Συντριπτική διήγηση ἐξομολογήσεως

 




Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ π. Ἀρσένιος»ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωποῦ, 1998, σελ. 112-123.

 
.  Ἡ ἐπιθεώρηση τελείωσε. Οἱ κρατούμενοι ὡδηγήθηκαν μὲ φωνὲς καὶ βία πίσω στοὺς θαλάμους τους, ὁ καθένας μὲ τὸν ἀριθμό του, καὶ ἡ πόρτα κλειδώθηκε. Πρὶν κοιμηθοῦν, μποροῦσαν νὰ κουβεντιάσουν γιὰ λίγο, ν’ ἀνταλλάξουν ἐντυπώσεις τους ἀπὸ τὸ στρατόπεδο, νὰ ποῦν τὰ νέα τῆς ἡμέρας, νὰ νικήσουν κάποιον στὸ ντόμινο ἢ νὰ ξαπλώσουν στὶς σανίδες τῆς κουκέτας τους ἢ ἁπλὰ ν’ ἀναπολήσουν τὰ περασμένα. Δυό ὧρες ἀργότερα ἀκούγονταν ἀκόμα κάποιες σκόρπιες κουβέντες κι αὐτὲς ὅμως σιγὰ-σιγὰ ὑποχωροῦσαν. Ἡ σιωπὴ κυριαρχοῦσε, καθὼς οἱ κρατούμενοι παραδίνονταν στὸν ὕπνο.
 
. Γιὰ πολλὴ ὥρα μετὰ τὸ κλείσιμο τῆς παράγκας ὁ π. Ἀρσένιος στεκόταν πλάι στὸ κρεβάτι του καὶ προσευχόταν. Ὕστερα ξάπλωνε κι αὐτός, συνεχίζοντας τὴν προσευχὴ ὥσπου ν᾽ ἀποκοιμηθεῖ.
 
. Κάποια νύχτα, μιὰ ὥρα περίπου μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ἔνιωσε κάποιον νὰ τὸν σκουντάει. Πετάχτηκε πάνω καί ἄκουσε μία ταραγμένη φωνή νά τοῦ ψιθυρίζει:-Ἔλα γρήγορα! Ὁ διπλανός μου πεθαίνει καί σέ ζητάει!
 
. Ὁ ἑτοιμοθάνατος βρισκόταν στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἦταν ξαπλωμένος ἀνάσκελα. Ἀνάσαινε βαριὰ καὶ ἀκανόνιστα. Τὰ μάτια του ἦταν ἀνοιχτὰ διάπλατα, ἀφύσικα.
 
-Συγχωρέστε με… Σᾶς χρειάζομαι… Φεύγω…, εἶπε στὸν π. Ἀρσένιο, καὶ πρόσθεσε σχεδὸν προστακτικά:
 
-Καθῆστε.
 
. Ὁ π. Ἀρσένιος κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ. Τὸ λιγοστὸ φῶς ἔκανε νὰ λαμποκοποῦν σὰν διαμάντια οἱ χοντρὲς σταγόνες τοῦ ἱδρώτα, ποὺ κάλυπταν τὸ χλωμὸ πρόσωπο τοῦ ἑτοιμοθάνατου. Τὰ μαλλιά του ἦταν κολλημένα καὶ τὰ χείλη του σφιγμένα ἀπὸ τὸν πόνο. Παρ’ ὅλη τὴν ἐξάντληση καὶ τὴ νεκρική του χλωμάδα, τὰ ὀρθάνοιχτα μάτια του, ποὺ κοίταζαν τὸν π. Ἀρσένιο σὰν δύο ἀναμμένες δάδες, φανέρωναν ὅλη τὴν προηγούμενη βιοτή του.
 
. Πέθαινε. Ἔφευγε ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ βασανισμένος καὶ κουρασμένος. Πρὶν φύγει ὅμως, ἤθελε νὰ δώσει λόγο στὸν Θεὸ γιὰ ὅλα.
 
-Ἐξομολογῆστε με. Δῶστε μου ἄφεση ἁμαρτιῶν. Εἶμαι μοναχὸς μὲ μυστικὴ κουρά.
 
. Οἱ διπλανοί του κρατούμενοι, βλέποντας ὅτι ἔφτανε τὸ τέλος του, σηκώθηκαν ἀπ’ τὰ κρεβάτια τους καὶ πῆγαν νὰ κοιμηθοῦν ἀλλοῦ. Ἀκόμα καὶ σ’ ἕναν θάλαμο στρατοπέδου ὁ ἑτοιμοθάνατος εἶχε δικαίωμα συγκαταβατικότητας καὶ συμπάθειας.
 
. Ὁ π. Ἀρσένιος ἔσκυψε πάνω ἀπ’ τὸν μοναχὸ καὶ ἔσιαξε τὴν τριμμένη κουβέρτα ποὺ τὸν μισοσκέπαζε. Ἀκούμπησε τὸ δεξί του χέρι πάνω στὸ κεφάλι μὲ τὰ κολλημένα κοντὰ μαλλιὰ καὶ εἶπε ψιθυριστὰ τὶς εὐχές. Συγκεντρώνοντας ὅλη του τὴν προσοχή, ἑτοιμάστηκε ν’ ἀκούσει τὴν ἐξομολόγηση.
 
-Ἡ καρδιά μου δὲν ἀντέχει ἄλλο…, ψέλλισε μὲ δυσκολία ὁ ἑτοιμοθάνατος. Καὶ λέγοντας τὸ μοναχικό του ὄνομα, ἄρχισε νὰ ἐξομολογεῖται.
 
-Μιχαὴλ μὲ λένε…
 
. Σκύβοντας ἐπάνω του ὁ π. Ἀρσένιος καὶ πλησιάζοντας πολὺ κοντὰ στὸ πρόσωπό του, μόλις ποὺ τὸν ἄκουγε. Αὐθόρμητα τὸν κοίταζε μέσα στὰ μάτια. Κάπου-κάπου ὁ ψίθυρος σταματοῦσε καὶ ἀκουγόταν ἕνας βαθὺς ρόγχος ἀπὸ τὸ στῆθος του. Τότε ὁ Μιχαὴλ ἄνοιγε τὸ στόμα του καὶ ἅρπαζε λαίμαργα ἀέρα. Ἄλλοτε πάλι σώπαινε ἐντελῶς καὶ φαινόταν σὰν νεκρός. Τὰ μάτια του ὅμως συνέχιζαν νὰ ἔχουν ζωή. Μέσα σ’ ἐκεῖνα τὰ ἐκφραστικὰ μάτια ἀποτυπώνονταν ὅλα ὅσα ὁ ψίθυρος ἤθελε νὰ ἐκφράσει.
 
. Πολλοὺς εἶχε ἐξομολογήσει ὁ π. Ἀρσένιος λίγο πρὶν πεθάνουν, καὶ τέτοιες ἐξομολογήσεις εἶχαν πάντα κάτι τὸ συγκλονιστικό. Τώρα ὅμως, ἀκούγοντας τὴν ἐξομολόγηση τοῦ Μιχαήλ, διαπίστωνε ὁλοκάθαρα πὼς εἶχε μπροστά του ἕναν ἄνθρωπο ξεχωριστό, ποὺ εἶχε φτάσει σὲ μεγάλα ὕψη πνευματικῆς τελειώσεως. 
 
Πέθαινε ἕνας δίκαιος, ποὺ εἶχε ἀφιερώσει τὴν ζωή του στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο. Πέθαινε ἕνας δίκαιος, καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ἄρχισε νὰ συνειδητοποιεῖ πὼς ὁ ἴδιος, μολονότι ἱερέας, ἦταν μπροστά του τόσο μικρός, τόσο ἀσήμαντος. Ἦταν ἀνάξιος ἀκόμα καὶ νὰ φιλήσει τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ.
. Ὁ ψίθυρός του σταματοῦσε ὅλο καὶ πιὸ συχνά, ἀλλὰ τὰ μάτια του ἔλαμπαν πάντα, συμπληρώνοντας εὔγλωττα τὰ κενὰ τῶν λόγων του.
Στὴν ἐξομολόγησή του ὁ Μιχαὴλ δίκαζε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν δίκαζε αὐστηρά, ἀνελέητα. Μερικὲς φορὲς ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι ἔβλεπε κάποιον ἄλλον νὰ πεθαίνει, καὶ αὐτὸν ἀκριβῶς δίκαζε.
 
. Ὁ π. Ἀρσένιος, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἔβλεπε τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ σὰν ἕνα καράβι βαρυφορτωμένο μὲ ταλαιπωρίες καὶ θλίψεις, παλιὲς καὶ πρόσφατες, ἕνα καράβι ποὺ ἔφευγε πιὰ γιὰ τὴν μακρινὴ χώρα τῆς λησμοσύνης.
 
. Τώρα δὲν τοῦ ἔμενε παρὰ νὰ πετάξει ἔξω ὅλα τ’ ἄχρηστα, ἢ μᾶλλον νὰ τ’ ἀποθέσει στὰ χέρια τοῦ ἱερέα, πού, μὲ τὴν θεόσδοτη ἐξουσία του, θὰ τοῦ προσέφερε τὴν ἄφεση.
 
. Στὶς λίγες στιγμὲς ζωῆς ποὺ τοῦ ἀπέμεναν, ὁ μοναχὸς Μιχαὴλ ἔπρεπε νὰ τὰ παραδώσει ὅλα στὸν π. Ἀρσένιο, νὰ ὁμολογήσει τὰ σφάλματά του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀναγνωρίσει τὶς ἁμαρτίες του, κι ἔτσι, μὲ καθαρὴ τὴν συνείδηση, νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸ κριτήριο τοῦ Κυρίου.

. Ἕνας ἀκόμα κρατούμενος πέθαινε στὰ χέρια τοῦ π. Ἀρσενίου, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι στὸ παρελθόν. Αὐτὸς ὁ θάνατος ὅμως τὸν συγκλόνισε ὅσο κανένας ἄλλος. Μὲ δέος συνειδητοποίησε, ὅτι τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ τὸν ἀξίωσε νὰ ἐξομολογήσει ἕναν ἅγιο. Ὁ Κύριος τοῦ ἀποκάλυπτε ἕναν ἀνεκτίμητο θησαυρό Του, ἕναν θησαυρὸ ποὺ γιὰ πολὺ καιρὸ καὶ μὲ πολλὴ ἀγάπη καλλιεργοῦσε μυστικά, δείχνοντας σὲ ποιὲς κορυφὲς πνευματικῆς τελειότητας μπορεῖ νὰ φτάσει ὅποιος Τὸν ἀγαπάει ἀπεριόριστα, ὅποιος σηκώνει τὸν ζυγὸ καὶ τὸ φορτίο τοῦ Χριστοῦ, βαστάζοντάς τα ὣς τὸ τέλος.
 
. Ὅλ’ αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ἔβλεπε καὶ τὰ καταλάβαινε. Ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ἑτοιμοθάνατου μοναχοῦ του ἔδειχνε, πὼς ἕνας ἄνθρωπος μὲ βαθειὰ πίστη μπορεῖ νὰ μείνει κοντὰ στὸν Θεὸ ἀκόμα καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πιὸ ἀντίξοες περιστάσεις, ἀκόμα καὶ σὲ καιροὺς τόσο χαλεποὺς ὅσο καὶ οἱ δικοί τους, μὲ τοὺς ἐπαναστατικοὺς ἀναβρασμούς, τὴν σταλινικὴ προσωπολατρία, τὶς προβληματικὲς ἀνθρώπινες σχέσεις, τὴν ἐπίσημη κρατικὴ ἀθεΐα, τὸ γενικὸ ποδοπάτημα τῆς πίστεως, τὴν ἠθικὴ κατάπτωση, τὴν διαρκῆ ἀστυνόμευση καὶ τὶς καταδόσεις, τὴν ἔλλειψη πνευματικῶν ὁδηγῶν.
 
. Μήτε σὲ σκήτη μήτε σὲ μοναστήρι μακρινὸ συνάντησε ὁ Μιχαὴλ τὸν Θεό, ἄλλα μέσα στὴν τύρβη τῆς ζωῆς, στὴν λάσπη τοῦ κόσμου, στὴν σκληρὴ πάλη μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ κακοῦ. Συστηματικὴ πνευματικὴ καθοδήγηση δὲν εἶχε δεχτεῖ. Συμπτωματικὰ μόνο εἶχε συναντήσει τρεῖς-τέσσερις ἱερεῖς καὶ εἶχε μιλήσει μαζί τους γιὰ πνευματικὰ θέματα. Γιὰ ἕνα χρόνο ἐπίσης εἶχε στενὴ καὶ εὐφρόσυνη ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπο Θεόδωρο, ποὺ τὸν ἔκειρε μοναχό. Ἀκολούθησαν δύο-τρία σύντομα γράμματα τοῦ καλοῦ ἐκείνου ἐπισκόπου. Κι ὕστερα δὲν ἀπόμεινε στὸν Μιχαὴλ παρὰ μόνο ὁ φλογερός, ὁ ἀπερίγραπτος πόθος του νὰ πλησιάζει ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ στὸν Κύριο.
 
–Ἀκολούθησα ἆραγε τὸν δρόμο τῆς πίστεως; Πορευόμουνα σωστὰ πρὸς τὸν Θεό; Ἢ μήπως λοξοδρόμησα; Δὲν ξέρω…, ἀναρωτήθηκε μὲ ἀγωνία.
 
. Ὁ π. Ἀρσένιος ὅμως ἔβλεπε, πὼς ὄχι μόνο δὲν εἶχε ξεφύγει ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἐπίσκοπος Θεόδωρος, ἀλλ’ ἀπεναντίας εἶχε προχωρήσει πολὺ σ’ αὐτὸν τὸν δρόμο, ξεπερνώντας καὶ τοὺς ὁδηγούς του.
 
. Ἡ ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ ἔμοιαζε μὲ πόλεμο, πόλεμο πολύχρονο γιὰ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ τελείωση μέσα στὴν μεγάλη θλίψη τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ ὁ π. Ἀρσένιος διαισθανόταν, ὅτι ὁ ἀγωνιστὴς μοναχὸς εἶχε νικήσει σ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο, ποὺ ἔκανε μόνος ἐνάντια στὸ πολύμορφο κακό. Ζώντας ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἀφοσιώθηκε στὴν ἐπιτέλεση καλῶν ἔργων στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Εἶχε κλείσει μέσα στὴν καρδιά του σὰν ἀναμμένη λαμπάδα τὰ ἀποστολικὰ λόγια: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ». (Γαλ. ϛ´ 2)

 Ὁ π. Ἀρσένιος συνειδητοποιοῦσε ὅλο τὸ πνευματικὸ μεγαλεῖο τοῦ Μιχαὴλ καὶ συνάμα συναισθανόταν τὴν δική του ἀναξιότητα. Μὲ θέρμη ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐνίσχυση, γιὰ ν’ ἀνακουφίσει τὸν μοναχὸ στὶς τελευταῖες του στιγμές.
.             Ὅταν πιὰ ὁ Μιχαὴλ εἶχε παραδώσει στὸν π. Ἀρσένιο, καὶ μέσῳ ἐκείνου στὸν Θεό, ὅλα ὅσα τὸν βάραιναν, κοίταξε ἐρωτηματικὰ τὸν ἱερέα, ποὺ πῆρε τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του. Κι ἐκεῖνος, τρέμοντας, ψέλλισε τὴν συγχωρητικὴ εὐχή. Μόλις τελείωσε, μὴ μπορώντας νὰ συγκρατηθεῖ ἄλλο, ξέσπασε σὲ λυγμούς.


–Σᾶς εὐχαριστῶ, εἶπε ὁ Μιχαήλ. Ἠρεμῆστε… Ἦρθε ἡ ὥρα ποὺ θέλησε ὁ Θεός… Νὰ προσεύχεσθε γιὰ μένα, ὅσο θὰ ζεῖτε σ’ αὐτὴ τὴν γῆ. Ἔχετε ἀκόμα πολὺ δρόμο μπροστά σας… Σᾶς παρακαλῶ, πάρτε τὸ κασκέτο μου. Ἐκεῖ μέσα, κάτω ἀπ’ τὸν ἀριθμό, ὑπάρχει ἕνα σημείωμα γιὰ δύο ἀνθρώπους μὲ μεγάλη ψυχὴ καὶ πίστη. Εἶναι γραμμένες καὶ οἱ διευθύνσεις τους. Ὅταν βρεῖτε τὴν ἐλευθερία σας, νὰ τοὺς τὸ πάτε. Σᾶς χρειάζονται καὶ τοὺς χρειάζεστε… Ράψτε πάλι τὸν ἀριθμὸ στὸ κασκέτο. Καὶ παρακαλέστε τὸν Κύριο γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ…
.               Σ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως, λὲς καὶ ἦταν μόνοι. Σὰν νὰ εἶχαν γίνει πολὺ μακρινὰ ὅλα -ὁ θάλαμος, οἱ κρατούμενοι, οἱ συνθῆκες καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ στρατοπέδου. Ἦταν καὶ οἱ δύο βυθισμένοι στὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, στὴν καρδιακὴ προσευχὴ καὶ στὴν ἡσυχία τῆς ἐσωτερικῆς μονώσεως, ποὺ τοὺς ἔφερνε νοερὰ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ὅ,τι τοὺς βασάνιζε, ὅ,τι τοὺς ἀνησυχοῦσε, ὅ,τι τοὺς κρατοῦσε δεμένους στὴν γῆ, εἶχε χαθεῖ. Ὑπῆρχε μόνο ὁ Θεός. Καὶ τώρα ὁ ἕνας πήγαινε νὰ Τὸν συναντήσει, ἐνῶ ὁ ἄλλος γινόταν μάρτυρας τοῦ μεγάλου μυστηρίου τοῦ θανάτου.
.               Ὁ Μιχαὴλ κρατώντας σφιχτὰ τὸ χέρι τοῦ π. Ἀρσενίου, προσευχόταν. Καὶ προσευχόταν μὲ τόση αὐτοσυγκέντρωση, ὥστε εἶχε ἀποξενωθεῖ ἐντελῶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον. Ὁ π. Ἀρσένιος πάλι, ἀποδιώχνοντας κάθε ἄλλο λογισμό, τὸν ἀκολουθοῦσε μὲ ὑπομονὴ καὶ εὐλάβεια στὴν προσευχή του.
.               Καὶ νά! Ἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς «ἐξόδου». Τὰ μάτια τοῦ ἑτοιμαθάνατου φωτίστηκαν ἀπὸ μία ἤρεμη ἔκσταση. Μὲ φωνὴ ποὺ μόλις ἀκούγονταν, ψιθύρισε: «Μὴ ἀπορρίψῃς με Κύριε»…
.               Ἀνασηκώθηκε στὸ κρεβάτι, ἅπλωσε μπροστὰ τὰ χέρια καὶ εἶπε δυνατά: «Κύριε! Κύριε»!
.               Ἔκανε νὰ ἀνασηκωθεῖ περισσότερο, ἀλλ’ ἀμέσως ἔπεσε ἀνάσκελα κι ἔμεινε ἀκίνητος. Στὴν ὄψη του ζωγραφίστηκε μιὰ εἰρηνικὴ ἔκφραση, ἐνῶ τὰ μάτια του, λαμπερὰ κι ἐκστατικὰ ἀκόμα, κοίταζαν ψηλά. Ἡ ψυχή του εἶχε ἐγκαταλείψει τὸ σῶμα.
.            Συγκλονισμένος ὁ π. Ἀρσένιος, ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται, νὰ προσεύχεται ὄχι ἱκετευτικά, γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ, ἀλλὰ δοξολογικὰ καὶ εὐχαριστιακά, γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο ποὺ τοῦ ἔκανε τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ: Νὰ παρευρεθεῖ στὸ πιὸ φοβερὸ καὶ πιὸ ἀκατάληπτο μυστήριο- τὸν θάνατο ἑνὸς δικαίου!
.            Σηκώθηκε κι ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸν νεκρό. Εἶδε τὸ φῶς τῶν ἀνοιχτῶν ματιῶν του νὰ σβήνει σιγὰ-σιγὰ καὶ νὰ δίνει τὴν θέση του σὲ μιὰν ἀμυδρὴ καταχνιά. Τὰ βλέφαρα ἔκλεισαν ἀργά. Τὸ πρόσωπο καλύφθηκε ἀπὸ μιὰ σκιά, ποὺ τὸ ἔκανε ἐπιβλητικό, ἱλαρὸ καὶ γαλήνιο.
.               Σκυμμένος πάνω ἀπὸ τὸ λείψανο ὁ π. Ἀρσένιος προσευχόταν. Μολονότι εἶχε γίνει μάρτυρας τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ μοναχοῦ, δὲν ἔνιωθε λύπη. Ἀπεναντίας, τὸν πλημμύριζαν ἡ εἰρήνη καὶ ἡ χαρά. Εἶχε γνωρίσει ἕναν δίκαιο. Εἶχε γνωρίσει τὸ ἔλεος καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Πηγή

«Πᾶνος»