Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Αρσένιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Αρσένιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Θεός και τέχνη. Περιγραφή της σχέσης Θεού και τέχνης από έναν πραγματικό άνθρωπο της τέχνης που πραγματικά διώχθηκε από μία κοσμοθεώρηση που σήμερα υμνείται ως "φιλάνθρωπη".

Σ’ αυτή  τη  «μωρία»  του  ευαγγελίου  ανταποκρίνεται  και  η  «μωρία»  της  εικόνας, πού  σοκάρει  τη  φυσιολογική  όραση.. Η  ορθόδοξη  εικόνα  εκφράζει  την  υπεραισθητή  αλήθεια, τη  θεία  αποκάλυψη, ενσαρκωμένη  στα  εικονιζόμενα  πρόσωπα, που  αποτελούν... υποδειγματικά  προοίμια  της  μεταμορφώσεως  του  κόσμου.

                    Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ. Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ
            ''ΖΕΚ - 18376''

Ο π. Αρσένιος, ο πρώην καθηγητής και κριτικός τέχνης στο πανεπιστήμιο Μόσχας Πέτρος Αντρέγιεβιτς Στρελτσώφ και τώρα κατάδικος στα Γκούλαγκ με το νούμερο «ΖΕΚ-18376», βρέθηκε στο στρατόπεδο ειδικού καθεστώτος πρίν από έξι μήνες. Και δεν άργησε να καταλάβει, όπως όλοι, ότι σ΄αυτόν τον ζοφερό τόπο θ’ άφηνε τά κόκκαλά του... 

Μια φορά μαζεύτηκαν δέκα-δώδεκα άτομα – τεχνοκρίτες, ζωγράφοι, συγγραφείς, ηθοποιοί. Έπιασαν να συζητούν για την αρχαία ρωσική τέχνη. Ένας πανύψηλος κρατούμενος, καθηγητής-τεχνοκριτικός, πού, μετά τις τόσες κακουχίες του στρατοπέδου, διατηρούσε ακόμα κάτι από την παλιά του αρχοντιά και επιβλητικότητα, σχεδόν μονοπωλούσε το λόγο. Μιλούσε ζωηρά, με στόμφο, και οι άλλοι τον άκουγαν με μεγάλο ενδιαφέρον. Φαίνεται πώς γνώριζε καλά το θέμα, και γι’ αυτό ήταν πειστικός.

Κάποια στιγμή πέρασε δίπλα τους ο π. Αρσένιος, σιωπηλός όπως πάντα. Ο «ψηλός» διέκοψε την ομιλία του και τον ρώτησε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο:
Eσείς, πάτερ, πού είστε τόσος πιστός και πνευματικός, μήπως μπορείτε να μας πείτε, ποια είναι η σχέση της Ορθοδοξίας με την αρχαία ρωσική ζωγραφική και αρχιτεκτονική, αν βέβαια υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους;

Οι  άλλοι  γέλασαν  χωρίς  συστολή. Ως  κι  ο  Αφσένκωφ, πού  άκουγε  από  μακριά  όσα  έλεγαν, άθελά  του  χαμογέλασε. Το  ερώτημα  του  καθηγητή  φάνηκε  σ’ όλους  άτοπο, αλλά  δεν  ήταν  παρά  χλευαστικό. Πώς  ν’ απαντήσει  αυτός  ο  απλοϊκός  και  αστοιχείωτος  παπαδάκος?

Ο  π. Αρσένιος  κοντοστάθηκε. Είδε  τά  χαμόγελα  και  κατάλαβε  τη  σημασία  τους.

  • Τώρα… τώρα  θα  έρθω, μόνο  να  τελειώσω  τη  δουλειά  μου, είπε  κι  έτρεξε  πιο  πέρα.
  • Το  παπαδάκι  δεν  είναι  και  τόσο  κουτό, γλύτωσε  το  ντρόπιασμα, σχολίασε  κάποιος.
  • Είναι  γεγονός  πώς  οι  Ρώσοι  παπάδες  ήταν  πάντα  αμαθείς  και  άξεστοι, δογμάτισε  ένας  άλλος.

Ο  «ψηλός»  συνέχισε  να  μιλάει  ακατάπαυστα, σαν  χείμαρρος.

Σε  δέκα  λεπτά  ο  π. Αρσένιος  επέστρεψε  και  τον  διέκοψε.

  • Τελείωσα  τη  δουλειά  μου. Μπορείτε, παρακαλώ, να  επαναλάβετε  το  ερώτημά  σας?

Ο  καθηγητής  τον  κοίταξε  με  ύφος  όλο  οίκτο  και  περιφρόνηση, έτσι  όπως  θα  κοίταζε  τον  πιο  ηλίθιο  φοιτητή  του.

  • Το  ερώτημα, μπάτουσκα, είναι  απλό  αλλά  ενδιαφέρον. Εσείς, ως  εκπρόσωπος  του  ρωσικού  ιερατείου, τι  θα  είχατε  να  πείτε  για  την  επίδραση  της  Ορθοδοξίας  στις  εικαστικές  τέχνες  της  αρχαίας  Ρωσίας? Θα  έχετε  ακούσει  ίσως  για  τους  θησαυρούς  του  Σουζντάλ, του  Ροστώβ, του  Περεγιασλάβλ, της  μονής  Θεραπόντωφ…, καθώς  επίσης  και  για  τις  εικόνες  της  Παναγίας  του  Βλαντιμίρ  και  της  Αγίας  Τριάδος  του  Ρουμπλιώφ. Μπορεί  και  να  τις  γνωρίζετε  από  αντίγραφα. Έ, λοιπόν, πέστε  μας  τις  σκέψεις  σας  για  όλ’ αυτά…

Έτσι μιλούν και νουθετούν οι πραγματικοί ποιμένες αλλάζοντας και τις πιο σκληρές ψυχές.

Αφιερώνεται και σε κάποιους κληρικούς που βιάζονται να κατηγορούν τον λαό για εκκοσμίκευση, τους εαυτούς τους όμως τους έχουν στο απυρόβλητο

«Εμείς φταίμε! Τι μπορούσε να πάρει ο λαός από τέτοιους ρασοφόρους, από τέτοιους δήθεν εκπροσώπους του Θεού;»  π. Αρσένιος ο κατάδικος ΖΕΚ – 18376


Ο π. Αρσένιος (1894-1975), ήταν Ρώσος Ιερομόναχος, ο οποίος έζησε για πολλά χρόνια φυλακισμένος στην κόλαση των σταλινικών στρατοπέδων. Ο χαρισματούχος και πολύπαθος αυτός στάρετς του 20ου αι. σήκωσε παρόλα αυτά χριστομίμητα τον προσωπικό του σταυρό, σκόρπισε γύρω του την παρηγοριά, κήρυξε έμπρακτα το μεγαλείο της αγάπης, επέδειξε με θαύματα την ακαταμάχητη δύναμη των προσευχών και έφερε κοντά στον Κύριο αναρίθμητες ψυχές, δίνοντας ένα συγκλονιστικό παράδειγμα μαρτυρίου και μαρτυρίας της πίστεως.

Τότε ένας άλλος από τους συγκεντρωμένους, βλέποντας τον π. Αρσένιο να κάθεται στο κρεβάτι του, φώναξε;

– Έ, Πέτρε Άντρέγιεβιτς! Πες μας τη γνώμη σου για τη σχέση εξουσίας και Εκκλησίας…Όλοι περίμεναν πώς ο παππούλης θα ήταν καταπέλτης για τη σοβιετική εξουσία· 

Μετά από μικρή σιωπή, ο π. Αρσένιος είπε ήρεμα:

-Πολύ έντονη αντίθεση έχει δημιουργηθεί ανάμεσά σας. Έντονη και μισάδελφη. Είναι δύσκολη, βαρειά, αφόρητη η ζωή μέσα στο στρατόπεδο. Γνωρίζουμε που θα καταλήξουμε. Γι’ αυτό έχουμε γίνει τόσο σκληροί. Όλα μπορούμε, αν θέλουμε, να τα εξηγήσουμε και να τα δικαιολογήσουμε. Σε καμιά περίπτωση δεν έχουμε το δικαίωμα να κακοποιούμε και να σφάζουμε.

“Σας άκουσα να κατηγορείτε την εξουσία, το σύστημα, τους ανθρώπους. Κι εμένα με κουβαλήσατε εδώ μόνο και μόνο για να βρείτε έναν σύμμαχο, πού θα σας βοηθήσει να ενοχοποιήσετε την άλλη πλευρά. Λέτε, λοιπόν, πώς ο κομμουνισμός γκρέμισε εκκλησίες, φυλάκισε πιστούς, πολέμησε την Εκκλησία. Ναι, έτσι είναι. Ας εξετάσουμε όμως τα πράγματα συνολικότερα και βαθύτερα. Ας ανατρέξουμε σε όσα προηγήθηκαν. Πολύ πρωτύτερα ο λαός μας είχε χάσει την πίστη του, είχε περιφρονήσει την παράδοσή του, είχε λησμονήσει την ιστορία του, είχε αρνηθεί τα ιερά και τα όσιά του. Ποιος φταίει γιαυτό; Η τωρινή εξουσία; Εμείς φταίμε! Και τώρα θερίζουμε ό,τι σπείραμε…

Ο Πατήρ Αρσένιος σε Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης

Ο πατήρ Αρσένιος κατά τη σύλληψή του από σοβιετικό καθεστώς.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Οι μπότες

Αναμνήσεις του κρατουμένου Αντρεσένκο, γραμμένες το 1966 για τον Ρώσσο Ιερομόναχο π. Αρσένιο (1894-1975) κατά την διάρκεια της φυλάκισης τους σε Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης.

Έμενα στο θάλαμο του π. Αρσενίου, αλλά δεν είχα επαφές μαζί του. Η ευκαιρία να γνωρίσω το μεγαλείο της ψυχής του μου δόθηκε το 1954. Και η αιτία ήταν… ένα ζευγάρι παλιές τσόχινες μπότες!

Θα πάρω όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Μόλις είχε μπει ο χειμώνας, χειμώνας βαρύς και άγριος. Την εποχή αυτή τα πόδια χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα. Πρέπει να είναι στεγνά και ζεστά, αλλιώς ξεπαγιάζουν, πρήζονται και τελικά νεκρώνονται.

Όταν γυρίζαμε από τη δουλειά, τα πόδια μας ήταν παγωμένα και πονούσαν αφόρητα. Οι μπότες μούσκεμα. Πώς όμως να τις στεγνώσεις; Δίπλα στις ξυλόσομπες έβαζαν τις μπότες τους κάθε βράδυ οι εγκληματίες. Πού χώρος για τις δικές μας. Μόνο [αργά] τη νύχτα μπορούσαμε να τις στεγνώσουμε, αλλά τότε, χωρίς αμφιβολία, θα έκαναν… φτερά.

Έτσι έμεναν σχεδόν πάντα βρεγμένες.

Μια μέρα, την ώρα της δουλειάς τα πόδια μου χώθηκαν μέσα σ’ ένα ρυάκι. Μέχρι το βράδυ πάγωσαν εντελώς. Οι φτέρνες κόλλησαν στις μπότες. Τα πέλματα με πονούσαν φρικτά.

Σύρθηκα ως την παράγκα. Δεν είχα κουράγιο να πάω για φαγητό. Έπεσα στο κρεβάτι βογγώντας.
«Σήμερα-αύριο ψοφάω», συλλογίστηκα ανατριχιάζοντας, πριν βυθιστώ σ’ έναν εφιαλτικό λήθαργο.

Σε μια στιγμή, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, αισθάνομαι ότι κάποιος προσπαθεί να μου βγάλει τις μπότες.

Συντριπτική διήγηση ἐξομολογήσεως

 




Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ π. Ἀρσένιος»ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωποῦ, 1998, σελ. 112-123.

 
.  Ἡ ἐπιθεώρηση τελείωσε. Οἱ κρατούμενοι ὡδηγήθηκαν μὲ φωνὲς καὶ βία πίσω στοὺς θαλάμους τους, ὁ καθένας μὲ τὸν ἀριθμό του, καὶ ἡ πόρτα κλειδώθηκε. Πρὶν κοιμηθοῦν, μποροῦσαν νὰ κουβεντιάσουν γιὰ λίγο, ν’ ἀνταλλάξουν ἐντυπώσεις τους ἀπὸ τὸ στρατόπεδο, νὰ ποῦν τὰ νέα τῆς ἡμέρας, νὰ νικήσουν κάποιον στὸ ντόμινο ἢ νὰ ξαπλώσουν στὶς σανίδες τῆς κουκέτας τους ἢ ἁπλὰ ν’ ἀναπολήσουν τὰ περασμένα. Δυό ὧρες ἀργότερα ἀκούγονταν ἀκόμα κάποιες σκόρπιες κουβέντες κι αὐτὲς ὅμως σιγὰ-σιγὰ ὑποχωροῦσαν. Ἡ σιωπὴ κυριαρχοῦσε, καθὼς οἱ κρατούμενοι παραδίνονταν στὸν ὕπνο.
 
. Γιὰ πολλὴ ὥρα μετὰ τὸ κλείσιμο τῆς παράγκας ὁ π. Ἀρσένιος στεκόταν πλάι στὸ κρεβάτι του καὶ προσευχόταν. Ὕστερα ξάπλωνε κι αὐτός, συνεχίζοντας τὴν προσευχὴ ὥσπου ν᾽ ἀποκοιμηθεῖ.
 
. Κάποια νύχτα, μιὰ ὥρα περίπου μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ἔνιωσε κάποιον νὰ τὸν σκουντάει. Πετάχτηκε πάνω καί ἄκουσε μία ταραγμένη φωνή νά τοῦ ψιθυρίζει:-Ἔλα γρήγορα! Ὁ διπλανός μου πεθαίνει καί σέ ζητάει!
 
. Ὁ ἑτοιμοθάνατος βρισκόταν στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἦταν ξαπλωμένος ἀνάσκελα. Ἀνάσαινε βαριὰ καὶ ἀκανόνιστα. Τὰ μάτια του ἦταν ἀνοιχτὰ διάπλατα, ἀφύσικα.
 
-Συγχωρέστε με… Σᾶς χρειάζομαι… Φεύγω…, εἶπε στὸν π. Ἀρσένιο, καὶ πρόσθεσε σχεδὸν προστακτικά:
 
-Καθῆστε.