Κάποιος άγιος και διορατικός επίσκοπος, όταν κατά τη θεία μυσταγωγία μετέδιδε στον λαό την αγία κοινωνία, έβλεπε ότι, από αυτούς που έρχονταν να μεταλάβουν, άλλοι είχαν το πρόσωπο μαύρο, σαν να ήταν αλειμμένο με καπνιά, και άλλοι κατακόκκινο σαν φωτιά, και τα μάτια ματωμένα. Αυτοί, μόλις μεταλάβαιναν το σώμα του Κυρίου, καίγονταν από αυτό και τυλίγονταν από παντού με φλόγες. Άλλους όμως από αυτούς τους έβλεπε να είναι φωτεινοί στην όψη και ντυμένοι στα λευκά, και σε αυτούς το σώμα του Κυρίου γινόταν σαν φως και τους έκανε ακόμη πιο λαμπρούς και πιο καθαρούς. Και σε όλους αυτούς υπήρχαν και κοσμικοί και μοναχοί.
Μετά λοιπόν την απόλυση της θείας Λειτουργίας ο επίσκοπος παρακαλούσε τον Θεό να του αποκαλύψει το νόημα και την αιτία αυτών που είχε δει. Του παρουσιάστηκε τότε άγγελος Κυρίου και του είπε: «Απορείς γι’ αυτά που είδες; Μάθε λοιπόν ότι οι φωτεινοί στην όψη και ντυμένοι στα λευκά ζουν με σωφροσύνη, αρετή και αγνότητα και έχουν καλοσύνη, συμπάθεια προς τους άλλους και ευσπλαχνία. Αυτοί, καθώς μεταλαβαίνουν τα άγια μυστήρια με καθαρή συνείδηση, φωτίζονται από αυτά και γίνονται ακόμη πιο φωτεινοί.