Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἐπαναστατική!
Ἡ προάσπιση τῆς Ἀλήθειας

Tι σημαίνει να γίνεται η λατρεία «εν πνεύματι και αληθεία»;

Προς εκείνους που κρίνουν την αλήθεια από το πλήθος

Είναι τα δόγματα τροχοπέδη; Απάντηση σε όσους αρνούνται τα δόγματα, όντας έτσι οι ίδιοι δογματικοί!
«Ναί, τά δόγματα χρειάζονται στή ζωή μας καί στήν ἐποχή μας, γιά νά μᾶς προφυλάσσουν ἀπό τίς αἱρέσεις, ἀλλά καί γιά νά δίνουν ἄρωμα στίς πράξεις μας: γιά νά μήν γίνουμε αἱρετικοί, ἀλλά καί γιά νά μήν μείνουμε μόνο καλοί χωρίς νά εἴμαστε πιστοί. Ὄχι, τά δόγματα δέν εἶναι τροχοπέδη στήν πρόοδο καί στόν πολιτισμό μας, ἀρκεῖ νά στηρίζονται στή μοναδική αὐθεντία τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας»
Τοῦ μακαριστού Στεργίου Σάκκου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Α.Π.Θ
Σήμερα, πού τά πάντα ἀμφισβητοῦνται, πού ὁ ἄνθρωπος ἀναρωτιέται ἀκόμη καί γιά τά πιό ἁπλά πράγματα, σέ μιά ἐποχή κυριολεκτικά ἀνατρεπτική, εἶναι πράγματι πολύ φυσική καί δικαιολογημένη ἡ ἀπορία: Χρειάζονται στόν καιρό μας τά δόγματα; Καί πρῶτα-πρῶτα, ποιά εἶναι γενικά ἡ προσφορά τους; Εἶναι τά δόγματα ἀνάγκη ἤ εἶναι τροχοπέδη στή ζωή καί στόν πολιτισμό μας; Ἡ ἀπάντηση πού δίνεται συνήθως σ' αὐτές τίς ἐρωτήσεις ἀπό τόν σύγχρονο Τύπο καί τούς διάφορους «διαφωτιστές», εἶναι ἀρνητική: Τά δόγματα ὄχι μόνον εἶναι ἄχρηστα, ἀλλά ἀποτελοῦν καί ἐμπόδια στήν ἀνθρώπινη πρόοδο.
Ὁπωσδήποτε τό θέμα αὐτό εἶναι ἐπίκαιρο καί κοινοῦ ἐνδιαφέροντος· προπάντων ὅμως εἶναι καυτό, γιατί ἀπό τό ποιά εἶναι ἡ τοποθέτησή μας ἀπέναντι στά δόγματα, ἐξαρτᾶται καί ποιά θά εἶναι ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς μας, ποιά θά εἶναι ἡ ἠθική καί ἡ πράξη μας. Γι' αὐτό θά ἤθελα νά δώσω στή σχετική ἀπορία μιά ἀπάντηση ὑπεύθυνη, βασισμένη στόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί στή σοφία τῆς Ἐκκλησίας μας, τό κῦρος τῶν ὁποίων μᾶς ἐγγυᾶται γιά τήν ἀλήθεια.
Ἡ λέξη «δόγμα» βασικά σημαίνει τήν ἀποφθεγματική διατύπωση μιᾶς θεωρίας, πού παραδεχόμαστε ὅτι ἔχει ἀπό μόνη της τήν ἀλήθεια, γιατί ἀπορρέει ἀπό κάποια αὐθεντία. Τό δόγμα ἑπομένως ἔχει ἄμεση καί στενή σχέση μέ τήν αὐθεντία, μέ κάποιον δηλαδή πού εἶναι βεβαιωμένο καί ἀποδεδειγμένο ὅτι κατέχει καί μονοπωλεῖ τό σωστό καί τό δίκαιο. Μ' αὐτήν τήν ἔννοια δόγματα εἶναι καί οἱ συμβουλές τοῦ πατέρα στό παιδί, οἱ νουθεσίες τοῦ δασκάλου στόν μαθητή, οἱ διαταγές τοῦ ἀξιωματικοῦ στόν στρατιώτη. Πράγματι, ἐφόσον ὁ πατέρας, ὁ δάσκαλος, ὁ ἀξιωματικός βρίσκονται ἀπό τά πράγματα -ἀπό τήν ἐμπειρία τους, τή μόρφωσή τους κτλ.- σέ θέση νά γνωρίζουν καλύτερα ἀπό τό παιδί, τόν μαθητή ἤ τόν στρατιώτη, μποροῦν νά δογματίζουν γιά τά ἀνάλογα θέματα, νά δίνουν δηλαδή ἐντολές πού δέν δέχονται ἀντίρρηση. Στήν πραγματικότητα ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοιους «δογματισμούς», πού τούς καθιερώνει ἀναγκαστικά ἡ κοινωνία μας γιά νά μπορέσει νά ἐπιβιώσει. Αὐτοί συγκρατοῦν τήν κοινωνική ἰσορροπία, διατηροῦν τή λεγόμενη ἱεράρχηση τῶν ἀξιῶν, πού εἶναι ἀπαραίτητη γιά μιά ἁρμονική συνύπαρξη, καί μιά ἀμφισβήτησή τους θά ἀνατίναζε στόν ἀέρα αὐτούς τούτους τούς ὅρους τῆς ἀνθρώπινης συμβιώσεως -πρᾶγμα πού δυστυχῶς τό διαπιστώσαμε ὅσες φορές ἀναρχικά συνθήματα βρῆκαν ὀπαδούς μέσα στήν ἱστορία.
Ἡ «ἑνότητα» τῶν Οἰκουμενιστῶν δὲν εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας
Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ γνωστὲς διαστροφὲς καὶ
παραχαράξεις τῶν Οἰκουμενιστῶν σὲ βάρος τῆς Μίας Ἀληθείας εἶναι τὸ μήνυμα τους
γιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα. Τὸ μήνυμα τους αὐτὸ ἐκφράζεται συνήθως μὲ τὴν
ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ συνολικὸ κείμενο καὶ νόημα εὐαγγελικὴ ἔκφραση «ἵνα ἓν ὦσιν»
καὶ ἐπανέρχεται δριμύτερο στὴν ἐπιθυμία κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα μὲ τοὺς ἀμετανόητους
παντὸς εἴδους αἱρετικούς, χρησιμοποιώντας μάλιστα ὡς παράδειγμα καὶ ἀφορμὴ τὴν Α΄
Οἰκουμενική Σύνοδο. Φυσικὰ ἀποσιωποῦν ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ καταδίκασε ὅσους αἱρετικούς, Ἀρειανοὺς καὶ ἄλλους, δὲν μετανόησαν καὶ φυσικὰ δὲν ἐόρτασαν μαζί τους Πάσχα, ὅπως θέλουν οἱ σημερινοί,
ἀκόμα κι ἂν ἡ ἡμερομηνία ἦταν κοινή. Διότι ἡ ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ δὲν ἔχει
καμία σχέση μὲ τὴν Πίστη, πάνω στὴν ὁποία (καὶ μόνο σ' αὐτή) στηρίζεται ἡ ἑνότητα. Ἀκόμα κι ἂν οἱ
Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες ἀλλάξουν τὴν ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ὅσο δὲν ἀλλάζουν τὶς
πλάνες τους παραμένουν αἱρετικοὶ καὶ μὴ ἐκκλησία. Οἱ Οἰκουμενιστὲς ξέρουν ὅμως τί κάνουν.
Διαφημίζοντας καὶ προσφέροντας τὴν πολυπόθητη γιὰ τὸν μεταμοντέρνο, παθολογικὰ ἀνασφαλὴ καὶ κατακερματισμένο σὲ πάμπολλες ἀτομικότητες ἄνθρωπο ἑνότητα, ἔχουν καταφέρει νὰ σπρώξουν τὸ ποίμνιο σὲ μία λατρεία καὶ ἄκριτη ὑπέρασπιση της, ἀκόμα κι ἂν τὸ θυσιαζόμενο στὸν βωμό της διακύβευμα εἶναι ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ φυσικὰ ἀποκρύπτουν ἐπιμελῶς, ὅτι οἱ οἱ πρόγονοί μας δὲν θυσίαζαν ποτὲ τὴν Ἀλήθεια στὸν βωμὸ τῆς ἑνότητας.
Ἂν ἐξετάσει ὅμως κανεὶς τὴν ὅλη αὐτὴ προσπάθεια γιὰ
ἑνότητα μὲ τὶς ἄλλες «Ἐκκλησίες» θὰ διαπιστώσει, ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν
Οἰκουμενιστῶν εἶναι στὴν πραγματικότητα μία παραγωγὴ διχασμοῦ τῶν πιστῶν σὲ ἑνωτικοὺς
καὶ σὲ ἀνθενωτικούς. Ἂν καὶ αὐτοὶ οἱ χαρακτηρισμοὶ μᾶς φαίνονται γνωστοὶ καὶ
μᾶς γεννοῦν συνειρμοὺς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ παρελθόντος, ἔχουν πάρει σήμερα μία
νέα ὀντολογία: τὴν γνωστὴ οἰκουμενιστικὴ καὶ ἐσχατολογικὴ χροιά (δὲν
ἀναφέρονται δηλ. μόνο στὴν προσπάθεια ἑνότητας μὲ τὸν Παπισμό) περιλαμβάνοντας
τὴν ἑνότητα πρώτα μὲ ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ μελλοντικὰ μὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες.
Δηλαδὴ πρόκειται περὶ μίας μεγίστου πλάνης.
Τὰ αἴτια αὐτῆς τῆς «ἑνωτικῆς» πλάνης εἶναι πολλά.
Τὸ κυριώτερο ὅμως —ὡς φυσικὸ ἐπακόλουθο τῆς ἔλλειψης κατήχησης ἀπὸ τοὺς
ποιμένες— εἶναι ἡ ἄγνοια τῶν πιστῶν ὡς πρὸς τὴν φύση καὶ τὴν σημασία τῆς
ἑνότητας στὴν Ἐκκλησία.
Ἑνότητα γιὰ τὴν Ἐκκλησία (βλ. καὶ Κωνσταντῖνο Μουρατίδη, «Ἡ οὐσία καὶ τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας», σελ. 180-182) σημαίνει πρῶτον τὴν παραδοχὴ ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας —ἄνευ ἐξαιρέσεως— τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν, ποὺ μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Χριστός, κήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ διατύπωσαν καὶ ἑρμήνευσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι μὲ τοὺς ἀνάλογους ὅρους.
Η πλειοψηφούσα ενυπόστατη Αλήθεια.

«Ἡ ἀλήθεια δεν εἶναι πάντοτε με τούς πολλούς»
Ἡ μεγάλη περιπέτεια στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας.
Είναι πράγματι τραγικό: Άλλη μία ιστορία που δείχνει πως οι άνθρωποι φεύγουν από τις αιρέσεις για να γίνουν ορθόδοξοι, να βρουν την αλήθεια και να σωθούν και οι οικουμενιστές κληρικοί συνεχίζουν να λένε, ότι δεν χρειάζεται, γιατί και οι αιρέσεις είναι «εκκλησίες», ένας «από τους δύο πνεύμονες», «αναδενδράδες» ή «κλάδοι του ιδίου δέντρου».
Παιδικὴ ἡλικία καὶ ἐφηβεία
Γεννήθηκα τὸ 1961 ἀπὸ προτεστάντες γονεῖς σὲ μία πόλη τῆς νότιας Γερμανίας. Ζούσαμε σὲ ἕνα προάστιο, τὸ ὁποῖο ἦταν παλαιότερα ἕνα αὐτόνομο χωριὸ καὶ ἀργότερα ἐνσωματώθηκε σὲ δῆμο. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μόνο μία ρωμαιοκαθολικὴ οἰκογένεια, ἐνῶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι κάτοικοι ἦταν προτεστάντες. Στὸ δημοτικὸ ἡ κόρη αὐτῆς τῆς οἰκογένειας, τὴν ὁποία ἐγὼ συμπαθοῦσα πάρα πολύ, ἦταν συμμαθήτριά μου. Θυμᾶμαι πολὺ καλὰ ὅτι μοῦ ἦταν αὐστηρὰ ἀπαγορευμένο νὰ τὴν ἐπισκέπτομαι, διότι μοῦ ἔλεγαν πὼς ἂν τὸ μάθαινε κανεὶς θὰ ἦταν ντροπὴ γιὰ τὴν οἰκογένειά μας. Τὰ ἑπόμενα χρόνια ὑπῆρξε μεγαλύτερη ἀνοχὴ ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό. Ἂν καὶ ἡ πλειοψηφία τῶν κατοίκων ἦταν προτεστάντες, αὐξήθηκε μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὁ ”καθολικὸς” πληθυσμὸς καὶ δημιουργήθηκαν περισσότερες ρωμαιοκαθολικὲς ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες στὴν πόλη.
Οἱ γονεῖς μου πίστευαν στὸ Θεό, ἀλλὰ δὲν ἔκαναν πράξη αὐτὴ τους τὴν πίστη, δηλαδὴ δὲν πηγαίναμε ποτὲ τὶς Κυριακὲς στὴν ἐκκλησία, δὲν προσευχόμασταν-τουλάχιστον ὄχι ὅλοι μαζὶ οὔτε καν πρὶν ἀπὸ τὰ γεύματα-καὶ τὸ θέμα «Θεὸς» ἦταν ἀνύπαρκτο στὸ σπίτι μας.
Ὅμως στὸ σπίτι τῶν παππούδων μας ἔμενε μία μεγάλη, εὐαγγελικὴ ἀδελφὴ διακόνισσα, ἡ ὁποία ἦταν παλαιότερα νηπιαγωγός. Ἦταν σὰν ἕνα φῶς γιὰ μένα. Κάθε φορὰ ποὺ ἐπισκεπτόμουν τοὺς παπποῦδες μου, ἐκμεταλλευόμουν τὴν εὐκαιρία νὰ «ἐξαφανιστῶ» καὶ νὰ ἐπισκεφτῶ αὐτὴ τὴν ἀδελφή. Μοῦ διηγεῖτο συνεχῶς γιὰ τὸν Ἰησοῦ, γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, πῶς τὴν εἶχε βοηθήσει ἐπανειλημμένως καὶ ποικιλοτρόπως, γιὰ τὸν παράδεισο, τὸν οὐρανό, τοὺς ἀγγέλους καὶ προσευχόταν μαζί μου. Ὁ χρόνος μαζί της κυλοῦσε πολὺ γρήγορα! Ἤμουν πάντα λυπημένη, κάθε φορὰ ποὺ ἄκουγα μία φωνὴ νὰ μοῦ λέει: «Μὰ ποῦ εἶσαι πάλι; Ἔλα γρήγορα»! Οἱ παπποῦδες δὲν ἔβλεπαν μὲ καλὸ μάτι τὸ γεγονὸς ὅτι περνοῦσα τόσο πολὺ χρόνο μὲ αὐτὴ τὴν «εὐλαβῆ θεία».
«Ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ ὑπερασπιστές της»
«Ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ ὑπερασπιστές
της»
Ἀπό γραπτό κήρυγμα τῆς Ἱ. Μ. Κερκύρας[1], πού
κυκλοφορήθηκε καί παλαιότερα[2] πανελλαδικῶς, πληροφορούμαστε, ὅτι σέ θέματα Πίστεως, «δέν χωροῦν συμβιβασμοί, ἀλλά ὅποιος ἀκολουθεῖ πλανερές διδασκαλίες ἀποκόπτει τόν ἑαυτό του ἀπό τήν πίστη, καί τότε ἰσχύει γι’ αὐτόν ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου: ‘‘ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος’’[3],
‘‘αὐτός ἔχει πιά διαστραφεῖ καί ἁμαρτάνει, καταδικάζοντας ἔτσι ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του’’»[4]. Τό κήρυγμα
συνεχίζεται, μέ τόν Ἀπόστολο
Παῦλο νά «μᾶς ὑποδεικνύει κάποια κριτήρια. Ζητᾶ νά δίδονται στόν αἱρετικό ἄνθρωπο συμβουλές. Αὐτές ὅμως δέν εἶναι ὑπόθεση τοῦ καθενός, ἀλλά εὐθύνη τοῦ ἐπικεφαλῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Γι’ αὐτό καί ὁ Παῦλος ἀπευθύνεται στόν μαθητή του, τόν ἀπόστολο Τίτο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπίσκοπος στήν Κρήτη. Δέν εἴμαστε ὅλοι τό ἴδιο στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ὁ κύριος ὑπεύθυνος εἶναι ὁ ἐπίσκοπος, ὁ διάδοχος τῶν ἀποστόλων, αὐτός πού ἔχει ἐκλεγεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία νά συνεχίσει καί τήν πίστη καί
τό ἔργο
τους. Ὅσοι
βρισκόμαστε ὑπό τόν ἐπίσκοπο, ἱερεῖς, μοναχοί καί μοναχές, θεολόγοι, λαϊκοί
ὀφείλουμε
νά ἔχουμε ἐπίγνωση τῆς θέσης μας.»[5].
Ἐπειδή ὁμολογουμένως, βρισκόμαστε σέ δύστηνους καί πονηρούς καιρούς, τά ἐρωτήματα πού προκύπτουν εἶναι: α) Τί γίνεται ὅταν ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ὑπεύθυνος γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως, δέν ὀρθοδοξεῖ; Ὅταν ἡ διδασκαλία του εἶναι ἀλλότρια καί δέν ἔχει ἀκόμη κληθεῖ σέ ἀπολογία, ὥστε ἤ νά μετανοήσει ἤ νά καθαιρεθεῖ ὡς αἱρετικός; Εἶναι ἀδύνατον νά συμβεῖ; Ὄχι, συνέβη πολλάκις στό παρελθόν καί ἔχουμε καταδικασμένους ἐπισκόπους καί πατριάρχες ἀπό ὀρθόδοξες Συνόδους. β) Τί γίνεται ὅταν ἡ ἐνέργεια τοῦ ἐπισκόπου πού δέν ὀρθοδοξεῖ, ἐξαπλώνεται σάν ἐπιδημία καί σέ ἄλλους ἐπισκόπους; Καί γ) Τί γίνεται, ὅταν ἡ Ἱερά Σύνοδος, ὡς κυρίως ὑπεύθυνη ὑπερασπίσεως τῆς Πίστεως, ἀφήνει τήν ἐπιδημία ἑτεροδιδασκαλίας νά γίνει πνευματική πανδημία καί νά δηλητηριάζεται ὁ λαός;
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ... αλλά οι επίσκοποι που βρίσκονται;
Στο ακόλουθο κήρυγμα της Ι. Μητρ. Κερκύρης μέσα στο ορθόν, ότι η Αλήθεια βρίσκεται μόνο στην Εκκλησία, διαβάζουμε και το διαστρεβλωμένο, ότι η υπεράσπιση της Πίστεως δεν είναι υπόθεση του καθενός, αλλά μόνο του Επισκόπου. Είναι πράγματι τρομερό, πως προπαγανδίζουν οι Επίσκοποι ζητώντας πρωτεία και ευλογώντας τα γένεια τους, αλλά μην αναλαμβάνοντας την ευθύνη τους.
Πράγματι ο ρόλος του Επισκόπου είναι πρωτίστως η διαφύλαξη της Πίστεως και του Ποιμνίου κατά το "σκοπόν δέδωκά σε". Έναν τέτοιον ορθοτομούντα Επίσκοπον φυσικά ακολουθεί και υπακούει το ποίμνιο. Όμως εμείς ρωτούμε: Πού είναι οι σημερινοί Επίσκοποι σκοποί της Πίστεως;
Στην Παναίρεση του Οικουμενισμού που ρημάζει τα πάντα;
Στην αναγνώριση και επικράτηση των σχισματικών εις βάρος των Ορθοδόξων;
Στην συνεχώς αυξανομένη εκκοσμίκευση που υποτάσσει την Εκκλησία;
Στην αμφισβήτηση της Εκκλησίας και των Μυστηρίων Της ως τη μόνη σωτηρία κλείνοντας τους ναούς, αλλάζοντας την ώρα της Αναστάσεως και απαγορεύοντας τα Μυστήρια επί Κορονοϊού;
Όσο για το επιχείρημα δεν πρέπει να είμαστε "φανατικοί" και ανυπάκουοι στους επισκόπους, υπενθυμίζουμε, ότι την Εικονομαχία, την ήττα της οποίας εορτάζουμε, την εισήγαγαν Επίσκοποι και οι πρώτοι που αντέδρασαν ήταν λαϊκοί (βλ. Χαλκή Πύλη), τον Νεστοριανισμό τον εισήγαγε Πατριάρχης και ο πρώτος που αντέδρασε ήταν λαϊκός (Ευσέβιος), τον Μονοθελητισμό τον εισήγαγαν Επίσκοποι και ο πρώτος που αντέδρασε ήταν μοναχός (άγ. Μάξιμος Ομολογητής) την ένωση επί Φερράρας Φλωρεντίας την υπέγραψαν Επισκόποι και το ποίμνιο τους απέρριψε γι αυτό τον λόγο. Για να έχουν λοιπόν οι άλλοι "επίγνωση της θέσης τους" προτείνουμε να αποκτήσετε εσείς "επίγνωση" της δικής σας.
Κλέινουμε με τους λόγους του οσιακής βιωτής αναγνωρισμένου γέροντος Φιλόθεου Ζερβάκου: «Εάν αυτήν την γνώμην ηκολούθουν πάντες οι Χριστιανοί κατά γράμμα, να ακολουθούν δηλαδή τους επισκόπους εις πάντα, αλλοίμονο τότε, ούτε Ορθοδοξία, ούτε Εκκλησία, ούτε Ορθόδοξος Χριστιανός θα υπήρχε σήμερον.
Α.Τ.

Αν δεν γίνουμε σαν τα παιδιά…
Ένα μικρό κορίτσι μιλούσε με το δάσκαλό της για τις φάλαινες.
Η συνετή προάσπιση της Αλήθειας
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
«Εννοείται δε ότι δεν υπάρχει
χειρότερο μαρτύριο για έναν Ορθόδοξο, από το να
γνωρίζει ότι βρίσκεται στον χώρο της αιρέσεως, και από έλλειψη θάρρους και ταπεινώσεως να
παραμένει εντός της “συναγωγής των Ιουδαίων”. Να παραμένει αλυσοδεμένος, φοβούμενος
μήπως και χαρακτηρισθεί ως «αποσυνάγωγος».
Και όμως οι περισσότεροι Χριστιανοί
(και ο γράφων) προτιμούν το μαρτύριο αυτό παρά την συμπόρευση με την Αλήθεια.