικὴ τακτικὴ τῶν Παπικῶν. Γιὰ τοῦτο καὶ ἔχουν ἄλλο φρόνημα ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει «τῶν εὐσεβούντων τὸ πλήρωμα» (ὅπ. π.), οἱ πιστοί, δηλ., οἱ ὁποῖοι μιμούμενοι (τὸ κατὰ δύναμιν) τοὺς Ἁγίους καὶ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, τολμοῦν νὰ ποῦν:
     «Τὸ τῶν εὐσεβούντων πλήρωμα χεῖλος γεγονότες ἓν ἐπ’ ἀγαθῷ, πύργον εὐσεβείας ᾠκοδόμησεν, δυσσεβείας νοητοῦ κατακλυσμοῦ παντάπασιν ἀνωτέρου» (=τὸ πλήρωμα τῶν εὐσεβῶν, μεταβαλλόμενοι χάριν τοῦ ἀγαθοῦ εἰς ἕνα στόμα, οἰκοδόμησαν πύργον εὐσεβείας, ἀνώτερον εἰς ὅλα ἀπὸ τὸν νοητὸν κατακλυσμὸν τῆς ἀσεβείας, ὅπ. παρ. σελ. 82, 83).
    Μὲ «ὀρθόδοξον ὁμοφροσύνη», λοιπόν, ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ «ἀσφαλοῦς ὀχυρώματος ἱστάμενοι τοὺς «ἀπεναντίας τῶν ὀρθῶν δογμάτων φερομένους..., εὐστοχώτατα καὶ γενναιότατα βαλοῦμεν, ἅμα δὲ καὶ λυσιτελῶς αὐτοῖς, εἰ βούλοιντο», (=θὰ χτυπήσωμεν εὔστοχότατα τοὺς ἀντιθέτους στὰ ὀρθὰ δόγματα, καὶ μάλιστα αὐτὴ ἡ ἐναντίωσή μας, μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ ὠφέλιμη καὶ γι’ αὐτούς, ἐὰν τὸ θελήσουν, ὅπ. π.).
     Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος: «Μετὰ δὲ τοῦτο  τὰς  ἀποδείξεις  τῆς  ἀληθείας... προσκομίσωμεν αὐτοῖς» οὓς «τὸ λογικὸν τῆς εὐσεβείας περιτείχισμα καὶ βαλεῖ καὶ πατάξει καὶ τροπώσεται, εἰ δὲ βούλει, καὶ ἰάσεται» (=τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας θὰ τοὺς χτυπήσει καὶ θὰ τοὺς πατάξει καὶ θὰ τοὺς κατατροπώσει, ἐὰν δὲ θέλεις, καὶ θὰ τοὺς θεραπεύσει, ὅπ. π.). Διότι «τοιοῦτος ὁ τῶν θείων θεῖος ὅρος οὗτος, οὐ περιβάλλει μόνον τοὺς ἐμμένοντας καὶ καθίστησιν ἐν ἀσφαλείᾳ ἀλλὰ καὶ προπολεμεῖ καὶ ἀνυποστάτως ἀντιτάττεται τοῖς ἐπανισταμένοις» (=διότι, τοιοῦτος εἶναι ὁ θεῖος ὅρος τῶν θείων· ὄχι μόνο περιβάλλει καὶ διασφαλίζει τοὺς ἐμμένοντας εἰς αὐτόν, ἀλλὰ ὑπερασπίζεται ἐπίσης καὶ ἀντιτάσσεται ἀκαταμαχήτως εἰς τοὺς μαχομένους αὐτόν» (ὅπ. π.).
     Σὲ ἄλλο σημεῖο, διαπίστωνε ὁ Ἅγιος, ὅτι ἐθελοντικῶς οἱ Λατίνοι παραμένουν εἰς τὴν πλάνην τους καὶ καμία δύναμις δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ τοὺς μετακινήσει, ἔστω καὶ ἐὰν παρέμβουν Ἄγγελοι: «Ἐθελοντὰς δὲ κειμένους ὀνήσει τὸ παράπαν οὐδέν, κἄν παρ᾿ αὐτῶν τῶν οὐρανίων νόων σκευάζηταί τε καὶ προσάγηται τὸ τῆς ψευδοδοξίας ἴαμα» (ὅπ. παρ., 184).
    Καὶ θὰ τελειώσουμε μὲ μιὰ ἀκόμα φράση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου: «Ἦν ἄρα τῶν δικαιοτάτων μηδὲ λόγου ἀξιοῦν ὑμᾶς, εἰ μὴ τοῦ προστιθέναι τῷ ἱερῷ συμβόλῳ παύσησθε» (=Θὰ ἦταν ἀσφαλῶς δικαιότατον νὰ μὴ κάνουμε μαζί σας καμιὰ συζήτηση, ὅσο χρόνο συνεχίζετε νὰ ἔχετε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τὴν προσθήκη τοῦ filioque, ὅπ. π., σελ. 84)
    Βλέπετε, κ. Ἀτματζίδη, νὰ ὑπάρχει οἱαδήποτε σχέση μεταξὺ τῆς δικῆς σας διδασκαλίας καὶ αὐτῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ;

    Πέρασαν ἀπὸ τότε 700 χρόνια καὶ οἱ Λατίνοι, ὅπως ἀκριβῶς «προφήτευσε» ὁ Ἅγιος, ὄχι μόνον ἔμειναν ἀμετακίνητοι, ἀλλὰ καὶ ἐπαγίωσαν τὶς θέσεις τους, καὶ αὔξησαν τὶς αἱρέσεις τους. Καὶ σήμερα, οἱ μεταπατερικοὶ καὶ οἰκουμενιστὲς θεολόγοι καὶ ἐπίσκοποι ἰσχυρίζονται ὅτι  ...βρῆκαν τὸν τρόπο νὰ «ξαναενωθοῦμε»: Διὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!!!
  Καὶ πάλι κρίμα, ποὺ γεννήθηκαν τέτοια θεολογικὰ ἀναστήματα κάποιους αἰῶνες ἀργότερα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς Ἁγίους.  Ἂν εἶχαν ζήσει τότε τέτοιου μεγέθους νόες, ὅπως ὁ κ. Ἀτματζίδης, ὁ κ. Καλαϊτζίδης, ὁ μητροπ. Περγάμου κ.  Ἰω. Ζηζιούλας, ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος θὰ εἶχαν κατανοήσει ὅτι ἡ λύση τοῦ προβλήματος ἦταν ἡ δικιά τους ἐμπνεύσεως «ἀγάπη», οἱ Διάλογοι καὶ οἱ συμπροσευχές, καὶ δὲν θὰ χρησιμοποιοῦσαν μιὰ πολεμική-φονταμενταλιστικὴ τακτική· ἔτσι, μάλιστα, θὰ ἀπέτρεπαν τὸ δράμα τοῦ σχίσματος καὶ τῆς διατήρησής του, στὸ ὁποῖο μᾶς ὁδήγησαν (κατὰ τὸν κ. Βαρθολομαῖο) οἱ «προπάτορες ἡμῶν» ἅγιοι Φώτιος, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ὅποιοι ἄλλοι μικρόνοες ἅγιοι! Καὶ τώρα θὰ εἴχαμε τὴν «εὐτυχία» νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι Ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι, νὰ ἀποτελοῦμε μιὰ «ὄμορφη» οἰκουμενιστικὴ συντροφιά!
                                      * * *
    μως ὑπῆρχε καὶ κάτι ἄλλο φέτος. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐκφωνήτρια τοῦ ἴδιου καναλιοῦ:
   «Αἰσθητὴ ἦταν ἡ παντελὴς ἀπουσία ἀπὸ τὴν συμπροσευχή, ἐκπροσώπου τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἐρωτηθεὶς σχετικὰ ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ἄνθιμος δήλωσε: “Δὲν εἶναι μέσα στὴν τάξη τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, νὰ συμμετέχει σὲ θρησκευτικὲς τελετὲς ἢ συμπροσευχὲς μὲ ἑτερόδοξους καὶ πολὺ περισσότερο μὲ ἐκπροσώπους ἄλλων θρησκειῶν”».
   Ἀξίζει νὰ ὑπενθυμίσουμε, ὅτι μετὰ τὴν περυσινὴ συμπροσεχὴ στὸν ἴδιο χῶρο, ἐπειδὴ σ’ αὐτὴν συμμετεῖχαν καὶ ὀρθόδοξοι ἱερωμένοι (ἐκπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου) ὁ βυζαντινολόγος κ. Μάριος Πηλαβάκης, διεμαρτυρήθη μὲ ἄρθρο ποὺ δημοσίευσε ὑπὸ τὸν τίτλο: «Ὠμὴ ἐπέμβασις τοῦ κ. Βαρθολομαίου εἰς τὴν Μητρόπολιν Θεσσαλονίκης». Ἡ διαμαρτυρία του φαίνεται πὼς εἶχε ἀποτέλεσμα, καὶ γι’ αὐτὸ φέτος, ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης φρόντισε, ὥστε νὰ μὴν παραστοῦν ὀρθόδοξοι ἱερωμένοι στὶς συμπροσευχές, διότι «μὲ τὰς συμπροσευχὰς συμμετέχεις εἰς τὴν αἵρεσιν, εἰς τὰς κακοδοξίας καὶ τὴν διαστρέβλωσιν τοῦ Εὐαγγελίου ἐπιχειρῶν δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νὰ διασώσης τὸ ναυάγιον τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων διὰ τοῦ Λαϊκοῦ Οἰκουμενισμοῦ» (Γ. Ζερβός, Ὀρθόδ. Τύπος, 20/1/2012).
    Ἂν σὲ παρόμοιες ἐνέργειες προέβαιναν δεκάδες χριστιανοί, ὁμολογοῦντες ἔτσι τὴν Πίστη τους, ὅλοι ἐμεῖς δηλ., ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε ὀρθόδοξοι, ἄραγε θὰ τολμοῦσαν οἱ οἰκουμενίζοντες ἐπίσκοποι νὰ συνεχίζουν τὶς συμπροσευχές τους; Ἀσφαλῶς ὄχι. Πόσῳ μᾶλλον, ἂν μάλιστα αὐτὸ γινόταν ἀπὸ ἑκατοντάδες καὶ χιλιάδες; Ἀλλά, ἀντὶ γιὰ τέτοιες ἀντιδράσεις, μᾶς ἔπεισαν νὰ κάνουμε ὑπακοή. Μιὰ κακὴ ὑπακοή, ποὺ γιγαντώνει τὴν δεσποτοκρατία, τὸν κληρικαλισμὸ καὶ τὸν Οἰκουμενισμό.

ΦΙΛΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΩΣΙΣ «ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ»




ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΒΟΛΟΥ

 
ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΠΟΙΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ
ΠΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Ὅποιος τοὺς ὀνομάσει «Οἰκουμενιστές», κινδυνεύει νὰ τὸν σύρουν στὰ δικαστήρια  (κατὰ δήλωση τοῦ μητροπολ. Σιατίστης Παύλου)
   δῶ καὶ μιὰ  δεκαετία σὲ ἑκατοντάδες ἀριθμοῦνται τὰ κείμενα ποὺ ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὶς μεταφράσεις τῶν ἱερῶν κειμένων (ἁγιογραφικῶν ἢ λειτουργικῶν), ἀρκετὲς δὲ εἶναι καὶ οἱ ὁμιλίες ἢ τὰ συνέδρια ποὺ ἔχουν διεξαχθεῖ γιὰ τὸ φλέγον αὐτὸ θέμα ποὺ ἀφορᾶ κυρίως τοὺς Ὀρθόδοξους Ἕλληνες. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀποτέλεσε ἰδιαίτερη εἴδηση ἡ πραγματοποίηση ἑνὸς ἀκόμα συνεδρίου-Ἡμερίδας, τὸ ὁποῖο μάλιστα ἔγινε στὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, τῆς ὁποίας οἱ θέσεις στὸ θέμα εἶναι γνωστές.
    Παρόλα αὐτά, ἔτσι ὅπως ἐξελίχθηκαν τὰ πράγματα, ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦμε σ’ αὐτό, ὄχι γιατὶ πρόσθεσε κάτι περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι μέχρι τώρα γνωρίζαμε γιὰ τὸ θέμα, ἀλλὰ γιατὶ μᾶς ἔκανε νὰ συνειδητοποιήσουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, τὴν φθοροποιὸ δράση τῆς Ἀκαδημίας, τοῦ προέδρου της Μητροπολίτη Δημητριάδος Ἰγνάτιου καὶ ὅποιων ἐπισκόπων «ταιριάζουν καὶ συμπεθεριάζουν» μαζί του.
   Κατ’ ἀρχὰς νὰ χαιρετήσουμε τὴν παρουσία καὶ τὶς θαυμάσιες εἰσηγήσεις τῶν δύο εἰσηγητῶν ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὶς θέσεις τοῦ κ. Ἰγνάτιου καὶ τοῦ κ. Καλαϊτζίδη· δηλαδή τῶν κ. Κωνσταντίνου Χολέβα καὶ Φώτη Σχοινᾶ. Κι ἂς μᾶς κατηγορήσουν γιὰ ἰδεολογιοποίηση τοῦ χριστιανισμοῦ, ἐκεῖνοι ποὺ πορεύονται τὴν «πλατεία ὁδὸ» τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς κάθε μεταπατερικῆς θεολογίας, ἀφοῦ, ὅποιος σήμερα τολμήσει –ἐμμένοντας στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη– νὰ τὴν ὑπερασπιστεῖ, κατηγορεῖται ἀμέσως γιὰ φονταμενταλισμὸ ἢ ἰδεολογιοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ!
     Μάλιστα στὴν ὡς ἄνω Ἡμερίδα, καταγράφτηκε κι ἕνας νέος χαρακτηρισμός, ἀναφερόμενος σ’ ὅσους ἀντιτίθενται στὴν μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων· τὸν πρωτακούσαμε νὰ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ μητροπολίτη Σιατίστης κ. Παύλου: «Καταλήγοντας, (εἶπε) νομίζω πὼς πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀκοῦμε τοὺς ἄλλους, θὰ πρέπει νὰ σεβόμαστε τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν ἔννοια νὰ μὴν τοὺς ἀποδίδουμε τὶς δικές μας ἐπιθετικὲς τάσεις. Κάποιοι (εἶπε) μίλησαν γιὰ “νεοβαρλααμισμό”... Εὔκολο καὶ γιὰ μένα» εἶναι νὰ τοὺς ἀποκαλέσω  «“νεο-μονοφυσίτες”»!
     Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανείς, ὅτι ὁ μὴ ἔχων ἐπιθετικὲς τάσεις καὶ τάχα σεβόμενος τοὺς ἄλλους Σεβασμιώτατος Σιατίστης, μ’ αὐτὸ τὸν χαρακτηρισμὸ φωτογράφιζε (ἄθελά του;) καὶ τὸν προηγούμενο ὁμιλητὴ κ. Χολέβα, τοῦ ὁποίου οἱ ὀρθόδοξες τοποθετήσεις ἑρμηνεύονται (σύμφωνα μὲ τὴν λογικὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου) ὡς νεομονοφυσιτισμός. Βέβαια, ὁ κ. Χολέβας, εἶχε ἤδη δώσει ἐκ τῶν προτέρων ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση. Εἶχε πεῖ: «Μιὰ μικρὴ ἔνσταση στὸ Δελτίο Τύπου, εἶδα νὰ ἀναφέρει ὅτι θὰ συζητήσουμε γιὰ δύο τάσεις. Ἐγὼ δὲν νιώθω τάσεις, ἀφ’ ἧς στιγμῆς ὑπάρχει ἡ ἐπίσημη ἄποψη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ποὺ λέει ὅτι τίποτε δὲν ἀλλάζει καὶ δὲν πρέπει ν’ ἀλλάζει χωρὶς συνοδικὴ ἀπόφαση. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὑπάρχουν κάποιες μεμονωμένες φωνές. Τάσεις θὰ λέγαμε ὅτι οἱ μισοὶ εἶναι ἔτσι, οἱ μισοὶ εἶναι ἀλλιῶς». Ὄζει νεο-μονοφυσιτισμοῦ, λοιπόν (κατὰ τὸν κ. Παῦλο) καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος(!) ποὺ μὲ Δελτίο Τύπου, ἀρνήθηκε νὰ υἱοθετήσει τὶς ἐτσιθελικὲς δεσποτικὲς ἐνέργειες 2-3 ἐπισκόπων;
                                     
                                       * * *
  Βέβαια, μὲ αὐτὸ τὸ σημείωμα-ρεπορτάζ, δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν δύο πλευρῶν (λίγο ὡς πολλοὶ γνωστά), ἀφοῦ οἱ εἰσηγήσεις θὰ δημοσιοποιηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία τοῦ Βόλου. Θὰ μείνουμε σ’ ἐκεῖνο ποὺ δημιούργησε αἴσθηση στὸ ἀκροατήριο, ὅπως φάνηκε ἀπὸ τὶς παρεμβάσεις τῶν ἀκροατῶν. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο, ἀπὸ τή συμπεριφορά κάποιων ὁμιλητῶν, ἰδίως τοῦ Μητροπολίτη Σιατίστης Παύλου, ὁ ὁποῖος μᾶς ξάφνιασε μὲ τὶς θέσεις του, μιᾶς καὶ εἴχαμε σχηματίσει ἄλλη ἄποψη γι’ αὐτόν.
   Καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε στὸν Σιατίστης κ. Παῦλο, γιατὶ ὑποτίθεται ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι ὁμιλοῦν ὡς ἐκφραστὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ὡς θεοφώτιστοι ὁδηγοί μας κι ὄχι  ὡς πειραματιστὲς στὶς πλάτες τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Ἕνας πιστός, «δικαιοῦται» νὰ ἔχει ἀπορίες καὶ ἐρωτήματα καὶ ἐσφαλμένες θέσεις, γι’ αὐτὸ καὶ ὅλα αὐτά, τὰ καταθέτει στοὺς ποιμένες πρὸς λύση. Ὅταν, ὅμως, βλέπει, πὼς αὐτοὶ ἐκφράζονται ἀντιεκκλησιαστικά, κι ἀντὶ νὰ λύνουν περιπλέκουν περισσότερο τὰ θέματα, τότε ἔχει ὑποχρέωση νὰ φέρνει τὸ θέμα στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα.
    Τὸ γεγονὸς στὸ ὁποῖο ἀναφερόμαστε ἔχει ὡς ἑξῆς. Ὅταν ἄρχισε ἡ συζήτηση, ἕνας ἀκροατὴς (ὁ κ. Ντετζιόρτζιο, πρόεδρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἑνώσεως «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος») ἔκανε μιὰ καίρια ἐπισήμανση. Εἶπε:
     Βλέπω ὅτι «τὸ ζήτημα τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων, τὸ ἀντιμετωπίζουμε σὰν ἕνα αὐτόνομο ζήτημα. Ἀλλὰ δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα αὐτόνομο ζήτημα. Ἡ προσπάθεια καὶ ἡ ἐπιδίωξη τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων, γίνεται παράλληλα μὲ μία προσπάθεια νὰ ἀπορρίψουμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες ὡς ξεπερασμένους, νὰ φέρουμε μιὰ ἀνατροπὴ στὴν ὀρθόδοξη πίστη μας, νὰ τὰ φτιάξουμε μὲ τοὺς αἱρετικούς, νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ Μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς “ἐκκλησίες”... (Δηλαδή) τὸ ζήτημα τῆς μεταφράσεως ἔχει εἰσαχθεῖ στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς κατεύθυνσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ὑποστηρίζεται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προωθοῦν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ».
     Αὐτὴν τὴν θέση ὑποστήριξαν καὶ ἄλλοι, κάποιος μάλιστα θύμισε, πὼς τέτοιες ἀλλαγὲς μπορεῖ νὰ ὁδηγήσουν σὲ νέο σχίσμα, ὅπως τὸ παλαιοημερολογιτικό. (Καὶ μὴ ξεχνᾶμε, ὅτι κι ἐκεῖνο, ἦταν δάχτυλος τῶν οἰκουμενιστικῶν σχεδιασμῶν).
    Οἱ γενικὲς αὐτὲς ἐκτιμήσεις καὶ θέσεις ἐνόχλησαν τὸν μητροπολίτη Σιατίστης, ὁ ὁποῖος (ὅπως προαναφέραμε) εἶχε πεῖ «πὼς πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀκοῦμε τοὺς ἄλλους, θὰ πρέπει νὰ σεβόμαστε τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν ἔννοια νὰ μὴν τοὺς ἀποδίδουμε τὶς δικές μας ἐπιθετικὲς τάσεις». Κι ἀντὶ νὰ ἐπιχειρήσει νὰ ἀνατρέψει τὰ ἐπιχειρήματα αὐτά, ξεκίνησε ὁ ἴδιος μιὰ ἐπίθεση, μιλώντας ἀκόμα καὶ γιὰ κατάθεση δικαστικῆς ἀγωγῆς στά δικαστήρια!!!
    Εἶπε ὁ κ. Παῦλος: «Δὲν ἔχω ἀντίρρηση ν’ ἀκούω τὶς ἀπόψεις τῶν ἄλλων... Ὑπάρχει κάτι ποὺ μὲ ἐνοχλεῖ ἂν καὶ πρέπει νὰ τὸ συγχωρῶ. Τὸ νὰ ἀμφισβητοῦνε τὶς προθέσεις μου. Λοιπόν, ἡ πρόθεσή μου δὲν εἶχε καμία σχέση μὲ ὅσα εἶπε προηγουμένως ὁ κ. Ντετζιόρτζιο σχετικά, ὅτι αὐτὸ τὸ θέμα ἔχει σχέση μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ, μ’ ὅλα αὐτά. Γιὰ νὰ καταλάβετε πόσο μ’ ἐνοχλεῖ, ἂν αὐτὸ δὲν ἦταν στὰ ὅρια τῆς συζήτησης, ἀλλὰ ἦταν μιὰ κουβέντα ἐκτός, θὰ τοῦ ἔκανα ἀγωγή. Τὴν ψυχή μου δὲν ἐπιτρέπω σὲ κανένα νὰ τὴν θίγει (σ.σ. Τὴν θίγετε, ἐσεῖς, Σεβασμιώτατε, ἐπιμένοντας -δὲν ἀμφιβάλλουμε, ἀσφαλῶς ἀπὸ ποιμαντικὸ ἐνδιαφέρον- ἀλλ’ ἀδιάκριτα νὰ ταυτίζεσθε μὲ τοὺς οἰκουμενιστικοὺς κύκλους καὶ εὐνοώντας οἰκουμενιστικοὺς σχεδιασμούς). Καὶ εἶναι παρὰ πολὺ σημαντικὸ νὰ μάθουμε νὰ σεβόμαστε τοὺς ἄλλους καὶ ὄχι νὰ θεωροῦμε ὅτι εἶναι δεδομένη ἡ ἄποψη τους, γιατὶ ἐμεῖς θὰ τὸν κρίνουμε.
   Ντετζιόρτζιο: Ἀντὶ νὰ μὲ πείσετε Σεβασμιώτατε, ...σὰν ποιμένας καὶ πατέρας θὰ μὲ πηγαίνατε στὰ δικαστήρια; Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, πατέρα».
    Μιὰ ἀκροάτρια προσπαθησε νὰ πάρει τὸ λόγο καὶ ὁ Σεβασμιώτατος τὴν σταμάτησε:
      «Σιατίστης Παῦλος: Ἀκοῦστε κάτι, τώρα μιλάω ἐγώ.
Ἀκροάτρια: Καλά, μία σκέψη...
     Σιατίστης Παῦλος: Καμία. Μετά.
     Ἀκροάτρια: Καλά, ἐντάξει.
  Σιατίστης Παῦλος: Λοιπόν... Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει νὰ σᾶς πείσω γιὰ τίποτα. Δὲν ἐπεχείρησα ποτέ μου νὰ ἀποκτήσω ὀπαδούς (σ.σ. μόνο ὑπηκόους). Καὶ ἡ μεγαλύτερη τιμή μου εἶναι τὸ νὰ μὲ ἀμφισβητοῦνε (σ.σ. γιὰ νὰ σᾶς δίνουν τὸ δικαίωμα νὰ κάνετε παρεπιμπτόντως καὶ καμιὰ ἀγωγή). Μὲ ἐνδιαφέρει ἡ καρδία ἡ δική μου καὶ ἡ σχέση μου μὲ τὸ Θεό (σ.σ. μήπως καὶ ἡ σχέση σας μὲ τοὺς οἰκουμενιστές;). Ἀλλοίμονο ἂν περίμενα ἀπ’ τὸν καθένα ποὺ κρίνει μὲ δικά του κριτήρια... (σ.σ. Σωστά. Ἂν ὅμως σᾶς κρίνει μὲ κριτήρια ἐκκλησιαστικά;) Σέβομαι τὸ βίωμά σας, ὅμως εἶναι πάρα πολὺ ἐπικίνδυνο πάντοτε νὰ ἀπολυτοποιοῦμε τὸ προσωπικό μας βίωμα... (σ.σ. Ἐνῶ ἐσεῖς, ποὺ ὅλη τὴν εἰσήγησή σας τὴν στηρίξατε σὲ προσωπικὰ βιώματα καὶ προσωπικοὺς πειραματισμοὺς λειτουργικῶν μεταφράσεων στὰ κεφάλια τῶν «προβάτων» σας, ἐσεῖς λοιπόν, μπορεῖτε ὡς ἀλάθητος νὰ ἀπολυτοποιεῖτε τὸ προσωπικό σας βίωμα). Αὐτὸ ἤθελα νὰ τονίσω κι ὄχι ὅτι θὰ σᾶς πήγαινα στὸ δικαστήριο. Τὸ εἶπα ἀκριβῶς γιὰ νὰ σᾶς δώσω αὐτὸ νὰ καταλάβετε (σ.σ. Τὸ καταλάβαμε. Πῶς δὲν τὸ καταλάβαμε;).
      »Γιατὶ  εἶναι  ἄλλο  πρᾶγμα... αὐτὸ  ποὺ  εἶπα,  ἡ  ἀγωνία  γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἀμέσως νὰ σοῦ κολλᾶνε μιὰ ταμπέλα οἱ ἄλλοι. Αὐτὲς τὶς ταμπέλες δὲν τὶς δέχομαι μὲ τίποτα... Δέχομαι τὴν ὁποιαδήποτε ἀπόρριψη, δὲν μὲ ἐνδιαφέρει·  τὴν ἀκούω, τὴν προσέχω, (σ.σ. Πῶς γίνετε νὰ θυμώνετε γιὰ τὶς ταμπέλες -ποὺ δείχνουν ἀπόρριψη-, καὶ νὰ μὴν σᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀπόρριψη; Καὶ πῶς γίνεται νὰ μὴν σᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀπόρριψη καὶ ταυτόχρονα νὰ τὴν προσέχετε; Εἶναι λογικὴ αὐτή, ἢ τρικυμία ἐν κρανίῳ; Πάντως ἐμεῖς, δὲν σᾶς κολλήσαμε ταμπέλα, Σεβασμιώτατε, ἀντίθετα, ὅπως καλὰ καταλάβατε, ἀπορρίψαμε τὶς θέσεις σας, γιατὶ  –ἐνδεχομένως–  ἄθελά σας ὑπηρετεῖτε τοὺς οἰκουμενιστές) κοιτάω ἂν ὄντως μὲ ἀφορᾶ, γιατὶ κανείς μας δὲν εἶναι ἀλάθητος, οὔτε κι ἐγὼ εἶμαι ἀλάθητος, ἀλλὰ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα αὐτό... (σ.σ. ἀφοῦ δέχεσθε μὲ τόση ταπείνωση, πὼς δὲν εἶσθε ἀλάθητος, γιατί δὲν ἐξετάζετε, μήπως ἡ θέση μας εἶναι σωστή, ἀλλὰ ἀμέσως τὴν ἐκλαμβάνετε ὡς ἐπίθεση καὶ ἐπικόλληση ταμπέλας στὸ ἱερὸ πρόσωπό σας;  Μήπως τελικά ἰσχύει αὐτό πού κάποτε εἶχαν πεῖ ὁ καθηγητής Μ. Φαράντος, καί ὁ μητροπολίτης Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος, ὅτι δηλαδή ὁ Παπισμὸς ἔχει ἕνα Πάπα, καὶ ἡ Ὀρθοδοξία, τόσους, ὅσους κι οἱ δεσποτάδες; Μήπως δὲν ἔχετε μελετήσει τὸ φαινόμενο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴ δράση τῶν Οἰκουμενιστῶν συνεπισκόπων σας; Κι ἂν ναί, γιατί δὲν καταβοήσατε κατὰ «Βαρθολομαίου τοῦ αἱρετίζοντος οἰκουμενιστοῦ πατριάρχου», ὥστε νὰ τοὺς προφυλάξετε; Εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχυρίζεσθε ὅτι χρησιμοποιεῖτε τὶς μεταφράσεις γιὰ νὰ τραβήξετε τοὺς νέους στὴν Ἐκκλησία (ἁγνὸ ποιμαντικὸ ἐνδιαφέρον τὸ λέμε τώρα!), καὶ νὰ μὴν ἔχει περάσει ἀπὸ τὸ ἱερὸ μυαλό σας ἡ σκέψη, ὅτι τοὺς ἑτοιμάζετε γιὰ τὰ σαγόνια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;).
     »Νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ ἕνα ἄλλο παράδειγμα: εἶναι σὰν νὰ ἔχεις ἕνα καθαρὸ τραπεζομάντηλο καὶ νὰ τὸ πιάνει ὁ ἄλλος μὲ λασπωμένα χέρια καὶ νὰ τὸ λερώνει. (σ.σ. Ποιό καθαρὸ τραπεζομάντηλο, Σεβασμιώτατε; Αὐτὸ ποὺ ἔχουν  καταλεκιάσει οἱ οἰκουμενιστὲς τῆς Ἀκαδημίας Βόλου, κι ἔχει βουτήξει ὁ κ. Βαρθολομαῖος καὶ ὁ κ. Ζηζιούλας στὸν δυσώδη βοῦρκο τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;). Ἐκεῖ ἔχω τὴν ἀντίδραση καὶ τὴν ἀντίσταση.
   »Τώρα γιὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ἀπαντήσω στὴν ἀρχὴ λίγο δικολαβίστικα: ἐσεῖς (σ.σ. ρωτᾶ) δέχεσθε ὅλες τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου; Δὲν τὶς σέβεσθε. (σ.σ. Πολὺ καλὰ τὸ καταλάβατε, Σεβασμιώτατε. Ἀσφαλῶς καὶ δὲν τὶς σεβόμαστε ὅλες. Ἰδίως ἐκείνη ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου, ποὺ ἀθώωσε τὸν συνάδελφό σας κ. Μπεζενίτη καὶ τὴν ἄλλη, ποὺ ζητοῦσε οἱ ἐπίσκοποι νὰ μποροῦν νὰ ἔχουν τό γνωστό “κουσούρι”).
      Ἀκροάτρια: Αὐτὸ εἶναι ἄλλοθι.
    Σιατίστης Παῦλος: Ὄχι δὲν εἶναι καθόλου ἄλλοθι. Γιατὶ ἡ Σύνοδος: ἢ πραγματικὰ εἶναι θεόπνευστη ἢ δὲν εἶναι. (σ.σ. Ἀπό καὶ ποῦ ἡ Σύνοδος καὶ οἱ Δεσποτάδες θεόπνευστοι, Σεβασμιώτατε; Ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴν θεοπνευστία οἱ παραπάνω ἀποφάσεις; Κι ἂν θέλετε νὰ ξέρετε μὲ μιὰ πρόχειρη ἔρευνα, σημειώσαμε ἄλλες 20 μὴ θεόπνευστες ἀποφάσεις. Ἀλλὰ γιατί ξύνετε πληγὲς Σεβασμιώτατε; Μᾶς σπρώχνετε νὰ ξεσκονίσουμε τὰ ἀρχεῖα τῶν ἀποφάσεων τῶν ἐν συνόδῳ συνάξεών σας; Ἂν τὸ κάνουμε, τότε θὰ γελάσει καὶ τὸ παρδαλό κατσίκι μὲ κάποιες θεόπνευστες ἀποφάσεις σας! Βέβαια, δηλώνουμε, πὼς ὅλες τὶς ἀποφάσεις ποὺ στοιχοῦν στὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων τὶς δεχόμαστε).
      »Ὁπότε,  λοιπόν,  ἐγὼ  δὲν  ἔχω  ἀντίρρηση,  θὰ  σᾶς ἀπαντήσω γι’ αὐτό, δὲν πάω νὰ ξεφύγω, ἀλλὰ θέλω νὰ προσέξετε σεῖς, κι ὄχι γιὰ μένα, ἀλλὰ γιατὶ στὴν πραγματικότητα ὁ Θεὸς μᾶς κρίνει ὅλους μας, ποιὲς εἶναι οἱ προθέσεις μας. Ἐγὼ ἄκουσα, θὰ μᾶς τὴν πεῖ ὁ Ἅγιος Δημητριάδος ποὺ ἦταν συνοδικὸ μέλος, ποὺ εἶπε (σ.σ. ἡ Σύνοδος) πὼς ἐμμένει στὴν γλῶσσα, αὐτὴ ποὺ ἰσχύει μέχρι σήμερα, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶπε ὅτι θ΄ ἀνοίξει μιὰ συζήτηση γι’ αὐτὸ τὸ θέμα (ἄλλο συζήτηση, Σεβασμιώτατε, κι ἄλλο ἡ ἐφαρμογὴ στὴν πράξη τῆς μεταφράσεως τῶν ἱερῶν κειμένων στὴ Λατρεία, στὴν ὁποία ἐσεῖς ἔχετε προχωρήσει). Κι ἀκριβῶς, λοιπόν, στὴν συζήτηση, πῶς θὰ συμμετέχεις; συμμετέχεις διανοητικά; (σ.σ. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔδωσε τὸ μυαλὸ ὁ Θεὸς Σεβασμιώτατε). Εἶπα κάτι προηγουμένως· εἶπα ὅτι αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ τὸ κάνω ἐγώ· θέλω νὰ δῶ, θέλω αὔριο στὴν Σύνοδο σὰν ποιμένας νὰ μεταφέρω –γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος μας– νὰ μεταφέρω ἀκριβῶς τὸ (δίλημμα) ποὺ ἔχει τὸ ποίμνιό μας... (Ἄρα, λοιπόν, καλὰ ἔκαναν οἱ αἱρετικοὶ καὶ δοκίμαζαν πρῶτα τὶς αἱρέσεις τους, πρὶν ἀποφασίσει μιὰ Σύνοδος γι’ αὐτές. Μόνο, ποὺ μετὰ τὴν δοκιμή, δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἀλήθεια! Δέν φοβᾶστε τό κόστος, Σεβασμιώτατε;)
     Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι μερικὲς φορὲς δὲν συζητᾶμε σὰν ἀδελφοὶ γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ἀλήθεια, ἀλλ’ ὡς ἀντίπαλοι ποὺ προσπαθοῦμε νὰ συντρίψουμε τὸν ἄλλο... (σ.σ. Ποιός θέλει νὰ συντρίψει τὸν ἄλλο Σεβασμιώτατε, ἐκεῖνος ποὺ θέτει τὸν προβληματισμό του γιὰ ἕνα θέμα καὶ ζητᾶ ἀπάντηση, ἢ ἐκεῖνος ποὺ ὠμὰ καὶ κατάμουτρα δηλώνει πὼς δὲν μὲ ἐνδιαφέρει.....; Ἐκεῖνος ποὺ ζητᾶ καὶ περιμένει τὴν πατρικὴ συμπεριφορὰ ἀπὸ ἕνα ποιμένα ἢ ὁ ποιμένας ποὺ ἀπειλεῖ μὲ ἀγωγές, ὑπονοώντας τό προκλητικό: “ἔλα ἔξω νὰ τὰ ποῦμε”; Τὸ τὸ παραθέσουμε –γιὰ τὴν ἀκρίβεια– ὅπως τὸ εἴπατε: «ἂν αὐτὸ δὲν ἦταν στὰ ὅρια τῆς συζήτησης, ἀλλὰ ἦταν μιὰ κουβέντα ἐκτός, θὰ τοῦ ἔκανα ἀγωγή»!!!).
  ...Εἴμαστε ἐλεύθεροι ἄνθρωποι, μποροῦμε νὰ προβληματιζόμαστε. (Ὡς πρὸς τὶς μεταφράσεις) δὲν ἀπορρίπτω τίποτα, σχεδὸν τὰ περισσότερα τὰ δέχομαι... Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι δὲν μιλᾶμε γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Ἐγὼ τὸ θέμα τὸ βλέπω σ’ ἕνα καθαρὰ ποιμαντικὸ ἐπίπεδο κι ἐπιμένω νὰ τὸ λέω αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δὲν μπορεῖς νὰ μιλᾶς θεωρητικὰ γιὰ τοὺς νέους, ἅμα δὲν καθίσεις νὰ μιλήσεις μαζί τους..., ὁπότε αἰσθάνομαι ὅτι ὅταν ἔχεις μιὰ ἐμπειρία ζωντανή..., πιστεύω λοιπόν πὼς ἂν αὔριο μιὰ Σύνοδος ἔλθει, γιατὶ ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ εἶπε αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶπε θὰ ἀνοίξουμε ἕνα διάλογο, καὶ τί θὰ ποῦμε στὸν διάλογο; Αὐτὸς εἶναι ὁ ρόλος, (ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωντανὴ) καὶ τῶν ἱερέων καὶ τῶν ἐπισκόπων: νὰ ἀκούσω ἐγὼ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς μου τί λένε γι’ αὐτὸ τὸ θέμα, πῶς βλέπουν..., τί λέει ἡ ἐνορία τους κι αὐτὸ νὰ μεταφέρω.
     Ἔτσι, λοιπόν, δὲν ὑποτιμᾶμε τὴν Σύνοδο, δὲν παρακούομε τὴν Σύνοδο, ἁπλὰ θέλουμε νὰ διευκολύνουμε τὴν Σύνοδο, γιατὶ πιστεύω πὼς αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀπόφαση ποὺ ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ θέλει μέχρι τώρα νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ γινότανε καὶ λέει τὸ συζητᾶμε. (σ.σ. Καὶ πρὶν τὸ συζητήσετε στὴ Σύνοδο, ἐσεῖς κάνετε ἄλλα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶπε ἡ Σύνοδος· ἀλλὰ ἀπὸ πότε ὁ διάλογος μὲ σκοπὸ νὰ ἐξετασθεῖ ἕνα πρόβλημα, ἑρμηνεύεται ὡς ἔγκριση καί ἐφαρμογή  τοῦ ὑπό συζήτηση προβλήματος;).
     Ὅσο ἀφορᾶ τὸ θέμα ποὺ συζητᾶμε παρεπιπτόντως, ἐγὼ πιστεύω πὼς ἂν ἡ Σύνοδος ἀπεφάσιζε κάτι, μιὰ μοναδικὴ κι ἑνιαία, ἕνα μοναδικὸ ἑνιαῖο κείμενο...».
     Τώρα,  ἂν πρέπει  νὰ γίνεται  ἡ Θεία Λειτουργία μὲ μετάφραση ἢ ὄχι, συνέχισε ὁ Σιατίστης κ. Παῦλος, «τὸ ψάχνω. Ἂν αὔριο πεισθῶ ὅτι ὄντως κάνω λάθος θὰ τὸ σταματήσω. (σ.σ. Φοβερόν; Ἔχει τὴν ὑπόνοια ὅτι μπορεῖ νὰ κάνει λάθος χρησιμοποιώντας μεταφρασμένα λειτουργικὰ κείμενα, –ὡσὰν τὸ θαῦμα νὰ μὴ συντελεῖται ἂν δὲν κατανοοῦμε πλήρως τὰ ἀκουόμενα· εἶναι εἰς γνῶσιν τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου ποὺ λέει: ὄχι στὶς μεταφράσεις, καὶ πὼς ἐν καιρῷ θὰ ἐξετάσουμε τὸ θέμα· γνωρίζει ὅτι σεβαστοὶ ποιμένες καὶ ἀξιόλογοι θεολόγοι ἔχουν καταδείξει ποῦ ἔγκειται τὸ πρόβλημα· γνωρίζει, ἐπίσης, ὅτι ἡ μετάφραση εὐνοεῖ τὴν ἀποκοπή μας –ἰδίως τῶν νέων– ἀπὸ τὴ γλῶσσα τῶν Πατέρων [πρόβλημα ποὺ δὲν ἀντιμετωπίζουν οἱ ξενόγλωσσοι χριστιανοί]·  καὶ ἐν τέλει, γνωρίζει [πρέπει νὰ γνωρίζει] ὅτι οἱ μεταφράσεις ἀποτελοῦν ὅπλο ἀλλοιώσεως τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως στὰ χέρια τῶν παλιῶν καὶ τῶν νέων μισσιοναρίων, καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ, ἐπιμένει στὶς μεταφράσεις, ρίχνοντας νερὸ στὸ μύλο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κι ὄχι μόνο, καὶ πεισματικὰ λέει: ἐγὼ θὰ δοκιμάζω!).
    Θὰ ἤθελα, ὅμως, μὲ τὴν ἴδια εἰλικρίνεια, ἂν κάποιοι πειστοῦν ὅτι ὑπάρχει κάποια ἀνάγκη, νὰ μὴν τὴν πετάξουν μὲ εὐκολία, γιὰ νὰ δικαιώσουν τοποθετήσεις τὶς ὁποῖες ἔχουνε».
    Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ συμπεριφορά καί οἱ ἀπόψεις τοῦ Ποιμένος κ. Παύλου. Ἂν κάπου τὸν ἀδικήσαμε, θὰ περιμένουμε τὸν ἀντίλογό του. Τὴν ἐντύπωσή μας ἐκφράσαμε, μὲ ἔντονο τρόπο, ποὺ πρέρχεται ἀπὸ τὶς δικές του προκλητικές θέσεις, ἀντιθέσεις καὶ αὐτοαναιρέσεις.
     Δέν πρέπει ὡστόσο νὰ παραλείψουμε νὰ σχολιάσουμε καὶ τὴν  συμπεριφορά τοῦ ἄλλου θερμοῦ ὑποστηρικτοῦ -ὁμιλητοῦ ὑπὲρ τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων, κ. Σταύρου Ζουμπουλάκη, ποὺ  κατὰ κοινὴ ὁμολογία ἦταν προκλητική καὶ ἀπαράδεκτη. Πρῶτον διότι, ἀφ’ ἑνός μὲν ἀράδιασε ἕνα σωρὸ ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸ τί συνέβη στὶς ἄλλες θρησκεῖες καὶ τὰ ἄλλα δόγματα σχετικά μὲ τὴν ἀλλαγὴ τῶν «ἱερῶν τους κειμένων», δίδοντας πολὺ λίγο χρόνο στὰ καθ’ ἡμᾶς καὶ δεύτερον, διότι μιλῶντας ἀπό καθέδρας καὶ μὲ στόμφο παρατήρησε πὼς ὅτι εἶναι νὰ γίνει, πρέπει νὰ γίνει γρήγορα, ὅσο ἀκόμη ὑπάρχουν πιστοί, ἀφήνοντας νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι, ἀφοῦ δρομολογήθηκε ἡ λειτουργικὴ αὐτὴ ἀναγέννηση (μὲ ὅ,τι αὐτὴ συνεπάγεται) εἶναι ἀναπόφευκτο νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε, καὶ κάθε προσπάθεια ἀναχαίτισής της καί ἀντίδρασης εἶναι περιττή! Διαπίστωση καὶ λόγος ποὺ ἀπογοητεύει τοὺς πιστοὺς καὶ ἀποδυναμώνει κάθε διάθεση ἀγῶνος. Δυστυχῶς ἡ παπική-οἰκουμενιστικὴ συμπεριφορά ἐντοπίζεται καὶ στοὺς λαϊκούς!
    Τέλος, θὰ κλείσουμε μὲ δυὸ μαργαριτάρια τοῦ ἄξιου συνεργάτη τῶν ἀπανταχοῦ οἰκουμενιστῶν, τοῦ κ. Καλαϊτζίδη, διευθυντῆ τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, καὶ  δεξὶ χέρι τοῦ κ. Ἰγνάτιου,  ὁ ὁποῖος, ἐπίσης, σκανδάλισε τὸ κοινὸ μὲ τὴν προκλητική του συμπεριφορά:
     Καλαϊτζίδης (Συντονιστὴς τῆς συζητήσεως): «Ὑπάρχει ἕνα ζήτημα ποὺ λέει, ὅτι ὅσοι προβαίνουν σὲ μεταφράσεις, μεταγλωττίσεις κ.λπ. παραβιάζουν ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου (σ.σ. Ἀλήθεια, δὲν γνωρίζατε κ. Καλαϊτζίδη ὅτι τὸ Δελτίο Τύπου τῆς Ἱ. Συνόδου ἀποτελεῖ Ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου; Μήπως τὸ γνωρίζατε, κύριε, ἀλλὰ κατὰ αὐτὸν τὸν «εὐφυιῆ» τρόπο θελήσατε νὰ τὴν ὑποβαθμίσετε;). Θὰ παρακαλοῦσα θερμὰ τοὺς δύο σεβαστοὺς ἐπισκόπους νὰ μᾶς ποῦν, ἂν ὄντως ὑπάρχει ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου ἢ μιλᾶμε γιὰ ἕνα Δελτίο Τύπου... Ἀπ’ ὅσο γνωρίζω εἶναι ἕνα Δελτίο Τύπου, δὲν ὑπάρχει καμία ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου ποὺ νὰ ἀπαγορεύει.
     Χολέβας: Τὸ Δελτίου Τύπου ἐκφράζει τὴν ἄποψη τῆς Ἱ. Συνόδου...
      Καλαϊτζίδης: Συγχωρεῖστε με κ. Χολέβα, σᾶς ἄκουσα, δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ ὑποβάλλω ἕνα ἐρώτημα;
     Φωνές: Ἀχρηστεύετε τὸ Δελτίο Τύπου;
     Καλαϊτζίδης:  Μπορῶ νὰ πῶ;  Ἡ Ἱ. Σύνοδος ἔχει ἀπόφαση ἢ Δελτίο Τύπου;...
    Χολέβας:  Ὑπάρχει ἀπόφαση Συνόδου (14.04.2010), εἶναι ξεκάθαρο. Τὰ Δελτία Τύπου ἐκφράζουν ἀποφάσεις Ἱ. Συνόδου.
    Στὴν ἀπάντηση τῶν ἐρωτήσεων τῶν ἀκροατῶν, ὁ ἕνας ἐκ τῶν εἰσηγητῶν κ. Φ. Σχοινᾶς ἐπεξηγεῖ κάποια ἐρώτηση.
     Σχοινᾶς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἑνωμένη.
                                  Ἐδῶ παρεμβαίνει ὁ κ. Καλαϊτζίδης.
     Καλαϊτζίδης: Εἶναι (σ.σ. ἑνωμένη ἡ Ἐκκλησία);
     Σχοινᾶς: Εἶναι.
     Καλαϊτζίδης: Τὸ βλέπετε;...
     Σχοινᾶς: Εἶναι.
     Καλαϊτζίδης: (Δὲν ἀκούγεται)
     Σχοινᾶς: Ἐὰν δὲν εἶναι...
     Καλαϊτζίδης: (Δὲν ἀκούγεται).
  Σχοινᾶς:  Προσέξτε, ὅλον τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας συγκροτεῖ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα.
     Καλαϊτζίδης: Γίνεται καὶ ξεγίνεται ἑνότητα.
   Σχοινᾶς: Προσέξτε, εἶναι σὰν νὰ λέτε, ὅτι ἀπέτυχε τὸ Ἅγ. Πνεῦμα.
    Καλαϊτζίδης: Δὲν ἀκούγεται... Προσέξτε γιατὶ θὰ πέσετε σὲ σφάλμα. Γίνεται καὶ ξεγίνεται ἡ ἑνότητα. Δὲν εἶναι εἶναι δεδομένη...
    Σχοινᾶς: Ἡ ἑνότητα ὑπάρχει μονίμως...
    Καλαϊτζίδης: Ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος (σ.σ. τῆς Ἐκκλησίας)· ὄχι δὲν ὑπάρχει μονίμως. Ἐγὼ αὐτὸ ἔμαθα ἀπὸ τὸν δάσκαλο μου τὸν Ματσούκα.
     Ἀκροατής: Λάθος.
   Σχοινᾶς: Ἐντάξει, τὸ δάσκαλό σου τὸ Ματσούκα... (δὲν ἀκούγεται).
     Καλαϊτζίδης: Δὲν ἀκούγεται...
  Σχοινᾶς: ...ἀλλὰ σήμερα εἶναι τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
    Καλαϊτζίδης: ...αὐτὰ εἶναι πολὺ λεπτὰ ζητήματα...
   Σχοινᾶς: Σήμερα εἶναι τοῦ ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (σ.σ. ὁ ὁποῖος λέγει) ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἑδράζεται στὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος, καὶ ὅπως εἶναι ἑνωμένο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ 2 φύσεις νὰ διαχωριστοῦν σὲ αὐθυπόστατες ὑποστάσεις, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαχωρισθεῖ ἡ Ἐκκλησία...
    Καλαϊτζίδης: Δὲν λέει μόνο αὐτό, ξαναδιαβάστε το...
   Σχοινᾶς: Ναί. Τὸ θέμα μὲ τὴν νεωτερικότητα. Ἔχουμε τρία παραδείγματα τοῦ φιλοσοφεῖν. Τὸ ἀρχαῖο ποὺ εἶναι τὸ ὀντολογικό. Προηγεῖται τὸ ὂν καὶ ἕπεται τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο. Στὴν νεωτερικότητα ἐπικρατεῖ τὸ ὑποκειμενοκρατικό. Ἡ ἀνθρώπινη διάνοια, τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο, εἶναι ὁ ἔσχατος κριτὴς τοῦ ὀρθοῦ καὶ τοῦ λάθους, τὸ ὁποῖο στὴν βάση του εἶναι τελείως ἀντιχριστιανικό. Τώρα, προσέξτε, τὸ μετανεωτερικό εἶναι τὸ ἐπικοινωνιοκεντρικὸ καὶ τὸ γλωσσικό. Ὅτι ἀποφασίσει ἡ κοινότης, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια... Ξέρετε ποῦ μπορεῖ νὰ ὁδηγηθοῦμε μὲ αὐτὰ τὰ πράγματα, ἂν τὰ υἱοθετήσουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία;
     ...Ἡ μετανεωτερικότητα ἔχει τρομερὴ ἀβεβαιότητα...  Ἔ, ἂς μείνει κάτι σταθερό, κι αὐτὸ ἂς εἶναι ἡ Ἐκκλησία».
Ὀρθόδοξος Χριστιανικὸς Ἀγωνιστικὸς Σύλλογος
           «Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης»

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΩΝ: ΑΝΤΙ ΝΑ ΞΕΣΗΚΩΣΟΥΝ, ΚΟΙΜΙΖΟΥΝ


     
  



ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΜΕΝΩΝ

ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

ΣΥΝΕΧΩΣ ΕΛΑΤΤΩΝΟΝΤΑΙ



    Καλά, τόσο πολὺ ἔχουμε τυφλωθεῖ, ὥστε νὰ ἀποδεχόμαστε χωρὶς ἀντιρρήσεις καὶ διαμαρτυρίες, τὴν σταδιακὴ ἕνωση μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ κάθε καρυδιᾶς αἱρετικὸ καρύδι; Δείχνουμε εὐχαριστημένοι μὲ τὴν δημοσίευση (ἀπὸ τὸ ἱστολόγιο κυρίως τῶν “Ἀκτίνων”) αὐτῶν τῶν βδελυρῶν στὸ Θεὸ συμπροσευχῶν. Καὶ ἀρκούμαστε σ’ αὐτό.

      Ὁ σκοπὸς τῆς δημοσίευσης, ὅμως, δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν ἀντίδρασή μας; Ἢ μήπως γίνεται γιὰ νὰ ἐθιστοῦμε ὀπτικὰ μὲ τὶς γενόμενες συμπροσευχές, ὥστε μετὰ ἀπὸ λίγο, νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουμε ὡς τὸ πιὸ φυσικὸ πρᾶγμα, ἔχοντες ὑποστεῖ ἕνα εἶδος οἰκουμενιστικοῦ μιθριδατισμοῦ;
     Φυλακίστηκε πρὶν μερικὲς βδομάδες (παρατύπως) ἕνας ἡγούμενος καὶ διαμαρτυρήθηκε πλῆθος πιστῶν καὶ ἱερωμένων. Πρέπει νὰ μᾶς ἐξηγήσει ἡ Ἱ. Σύνοδός ποὺ ἔβγαλε ἀνακοίνωση γιὰ τὸ θέμα, ἀλλὰ καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἐπίσκοποί ποὺ τὸν ἐπισκέφτηκαν στὴ φυλακή: θεωροῦν ὅτι οἱ συμπροσευχὲς εἶναι μικρότερης σημασίας θέμα ἀπὸ τὴν φυλάκιση τοῦ π. Ἐφραίμ; Δὲν ἀξίζει, ἡ μὲ γεωμετρικὴ πρόοδο τέλεσή τους, τὶς διαμαρτυρίες μας; Δὲν ἀποτελοῦν ὅλες αὐτὲς παρδαλὲς συμπροσευχὲς μὲ παπικούς, προτεστάντες «ἱερεῖς» καὶ «ἱέρειες» ἕνα ἐκκλησιαστικὸ ἔγκλημα, ὄχι στιγμιαῖο, ἀλλὰ διαρκείας, ἀφοῦ οἱ συμπροσευχὲς γίνονται "ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ" παρὰ τὶς αὐστηρὲς ἀπαγορεύσεις τῶν Ἱ. Κανόνων;
    Ἡ φυλάκιση τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μ. Βατοπεδίου ἀποτελεῖ μία ἀνθρώπινη ἀδικία ἀπὸ κρατικοὺς λειτουργούς, ποὺ ἐν πάσῃ περιπτώσει δὲν ἀνήκουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἁρμοδιότητα (κι ὅμως ἐκεῖ οἱ κληρικοὶ ἀντέδρασαν). Γιὰ τὶς συμπροσευχές, ὅμως, ποὺ ἀποτελοῦν καταπάτηση Ἐντολῶν Θεοῦ, κι ἐδῶ εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ἁρμόδια νὰ ἐπέμβει ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (καὶ κάθε Ἐπίσκοπος ξεχωριστά), γιατί οἱ ἐπίσκοποι ἀδρανοῦν; Μήπως, στὴν περίπτωση τοῦ ἡγουμένου ἀντιδροῦν, ἐπειδὴ ἡ συμπαράσταση δὲν κοστίζει τίποτα, ἀντίθετα μᾶς παρουσιάζει ὡς συμπαραστάτες τῶν ἀδικουμένων, ἐνῶ στὴν περίπτωση τῶν συμπροσευχῶν ἐπικρατεῖ ὁ φόβος πὼς θὰ ὅσοι ἀντιδράσουν θὰ πέσουν στὴν δυσμένεια τῶν οἰκουμενιστικῶν πατριαρχικῶν κύκλων;
      Καὶ τέλος, γιατί ἐμεῖς οἱ πιστοί, ἐπιτρέπουμε τὴν ἀπραξία τῶν ἐπισκόπων; Δὲν ἔχουμε εὐθύνη, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐμποδίσουμε νὰ παραμένουν ὡς Ἐπίσκοποι οἱ ἀδιαφοροῦντες γιὰ τὰ θέματα τῆς Πίστεως;
                                         Σημάτης Παναγιώτης

ΠΕΡΙ ΚΑΚΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ

ΜΝΗΜΗ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ


Ἐπ’ εὐκαιρίᾳ καὶ πρὸς τιμὴν τῆς μνήμης καὶ ἑορτῆς τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (25 Ἰανουαρίου) καθὼς καὶ  τῶν Τριῶν  Μεγίστων Φωστήρων τῆς Τρισηλίου Θεότητος (30 Ἰανουαρίου), παραθέτουμε ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου «Εἰς ἑαυτὸν καὶ περὶ ἐπισκόπων» ἕνα ἀπόσπασμα (ἑρμηνεία ἀλλὰ καὶ τὸ πρωτότυπο).
Σ’ αὐτὸ τό ἀπόσπασμα (ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ παρόμοια τοῦ ἁγίου), φαίνεται πῶς ἐξεφράζοντο οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τοὺς κακοὺς Ἐπισκόπους. Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι ἐλέγχοντο καὶ καυτηριάζοντο καὶ πάντοτε οἱ Ἅγιοι ἐφιστοῦσαν τὴν προσοχή μας, προκειμένου νὰ φυλαχτοῦμε ἀπὸ αὐτούς. Δὲν ἀπέφευγαν δὲ νὰ μιλοῦν μὲ αὐστηρὴ  καὶ ἀγενῆ  (πολλὲς φορὲς) γλώσσα ἐναντίον τέτοιων ἐπισκόπων, προκειμένου νὰ ἀφυπνίσουν τὸ ποίμνιο καὶ νὰ τὸ καλέσουν σὲ ἐγρήγορση καὶ ἀγῶνα.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ὁ ἀσκητής, ὁ ἀκτήμων καὶ ὁ φιλόσοφος περιφρονεῖται

Πῶς ἐσύ, ἐνῶ βλέπεις νὰ μένει κάτω αὐτὸς ἐδῶ ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ, πῶς σὺ ὑπερηφανεύεσαι καὶ ζητεῖς ἐξουσίαν θρόνων;  Ἐκλαμβάνεις τὸ ποίμνιο ὡς ἀγέλη ἀπὸ βόδια. Ἀλλὰ δὲν φρίττεις καὶ δὲν τρέμεις τοὺς θρόνους, μήπως τὰ βόδια ποῦ ὁδηγεῖς εἶναι ἀνώτερα ἀπ’ αὐτὸν ποῦ τὰ ὁδηγεῖ; Σκέψου λοιπὸν αὐτὰ ἐδῶ, ἂν ἐννοεῖται σοῦ μένει χρόνος καὶ νὰ σκέπτεσαι.
     Αὐτὸς κοιμᾶται στὸ χῶμα καὶ τὸν ἔχει φάει ἡ σκόνη, καὶ τὴ σάρκα του ἔλυωσε ὡς λαμπάδα μὲ ἀγρυπνίες, μὲ ψαλμωδίες, μὲ ὀρθοστασία νύκτα καὶ ἡμέρα καὶ μὲ τὶς ἀναβάσεις τοῦ νοῦ πρὸς τὸν Θεό, ποὺ ἐπιτυγχάνονται μὲ τὴν κατανάλωση τοῦ πάχους τῆς σαρκὸς καὶ τὴν ἐκλέπτυνση.  Διότι, πρὸς τί νὰ προσφέρει κανεὶς ὅλη τὴν σάρκα στὸν τάφο;  Γιὰ νὰ εἶναι ἀφθονώτερη τροφὴ στὰ σκουλήκια, τὰ ὁποῖα γεννᾶ καὶ τρέφει ἀφοῦ γεννηθοῦν;  Ἐπιπλέον ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ξέπλυνε μὲ πηγὲς δακρύων τὶς κηλίδες, ἐὰν ὡς ἄνθρωπος εἶχε καὶ αὐτὸς καμμία μικρὴ κηλίδα ἀπὸ τὰ πιτσιλίσματα ποὺ δέχεται ἀπὸ τὴν λάσπη τῆς ζωῆς καὶ ὁ πλέον φρόνιμος ἀκόμη ἄνθρωπος. Φέρει δὲ ὡς σφραγίδες πάνω του τὰ τίμια στίγματα ἀπὸ τὴν σκληραγωγία καὶ τὸν μαρασμὸ τῆς σάρκας του λόγῳ τῆς προσευχῆς καὶ τῶν πολλῶν κόπων, μὲ τοὺς ὁποίους ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ράκος ἡ παλαιὰ ἐκείνη γεύση τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ γύρισε ἀπὸ τὸν Παράδεισο στὴν ταπεινὴ μητέρα γῆ, καὶ ἀκόμη λόγω τοῦ ψύχους, τῆς πείνας καὶ τῶν σφικτῶν κουρελιασμένων ρούχων του. Αὐτὰ ὑποφέρει ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ποθεῖ νὰ λάβει ὡς ἔνδυμα τὴν ἀφθαρσία. Καὶ τὴν αὐθάδη ἀπαίτηση τῆς κοιλιᾶς κατέστειλε μὲ λιγοστὴ τροφή, φέροντας καθημερινὰ στὴ μνήμη του τὸν θάνατο. Διότι γνωρίζει ὅτι τροφὴ τῶν ἀγγέλων δὲν εἶναι ἄλλη παρὰ μόνον ὁ Θεός.

Ὁ σαρκολάτρης, ὁ φίλος τῶν τραπεζῶν καὶ γυναικῶν, ὁ σπουδαρχίδης, αὐτὸς ἐκλέγεται καὶ ἀναβιβάζεται στοὺς θρόνους

…Τέτοια ὡραῖα πράγματα ἔχεις βέβαια κι ἐσύ.  Ἔλα λοιπὸν νὰ μοῦ πεῖς καὶ σὺ τὰ δικά σου. Σπίτι, γυναῖκα γεμάτη ζωντάνια, φροντίδα γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐξελιχθοῦν τὰ παιδάκια σου, περιουσία, ἐπιστάτες δούλων, φοροεισπράκτορες, φωνὲς καὶ κραυγές, διαφορὲς καὶ δικαστήρια, ὅλα γεμᾶτα φροντίδες καὶ ὑποθέσεις! Τραπέζι διογκωμένο ἀπὸ τὰ παρατιθέμενα φαγητά, μὲ ὅλη τὴν τέχνη τῶν φημισμένων μαγείρων καὶ τοῦ συνδυασμοῦ τῶν ποτῶν. Γῆ καὶ θάλασσα καρποφοροῦν γιὰ τὰ ἔντερα! Ἀπὸ αὐτὰ καταποντίζεται ὁ νοῦς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ. Ἀρώματα, γέλια καὶ συναυλίες ἀσμάτων ποὺ θέλουν κύμβαλα (ὄργανα) καὶ ποδοκτυπήματα.
     Ἄλλοι πάλι γεμᾶτοι ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ λύσσα τοῦ ἔρωτα, ἀρρωστημένοι ἀπὸ τὸ πάθος, φλογισμένοι, ἀστράπτοντας ἀπὸ ἐξωτερικὴ περιποίηση γιὰ ν’ ἀρέσουν στὶς γυναῖκες, μόλις παντρεμένοι καί, τὸ εὐπρεπέστερο ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ ἀναφέρω, ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἄνοιξαν ἀκόμη τὰ γαμήλια δώματα. Ἤ καὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν παντρεύτηκαν ἀκόμη καὶ συζοῦν μὲ τὶς φλογερὲς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, προτοῦ τὸ μάγουλό τους καλυφθεῖ μὲ τρίχες, ποὺ εἶναι κόσμημα ἀνδρικό, καὶ ποὺ μόλις ἀρχίζουν νὰ βγάζουν χνοῦδι, νέοι στὸ σῶμα καὶ ἀκόμη νεώτεροι στὸν τρόπο. Ἢ καὶ ἄλλοι, μεγάλοι μὲν στὴν ἡλικία, ἀλλὰ γεμάτοι ἀπὸ ἄσχημα πράγματα.
Καὶ ἔπειτα ἔρχονται, οἱ σαρκικοὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι, καὶ γίνονται ἀρχηγοὶ καὶ ὁδηγοὶ παιδιῶν, τὰ ὁποία δὲν γεννήθηκαν ἀπὸ τὴν σάρκα, ἀλλὰ τὰ ὁποία γεννᾶ τὸ πνεῦμα τὸ ἀποξενωμένο ἀπὸ τὸ φρόνημα καὶ τὶς πράξεις τῆς σάρκας.  Ἔμαθαν ν’ ἀμνηστεύουν τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα οἱ ἴδιοι ἔχουν πάθει, καὶ μὲ τὴ θέση ποὺ καταλαμβάνουν ἀπέναντι τῶν ξένων ἁμαρτημάτων γίνονται συνήγοροι τῶν ἑαυτῶν τους. Δίνουν τόσο εὔκολα ἄδεια γιὰ τὴν ἁμαρτία, ὅσο εὔκολα παίρνουν καὶ οἱ ἴδιοι.

Κανὼν πονηρίας ἡ ζωὴ τῶν κακῶν ἐπισκόπων

 Αὐτὴ μὲν εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ νοοτροπία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Καὶ ὑπῆρχε ἴσως ἡ πιθανότητα νὰ διορθωθοῦν καὶ νὰ γίνουν καλύτεροι, ἀλλ’ ἐμποδίζονται ἀπὸ τοὺς θρόνους. Διότι ἡ ἐξουσία κάνει τὸν ἄφρονα ἄνθρωπο χειρότερο.
Σὲ ἀντίθεση πρὸς αὐτοὺς ὁ ἐγκρατὴς ἄνθρωπος μένει διαρκῶς παρηγκωνισμένος, σκυμμένος κάτω, ἀποβλέποντας μόνον στὸν Θεὸ καὶ ἀρκούμενος νὰ ἔχει τὴν θέση τοῦ μαθητοῦ. Ποιός; Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν θὰ ἦτο ἴσως ἄξιος νὰ εἶναι οὔτε μαθητὴς αὐτὸς ἐδῶ ποὺ παριστάνει τώρα τὸν δάσκαλο. Καὶ τοῦτο ἂν βεβαίως ἡ ὑπεροχὴ ἑνὸς ἀνθρώπου κρίνεται ὄχι ἀπὸ τὴ θέση, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἀξία του.
Τέτοια δεινὰ κατορθώνει σὲ μᾶς ὁ βάσκανος διάβολος: Τόσο πετυχημένες πονηριὲς σκαρφίζεται, ὅταν θέλει νὰ πλήξει κάποιον λαὸ ἢ πόλη.  Ἐκτὸς τῶν κακῶν ποὺ προσπαθεῖ νὰ προξενήσει σὲ κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, δίνει καὶ ὡς σύντομο νόμο πονηρίας στὸ λαὸ τὸν ΕΠΙΣΚΟΠΟ…


ΚΕΙΜΕΝΟ

…..Πῶς δὲ σὺ βλέπων κάτω
Τοῦτον μένοντα τοῦ Θεοῦ παραστάτην,
Ὑψαυχενεῖς τε καὶ θρόνων στέργεις κράτος,
Ἀλλ' οὐχὶ φρίσσεις, οὐδ' ἐπιτρέμεις θρόνοις,
Μὴ βοῦς ἐλαύνῃς κρείσσονας βοηλάτου;
Σκόπει γὰρ οὕτως, εἰ σχολή σοι καὶ βλέπειν.
Οὗτος χαμεύνης, καὶ κόνει βεβρωμένος,
Καὶ σάρκας ἐξέτηξεν ἀγρυπνίαις,
Ψαλμῳδίαις τε καὶ στάσει νυχθημέρῳ,
Καὶ νοῦ πρὸς ὕψος ἐκ πάχους ἐκδημίαις.
Τί γὰρ τάφοις δεῖν εἰσφέρειν τε χοῦν ὅλον,
Σκώληξί τ' εἶναι δαψιλεστέραν τροφήν,
Γεννῶντα, καὶ τρέφοντα τοὺς γεννωμένους;
Καὶ δακρύων ἔσμηξε πηγαῖς τοὺς σπίλους,
Εἴ πού τιν' εἶχε καὶ βραχὺν ῥαντίσμασιν,
Οἷς βάλλεθ' ὅστις καὶ σοφὸς πηλῷ βίου·
Τύποις τε σαρκῶν ἐσφράγισται τιμίοις
Ἐσκληκότων εὐχῇ τε καὶ πολλοῖς πόνοις,
Οἷς ἡ παλαιὰ γεῦσις ἐτρύχωσέ με
Εἰς γῆν στραφέντα τὴν ταπεινὴν μητέρα,
Ῥίγει τε, πείνῃ, καὶ στενοῖς ῥακώμασι
Ποθῶν λαβεῖν ἔνδυμα τὴν ἀφθαρσίαν,
Καὶ γαστρὸς ὕβριν ἐνδεεῖ καθύβρισε
Τροφῇ, τὸ θνήσκειν μνώμενος καθ' ἡμέραν.
Τροφὴν γὰρ οἶδεν ἀγγέλων ἁπλῆν Θεόν...
....Τοιαῦτα κάλλη καὶ σύ μοι φράζειν τὰ σά·
Οἶκος, γυνὴ σφριγῶσα, τεκνίων ὁδός,
Κτῆσις, κελευσταί, πράκτορες, βοαί, δίκαι,
Ἅπαντα μεστὰ φροντίδων καὶ πραγμάτων.
Τράπεζα φλεγμαίνουσα τῶν ἀοιδίμων
Ταῖς ὀψοποιῶν καὶ κερασμάτων πλοκαῖς,
Γῆς καὶ θαλάσσης καρποφορούντων ἐντέροις
(Ἐξ ὧν ὁ νοῦς βαπτίζετ', οὐδ' ἔχει πλάτος),
Μύροις, γέλωσι, ψαλμάτων συναυλίαις,
Οἷς κυμβάλων δεῖ καὶ ποδὸς ψοφημάτων.
Ἄλλοι δὲ λύσσης ἔμπλεοι τῆς συμφύτου,
Νοσοῦντες, οἰδαίνοντες, ἐστιλβωμένοι
Γυναιξίν, ἄρτι νυμφίοι, τὸ μέτριον,
Οὔπω λύσαντες παστάδας γαμηλίους,
Ἢ καὶ πόθοις συζῶντες ἀζύγοις ἔτι,
Πρὶν καὶ παρειάν, ἀνδρικῷ κοσμήματι,
Θριξὶν καλύψαι, παντελῶς ἀρτίχνοοι,
Νέοι τὸ σῶμα, τὸν τρόπον νεώτεροι,
Ἢ καὶ παλαιῶν ἡμερῶν, πλήρεις κακῶν·
Ἔπειτ' ἀσάρκων εἰσὶ τέκνων προστάται,
Ἃ πνεῦμα τίκτει σαρκὸς ἐξενωμένον.
Τιμᾷν πάθη μαθόντες, οἷς πεπόνθασι,
Συνήγοροι σφῶν ἐν κακοῖς ἀλλοτρίοις.
Διδόντες, ὥσπερ λαμβάνουσ', ἐξουσίαν.
Οὗτοι μὲν οὕτως· καὶ τάχ' ἂν καὶ βελτίους
Αὑτῶν γενόμενοι, κωλύονται τοῖς θρόνοις.
Τὸ γὰρ κρατεῖν τὸν ἄφρονα ποιεῖ χείρονα.
Ὁ δ' ἐγκρατὴς ἕστηκεν ἠτιμωμένος,
Κάτω νενευκώς, πρὸς Θεὸν μόνον βλέπων,
Στέργων μαθητοῦ χώραν, οὗ μηδ' ἄξιος
Ἴσως μαθητής, οὗτος ὁ νῦν διδάσκαλος.
Εἴπερ τὸ κρατεῖν οὐ τόπῳ γνωρίζεται.
Τοιαῦτ' ἐν ἡμῖν ἰσχύειν τὸν βάσκανον!
Οὕτω σοφίζετ' εὐστόχοις πονηρίαις,
Ὅταν δῆμόν τιν', ἢ πόλιν πλῆξαι θέλῃ.
Πρὸς οἷς ἑκάστου πειρᾶται, καὶ σύντομον
Νόμον δίδωσι πονηρίας τὸν προστάτην».
(Γρηγορίου Θεολόγου Migne 37, 1208- 1214, στίχ. 570- 646).

Ἐπαναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» μὲ μικρὲς ἀλλαγές.

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΠΟΥ ΣΩΖΟΥΝ



ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΠΟΥ ΣΩΖΟΥΝ;

(Κείμενο ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου)

       Ἔχουμε ἀκούσει πολλὲς φορές, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει δώσει τὸ ὄνομα τοῦ Θεολόγου σὲ τρεῖς μόνο Ἁγίους· τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο. Ἀσφαλῶς ἡ ὀνομασία «θεολόγος» δὲν ἔχει φιλολογικὸ χαρακτῆρα, οὔτε ἀποτελεῖ ἁπλὰ ἕνα τίτλο τιμῆς, ἀλλὰ ἐκφράζει οὐσία.
        Αὐτὸ πρακτικὰ σημαίνει, ὅτι στὰ κείμενά τους πρέπει νὰ δίνουμε μεγάλη προσοχή, γιατὶ εἶναι καθοδηγητικά, γιὰ ὅσους θέλουν νὰ ἔχουν πολύτιμους καὶ ἀλάνθαστους ὁδηγοὺς στὴν χριστιανική μας πορεία, ἰδιαίτερα σ’ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθoδόξου αἰσθητηρίου καὶ τῆς συγχύσεως (πικροὺς καρποὺς τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ), κατὰ τὴν ὁποία πολλοὶ ὁδηγοὶ προσφέρονται νὰ μᾶς καθοδηγοῦν, ὑποβάλλοντάς μας τὴν ἰδέα ὅτι ἔχουν τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς καθαρῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂν θέλουμε νὰ μὴν παρασυρόμαστε ἀπὸ σύγχρονες παραπλανητικὲς πρακτικὲς «γεροντισμοῦ», ποὺ σήμερα ἔχουν κατακλύσει τὴν Ἐκκλησία, ἂς θέτουμε ὡς κριτήριο τὰ κείμενα Ἁγίων καὶ μ’ αὐτὰ νὰ κρίνουμε καὶ νὰ ἐπιλέγουμε, ὅσα μᾶς προσφέρονται.
     Ὑπάρχει ἕνα καθοδηγητικὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Συμεών, ἐπεξηγηματικὸ αὐτῆς τῆς θέσεως. Ἀξίζει νὰ τὸ παραθέσουμε ἐδῶ, πρὶν τὸ περὶ Πίστεως κείμενο τοῦ Ἁγίου ποὺ ἀκολουθεῖ:


      «Εὐχαῖς καὶ δάκρυσι τὸν Θεὸν καθικέτευσον πέμψαι σοὶ ὁδηγὸν ἀπαθῆ τε καὶ ἅγιον. Ἐρεύνα δὲ καὶ αὐτὸς τὰς Θείας Γραφάς, καὶ μάλιστα τὰς τῶν Ἁγίων Πατέρων πρακτικὰς συγγραφάς, ἵνα ταύταις ἀντιπαρατιθεὶς τὰ παρὰ τοῦ διδασκάλου καὶ προεστῶτος σοὶ διδασκόμενα καὶ πραττόμενα, ὡς ἐν κατόπτρῳ δύνασαι βλέπειν ταῦτα καὶ καταμανθάνειν καὶ τὰ μὲν συνᾴδοντα ταῖς Γραφαῖς, ἐγκολποῦσθαι κατέχειν τῇ διανοίᾳ. Τὰ δὲ νόθα καὶ ἀλλότρια, διακρίνειν καὶ ἀποπέμπεσθαι, ἵνα μὴ πλανηθῇς. Πολλοὶ γάρ, ἴσθι, πλάνοι καὶ ψευτοδιδάσκαλοι, ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις γεγόνασιν» 

                   (Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος).

       Εἴθε ἡ παροῦσα ἀνάρτηση νὰ μᾶς προβληματίσει καὶ βοηθήσει (μὲ ὁδηγὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν) νὰ καταλάβουμε, ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ Πίστη καὶ τὰ ἀληθινὰ ἔργα τῆς Πίστεως καὶ πώς, ὣς τώρα, κατανοούσαμε ἐμεῖς τὴν Πίστη.

(Ἡ μετάφραση τοῦ κειμένου εἶναι τοῦ Διονυσίου Ζαγοραίου. Διατηρήσαμε τὶς ἰδιομορφίες γραφῆς τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1886, ποὺ ἐπανέκδωσε ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος Β. Ρηγόπουλου τὸ 1977. Διευκρινιστικά: τὸ ὁποῦ τοῦ μεταφραστῆ ἐμεῖς σήμερα τὸ γράφουμε ὅπου, ἐνῶ τὸ ποῦ καὶ τὸ πῶς μὲ περισπωμένη ἀντιστοιχοῦν στὸ δικό μας ποὺ καὶ πώς).


                 Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου

                  ΛΟΓΟΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟΣ Η΄.

Ὅτι δὲν πρέπει νὰ θαρροῦμεν πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ σωθοῦμεν μὲ τὴν πίστιν μόνον, χωρὶς να κάμωμεν καλὰ ἔργα

         νίσως ποθοῦμεν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ ἔχωμεν πολλὴν προσοχήν, καὶ ἐπιμέλειαν, πολλὴν προθυμίαν, καὶ ἀγῶνα, καὶ νὰ μὴ νομίζωμεν πῶς εἶναι ἀρκετὸν εἰς ἡμᾶς διὰ νὰ σωθοῦμεν, τὸ νὰ πιστεύωμεν μόνον εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, καὶ νὰ εἴμεσθε ὀρθόδοξοι χριστιανοί, προβάλλοντες εἰς ἀπολογίαν ἐκεῖνον τὸν λόγον ὁποῦ εἶπεν ὁ Κύριος μας. «Ὅτι ὁ πιστεύσας, καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Ἀλλὰ διὰ τοῦτο μάλιστα πρέπει νὰ ἀγωνιζώμεθα, καὶ νὰ προσέχωμεν, διὰ νὰ μὴ περιπατοῦμεν ἀναξίως τῆς κλήσεως, ἧς ἐκλήθημεν, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· δηλ. νὰ μὴ κάνωμεν ἔργα ἀνάξια διὰ τὸν Χριστόν, μὲ τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ὠνομάσθημεν, καὶ λεγόμεθα χριστιανοί, ἰξεύροντες ὅτι θέλει κατακριθοῦμεν περισσότερον, ἀνίσως, ὕστερα ἀπὸ τὴν ὀνομασίαν ταύτην, ζῶμεν μὲ ὀκνηρίαν, καὶ ἀμέλειαν. Διὰ τοῦτο μὴ λογιάσης ἀδελφέ, πῶς ἔχεις νὰ σωθῆς μὲ τὴν πίστιν μόνον. «Πίστις γὰρ χωρὶς ἔργων οὐδὲν ὠφελεῖ».
      Καὶ ἄκουσε τὸν Κύριον ὁποῦ λέγει. «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ' ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ ΙΙατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Ὁμοίως ἄκουσε καὶ τὸν θεῖον ΙΙαῦλον ὁποῦ λέγει. «Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοὶ ὄντες, καὶ ἀπειθεῖς, καὶ πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἀδόκιμοι».
     Βλέπεις, ἀγαπητέ, πῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῇ τινά, μὲ μόνην τὴν πίστιν χωρὶς τὰ ἔργα; ἐπειδὴ ἐὰν ἐσώζωντο μὲ τὴν πίστιν μόνον, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἤθελε σωθοῦν, καὶ δὲν ἤθελε ἀπολεσθῇ κανένας ἀπὸ ἡμᾶς. Διότι δὲν εἶναί τινας ὁποῦ δὲν πιστεύει, πῶς εἶναι Θεός. Ἐπειδὴ καὶ οἱ πονηροὶ διάβολοι πιστεύουν πῶς εἶναι Θεός. Καὶ ἄκουσε αὐτοὺς ὁποῦ λέγουν. «Οἴδαμέν σε τίς εἶ, ὁ Ἃγιος τοῦ Θεοῦ». Καὶ πάλιν ἄλλου ἔλεγαν διὰ τοὺς Ἀποστόλους. «Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ὑμῖν ὁδὸν σωτηρίας». Βλέπεις, ὅτι καὶ οἱ δαίμονες πιστεύουν πῶς εἶναι Θεός; ἀλλ' οὗτοι ὁποῦ πιστεύουν πῶς εἶναι Θεός, κατεδικάσθησαν εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρὸς διὰ τὰ πονηρὰ ἔργα τους.
      Λοιπὸν καλὴ εἶναι ἡ πίστις, ἐὰν ἀπέκτησες καὶ ἔργα. Διατὶ σῶμα χωρὶς ψυχήν, εἶναι ἀκίνητον, καὶ ἀνενέργητον. Τοιουτωτρόπως καὶ ἡ πίστις, χωρὶς ἔργα, εἶναι νεκρά. Καὶ ἄκουσε τὸν Ἅγιον Ἰάκωβον τὸν ἀδελφόθεον ὁποῦ λέγει. «Τί τὸ ὄφελος ἀδελφοί, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; ἐὰν ἀδελφός, ἢ ἀδελφὴ ὑπάρχωσι γυμνοί, καὶ λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, εἶπε δέ τις αὐτοῖς, ἐξ ὑμῶν, ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ θερμαίνεσθε, καὶ χορτάζεσθε· μὴ δῶτε δὲ αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τὸ ὄφελος; οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα. Δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, κᾀγὼ δείξω σοι τὴν πίστιν μου ἐκ τῶν ἔργων μου».
         Ταῦτα ἀκούωντας, ἀδελφέ, ἄφησε τὴν πολλήν σου ἀμέλειαν, καὶ σπούδασε νὰ ἔχῃς καὶ ἔργα μαζὴ μὲ τὴν πίστιν. Διατὶ ἐκεῖνος ὁποῦ ἔχει πίστιν μαζὴ μὲ ἔργα εἶναι καλλίτερος ἀπὸ ἐκεῖνον ὁποῦ κάνει σημεῖα, καὶ θαύματα. Ἐπειδὴ ποῖον εἶναι τὸ κέρδος· τί τὸ ὄφελος εἰς ἐκεῖνον ὁποῦ κάνει σημεῖα, ἀνίσως καὶ ἀποδιωχθῇ ἀπὸ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ κληρονομήσῃ τὴν γέενναν τοῦ ἀσβέστου πυρός; μήπως καὶ δύναται νὰ σωθῇ ἐκεῖνος ὁποῦ κάνει θαύματα, καὶ ἰατρείας, ἐὰν δέν ἔχῃ τὰ ἔργα ὁποῦ τὸν κάνουν δίκαιον; μὴ γένοιτο. Καὶ ἄκουσε τὸν Κύριον ὁποῦ λέγει. «Πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, Κύριε, Κύριε, τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν· καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς, οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς. Ἀποχωρεῖτε ἀπ' ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν».
        Βλέπεις, ὅτι καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ κανοῦν τὰ σημεῖα, καὶ ἔχουν τὰς προφητείας, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὠφελήσουν τὸν ἑαυτόν τους χωρὶς ἔργα; διότι ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν συνάγει ἄσπρα (σ.σ. χρήματα)· ἐπειδὴ πιστεύει, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀφίνει ἀπρονοήτους ἐκείνους ὁποῦ πιστεύουν εἰς αὐτόν, ἀλλ' ἔχει τὴν ἔγνοιάν τους, καθὼς λέγει. «Οἶδε γὰρ ὁ Πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος, ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, καὶ τὴν δικαιοσύνην, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Ὁποῖος πιστεύει, σκορπίζει τὰ ἄσπρα του εἰς τοὺς πτωχούς, διατὶ πιστεύει ὅτι θέλει λάβῃ ἑκατονταπλασίονα, καὶ θέλει κληρονομήσει ζωὴν αἰώνιον.
         Καὶ ἄκουσε τί λέγει διὰ ἐκείνους ὁποῦ πιστεύουν ἐν ἀλήθείᾳ. «Πάντες οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά, καὶ τὰ κτήματα αὐτῶν, καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον, καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι, καθ' ὅ,τι ἄν τις χρείαν εἶχεν. Ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων, ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων, καὶ ἐτίθουν πρὸς τοὺς πόδας τῶν Ἀποστόλων διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ, καθ' ὅ,τι ἄν τις χρείαν εἶχεν».
     Ἐκεῖνος  ὁποῦ  πιστεύει,  δὲν  ὑπερηφανεύεται,  ἀλλὰ μιμούμενος αὐτὸν τὸν Κύριον κυνηγᾶ ζητεῖ ἐπιπόνως τὴν ταπείνωσιν, καθὼς καὶ ὁ Κύριος.
          Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν γελᾷ, ἀλλὰ πενθεῖ, καὶ κλαίει διὰ τὰς ἁμαρτίας του· διότι πιστεύει, ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ γελοῦν εἰς ταύτην τὴν ζωήν, θέλει πενθήσουν, καὶ κλαύσουν εἰς τὴν ἄλλην.
Ἐκεῖνοι ὁποῦ πιστεύουν, δὲν εἶναι θυμώδεις, οὐδὲ ταραχοποιοὶ ἀλλὰ μιμούμενοι τὸν Κύριον, ἔχουν πραότητα καθὼς ὁ Κύριος λέγει. «Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί, καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Διὰ τοῦτο καὶ μακαρίζει τοὺς τοιούτους λέγων, «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν».
       Ὅποιος πιστεύει, μισεῖ τὴν ἀδικίαν, καὶ ἀγαπᾷ τὴν δικαι-οσύνην, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὴν δικαιοσύνην ἠγάπησε, τὴν δὲ ἀδικίαν ἐμίσησε. Ὅτι εἶναι γεγραμμένον. «Ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀδικίαν, μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν».
      Ὅσοι πιστεύουν δὲν μάχονται μὲ ἄλλους, ἀλλὰ μάλιστα εἰρηνοποιοῦν ἐκείνους ὁποῦ μάχονται, μιμούμενοι τὸν Κύριον· διότι καὶ ἐκεῖνος τοῦτο ἔκαμεν. «Ἐχθροὺς ἡμᾶς ὄντας εἰρηνοποίησε πρὸς τὸν ὁμοούσιον Πατέρα».
         Ὁ πιστεύων ὑπομένει κάθε πειρασμόν, καὶ δὲν βλασφημεῖ. Διότι πιστεύει ὅτι θέλει λάβῃ διὰ τὴν ὑπομονήν του ἄφθαρτον στέφανον. Διότι λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰακωβος ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου. «Μακάριος ἀνθρωπος, ὃς ὑπομένει πειρασμόν, ὅτι δόκιμος γενόμενος, λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».
      Ὅποιος πιστεύει, δὲν ὀργίζεται, ἀλλὰ μακροθυμεῖ, καὶ φυλάττει τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, ὁποῦ λέγει· νὰ μὴν ὀργίζεται καθόλου.
       Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, φυλάττει σωφροσύνην, καὶ δὲν μολύνει τὸν ἑαυτόν του μὲ πορνείας, καὶ μοιχείας, καί ἐπιλοίπους ἀκαθαρσίας, ἀλλὰ φυλάττει καθαρότητα, καὶ σωφροσύνην διατί πιστεύει, ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ μολύνουν τὰ σώματά τους, δὲν θέλει σωθοῦν. «Πόρνους γὰρ καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός».
         Ὁ πιστεύων,  δὲν σκανδαλίζει ἀδελφόν,  ἀλλὰ  ὑπηρετεῖ ὅλους, καὶ δὲν γογγύζει, ἀλλὰ μένει μὲ τὴν ὑπομονὴν τοῦ Θεοῦ, διότι πιστεύει, πῶς θέλει λάβῃ μεγαλήτερον μισθόν, καθὼς λέγει καὶ ὁ Κύριος. «Ὅς τις θέλει γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔστω ὑμῶν διάκονος. Καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔστω πάντων δοῦλος».
      Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν ἐπιορκεῖ, οὐδὲ κάνει ὅρκον παντελῶς μὲ τὸ στόμα του· διότι πείθεται εἰς τὸν Κύριον ὁποῦ εἶπεν. «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὁμόσαι ὅλως».
      Ὅποιος πιστεύει, δὲν εἶναι ὀκνηρός, καὶ ἀμελὴς εἰς τὰς προσευχάς, καὶ ἀκολουθίας, ἀλλὰ προσέχει πάντοτε, καὶ προσεύχεται ἀδιακόπως· ὁ πιστεύων, δὲν κατακρίνει τινά. Διότι πιστεύει, ὅτι πάντες ἐσμὲν ἐν ἐπιτιμίοις· καὶ ὅτι ὅλους μέλλει νὰ τοὺς κρίνῃ ὁ Θεός· καὶ ᾧ  κρίματι κρίνει τις, τούτῳ κριθήσεται.
Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν περιπατεῖ τὴν πλατεῖαν, καὶ εὐρύχωρον στράταν, ἡ ὁποία φέρει εἰς ἀπώλειαν ἐκείνους ὁποῦ τὴν περιπατοῦν, ἀλλὰ περιπατεῖ τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην διότι πιστεύει πῶς θέλει λυπηθῇ ὀλίγον καὶ θέλει χαρῇ αἰωνίως μαζὴ μὲ τὸν Κύριον μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων.
         Ὁ πιστεύων δὲν ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐδὲ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, οὐδὲ γονεῖς, οὐδὲ ἀδελφούς, ἢ γυναῖκα, ἢ τέκνα, οὐδὲ ἄλλο τίποτε· ἀλλ' ἀγαπᾷ μόνον τὸν Κύριον, καὶ ἀσυκώνει τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ τὸν ἀκολουθεῖ· διατὶ πιστεύει, ὅτι χίλιαις ἡμέραις, εἶναι ὡσὰν μία ἡμέρα ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον καὶ χίλιαις ἡμέραις θέλει μετρηθοῦν κοντὰ εἰς τὸν Θεόν, ὡσὰν μία σταλαγματία εἰς τὴν θάλασσαν. Ὁ δὲ μέλλων αἰὼν εἶναι ἀπέραντος, δὲν ἔχει τέλος οὐδὲ ἀριθμόν.
       Ἐκεῖνος  ὁποῦ πιστεύει  δὲν μένει ἀμετανόητος εἰς τὰς ἁμαρτίας του, ἀλλ' ἐὰν καὶ ἁμαρτήσῃ ὡς ἄνθρωπος, μετανοεῖ, καὶ πενθεῖ, καὶ κλαίει διὰ τὰς ἁμαρτίας του, καὶ δὲν ἁμαρτάνει πλέον.
Ὁ πιστεύων, δὲν ξεφαντώνει, καὶ τρυφᾷ μὲ μεθύσια, καὶ ἀσελγῆ συμπόσια, καὶ πορνικὰ τραγούδια, ἀλλ' ἐνθυμεῖται πάντοτε τὸν θάνατον, καὶ τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως. Καὶ ταῦτα ἐνθυμούμενος προσεύχεται πάντοτε, νηστεύει, ἐγκρατεύεται, καὶ ἑτοιμάζει τὰ ἔργα του διὰ τὸν θάνατον, πῶς νὰ ἀποκριθῇ νὰ ἀπολογηθῇ εἰς τὸν βασιλέα τῆς δόξης.
        Ὁ πιστεύων, ἀγαπᾷ τὸν Κύριον, καὶ μισεῖ τὰ πονηρά· ὅσοι πιστεύουν δὲν φυλάττουν ἔχθραν μῖσος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ τους, οὐδὲ ἀποδίδουν κακὸν ἀντὶ κακοῦ. Ἀλλ' ἀγαποῦν τοὺς μισοῦντας αὐτούς, κάνουν καλὸν εἰς ἐκείνους ὁποῦ τοὺς κακοποιοῦν· εὐλογοῦν ἐκείνους ὁποῦ τοὺς καταρῶνται· ὑποφέρουν ἐκείνους ὁποῦ τοὺς κατατρέχουν. Ὅταν βλασφημοῦνται ὑβρίζωνται, παρακαλοῦν χαίρονται· δὲν λογίζονται κανένα κακὸν διότι ἔχουν τὴν ἀγάπην ἀνόθευτον, καθαράν, ἀληθινήν, ὅτι λογῆς τὴν ἀπόκτησε καὶ ὁ Ἀπόστολος, καθὼς λέγει. «Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὅτι λύπη μοι ἐστὶ μεγάλη, καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη ἐν τῇ καρδία μου. Ηὐχόμην γάρ, αὐτὸς ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα.
          Ὅτι λογῆς ἀγάπην εἶχε καὶ ὁ Προφήτης Μωϋσῆς, ὅτι οὗτος εἶπεν εἰς τὸν λαόν· «ὑμεῖς ἡμαρτήκατε ἁμαρτίαν μεγάλην. Καὶ νῦν ἀναβήσομαι πρὸς τὸν Θεὸν οὕτως, ἵνα ἐξιλάσωμαι πρὸς τὸν Θεὸν περὶ τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν. Ἐπέστρεψε δὲ Μωϋσῆς πρὸς Κύριον, καὶ εἶπε. Δέομαι Κύριε, ἥμαρτεν ὁ λαὸς οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην, καὶ ἐποίησαν ἐαυτοῖς Θεοὺς χρυσοῦς. Καὶ νῦν, εἰ μὲν ἀφῇς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, εἰ δὲ μή, ἐξάλειψον κἀμὲ ἐκ τῆς βίβλου ἧς ἔγραψας». Τοιαύτην διάθεσιν εἶχε καὶ ὁ Δαβίδ, διὰ τοῦτο καὶ ἔλεγε. «Μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός».
        Βλέπεις, τί λογῆς ἀγάπην εἶχαν ἐκεῖνοι ὁποῦ ἐπίστευαν μὲ ἀλήθειαν; ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν κάνει κανένα πρᾶγμα μὲ ὑπόκρισιν, ἀλλὰ κάνει ὅλα του τὰ ἔργα διὰ τὸν Κύριον. Διατὶ εἰς ἐκεῖνον ἔχει προσηλωμένα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον μόνον πιστεύει, ὅτι ἔχει νὰ λάβῃ μισθὸν τῶν ἔργων του.
         Ὅποιος πιστεύει, ἀγαπᾷ ἐκείνους ὁποῦ πιστεύουν ὀρθῶς εἰς τὸν Κύριον· ἐκείνους δὲ ὁποῦ δὲν πιστεύουν ὀρθῶς ἀποστρέφεται, καὶ δὲν τοὺς ὑποφέρει, ἀλλὰ τοὺς διώχνει, τοὺς κυνηγᾷ.
       Ὁ πιστεύων, δὲν παρακούει τὰ θεῖα λόγια, ἀλλ' ὡς πιστός, κάνει μὲ προθυμίαν ὅλα του τὰ ἔργα ὡσὰν ἐργάτης τοῦ Θεοῦ.
      Ὅποιος πιστεύει, δὲν κολακεύει, δὲν φυλάττει προσωπο-ληψίαν χατῆρι, ἀλλὰ ὁμιλεῖ καὶ κάνει ὅλα μὲ ἀλήθειαν, καὶ ὀρθότητα. Διατὶ πιστεύει ἐκεῖνο ὁποῦ εἶπεν ὁ Προφήτης. «Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ «φῶς σκότος, καὶ τὸ σκότος φῶς· οἱ τιθέντες τὸ γλυκὺ πικρόν, καὶ τὸ πικρὸν γλυκύ».
    Ἐκεῖνοι ὁποῦ πιστεύουν, δὲν ὑπερηφανεύονται, οὐδὲ ὑψηλοφρονοῦν εἰς τοὺς ἐπαίνους, καὶ κολακείας. Διότι λέγει ὁ Κύριος διὰ τοῦ Προφήτου. «Λαός μου, οἱ μακαρίζοντες ὑμᾶς πλανῶσιν ὑμᾶς, καὶ τὴν τρῖβον τῶν ποδῶν ὑμῶν ἐκταράσσουσιν».
Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, καὶ ἀποστρέφεται τὸν κόσμον διὰ τὸν Κύριον, δὲν συμπλέκεται πλέον μὲ τοῦτον. Διότι λέγει ὁ Ἀπόστολος ΙΙαῦλος· «οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ».
     Ὅποιος πιστεύει, δὲν καταδέχεται κανένα πονηρόν, ἀλλ' ἀγωνίζεται μέχρι θανάτου διὰ τὸν Χριστόν, καὶ τὴν ἀλήθειαν, καὶ δὲν φοβεῖται· ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ βλέπουν τὰ πονηρά, καὶ ἄνομα ὁποῦ γίνονται, καὶ τὰ καταδέχονται, εἶναι ὅμοιοι μὲ ἐκείνους ὁποῦ τὰ κάνουν, καὶ θέλει ἀπολεσθοῦν μαζὴ μὲ ἐκείνους, καθὼς καὶ ὁ ἱερεὺς Ἠλὶ ἀπωλέσθη μαζὴ μὲ τοὺς παρανόμους υἱούς του. Διὸ καὶ ὁ Προφήτης τοὺς ὠνόμασε σκύλλους ἀφώνους.
      Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει,  δὲν ἀγαπᾷ ἐκείνους  ὁποῦ δὲν πιστεύουν ὀρθά· καθὼς λέγει ὁ Δαβίδ. «Οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε Κύριε ἐμίσησα, καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην· τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι».
         Ὅποιος πιστεύει, λαλεῖ τὴν ἀλήθειαν, καὶ δὲν εὐγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ κανένα ψεῦδος· ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ λέγουν τὸ ψεῦδος, εἶναι ἄπιστοι, καὶ υἱοὶ τοῦ διαβόλου.
      Ὅποιος πιστεύει, δὲν πλεονεκτεῖ, ἀλλὰ μάλιστα ἐλεεῖ, καὶ εὐσπλαγχνίζεται, διατὶ πιστεύει, ὅτι οἱ ἐλεήμονες ἐλεηθήσονται. Καὶ ὅτι ὁ Κύριος θέλει καταστρέψει τὰ σπήτια ἐκείνων ὁποῦ πλεονεκτοῦν, καὶ ἐκεῖνοι θέλει παραδοθοῦν εἰς τὴν γέενναν τῆς κολάσεως, καὶ εἰς τὸν ἀκοίμητον σκώληκα.
     Ὅποιος πιστεύει, δὲν μεταλαμβάνει ἀναξίως τὰ ἄχραντα μυστήρια· ἀλλὰ καθαρίζει τὸν ἑαυτόν του, ἀπὸ κάθε μολυσμόν, ἀπὸ τὴν γαστριμαργίαν, ἀπὸ τὴν μνησικακίαν ἀπὸ ἔργα πονηρά, καὶ λόγια ἄσχημα, ἀπὸ γέλοια ἄτακτα, ἀπὸ ρυπαροὺς λογισμούς, ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσίαν, καὶ κακὴν ἐνέργειαν, καὶ τοιουτωτρόπως δέχεται τὸν Βασιλέα τῆς δόξης, ἐπειδὴ ὁ διάβολος ἐπιπηδώντας ἐμβαίνει εἰς ἐκείνους ὁποῦ μεταλαμβάνουν ἀναξίως τὰ ἄχραντα μυστήρια, καὶ ἔρχεται μέσα εἰς τὴν καρδίαν τους, καθὼς ἔκαμεν εἰς τὸν Ἰούδαν ὅταν ἐμετάλαβε ἀπὸ τὸ δεῖπνον τοῦ Κυρίου. Διὰ τοῦτο λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος. «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω, καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω. Ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως, κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει. Καὶ διὰ τοῦτο πολλοὶ ἐν ὑμῖν ἀσθενεῖς, καὶ ἄρρωστοι, καὶ κοιμῶνται ἱκανοί».
        Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν συκοφαντεῖ, δὲν κατηγορεῖ τοὺς ἀδελφούς του χριστιανούς, ἀλλὰ μάλιστα τοὺς ἐπαινεῖ, διότι ἐκεῖνοι ὁποῦ ἐπαινοῦν ἄλλους θέλει ἐπαινεθοῦν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Οὐαὶ δὲ καὶ ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους ὁποῦ κατηγοροῦν, καὶ ἐγκαλοῦν ἄλλους ὡς πονηρούς, διατὶ θέλει φερθοῦν ἀπὸ τοὺς πονηροὺς διαβόλους ὡσὰν κτήνη τετράποδα εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· καὶ ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
     Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, περιπατεῖ ὀρθὰ τὴν στράταν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν κλίνει οὔτε ἀριστερά, οὔτε δεξιά, οὐδὲ διαστρέφει ἄλλους μὲ τὴν πονηρίαν του· ὅτι ἐκεῖνος ὁποῦ διαστρέφει ἄλλους εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν διάβολον. Διὰ τοῦτο λέγει καὶ ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτου Ἀββακούμ. «Ὦ, ὁ ποτίζων αὐτοῦ τῷ πλησίον ἀνατροπὴν θολεράν, καὶ ὁ μεθύσκων, ὅπως ἐπιβλέπῃ ἐπὶ τὰ σπήλαια αὐτῶν πλησμονὴ ἀτιμίας ἐκ δόξης. Πίε καὶ σύ, καὶ διασαλεύθητι, καὶ σείσθητι». Διότι ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει μὲ ἀλήθειαν, δὲν πιστεύει μὲ τὰ στόμα, καὶ τὴν γλῶσσάν του, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδίαν του· καὶ τούτου τὰ ἔργα δείχνονται φανερά. «Οὐ δύναται γὰρ πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὅρους κειμένη». Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει ἐν ἀλήθειᾳ μὲ τὴν καρδίαν του ἐργάζεται τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος δὲ ὁποῦ πιστεύει μὲ τὰ λόγια καὶ ὄχι μὲ τὴν καρδίαν του, εἶναι εὔκαιρος ἀπὸ καλὰ ἔργα· διὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Κύριος διὰ τοῦ Προφήτου. «Ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, καὶ ἐν τῇ γλώσσῃ αὐτῶν ἐψεύσαντο αὐτῷ».
      Λοιπὸν ἀδελφέ, ὅταν βλέπῃς τὸν ἑαυτόν σου πῶς εἶσαι εὔπορος πλούσιος ἀπὸ ὅλα τὰ πονηρὰ ἔργα, καὶ ἄπορος εὔκαιρος ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά, εἶπέ μου πῶς δύνασαι νὰ ὀνομάσῃς τὸν ἑαυτὸν σου πιστόν; ὅτι, καθὼς νομίζω, εἶσαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους· διότι τὰ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα, φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιοῦσι. Λοιπὸν ἐὰν πιστεύῃς, φεῦγε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ φωνάζωντας θρήνησε, κλαῦσε καὶ καταδίκασε τὸν ἑαυτόν σου, καὶ ἄφησε τὰ κακὰ ἔργα, μὲ τὰ ὁποῖα ἔζησες ἕως τῆς σήμερον· καὶ ἀγωνίσου μὲ προθυμίαν, διὰ νὰ εὑρεθῇς μὲ ἔργα καλὰ ἔμπροσθεν τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης εἰς ἐκείνην τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως, εἰς τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ πληρώσῃ κάθε ἕνα κατὰ τὰ ἔργα του. Διότι λέγει ὁ Ἀπόστολος. «Εἴ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τούτῳ, χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἕκαστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται. Ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει, ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται, καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον τῷ πυρὶ δοκιμασθήσεται. Εἴ τινος τὸ ἔργον μένει, ὃ ἐπωκοδόμησε, μισθὸν λήψεται. Εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται· αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δέ, ὡς διὰ πυρός».
     Συλλογίσου λοιπὸν ἀδελφὲ τὸ φοβερὸν, καὶ φρικτὸν μυστήριον, καὶ τρόμαξε εἰς τοῦτα ὁποῦ ἀκούεις. Διότι ἐὰν μέλλῃ νὰ δοκιμάσῃ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸ πῦρ, σὺ λοιπὸν τότε ποῦ μέλλει νὰ φανῇς; ἢ πῶς θέλει τολμήσεις νὰ πλησιάσῃς αὐτὸ ἐσὺ ὁποῦ οἰκοδόμησες εἰς τὸν ἑαυτόν σου βαρύ, καὶ δυσκολοβάστακτον φορτίον ἀπὸ χόρτον, καὶ καλάμην, καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλην ὕλην πονηράν; ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ. Τί θέλει κάμω τότε. Ἐπειδὴ τὰ μὲν πονηρὰ καὶ φρυγανώδη μου φορτία θέλει κατακαυθοῦν ἀπὸ τὸ ἄσβεστον ἐκεῖνο πῦρ ἐγὼ δὲ θέλει μείνω παντοτεινὰ νὰ καίωμαι αἰωνίως μέσα εἰς ἐκεῖνο τὸ αἰώνιον πῦρ διὰ τὰ κακά, καὶ πονηρὰ ἔργα μου.
        Ὅθεν ἀδελφέ μου ἀγαπητέ, ἐννοῶντας ταῦτα, πρόλαβε τὸν καιρόν, καὶ ἄφησε τὰς πονηρίας ὅλας, ὁποῦ ἔκαμες ἐκ νεότητός σου, καὶ ἐξύπνησε ἀπὸ τὸν ὕπνον τῆς ἀμελείας. Ἔλα εἰς τὸν ἑαυτὸν σου· διόρθωσε τὰ πολλά, καὶ ἀναρίθμητα σφάλματά σου· ἀποδίωξε τὰς πονηράς, καὶ ἐμπαθεῖς σου προσλήψεις· ἀπόρριψε ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου τὰς σαρκικὰς ἡδυπαθείας διὰ μέσου τῆς ἐκπληρώσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ τῆς πρὸς Θεὸν καθαρᾶς καὶ ἀληθινῆς σου πίστεως, διὰ νὰ στεφανωθῇς ἀξίως παρ' αὐτοῦ, καὶ νὰ ἀξιωθῇς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν χάριτι, καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὦ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.






Δριμύς έλεγχος Οικουμενιστῶν στην ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ της Εκκλησίας μας


Στὴ μνήμη Ἱεραρχῶν μηνὸς Ἰανουαρίου


                        Δριμὺς ἔλεγχος
γιὰ τὴν αἱρετικὴ Οἰκουμενιστικὴ Ἰδεολογία
    στὴν ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ τῆς Ἐκκλησίας μας

Οἱ διεξαγόμενοι Διάλογοι μὲ ἀντιπατερικὸ τρόπο, οἱ συνεχεῖς ἀποκαλύψεις –τελευταία– στὸ διαδίκτυο πλήθους εἰκόνων μὲ τὶς παράνομες συμπροσευχὲς μετὰ αἱρετικῶν τοῦ Πατριάρχη καὶ τῶν συνοδοιπόρων του, ἡ ἀνοχὴ καὶ σιωπὴ τῶν «κοινωνούντων αὐτοῖς» ἱερωμένων, ἀποτελοῦν ἀμαύρωση τῶν ἀγώνων τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ ἔμπρακτη κατάργηση τῶν σωτηριολογικῶν μηνυμάτων τῆς Ὑμνολογίας μας.
Ἔχει ἀρκούντως καταδειχθεῖ ὅτι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἀπαγορεύουν τοὺς Διαλόγους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους (μὲ τὸν ἀντιπατερικὸ τρόπο ποὺ γίνονται) καὶ ἀπαγορεύουν, ἐπίσης, αὐστηρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἐφεύρεση τῶν συμπροσευχῶν, ὡς μέσον προσεγγίσεως μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τοὺς Ι. Κανόνες καὶ ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἴδιο μήνυμα  μεταφέρει, παρουσιάζοντας μας τὸν ἀσυμβίβαστο ἀγῶνα τῶν Ἁγίων κατὰ τῶν αἱρετικῶν.
Καὶ διερωτᾶται κανείς: Ἄραγε, οἱ –διάδοχοι τῶν Πατέρων– σύγχρονοι Ἐπίσκοποι, ποὺ «ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτὸς» εὑρίσκονται στους ἱ. ναούς, δὲν παρακολουθοῦν τὰ ψαλλόμενα; Δὲν φτάνουν στὰ «ὦτα» τους οἱ προτροπὲς τῶν ὑμνογράφων γιὰ μίμηση τῶν Ἁγίων; Μὲ ὑψωμένη τὴ φωνὴ στὰ κηρύγματα τους (καὶ περισσὴ ἱεροπρέπεια) μᾶς διδάσκουν πὼς «τιμὴ μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος». Γιατί λοιπόν, ταυτόχρονα, οἱ ἴδιοι ἀδιαφοροῦν καὶ ἀρνοῦνται νὰ μοιάσουν στοὺς ἑορταζόμενους Ἁγίους; Δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι ἡ Ὑμνογραφία μας εἶναι γεμάτη ἀπὸ τοὺς ἐλέγχους τῶν Πατέρων κατὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀπὸ τὸν ἀνύστακτο καὶ ἀνυποχώρητο ἀγῶνα τους νὰ ἀποκαλύψουν τὴν αἵρεση, νὰ ἀποστομώσουν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ ἀπελάσουν ἀπὸ τὴν ποίμνη (ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς καὶ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία τους) τοὺς προβατόσχημους λύκους διὰ τῆς «σφενδόνης τοῦ Πνεύματος» σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του;
Ἀντ’ αὐτῶν, οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι συμπορεύονται, συνευλογοῦν καὶ συμπροσεύχονται μὲ τοὺς αἱρετίζοντες, μηδενίζοντας ἔτσι καὶ ἀκυρώνοντας τὸ μήνυμα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ καθιστώντας τὴν Ὑμνολογία νεκρὸ εἶδος καὶ μουσειακὸ ὑλικό, ποὺ προσφέρει ἴσως ἀφορμὲς γιὰ συγκινητικὰ κηρύγματα καὶ ἐξιδανίκευση ἀλλοτινῶν ἡρωϊκῶν ἐποχῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δὲν κινητοποιεῖ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ ἀποδεικνύεται ἡ ὑπουλότερη αἵρεση στὴν ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ, ὄντως παναίρεση, ὅπως τὴν χαρακτήρισε ὁ δογματολόγος ὡς καθηγητὴς καὶ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, λοιπόν, κατ’ ἐξοχὴν σὲ καιρὸ νεοφανοῦς αἱρέσεως, ἀπαιτοῦσαν τὸν ἔλεγχο τῶν «αἱρετικῶν ἀναπλασμάτων», ἀποκάλυψη τῆς αἱρετικῆς «πονηρίας καὶ δολιότητος», καὶ ὄχι τὴν ἀνοχή. Δίδασκαν ὁμοφώνως τὴν «παραίτηση» ἀπὸ τοὺς ἀμετανοήτους αἱρετικούς, σύμφωνα μὲ τὴν Παύλεια προτροπή: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ». Τέλος ἐνημέρωναν τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴν ἐπικινδυνότητα τῆς αἱρέσεως καὶ περιφρουροῦσαν τὴν πίστη.
Ὅμως, οἱ Ἐπίσκοποι μας σήμερα, ἐν ΚΑΙΡΩ τῆς ἀποθρασυνθείσης ΑΙΡΕΣΕΩΣ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ –ποὺ μέρα μὲ τὴ μέρα ἐξαπλώνεται ραγδαία– συλλαμβάνονται σιωπηλοὶ καὶ ριψάσπιδες κατὰ τοὺς χαρακτηρισμοὺς τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου: «Ἀλλὰ πολὺ τὸ διάφορον ὁρῶ τῶν τότε ποιμένων παρὰ τῶν νῦν... Ἐάν τις ἀθέων αἱρετικῶν παραφρονῆ λαλῶν διεστραμμένα, ὁ ἀντιλέγων οὐδείς, ὁ πολεμῶν οὐδαμοῦ· πάντες πτωχοὶ τότε γίνονται, πάντες σιωπητικοί, πάντες φυγάδες». Καμώνονται πὼς δὲν βλέπουν τοὺς συνεπισκόπους τους (Μητροπολίτες καὶ Πατριάρχες), ποὺ ὡς ψευδοποιμένες καὶ λύκοι λυμαίνονται τὴν Ποίμνην τοῦ Χριστοῦ, ἐμπεδώνοντες τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴν Ἐκκλησία Του καὶ στοὺς ἀνίδεους πιστούς. Καὶ ἀρκοῦνται νὰ μιλοῦν μόνο γιὰ κάποιες ὀλιγάριθμες αἱρετικὲς ὁμάδες, ἐνῶ τὶς συμπροσευχὲς Ἐπισκόπων μὲ τὴν παναίρεση τοῦ Παπισμοῦ, τὸν αἱρετίζοντα λόγο τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν δορυφόρων του, τὰ αἱρετικὰ κηρύγματα περὶ βαπτισματικῆς θεολογίας καὶ ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου καὶ τοῦ Μητροπολίτη Μεσσηνίας, ὅλα αὐτὰ τὰ ἀνέχονται. Σέβονται –λένε– τὸν Πατριάρχη, ἀλλὰ δὲν σέβονται τὸν Χριστὸ καὶ τὶς Ἐντολές Του. Ἐπικράτησε, λοιπόν, καὶ στὴν Ἐκκλησία ἡ ἰδεολογία τῆς ἀνεκτικότητας!
Στὴν συνέχεια, παραθέτουμε κάποιους στίχους ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία Ἁγίων Πατέρων μηνὸς Ἰανουαρίου, τιμῶντας μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν μνήμη τους. Αὐτοὶ ἀγωνίστηκαν μὲν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἀλλὰ ἀγαποῦσαν τοὺς αἱρετικοὺς (ὡς μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ) καὶ φρόντιζαν Ὀρθόδοξα γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὴ ΜΙΑ Ἐκκλησία. Ἂς κάνουμε μία σύγκριση τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ἂς βγάλουμε τὰ συμπεράσματά μας κι ἂς ἀναλάβουμε ὁ καθένας τὶς εὐθύνες του.

Ἁγίου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (1 Ἰανουαρίου): Ὁ Μ. Βασίλειος ἐπαινεῖται ἀπὸ τὸν ὑμνογράφο, διότι «προκινδυνεύων τῆς πίστεως, καὶ ἀθλητικὴν ἔνστασιν ἐπιδειξάμενος, θυμὸν Ἐπάρχου κατῄσχυνε, θρασυνομένου τῷ κράτει τῆς ἀσεβείας», καὶ «τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων στηλιτεύσας ἐν τοῖς δόγμασιν, Ἀρχιερέων ὑπάρχει δόξα καὶ ἑδραίωμα», καὶ διὰ τῆς ἀληθοῦς Πίστεως «τῶν θεοστυγῶν αἱρέσεων τάς βλασφημίας κατέτρωσε καὶ ταῖς ψυχαῖς τῶν πιστῶν εὐσεβείας τὸν γλυκασμὸν ἐθησαύρισεν». Σὲ ἄλλο ὕμνο ἐπαινεῖται, διότι «τὰς μὲν καρδίας» τῶν πιστῶν «ἐνθέως ηὔφρανε» καὶ «τῶν ἀπίστων τὰ δόγματα, ἀξίως κατεβύθισε»· καὶ ἀλλοῦ: «τῇ δυνάμει τῶν λόγων τῶν θεϊκῶν καθελὼν τὰς αἱρέσεις τὰς ζοφεράς, πάντα τὰ φρυάγματα τοῦ Ἀρείου ἐβύθισας».

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ (10 Ἰανουαρίου): Καὶ για τὸν ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης διαβάζουμε: «Πανσεβάσμιε Γρηγόριε, ὁ πέλεκυς ὁ κόπτων αἱρετικῶν τὰς ὁρμάς, ἡ δίστομος ρομφαῖα τοῦ Παρακλήτου, μάχαιρα τέμνουσα τὰς νόθους σποράς, πῦρ τὰς φρυγανώδεις αἱρέσεις καταφλέγον…». Σὺ «ὅθεν καὶ ἐν ὀρθοδόξοις δόγμασι τὰς ἀλλοφύλους αἱρέσεις ἐκπολεμήσας, τὸ κράτος τὸ τῆς Πίστεως ἐν τοῖς πέρασιν ἤγειρας».
Ἐπίσης στὰ τροπάρια τοῦ Ὄρθρου: «Σὺ ὡς πῦρ κατέφλεξας τὰς τῶν αἱρέσεων ἀκανθηφόρους πλοκὰς τῶν λόγων… Εὐνομίου ἤλεγξας τὸ ἀνόμοιον καὶ τούτου λόγους… ὡς ἀράχνης ὑφάσματα διέλυσας.  Ἤλεγξας τὸν ἀθεώτατον Μακεδόνιον, τὸ θεῖον Πνεῦμα, ἀδεῶς ὑβρίσαντα». Γιατὶ «οὐκ ἠνέσχου, βλασφημούντων ἀκούειν Ἀοίδιμε…, ἀλλ’ αὐτοὺς ἐπέστρεψας, Ποιμαντική σου βακτηρία, καὶ τὸ νοσοῦν ἐθεράπευσας, …τῇ τῶν δογμάτων σου σαγήνη… πρὸς τὸ φῶς ἐπανήγαγες».
Καὶ τέλος: «πᾶσί τε πραΰς, μαχητὴς ἐδείκνυσο Γρηγόριε, πρὸς τοὺς Χριστοῦ μειοῦν τὴν δόξαν σπουδάζοντας. …ὑπὸ σοῦ Σαβέλλιος ἐλήλεγκται, θεομάχων… Πάντας ἤλασας τοὺς κακοδόξους ὡς λύκους, ἀδιάφθορον διατηρήσας τὴν ποίμνην».

Ἁγίου ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ καὶ ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἀλεξανδρείας (18 Ἰανουαρίου):
Γιὰ τὸν ἀσυμβίβαστο στὴν ἀκεραιότητα τῆς Πίστεως καὶ ἀληθινὸ Ποιμένα ἅγ. Ἀθανάσιο ψέλνουμε: «ἀστραπαῖς τοῦ κηρύγματος τοὺς ἐν σκότει ἐφώτισας καὶ τὴν πλάνην ἅπασαν ἀπεδίωξας, προκινδυνεύων τῆς Πίστεως, ὡς ποιμὴν ἀληθινός…».
Γιὰ δὲ τὸν ἅγιο Κύριλλο, ὁ ὁποῖος δὲν ἐνηγκαλίσθη, οὔτε συμπροσευχήθηκε μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ κατέδειξε τὴν ἀνοησία τῆς αἱρέσεως, ὁ ὑμνογράφος γράφει: «τοῖς πυρίνοις σου δόγμασι, τῶν αἱρέσεων ἅπασα, φρυγανώδης φλέγεται ὕλη· τῶν νοημάτων τοῖς βάθεσι, βυθίζεται στράτευμα, ἀπειθούντων δυσσεβῶν…». Καὶ στὴ συνέχεια: «Τῆς Χριστοῦ ἀπεδίωξας, νοητοὺς λύκους Κύριλλε…, καὶ ταύτην κύκλῳ ἐτείχισας, λόγων ὀχυρώμασι».
Ὁ ἅγιοι, λοιπόν, Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος «οὖτοι ὡς ἀξιόθεοι παλαισταὶ καὶ πρόμαχοι τῆς ἀληθείας πιστότατοι, ἐχθροῖς τοῖς ἀοράτοις καὶ ὁρατοῖς, εὐσεβοφρόνως ἀντέστησαν».
Καὶ ἄλλα τροπάρια τοῦ Ὄρθρου ὀνομάζουν τοὺς Ἁγίους «προμάχους τῆς πίστεως…, στρατὸν ἔκφρονα, Αἱρετικῶν ἀπειθούντων ἀξίως βυθίσαντας, τὰς θεομάχους γλωσσαλγίας διελέγχοντας, τῶν δυσσεβῶν αἱρέσεων, …κακοδοξίας ἀκάνθας ἐκτέμοντας» καὶ ὡς «τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, αἱρετικῶν τὰς ψυχοβλαβεῖς, πάσας γλωσσαλγίας σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις…, τὴν ποικίλην πλάνην, ἐξορίζοντες σοφαῖς ἀποδείξεσιν».
Μάλιστα ὁ ὑμνογράφος ἐκφράζει τὸν θαυμασμὸ του γιὰ τὴν προνοητικότητα τοῦ Μ. Ἀθανασίου νὰ πολεμήσει τὴν αἵρεση πρὶν κἀν φυτρώσει· ἅμα τῇ ἐμφανίσει τὰς «μελλούσας φυήσεσθαι αἱρέσεις θεώμενος, προανατραπείσας ὑπὸ σοῦ προφητικώτατα»! Σὲ ἀντίθεση μὲ σημερινοὺς ποιμένες, πολλοὶ τῶν ὁποίων μάλιστα, ἐνῶ ὀνομάζουν τὸν Οἰκουμενισμὸ αἵρεση, ταυτόχρονα τὸν ἀφήνουν νὰ ἐπεκτείνει τὰ πλοκάμια του καὶ ἐπιτρέπουν στοὺς Πατριάρχες Βαρθολομαῖο, Εἰρηναῖο, Θεόδωρο... ἄνεση καὶ ἐλευθερία κινήσεων γιὰ νὰ τὸν διακινεῖ.
Διὸ Ἅγιε, «ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας ἱκέτευε, διὰ Σταυροῦ νίκας δωρηθῆναι …τῇ ὀρθοδόξῳ Πίστει καθ’ αἱρέσεων δυσμενῶν».

Ἁγίου ΜΑΞΙΜΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ (21 Ἰανουαρίου): Καὶ ὁ ὅσιος Μαξιμος, ἦτο «πῦρ καιόμενον κατὰ τῶν αἱρέσεων, …ὡς καλάμην γὰρ ταύτας κατηνάλωσε ζήλῳ τοῦ Πνεύματος». Τὸ δὲ «μονοθέλητον δόγμα τοῖς λόγοις του διήλεγκται…, ἀποφράττων μιαρῶν τὰ ἀπύλωτα στόματα» ποὺ δίδασκαν «ἐπηρεία διαβόλου» τὴν αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ. Ἀλλοῦ ὁ ὑμνογράφος γράφει: σὺ μάκαρ «ἀπέπνιξας ταῖς νευραῖς τῶν δογμάτων σου Πύρρον τὸν κακόφρονα, διωγμοὺς ὑπομείνας ὑπὲρ τῆς Πίστεως, ἀπεδίωξας ἅπασαν αἱρεσιν· ἐκτμηθεὶς δὲ σὺν χειρὶ τὴν γλῶτταν Μάξιμε». «Ξηραίνεται αἱρέσεων πηγή, βορβορώδης ἅπασα… φραττομένη τῇ ἰσχῦϊ τῆς γλώττης σου». «Χαῖρε, ὅτι καθείλες τῶν αἱρέσεων θράσος». Δύο «φύσεις θελήσεις καὶ ἐνεργείας, Μάξιμε θεοφάντορ, ὁμολογῶν, θεομάχον αἵρεσιν καταστρέφεις». Τέλος στὸ Ἀπολυτίκιο ὁ ἅγ. Μάξιμος χαρακτηρίζεται «Ὀρθοδοξίας ὁδηγός».
Ποῖος, ὅμως, Ἐπίσκοπος, ἱερεύς, μοναχὸς ἢ λαϊκὸς τὸν μιμεῖται σήμερα καὶ ἐναντιώνεται σὲ αἱρετικὰ φρονοῦντες καὶ διδάσκοντες Πατριάρχες καὶ Μητροπολίτες, διακινδυνεύων νὰ ὑποστεῖ ὄχι σωματικὰ μαρτύρια, ἀλλὰ ἁπλὰ τὸ ἐλάχιστο μαρτύριο τῆς ἀπομονώσῃς ἢ τῆς ἐπιτιμήσεώς τους;

Ἁγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Θεολόγου (25 Ἰανουαρίου): Ἐπὶ πλέον, ποῖος μιμεῖται σήμερα τὸν κατ’ ἐξοχὴν Θεολόγο Γρηγόριο; Καὶ αὐτοῦ ἐκθειάζεται στὴν Ὑμνολογία, ὄχι ἡ εἰρηνιστική, συμβιβαστικὴ καὶ ἀγαπολόγος τακτική, ἀλλὰ ἡ ἔνθεος ἀρετὴ τῆς καταδιώξεως τῶν αἱρετικῶν! «Τῇ σφενδόνῃ τῶν λόγων σου τῶν ἐνθέων θεόπνευστε, κραταιῶς ἐσφενδόνησας καθάπερ λύκον τὸν Ἄρειον, καὶ πόρρω ἐδίωξας ἐκ τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ». «Ἐπαινέσωμεν τὸν Θεολόγον τοῦ Χριστοῦ τῆς ποίμνης τὸν φύλακα, ἀγρευτὴν τῶν λύκων δὲ πάνσοφον, ζιζανίων νόθων ἐλατήρα· σπορέα ὀρθῶν δογμάτων τὸν πανθαύμαστον, διώκτην αἱρετιζόντων ἰσχυρότατον…». «Στηλιτεύων τὴν πλάνην τῶν δυσσεβῶν, τὰς Γραφὰς διανοίγων θεοπρεπῶς…, νύκτα τὴν ζοφερὰν δυσσεβῶν αἱρέσεων, αἴγλη τῶν σοφῶν σου διδαγμάτων ἐδίωξας καὶ ψυχάς, Πάτερ, τῶν πιστῶν κατεφαίδρυνας».
Δὲν ἀνέχθηκε ὁ Θεολόγος Γρηγόριος τὴν προσβολὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ τελευταῖος τῶν θεσμικὰ διαδόχων του στὸ θρόνο τῆς Κων/πόλεως σημερινὸς Πατριάρχης ἀνέχεται (νὰ ζημιώνεται δηλ. ἡ Ὀρθοδοξία, ἀποκαλουμένη ἀπὸ τὸν Πάπα συγκαταβατικὰ «Ἐκκλησία μὲ …ἐλλείψεις» καὶ αὐτὸς νὰ συνεχίζει τὶς ἀγαπολογίες μαζί του), ἀλλὰ θεῖο ζῆλο, τὰ «ζιζάνια, πυρὶ τοῦ Πνεύματος, τὰ τῶν αἱρέσεων ἔφλεξας» καὶ «αἱρέσεων ἔφραξας, ροῦν τὸν ψυχόλεθρον, τὸν βλασφημίας ἀνάμεστον».

Ἁγίου ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ καὶ Τριῶν ΙΕΡΑΡΧΩΝ (30 Ἰανουαρίου): «Μύθους ἑλληνικοὺς διήλεγξας (ἅγιε Ἰππόλυτε) καὶ παράνομον πλάνην Ἑβραίων θεία χάριτι».
Ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς Ἱεράρχες «τοὺς θεοκαπήλους αἱρεσιάρχας τῶν περιβόλων τῆς θείας τοῦ Χριστοῦ Ποίμνης μακρὰν ἀπήλασαν διὰ τῶν λόγων». Διὰ τοῦτο «Χαίροις Ἱεραρχῶν ἡ Τριάς…, ὁ τῶν πιστῶν ἑδρασμός, τῶν αἱρετιζόντων ἡ κατάπτωσις… Πατέρες θεόσοφοι, τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις τῶν βλασφήμων συγχύσεις».
Τέλος καὶ πάλιν ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας «φλογίζων τοὺς ἐχθροὺς τῆς Πίστεως, τὰς δὲ φυλὰς σῴζων ἀσφαλῶς τὰς ἐφεπομένας, ὁ Μέγας ὤφθης Βασίλειος, θαρσείτω καὶ νικάτω ἡ Χριστοῦ Ἐκκλησία τηλικοῦτον πλουτήσασα πρόμαχον».
Βέβαια, σήμερα, οἱ καιροὶ καὶ τὰ ἤθη ἄλλαξαν. Θὰ περιμέναμε, ὅμως, καὶ θὰ θέλαμε τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ποιμένες μας –πρώτους αὐτούς– οὐσιαστικοὺς μιμητὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὄχι στὶς πανηγύρεις, στὰ κηρύγματα καὶ στὰ «λόγια» συγγράμματα ἐνίων, ἀλλὰ στὰ πράγματα, ὅπως οἱ Ἅγιοι: «ἔργοις λάμψαντες Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες κακοδοξίαν».
Αὐτοί, ὅμως, ἀντὶ να καταγγέλλουν τὴν ἐπὶ δεκαετίες θριαμβεύουσα αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νὰ κατονομάζουν τοὺς ὀπαδοὺς της καὶ νὰ ἀποστρέφονται τοὺς Οἰκουμενιστές, αὐτοὶ ἀντίθετα, τὸν σημερινὸ πρωτεργάτη τῆς αἱρέσεως Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τὸν προσκαλοῦν στὶς Μητροπόλεις τους καὶ τὰ μοναστήρια τους καὶ παρίστανται στὴν πολυδάπανη φιέστα τῆς ὑποδοχῆς του (ἐπιβράβευση, ἄραγε, τῶν αἱρετικῶν φληναφημάτων καὶ ἐνεργειῶν του;), χωρὶς νὰ καυτηριάζουν τὶς αἱρετικές του πράξεις, οὐσιαστικὰ παροτρύνοντας τὸ ποίμνιό τους νὰ τὸν ἀποδέχεται ἀνεπιφύλακτα.
Ἔστωσαν οἱ παραπάνω τιμητικοὶ στίχοι τῶν ὑμνογράφων τῆς Ἐκκλησίας μας πρὸς ἔλεγχο τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν συμπορευομένων αὐτοῖς Ἐπισκόπων.

                                «Φιλορθόδοξος Ἕνωσις “Κοσµᾶς Φλαµιᾶτος”»


ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ: ΙΩΣΗΦ ΠΡΩΗΝ ΤΥΡΝΟΒΟΥ



Τὸ ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον τῶν Πατέρων
γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ὀρθῆς Πίστεως

    Ὁ μήνας Ἰανουάριος, εἶναι ὁ μήνας τῶν μεγάλων Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι –ἐκτὸς τῶν ἄλλων– ἀγωνίστηκαν μὲ ἀσυμβίβαστο τρόπο κατὰ τῶν αἱρετικῶν ποὺ λυμαίνονταν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί, διὰ τῆς ἀληθοῦς Πίστεως (ὅπως διαβάζουμε στὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας) «τῶν θεοστυγῶν αἱρέσεων τὰς βλασφημίας κατέτρωσαν καὶ ταῖς ψυχαῖς τῶν πιστῶν εὐσεβείας τὸν γλυκασμὸν ἐθησαύρισαν», γιατὶ «οὐκ ἠνέσχοντο, βλασφημούντων ἀκούειν»· καὶ μὲ τοὺς ἀγῶνες τους «ποιμαντικῇ βακτηρίᾳ τὸ νοσοῦν ἐθεράπευσαν, τῇ τῶν δογμάτων σαγήνῃ… πρὸς τὸ φῶς ἐπανήγαγον».
    Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ὑμνολογίας μηνὸς Ἰανουαρίου διαβάζουμε: «ἀστραπαῖς τοῦ κηρύγματος τοὺς ἐν σκότει ἐφωτίσατε καὶ τὴν πλάνην ἅπασαν ἀπεδιώξατε, προκινδυνεύοντες τῆς Πίστεως, ὡς ποιμένες ἀληθινοί». Ἐσεῖς «Πατέρες θεόσοφοι, ἐτήξατε τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, ἐσβέσατε τὰς φλογώδεις τῶν βλασφήμων συγχύσεις».
    Καὶ τὸ εὔλογο ἐρώτημα ποὺ προκύπτει, εἶναι: Ἄραγε, ἡ σημερινὴ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἀμελητέα; Κάνει μικρότερο κακὸ ἀπ’ ὅσο οἱ ἄλλες αἱρέσεις; Ἢ μήπως κάνει ἀφαντάστως μεγαλύτερο, καθότι ἀπεκλήθη καὶ εἶναι «παναίρεσις»; Μήπως ὁ χαρακτηρισμός της αὐτὸς εἶναι ὑπερβολικός, ὁπότε πρέπει νὰ τὸν διορθώσουμε; Κι ἂν ὁ χαρακτηρισμὸς ἰσχύει, γιατί αὐτὴ ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὴν καταπολέμησή της ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντας;
    Δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ παρακαλέσουμε τὸν Κύριο τῆς Ποίμνης:
    «Ταῖς ἱκεσίαις τῶν θείων Ἱεραρχῶν σου Χριστέ, ἐπίσκεψαι ἐξ ὕψους ἐκλογάδα σου ποίμνην, ἐν μέσῳ νεμομένην λύκων δεινῶν, ὧν τὰ θράση κατάβαλε∙ οὐ γὰρ ἐπαύσατο ἔτι καὶ νῦν ἰδού, τῶν αἱρέσεων τὰ σκάνδαλα».
    Στὴ συνέχεια παραθέτουμε τὸν Κανόνα «εἰς τὰς αἱρέσεις» τοῦ Ἰωσήφ πρ. Τυρνόβου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται σὲ ὅλες τὶς μεγάλες αἱρέσεις, ἰδίως δὲ στὸν Παπισμό, τὴν αἵρεση ποὺ θέλει νὰ συμπνίξει στὰ πλοκάμια του τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ νὰ τὴν ἀπορροφήσει, χρησιμοποιώντας ὡς ὄχημα τὸν ἐπάρατο οὐνιτικὸ Οἰκουμενισμό, στὸν ὁποῖο συνοδηγοὺς πρὸς τὴν ἀπώλεια ἔχει «ὀρθόδοξους» Ἀρχιερεῖς!

ΦΙΛΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΩΣΙΣ «ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ»

(Τὸ πρωτότυπο κείμενο ποὺ στοιχειοθετήσαμε καὶ δημοσιεύουμε, μᾶς τὸ ἔστειλε ὁ Νεκτάριος)




ΙΩΣΗΦ ΠΡΩΗΝ ΤΥΡΝΟΒΟΥ

ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ

(Ἐκ τοῦ Λαυριωτικοῦ κώδικος λ 197)

Οὗ ἡ ἀκροστοιχίς: Ὕστατος ἦχος, ὕστατον πλέκει μέλος



Ὠιδὴ α΄. Ἦχος πλ. δ΄.  Ἁρματηλάτην Φαραώ

Ἄρειος

Ὑπεραγία ἡ Θεὸν κυήσασα, τὸν συμφυᾶ τῷ Πατρί, μονογενῆ λόγον, σύγχρονον ὁμότιμον, κἂν ὁ παράφρων Ἄρειος, κτίσμα τοῦτον ἐφρόνει, πατρὸς οὐσίας ἀλλότριον, τοῦτον ἐκδυσώπει, σωθῆναί με!

Σαβέλλιος

Σὺ ὑπεδέξω ἐν γαστρὶ παντάνασσα, τρισυποστάτου μιᾷς, ὡς ἀληθῶς ἕνα, τὸν υἱὸν θεότητος, κἂν Σαβέλλιος σύγχισιν, ἀσεβῶς, ἐννοήσας, εἰς ἓν συνείρει τριώνυμον, πρόσωπον τήν θείαν Τριάδα κακῶς.

Μακεδόνιος

Τὸ ἐπὶ σοὶ ἐπισκιάσαν ἄχραντε, ἄκτιστον πνεῦμα Θεοῦ, ὁμοφυές, Λόγῳ καὶ Πᾳτρὶ δοξάζομεν, αὐτοῦ ἐκπορευόμενον, Μακεδόνιον πάντες, ληρεῖν ἀφέντες τὸν λέγοντα, ποίημα καὶ κτίσμα εἶναι αὐτό.

Ἀπολλινάριος

Ἀπ’ οὐρανοῦ συγκαταβὰς ὁ Κύριος ἐν τῇ νηδύϊ ἁγνή, καὶ προσλαβὼν σάρκα ἔννουν τε καὶ ἔμψυχον ἡμῶν τὴν φύσιν ἔσωσεν, οἰμωξάτω δὲ λέγων, ὁ ἄνους Ἀπολλινάριος, ἄνουν τὴν ψυχὴν τοῦ προσλήματος.

Ὠδή γ΄. Οὐρανίας ἁψῖδος.

Νεστόριος

 Τῷ μὴ σὲ Θεοτόκον, ὡς ἀληθῶς λέγοντι, μετὰ Νεστορίου ἀχθήτω ᾅδῃ παντάνασσα, ὅστις ψιλὸν τὸν Χριστόν, εἶναι βροτῶν δογματίζων, Χριστοτόκον ἔλέγε τὴν Θεοτόκον σε.

Μαρκίων

Ὁ ἐκ τῶν σῶν αἱμάτων, σάρκα λαβὼν Δέσποινα, ἀληθὴς Θεὸς οὐ δοκήσει Μαρκίων, ὡς φησίν, ἀσεβεστάτω νοΐ, ὃς καὶ ἀρχὰς ἦγε δύο, τῆς αὐτοῦ αἱρέσεως σῶσόν με πάναγνε.

Εὐνόμιος

Σαῖς λιταῖς, ὦ Παρθένε, ῥῦσαι τὸ σὸν ποίμνιον ἐκ τῶν αἰωνίων βασάνων, ἃς ἀσεβέστατα, ὡς ἐμπαθέστατος πρὸς ἀπειλὴν ἐληρώδει, συγγεγράφθαι πλάσματι μόνῳ Εὐνόμιος.

ᾨδὴ δ΄. Σύ μου ἰσχύς.

Εὐτυχὴς

Ἡ Εὐτυχοῦς, αἵρεσις τοῦ ματαιόφρονος, μίαν φύσιν ἔλεγεν ἐπὶ Χριστοῦ, καὶ γάρ φυρμὸν ἅμα καὶ τροπὴν γενέσθαι Παρθενε, ἐν ἑκατέραις ταῖς φύσεσι, καὶ μίαν τὴν οὐσίαν, ἐδόξαζον ἀφρόνως, σοῦ Σεβήρῳ οὓς νῦν διαπτύομεν.

Μάνης

Χεὶρ ἡ τοῦ σοῦ, ἄχραντε τέκνου μὲ ἔπλασεν, ὃς καὶ κοσμον ὅλον, συνεστήσατο, εἰ καὶ μανεὶς Μάνης τὰς διττάς, ἀρχὰς ἐπισῆγε, Θεούς τε δύο ἐδίδασκεν, ἀγαθὸν μὲν τὸν ἕνα, πονηρὸν δὲ τὸν ἄλλον, καὶ τὴν κτίσιν συνεμέριζεν.

Τοῦ αὐτοῦ

Οὗτος ἁγνή, ὁ ἄθλιος ὃς καὶ τὴν σάρκωσιν, τοῦ Υἱοῦ σου εἴρηκεν ἐν σχήματι οὐκ ἀληθῆ ταύτην οἰηθείς, καὶ παθεῖν δοκήσει αὐτοῦ ἀθέως ἐδίδασκε, μίαν φύσιν εἰσάγων τῆς θεότητος μόνης· τῆς μανίας οὖν τούτου ῥυσθείημεν.

Ἀπολλινάριος

Σῶμα Χριστοῦ ἄψυχον Ἀπολλινάριος, εἶπεν ὡς ἀρκούσης τοῦτῳ θεότητος, ἀντὶ ψυχῆς σπεύδων δολερῶς, ὅσα ἀνθρωπίνως ὁ Λόγος ἔλεγε ῥήματα, θεότητι προσάπτειν, ἵνα δείξῃ ἐλάττω τὸν Υἱὸν τοῦ Πατρός, ὦ παντάνασσα.

ᾨδὴ ε´. Ἵνα τί με ἀπώσω.

Ὠριγένης

Ὑποδίκῳ κολάσει, ὄντι αἰωνία μοι Κόρη βοήθησον, τὴν γὰρ Ὠριγένους οὐ προσδέχομαι δόξαν διδάσκοντος, χρονικὰ τυγχάνειν εἰς καθαρμὸν ἁμαρτημάτων, τὰ ἐκεῖσε φρικτὰ κολαστήρια.

Κατὰ Διδύμου καὶ Εὐαγρίου

Σὺν Διδύμῳ διδάσκει, πάλιν ὁ Εὐάγριος ψυχῶν προΰπαρξιν, ἐκ τοῦ Ὠριγένους τὴν ἀλλόκοτον δόξαν δεξάμενος, ἀλλ᾿ ἡμῖν τὸ δόγμα τὸ εὐσεβὲς συντηρηθείη, σαῖς πρεσβείαις παντάνασσα ἄτρωτον.

Τῶν αὐτῶν ἐστι δόγμα, αὖθις καὶ τοὺς δαίμονας ἀποκατάστασιν, μέλλειν εἰληφέναι, καὶ ἀνθρώπων τοὺς ἄθεσμα πράξαντας, καὶ μετὰ ἀγγέλων, ἀναπληρῶσαι τὴν ἐννάδα, ἣν μυθευονται γνώμῃ κακόφρονι.

Ὠιδή στ΄.  Ἰλασθητι μοι σωτὴρ

Μαρκίων πάλιν

Ἀνάστασιν ἀσεβῶς, νεκρῶν Μαρκίων οὐκ ἔλεγε, καὶ βάπτισμα δὲ τρισσόν, ἐδίδου τοῖς πταίουσι, ἀλλ᾿ ἡμεῖς ἓν βάπτισμα, καὶ ἀνάστασίν τε θεομῆτορ δεδιδάγμεθα.

Ναυᾶτος

Τὰς τρίβους μοι, ὦ σεμνή, κατεύθυνον πρὸς μετάνοιαν, ἣ ὁ Ναυᾶτος ἡμῖν, ἠρνεῖτο τοῖς πταίουσιν, ὡς μετὰ τὸ βάπτισμα ἀνάξιον τούτην οἰηθεὶς φιλανθρωπία Θεοῦ.

Ἐγκρατευταὶ

Οἷς κλῆσις ἐγκρατευταί, τὸν γάμον ἀπαγορεύουσι, καὶ τῶν ἐμψύχων αὐτοὶ τὴν βρῶσιν βδελύττονται, ἡμᾶς δὲ τοῖς δόγμασι, τοῦ Υἱοῦ σου πάντας στερεώσαις Μητροπάρθενε.

ᾨδὴ ζ΄.  Θεοῦ συγκατάβασιν

Μασσαλιανός

Νοὸς κυριεύειν δή, τοῦ τῶν ἀνθρώπων τὸν σατανᾶν ἀσεβῶς, καὶ ἐν τούτοις οἰκεῖν ἐνυποστάτως μασσαλιανοί, φασί, τῆς πονηρίας τὰ πνεύματα Δέσποινα, σαῖς δὲ λιταῖς Κόρη, ὁ Θεὸς ἐνοικισάτω ἡμῖν.
..........................................................................

Πνευμάτων ἐνέργειαν, τῆς πονηρίας τοῦ σατανᾶ τε ὁμοῦ, συνοικεῖν τῷ ἀνθρώπῳ, διδάσκειν τούτους, καὶ Πνεῦμα τὸ ἀγαθόν, ἐξ ἀφροσύνης μιγνύοντας ἄμικτα, τῆς βλασφημίας 
αὐτῶν ῥῦσαι ἡμᾶς ἀγαθή.

Οἱ αὐτοὶ

Λαλοῦσιν οἱ ἄθεοι, τὰ χείρω φύσει παρομαρτεῖν τοῖς βροτοῖς, καὶ πρὸς τούτῳ δύο ψυχὰς κεκτῆσθαι τὴν μὲν ἀνθρώποις κοινήν, τὴν δ’ αὖ οὐράνιον ἄχραντε, σὺ δὲ ψυχῇ τῇ ἐμῇ δίδου αἱρεῖσθαι καλά.

Οἱ αὐτοὶ

Ἐκτρέπονται Δέσποινα, τὴν ἐργασίαν τὴν τῶν χειρῶν, ὡς πιστοῖς μὴ ἁρμόζουσαν, Παύλου νομοθετοῦντος, μὴ ἐσθίειν, ἀργῶς, καὶ δυνατὸν νῦν τοῦ Πνεύματος δέξασθαι, ὡς ἐν αἰσθήσει φασὶ τὴν ὑπόστασιν.

ᾨδὴ η´. Ἑπταπλασίως κάμινον

Ἀέτιος

Κακῶς φρονῶν Ἀέτιος, μὴ δεῖν φέρειν ἐπέφηνεν, ὑπὲρ τεθνεώτων ὡς μηδέ τι ὄφελος, ἐκ τούτου καρποῦσθαι γάρ, μηδέ πιστεύειν ἔφασκε δεῖν, ἔν τε τῇ τετράδι καὶ  τῇ ἕκτῃ ἀφρόνως, Ἀρείῳ περὶ πίστιν καὶ αὐτὸς ἦν ὁμόφρων, παντάνασσα τῆς τούτου ῥύσαί με ἀσεβείας.

Παῦλος

Ἐξ ἀσεβῶν δογμάτων ἦν, τῶν τοῦ Παύλου Θεόνυμφε, τοῦ Σαμωσατέως, ἐξελοῦ τὴν ποίμνην σου, Υἱὸν τὂν προάναρχον, προφορικὸν γὰρ λόγον εἰπών, καὶ δημιουργὸν τὸν Θεὸν κακῶς πνεῦμα, κεχρῆσθαι ὡς ὁργάνῳ, ἐδογμάτιζε τοῦτο, ἐκ σῆς τε εἰληφέναι τοῦτον ἀρχὴν νηδύος.

Πυρρὸς

Ἱερωτάτων δόγμασι διδασκάλων ἑπομενοι, δύο τὰς θελήσεις, καὶ διπλῆν ἐνέργειαν, Χριστοῦ ἐπιστάμεθα, σὺν τῷ Σεργίῳ Πύρρῳ ληρεῖν, καὶ τοὺς ὁμοδόξους Θεοτόκε ἐῶντες, τοὺς λέγοντας τὴν σάρκα τοῦ Κυρίου ἀφρόνως ἀθέλητον ὑπάρχειν, ἐνέργειαν μή ἔχειν.

Ἀπελλῆς

Μίαν ἀρχὴν κηρύσσει μέν, Ἀπελλῆς, ὦ παντάνασσα, ἕνα τε Θεὸν ὁμολογεῖ ἀνώτατον, τὸν ἕνα δὲ ἕτερον πεποιηκέναι αὖθις φησίν, ὃν ὡς πονηρῶν δημιουργῶν γεγενῆσθαι, τοῦ κόσμου δογματίζει, πονηρὸς ὢν ἐκεῖνος, ἀχάριστόν τε κτίσμα πυρὸς ἄξιον μόνος.

ᾨδὴ θ´. Ἐξέστη ἐπὶ τοῦτο.

Εἰκονομάχοι

Εἰκόνων τὴν προσκύνησιν τῶν σεπτῶν, ἀπεκώλυσε Λέων ὁ Ἴσαυρος, οὗτος ἀρχὴ τῶν εἰκονομάχων γὰρ γεγονώς, σὸν χαρακτῆρα πάντιμον καὶ τὸν τοῦ Υἱοῦ σου τὸν τῆς σαρκός, κατέσπα Θεοτόκε, καὶ πάντων τῶν ἁγίων, ἐξ ἀσεβείας ἧς ῥυσθείημεν.

Βογομίλοι

Λαὸν ὃν ἐλυτρώσατο σὸς Υἱός, βδελυρᾶς ῥῦσαι κόρη αἱρέσεως, νεοφανους τῆς τῶν βογομίλων, οἵπερ φασί, τὸ τοῦ ἀνθρώπου σῶμα μέν, μόνον πλάσμα εἶναι τοῦ πονηροῦ, ψυχὴ δὲ αὖ τυγχάνειν, Θεοῦ ἐπουρανίου, κοινῶς δ’ ἀμφοὶν Θεὸν οὐ λέγουσιν.

Οἱ αὐτοί

Οὐκ εἶναι δογματίζουσι τὸν Υἱόν, οὐδὲ Πνεῦμα ἀρχῆθεν τὸ ἅγιον, ὕστερον δέ, γέννημα Πατρὸς γενέσθαι Υἱόν, Υἱοῦ δὲ αὖθις γέννημα, Πνεῦμα τὸ πανάγιον σφαλερῶς, ἡμεῖς τὰ τρία, συνάναρχα νοοῦμεν, καὶ προοκυνοῦμεν Θεονύμφευτε.

Λατῖνοι

Ἐκ πάσης, ὦ παρθένε ποίμνην τὴν σήν, καὶ δεινῆς ἀπιστήσας αἱρέσεως, τῶν Ἰταλῶν δύο μὲν ἀρχὰς ἐπὶ τῆς μίας, δογματιζόντων φύσεως, πνεύματος διττῶς δὲ τοῦ παντουργοῦ, λεγόντων ἐκπορεύσεις, ξένως καὶ ἀσυνήθως, ὧν περ τῆς πλανης ἡμᾶς λύτρωσαι.


ΠΕΡΙ
τῶν ἀρχῆθεν αἰτιῶν καὶ περὶ τῶν ζ´ διαφορῶν τοῦ σχίσματος τῶν Λατίνων πρὸς τοὺς Γραικοὺς ὃν συντόμῳ ἐν σχήματι κανόνος καὶ καθισμάτων.

Κάθισμα α΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ σταυρῷ

Κατὰ ἀναίδειαν πολλὴν οἱ Λατῖνοι, τοῦ οὐρανοῦ τε καὶ τῆς γῆς καὶ τοῦ ᾅδου, τὴν ἐξουσίαν νέμουσι τῷ Πάπα κακῶς, πᾶσι κατασείοντες, ὡς βροντὰς κεραυνοὺς τὰς κλείς, Πέτρου ἃς οὐκ ἔλαβε, μόνος ἔχειν ὁ Πάπας, ὡς γεζουΐται λεγουσιν αὐτῷ, μόνῳ δοθῆναι, κἂν τοῦτο σφαλλόμενοι.

Κάθισμα β´.  Ἐπεφάνης σήμερον

Βροντῆς δίκην σείουσι, τὰς κλεῖς τοῦ Πάπα Λατῖνοι, ἀπειλοῦντες ἅπασιν, ὡς κεραυνὸν τὸν τοῦ Διός, ἐπιπεμφθήναι τοῖς Ἕλλησιν, ἂν μὴ τὸ γόνυ ἐκείνῳ συγκάμψωσιν.

Κάθισμα γ´. Ἦχος πλ. δ´. Τὴν οὐράνιον Πύλην.

Οἱ Λατῖνοι τὰς μέμψας διαφυγεῖν, μελετήσαντες ὄντως διακενής· ὅτι κατεμέμφοντο τούτοις πάντες ὡς Ἕλλησιν, οἱ εὐσεβεῖς ἀείποτε τοῦ μὴ λέγειν ὡς ἄτοπον, ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα λαμβάνειν τὴν ὑπαρξιν, ὥσπερ προβολέως, καὶ ἀρχῆς αἰτίου Πατρὸς μόνον πέλοντος· διὰ τοῦτο προσέθεντο τῷ συμβόλῳ τῆς πίστεως, πρόσθσιν τό, καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, μέγιστον τὸ σχίσμα ἐργασάμενοι, καὶ κακῷ τὸ κακὸν ἐξεώμενοι.

Κάθισμα δ΄ ὅμοιον

Τὴν προσθήκην δὲ ταύτην οἱ Ἰταλοί, μὴ προσθήκην ὑπάρχειν ὅλως φασίν, ἀλλ᾿ εἶναι ἀνάπτυξιν τοῦ συμβόλου διδάσκουσιν, ἀλλὰ καὶ οὕτω φάσκοντας σαφῶς ἐπλανήθησαν· τῆς γὰρ τρίτης Συνόδου ὁ ὅρος ἐκώλυσε· μὴ προσάγειν ἔτι συλλαβήν, οὔτε λέξιν, τῷ ὅρῳ, τῆς πίστεως, ὡς τελείου ὑπάρχοντος, πανταχοῦ οὖν οἱ ἅγιοι, ἑπόμενοι τῷ θείῳ θεσμω, τοὺς τολμῶντας πρόσθεσιν ἢ μείωσιν, τῷ συμβόλῳ ἐπάγειν κατέκριναν.

Κάθισμά ε΄ ὅμοιον

Τοῦ ὀρθοῦ ὅμως λόγου οἱ ὀπαδοί, μὴ ἀνάπτυξιν ταύτην φασί, καὶ γὰρ τὴν ἀνάπτυξιν ἐγκειμένου νοήματος, συνεπτυγμένου μόνου τελεῖσθαι καθίστηκε, νόημα δὲ τοῖον οὐκ ἔστιν ἐγκείμενον· ἢ συνεπτυγμένον, οὐδαμῶς ἐνυπάρχειν τῷ ὅρῳ τῆς πίστεις· διὸ δῆλον ὡς ἔξωθεν προσετέθη τὸ τόλμημα· ἔστι δὲ προοθηκην προφανὴς τῆς προσθήκης ἔξωθεν ἀείποτε, ἐπακτὴς ἀξιούσης καὶ εἶναι καὶ λέγεσθαι.


Ο ΚΑΝΩΝ

ᾨδὴ α· Ἦχος πλ. δ´. Ὑγρὰν διοδεύσας

Τὸ σχίσμα Λατίνων ἔσχεν ἀρχήν, ἐκ φιλοτιμίας τῆς συνήθους πάλαι αὐτοῖς, καὶ δεινῆς ὀφρῦος ὡς προέφη, ὁ θεοφάντωρ καὶ μέγας Βασίλειος.

Τὸ σκῆπτρον Ῥωμαίων μετατεθέν, πάλαι ἀπὸ Ῥώμης, πρὸς Βυζάντιον νουνεχῶς, ὑπὸ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, τοὺς Ἰταλοὺς οὐ μετρίως ἐτάραξεν.

Ὅτε τῷ τῆς Ῥώμης ἀρχιερεῖ, τοῖς ἴσοις πρεσβείοις, συντιμᾶσθαι τὸν Βύζαντος, καὶ τὴν Κωνσταντίνου νέαν Ῥώμην, ἀποκαλεῖσθαι δικαίως ἠξίωσαν.

Τότε τοῖς Λατίνοις μέγα δεινὸν καὶ ὑπεροψία, ὑπερόπταις, οὖσι σαφῶς, ἔδοξε, καὶ φθόνῳ κινηθέντες, πρὸς ἀλλοτρίους ὁδοὺς ἐξετράπησαν.

Ὠιδὴ γ΄.  Οὐρανίας ἀψίδος

Τὸν ἐν Ῥώμῃ προστάτην ὑπερυψοῦν ἔγνωσαν, καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης ὡς αὐτοκράτορα, θῆναι ἐτόλμησαν τυραννικῶς καὶ βιαίως, τῶν Χριστοῦ προρρήσεων καταφρονήσαντες.

Ἐκκλησίας ἁπάσης, οἱ Ἰταλοὶ ἔστησαν, μίαν κεφαλὴν τερατώδη τὸν σφῶν ἐπίσκοπον, ὡς ἀπὸ τρίποδος, καὶ μανικῆς ἐκ μαινάδος, τὰ λοξὰ προστάγματα τούτου δεχόμενοι.

Κεφαλὴ τερατώδης, ὡς ἀληθῶς πέφυκε, νῦν τῆς Ἐκκλησίας ὁ Πάπας, καὶ γὰρ τοῦ σώματος νοητοῦ πέλοντος, καὶ νοητῆς δεῖται κάρας, τοῦ Χριστοῦ ὡς ἔφησε Παῦλος ὁ ἔνδοξος.  

Αἰσθητὸς δ’ ὢν ὁ Πάπας, τοῦ νοητοῦ σώματος, τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας κάρα οὐ δύναται, ἐπωνομάζεσθαι, τοῦ νοουμένου γὰρ ὅλως, αἰσθητὸν νῦν λέγεσθαι μέρος ἀδύνατον.

Κάθισμα. Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς.

Καὶ τὴν προσθήκην ἣν κακῶς περ προσεξεῦρον, αἰτίαν οὖσαν ἀληθῶς πολλῶν σκανδάλων, οὐκ ἠθέλησαν πρῶτον συγκοινολογῆσαι, συνόδῳ συναθροισθείσῃ καθολικῇ, ὡς ἔθος τῇ Ἐκκλησίᾳ τὸ ἐξ ἀρχῆς, ἀλλὰ μόνοι προσέθηκκν, καὶ λάθρα μᾶλλον αὐτήν· τὸ δείξαι γὰρ οὐκ ἔχουσι, τίς ὁ ταύτην προσθέμενος.

Πᾶν δὲ τὸ λάθρα καὶ κρυφῇ ἐν Ἐκκλησία, δογματισθὲν προφανὴς κλοπὴ ὑπάρχει, καὶ κατάδηλος μᾶλλον ἱεροσυλία· ἀλλ᾿ ἵνα καὶ τοὺς ἐλέγχους τούτους φυγεῖν· ἐπλάσαντο πατριάρχας καθ᾿ ἑαυτούς, γυμνοῖς μόνοις ὀνόμασι.

(Τὰ λοιπὰ ἐφθαρμένα)

Ὠιδὴ δ´.  Εἰσακήκοα Κύριε

Οἱ Λατῖνοι θεμέλιον, ἐπὶ ψάμμου θέμενοι ὑπερήφανον, τὴν τοῦ Πάπα κυριότητα, Ἐκκλησίαν πᾶσαν διετάραξαν.
Τὸν χαλάνης ἐτόλμησαν, πύργον ἀνεγεῖραι τὸν ὑπερήφανον, ὧν τὰς γλώσσας μόνος Κύριος, δύναται συγχύσαι καὶ σκεδάσασθαι.

Ἐκκλησίας θεμέλιον, Πέτρον τὸν Ἀπόστολον μόνον λέγουσιν, ἐναντία δογματίζοντες, Παύλῳ τῷ σοφῷ θεοκήρυκι.
Καὶ τὸν τούτου διάδοχον, ὅλως μὴ σφαλῆναί ποτε δυνάμενον, ὡς τοῦ Πέτρου χρηματίζοντα, τῆς διδασκαλίας μόνον μέτοχον.

ᾨδή ε΄.  Ἵνα τί με ἀπώσω

Ταῦτα μάτην, φρονοῦντες, ὅρους τοὺς τῆς πίστεως παρασαλεύουσι, ταῖς καινοτομίαις εἰσηγήσεσι, μόνον ἑπόμενοι, ταῖς διανοίαις ταῖς ἑαυτῶν διαθαρροῦντες, διασπῶσι γραφῆς τὰ νοήματα.

Ἡ στενότης τῆς γλώττης, ἐπὶ τοῦτο ἄνωθεν Λατίνους ἡλαδεν, ὡς μὴ δυναμένους τὴν ὑπόστασιν λέγειν σαφέστατα, ἐπὶ τῆς Τριάδος, ὡς διαφέρει τῆς οὐσίας, διαιρεῖν καὶ συνάπτειν ἀμφότερα.

Οὐδαμῶς ἡ οὐσία, ὡς καὶ οὗτοι βούλονται καὶ ἡ ὑπόστασις, ἔχει ταυτησθῆναι ὡς ἀδύνατον, ὅλως καὶ ἄτοπον, τὸ γὰρ ἐκπορεύειν, καὶ τὸ γεννᾷν καὶ τὸ γεννᾶσθαι, ὑποστάσεων πέλει ἰδίωμα.

Οὐ δυνάμεθα λέγειν, ὅτι ἐκπορεύεται Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἀπὸ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τῆς ὑποστάσεως· εἴη γὰρ ἂν οὕτως, ἐξ ἑαυτοῦ προβεβλημένον, καὶ γὰρ πέλει Πατρὶ ὁμοούσιον.

᾿Ωιδὴ στ΄.  Ἰλάσθητι μοι Σωτῆρ

Τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρός, μόνον φασὶν ἐκπορεύεσθαι, τὰ τοῦ Σωτῆρος ῥητά, καὶ οὕτω διδάσκουσιν, ἐνθεαστικώτατα, πάντες οἱ Πατέρες τοὺς Λατίνους ἐκτρεπόμενοι.

Τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Υἱοῦ, οὐδείς φησιν ἐκπορεύεσθαι, τῶν διδασκάλων σαφῶς, οὔτε μὴν προέρχεσθαι, κατὰ τὴν ἀΐδιον πρόεισιν ἣν πάντες, τῷ Πατρὶ μόνῳ προσνέμουσιν.

Ἀλλ᾿ οἱ Λατῖνοι ταῖς σφῶν, διδασκαλίαις ἑπόμενοι, φασὶ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, καὶ ἐκ τοῦ γεννήτορος, λαμβάνειν τὴν ὕπαρξιν, ὡς ἀδυνατοῦντος Πατρὸς μόνον πρὸς ἐκπόρευσιν.

Εἰ γὰρ ἀρκεῖ ὁ Πατήρ, πρὸς τὴν τοιαύτην ἐνέργειαν, ματαία ἡ τοῦ Υἱοῦ, αὕτη καὶ παράλογος, ἣν Λατῖνοι λέγουσιν, καὶ γὰρ ἐκ τῶν δύο, τοῦτο εἶπον ἐκπορεύεσθαι.

Ἀλλ᾿ ὡς ἐκ μιᾶς ἀρχῆς, τῶν δύο φασὶ προέρχεσθαι, τῆς μὲν μιᾶς προσεχοῦς, τῆς δ᾿ ἄλλης πυρρότερον, ταῖς σφῶν διαιρέσεσι τῇ θεολογία ξένον δόγμα παρεισάγοντες.

Κοντάκιον. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ

Οὐδεὶς τῶν ἱερῶν διδασκάλων τοιαύταις, ἐχρήσατό ποτε, διαιρέσεσιν οὕτω, τὸ γένος δὲ τὸ πάντολμον, τῶν Λατίνων ἐφεύρατο, κακοδαίμονος καὶ σφαλερᾶς διανοίας· ἐφευρέματα, ἀλλοτριόφρονος γνώμης, τοῦ ὅρου τῆς πίστεως.

ᾨδὴ ζ΄. Παῖδες Ἑβραίων

Παῖδες Λατίνων ἐν καμίνῳ, παραπέμποντας τῇ τοῦ καθαρτηρίου· συνωθοῦντος αὐτοὺς τοῦ Πάπα ἐπὶ τοῦτο, ἂν μὴ ἀφθόνως χρήματα, τούτῳ δώσωσι προθύμως.

Μία καὶ αὕτη ἐνυπάρχει, τῶν ἀτόπων ἐφευρέσεων Λατίνοις, χρημάτων σχολὴν συμβάλλουσα τῷ Πάπᾳ, καὶ ἔξοδον μαγειρικήν, καὶ ζωμόν, καὶ καρυκείαν.

Πρόδηλον ὅτι τοῖς Λατίνοις, καὶ αὐτο τὸ πῦρ τὸ τοῦ καθαρτηρίου ἐξ ἀγράφων φωνῶν ἀνήφθη καὶ ὡς σκότος, μετὰ καπνοῦ ἐκάλυψε τὰς ἐκείνων διανοίας.

Οὔτε ἡ πάλαι οὐδ᾿ ἡ νέα, Διαθήκη οὐ διδάσκαλος τῶν πάλαι, ἐφαντάσθη τὸ πῦρ τὸ τοῦ καθαρτηρίου, οὐ χρονικὴν τε κόλασιν, εἰμὴ μόνος Ὠριγένης.

Ὠιδή η´. Τὸν ἐν ὅρει ἁγίῳ δοξασθέντα

Τῶν ἁγίων τὰ πνεύματα Λατῖνοι, μετὰ πότμον εὐθέως ἀπολαύειν, ἐν οὐρανοῖς τὸ τέλειον διδάσκουσιν, ἄνευ τῶν σωμάτων, καὶ οἱ ἁμαρτοῦντες τὴν κόλασιν ὁμοίως.

Παριδόντες τὰς ῥήσεις τῶν ἁγίων, καὶ τοῦ Παύλου τρανῶς ἀναβοώντων, μετὰ ψυχῆς καὶ σώματος ἀντάμειψιν, λαβειν ἐν τῇ κρίσει, ὧν περ νῦν ἐνταῦθα πεπράχασιν οἱ πάντες.

Τῶν ἁγίων ψυχὰς ἐν εὐφροσύνῃ, καὶ ἐν τόπῳ φωτεινοτάτω πέλειν, καὶ σχεῖν ἐλπίδα ἀμετάπτωτον τῆς ἐπαγγελίας, τυχεῖν ἐν τῇ κρίσει φασὶν οἱ θεολόγοι.

Καὶ ἐν τόπῳ ζοφωδεστάτῳ αὖθις, καὶ ἐν λύπῃ καὶ στεναγμῷ ὑπάρχειν, τοὺς ἀμετανοήτως ἐκδημησαντας, καὶ προσδοκωμένους, κολάσεως μετόχους, γενέσθαι αἰωνίου.

Ὠιδὴ θ΄. Ἐξέστη ἐπὶ τοῦτο

Τὸ φῶς τὸ ἀπαστράψαν ἐν τῷ Θαβώρ, οἱ Λατῖνοι κτιστὸν δογματίζουσι, καὶ γάρ φασίν, ἄκτιστον ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ, σωματικοῖς οὐ πέφυκεν, ὄμμασιν ὁρᾶσθαι εἰλικρινῶς, καθάπερ τόδε εἶδον οἱ τρεῖς τῶν ἀποστόλων, Χριστοῦ ὡς ἥλιον ἀστραψαντος.

Καὶ ταῦτα οἱ ἐκείνων σχολαστικοί, οὓς καὶ μᾶλλον χολώδεις ἐξείποιμεν, καὶ γὰρ χολῆς τούτων ἐκ Γομόρρας ἡ σταφυλὴ καὶ κλιμματὶς καὶ ἄμπελος, βότρυν τῆς πικρίας ἀπογεννᾶ, θυμόν καὶ τῆς ἀσπίδος, ἐρεύγεται τὸ στόμα, δηλητηρίου δραστικώτερον.

Ἀρχαίων δὲ Πατέρων ἡ διδαχή, ὀρθοδόξως ἡμῖν ἐδογμάτισε, τὴν ἐν Θαβὼρ ἄκτιστον ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ, καὶ δόξαν καὶ λαμπρότητα, θείαν ὁραθῆναι τοῖς μαθηταῖς, ὡς μὴ ὑπάρχειν ὅλως κτιστόν τι κατ᾿ οὐσίαν, ἐν τῇ ἀκτίστω οὐσιότητι.

Ἰδού σοι τὰς Λατίνων διαφορὰς ἐξεθεμην ἐν σχήματι ᾄσματος, μᾶλλον εἰπεῖν τοῦτο κωμῳδίαν τοαγωδικήν, ἐξ ἀθυμίας γράφω γάρ, κλαίων ὀδυρόμενος τὴν αὐτῶν κακόνοιαν καὶ πλάνην, ἣν ἐξ ἀλαζονείας, ἐν ἑαυτοῖς ἀπεθησαύρισαν.

Ἐξαποστειλάριον. Τοῖς μαθηταῖς

Τοῖς Ἰταλῶν διδάγμασι κατὰ καινοτομίαν, ἐφευρεθεῖσι κάκιστα κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν νοῦν μηδόλως προσέχεις, μάνθανε δὲ καὶ ποῖα, ὑπάρχει κατ’ ἐξαίρεσιν, σφαλερῶς εὑρημένα, καὶ μηδαμῶς, τρέπε τὴν διάνοιαν ἐπὶ τούτοις· ὑπαρχει γὰρ ἀλλότρια, Ἐκκλησίας τοῦ τόπου.

Ὡς βάσιν καὶ θεμέλιον πάνυ σεσαθρωμένον, τιθέασι τήν, ὥς φασιν ἐξουσίαν τοῦ Πάπα, ἐξ ἧς ἀρτῶσι τὰ πάντα, δεύτερον δὲ τὸ Πνεύμα, ὑπάρχειν κατ᾿ ἐκπόρευαιν ἐκ τοῦ Πατρός καὶ Υἱοῦ τε, καὶ τρίτον πῦρ, ὅπερ καθαρτήριον ὠνομάσθη, κρίσιν καὶ ἀνταπόδοσιν, νῦν ὑπαρχειν θανοῦσι.