Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βυζαντινή μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βυζαντινή μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ξενομανία μας

Φώτης Κόντογλου

Η ΞΕΝΟΜΑΝΙΑ ΜΑΣ

   Από τα άρθρα που έγραψα τελευταία για την παράδοση και για την εκκλησιαστική μουσική, έ­γινε κάποια αναταραχή στα πνεύματα, όπως κάθε φο­ρά που γράφουνται κάποια παρόμοια πράγματα. Άλλοι δυσαρεστηθήκανε κι άλλοι ευχαριστηθήκανε. 

Δυσαρεστηθήκανε όσοι θέλουνε τους νεωτερισμούς, κινη­μένοι από την μανία να φαίνονται προοδευτικοί και μοντέρνοι. Αυτοί θυμώνουνε σαν ακούνε τέτοια πράγ­ματα που γράφω. «Τί θα πει παράδοση και βυζαντινή μουσική, στην εποχή που βρισκόμαστε; Σκουριασμέ­νες ιδέες! Καθυστερημένα μυαλά!». Κάποιοι μάλιστα με βρίζουνε. Εγώ το έχω πάρει απόφαση. Βέβαια στεναχωριέμαι, που βλέπω ομοεθνείς μας να μην χωνεύουνε τα ελληνικά πράγματα, επειδή η ματαιοδοξία τους είναι πιο δυνατή από την αγάπη που έχουνε για τον τόπο τους, αλλά τί να απαντήσω στις βρισιές τους; «Άφες αυτοίς, Πάτερ, ότι εμίσησάν με δωρεάν».

Η ξενομανία είναι θαρρώ κι αυτή μια αρρώστεια. Αυτοί οι δυστυχισμένοι είναι σαν τα μικρά παιδιά, που τους αρέσει το ξένο ψωμί και το ξένο φαγητό, κι ας είναι το δικό τους καλύτερο. Δεν πας να τους λες πως ξεγελούν τον εαυτό τους και πως θρέφουνται με ψευτιές! Τους φαίνεται πως με τα λόγια σου τους προσβάλλεις, πως τους βγάζεις τα παράσημα του μοντερνισμού, πως τους κατεβάζεις από κει που τους ανέβασε η περηφάνεια τους κι η περιφρόνηση για την δική μας παράδο­ση.

Τη μουσική μας την περιφρονούνε γιατί είναι, κατά τη γνώμη τους, πρωτόγονη, βάρβαρη και παλιωμένη, μ’ έναν λόγο «βλάχικη», ανάξια για ανθρώπους που ζούνε «στην εποχή των μεγάλων κατακτήσεων της επιστήμης». Εμείς, οι αμόρφωτοι κ’ οι καθυστερημέ­νοι, ζαρώνουμε μπροστά σ’ αυτούς τους βαθυστόχα­στους Έλληνες, που πίνουνε το μουσικό νέκταρ της εποχής μας, καμωμένο από λογιών-λογιών βιδάνια, από τις νερουλιασμένες καντάδες και τις βαρκαρόλες (που ακούγονται σε πολλές εκκλησίες όπου λέγονται εκκλησιές ελληνικές κι ορθόδοξες), ως τα ουρλιάσμα­τα των αραπάδων, των Μεξικάνων και τα κακομοιρια­σμένα κι ανούσια τραγούδια των νοτιαμερικάνων. Με τέτοια μουσικά νεροβράσματα κι αποφάγια θέλουνε να θρέφουνται αυτοί οι λεγόμενοι Έλληνες, που κληρονομήσανε τον τόπο που γεννήθηκε ο Τέρπανδρος κι ο Αρίωνας, δηλ. οι αρχαιότερες ρίζες της μουσικής στον κόσμο.

Οι φαντασμένοι που δεν θέλουνε τη βυζαντινή μου­σική, την κατηγορούνε, κοντά στ’ άλλα, γιατί τάχα είναι ένρινη. Τους φταίει η μύτη, μόνο και μόνο επειδή αυτή η μύτη είναι ελληνική. Γιατί, στα γαλλικά τρα­γούδια που τραγουδιούνται με τη μύτη, όχι μοναχά δεν τους πειράζει το ένρινο, αλλά και τους ενθουσιάζει. Εκείνη η μύτη, βλέπεις, είναι γαλλική μύτη! Αλλά, αυτοί οι ξενομανιακοί, ας μάθουνε πως κ’ οι αρχαίοι Έλληνες μιλούσανε με τη μύτη, όπως γράφει ο Διονύ­σιος ο Αλικαρνασεύς κι άλλοι ιστορικοί. Μα, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα!

Η βυζαντινή μουσική είναι σε πολλά, συνέχεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής που διαδόθηκε στην Α­σία με τον Μέγ’ Αλέξαντρο. Αυτή τη μουσική πήρα­νε οι φυλές της Ανατολής, οι Μικρασιάτες, οι Σύροι, οι Πέρσες, και προ πάντων οι Άραβες, κι απ’ αυτούς την πήρανε οι Τούρκοι, που την παραλλάξανε αναλό­γως τη φυλή τους, και γι’ αυτό κάποιοι προκομμένοι από τους φραγκεμένους Έλληνες τη λένε τούρκικη. Η βυζαντινή μουσική είναι η μουσική που έχει ιερότητα και αγιωσύνη και γι’ αυτό μ’ αυτή μπορεί να προσευχηθεί ο Χριστιανός. Το αίσθημα που νοιώθει όποιος είναι σε θέση να την καταλάβει λέγεται κατά­νυξη. Η βυζαντινή μουσική δίνει τόνο και δυνατόν παλμό στη γλώσσα΄ οι λέξεις μ’ αυτή παίρνουνε την πιο δυνατή έκφρασή τους. Η μουσική αυτή είναι το φυσικό ντύσιμό τους.

Γέρων Ισαάκ – Δοξαστικό των Αίνων της Ε΄ Κυριακής των Νηστειών «Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ…»

Ψάλλει ο παπά Ισαάκ Λιβανέζος (Ατάλλα) Πνευματικό τέκνο και βιογράφος του Όσιου Παϊσιου του Αγιορείτη.

“Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ ἄσκησις, σὺν ἁγιασμῷ· ὅθεν οὐδὲ πλούσιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ, ἀλλ᾽ ὅσοι τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν ἐν χερσὶ πενήτων ἀποτίθενται.

Ταῦτα καὶ Δαυῒδ ὁ Προφήτης διδάσκει λέγων· Δίκαιος ἀνὴρ ὁ ἐλεῶν ὅλην τὴν ἡμέραν, ὁ κατατρυφῶν τοῦ Κυρίου καὶ τῷ φωτὶ περιπατῶν, ὃς οὐ μὴ προσκόψῃ· ταῦτα δὲ πάντα, πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν γέγραπται, ὅπως νηστεύοντες, χρηστότητα ποιήσωμεν· καὶ δῴη ἡμῖν Κύριος, ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια.”

Πηγή

Θρησκευτική τελετουργία και μουσικά όργανα μέσα στον ορθόδοξο ναό



Είναι γνωστό ότι η οργανική συνοδεία των θρησκευτικών ύμνων ήταν επιτρεπτή και παραδεκτή τόσο στους ειδωλολατρικούς λαούς της αρχαιότητας, όσο και στους Εβραίους, με κορύφωση, στους τελευταίους, την εποχή του προφητάνακτα Δαβίδ και του σοφού Σολομώντα, όπου το “αινείτε τόν θεόν εν ηχω σαλπιγγος… εν ψαλτηρίω και κιθάρα…εν τυμπάνω και χορώ…εν χορδαίς και οργάνω… (ψαλμ. 150) βρίσκει την τέλεια και ολοκληρωμένη εφαρμογή του.
Όμως, η ενόργανη μουσική των Εβραίων, που ήταν σε χρήση μέσα στο Ναό για να συνοδεύει αποκλειστικά και μόνο τη φωνητική υμνωδία, τελικά καταργήθηκε ή καλύτερα περιορίστηκε, μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας (587 π.Χ.), μόνο στο Keren (κέρας, σάλπιγξ).
Στους πρώτους χρόνους της χριστιανικής εκκλησίας, η εκκλησιαστική μουσική ήταν καθαρά φωνητική, όχι μόνο γιατί ο φόβος του διωγμού από τους ειδωλολάτρες πολιτικούς άρχοντες ανάγκαζε τους πρώτους χριστιανούς να κρύβονται σε ερημικά μέρη και εκεί, χωρίς δυνατούς ήχους που θα πρόδιδαν τον τόπο της σύναξης, να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, αλλά και γιατί ο φανατικός εξοστρακισμός, από την πλευρά των χριστιανών, κάθε ειδωλολατρικής εκδήλωσης αποκλείει τη χρήση οργάνων που αναμφισβήτητα θύμιζαν ειδωλολατρικές εορτές και θεατρικές παραστάσεις.

Άσπιλε Αμόλυντε (Ὕμνος πρός τήν Παναγία)

               


Ψάλλει ο Θεόφραστος Α. Βογιατζής καθηγητής Βυζαντινής Μουσικής.
Ένας σπάνιος ύμνος ανωνύμου υμνογράφου προς την Μητέρα Παναγία μας ο οποίος δεν βρίσκετε σε λειτουργική χρήση. Κάθε στροφή (ωδή) ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα. 
Εδώ ένα μικρό απόσπασμα.

 Προς το «Ησαΐα χόρευε» Ἦχος Πλ α' 

Ἄσπιλε ἀμόλυντε Παναγία Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, προσφέρειν σοι ὠδάς πόθου ἐκ ψυχῆς, ἠρξάμην Πανάμωμε, ἐκλιπαρῶν δός μοι τήν ἰσχύν ἵν’ ἐπαξίως σε, ἀνυμνήσω Παναγία μου. 

Βέλη κατετρώθη μου τῆς ἀγάπης πόθω ἡ ψυχή, καί ἔδραμεν Ἁγνή, ὡς ἀσματική νεάνις ὀπίσω σου, παρακαλῶ φάνηθι καμοί καί τάς ἀγκάλας σου, ἄνοιξόν μοι Παναγία μου.

 Γνούς τήν εὐσπλαχνίαν σου, καί τό ἄμετρον τῶν οἰκτιρμῶν, κατέφυγον εἰς σέ, τόν πανασφαλῆ λιμένα Πανάμωμε, τίς γάρ Ἁγνή θέλει ὥσπερ σύ τήν σωτηρίαν μου, ἥν καί δός μοι Παναγία μου. 

Δέσποινα Πανάμωμε μή ἀπώσῃ μου τούς στεναγμούς, βοήθει μοι Ἁγνή, ἵνα λυτρωθῶ κακῆς συνηθείας μου καί τῶν δεινῶν φαύλων ἐννοιῶν καί τῷ Νυμφίῳ μου, ἅρμοσόν με Παναγία μου. 

Ἔχεις ὡς Βασίλισσα ἐξουσίαν πᾶσαν καί ἰσχύν· οὐδέν ἀδυνατεῖ σου τῇ προσταγῇ, διό σοι προσπέφευγα, τοῦ πονηροῦ ρῦσαι μέ Ἁγνή, καί τῆς κολάσεως, λύτρωσέ με Παναγία μου.

«Ἔφθασε καιρός...»!

              


ΗΧΟΣ πλ β΄.
φθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ἡ κατὰ τῶν δαιμόνων νίκη, ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια, ἡ τῶν Ἀγγέλων εὐπρέπεια, ἡ πρὸς Θεὸν παρρησία· δι’ αὐτῆς γὰρ Μωϋσῆς, γέγονε τῷ Κτίστῃ συνόμιλος, καὶ φωνὴν ἀοράτως, ἐν ταῖς ἀκοαῖς ὑπεδέξατο· Κύριε, δι’ αὐτῆς ἀξίωσον καὶ ἡμᾶς, προσκυνῆσαί σου τὰ Πάθη καὶ τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν, ὡς φιλάνθρωπος.

Πεντηκοστάρια Ιδιόμελα Τριωδίου



Δόξα… Ἦχος πλ. δ’ Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοὶ πύλας Ζωοδότα, ὀρθρίζει γὰρ τὸ πνεύμά μου, πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου, ναὸν φέρον τοῦ σώματος, ὅλον ἐσπιλωμένον, ἀλλ\’ ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάγχνω σου ἐλέει. Καὶ νύν… Θεοτοκίοv. Ἦχος ὁ αὐτὸς Τῆς σωτηρίας εὔθυνόν μοὶ τρίβους, Θεοτόκε, αἰσχραῖς γὰρ κατερρύπωσα, τὴν ψυχὴν ἁμαρτίαις, ὡς ῥαθύμως τὸν βίον μου, ὅλον ἐκδαπανήσας, ταὶς σαὶς πρεσβείαις ῥύσαί με, πάσης ἀκαθαρσίας.
Στίχ. Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἐλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημα μου.
Ἦχος πλ. β’ Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοὶ δεινῶν, ἐννοῶν ὁ τάλας, τρέμω τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως, ἀλλὰ θαρρῶν εἰς τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας σου, ὡς ὁ Δαυὶδ βοῶ σοί. Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.
 
 

Πολλάκις τήν υμνωδίαν εκτελών, ευρέθην τήν αμαρτίαν εκπληρών....

Από τα κατανυκτικά Απόστιχα τών Αίνων του γ’ ήχου

Πολλάκις τήν υμνωδίαν εκτελών, ευρέθην τήν αμαρτίαν εκπληρών, τή μέν γλώττη άσματα φθεγγόμενος, τή δέ ψυχή άτοπα λογιζόμενος, αλλ’ εκάτερα διόρθωσον, Χριστέ ο Θεός, διά τής μετανοίας, καί σώσόν με.

Η Παγκόσμιος Ύψωσις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού:

Δοξαστικόν Αίνων εορτής, μέλος Π. Φιλανθίδου, Ήχος πλ. Β΄ – Aπολυτίκιον εορτής, αργόν μέλος, Ήχος A΄

Δοξαστικόν Αίνων εορτής, μέλος Π. Φιλανθίδου, Ήχος πλ. Β΄- Ψάλλει η αδελφότης των Δανιηλαίων Πατέρων.

Η εορτή της Ινδίκτου

Η εορτή της Ινδίκτου στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Μελοποιία

            

Απόσπασμα από την διπλωματική εργασία Δημητρίου Λυκ. Κολλίντζα σελ. 28-35, Χανιά 2018

Τι είναι η ίνδικτος;

Σχετικά με την καθιέρωση της εορτής της Ινδίκτου, αναφέρονται στο Μέγα Ωρολόγιον τα εξής: Οι της Ρώμης Αυτοκράτορες, προς διατήρησιν των στρατευμάτων, διέτασσον δια θεσπίσματος εις τους εαυτών υπηκόους, φόρον τινά γενικόν κατά πάσας επαρχίαν, ούτινος η πληρωμή εγίνετο κατ’ ενιαυτόν, επαναλαμβανομένου του αυτού θεσπίσματος εις διάστημα ετών 15.....Το δε αυτοκρατορικόν θέσπισμα, δι’ ου ο φόρος ούτος διετάσσετο ολίγον τι προ του χειμώνος, ωνομάζετο Indictio, ο εστιν ορισμός, η διάγγελμα περί του φόρου, όπερ εξελληνίσαντες εις το Ινδικτιών οι βασιλείς της Κωνσταντινουπόλεως, διετήρησαν αυτήν, ει και αντ’ αυτής ενίοτε μετεχειρίζοντο την Επινέμησιν, σημαίνουσαν διανομήν...1

Η λέξη Ίνδικτος η Ινδικτιών προέρχεται από τη λατινική λέξη Indictioindictio-onis, που σημαίνει διάγγελμα, εξαγγελία, ορισμός. Ως όρος προέρχεται από την θέσπιση, από μέρους των Ρωμαίων και για διάστημα δεκαπέντε ετών, το ύψος του ετήσιου φόρου επί της γεωργικής παραγωγής. Ο φόρος αυτός είχε θεσπιστεί για τη συντήρηση του ρωμαϊκού στρατού. Κατ’ επέκταση η ίνδικτος είναι περίοδος 15ετης και χρησιμοποιείται για τη χρονολόγηση εγγράφων ή και γεγονότων. Η χρήση της Ινδίκτου άρχισε, πιθανόν, επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού, αλλά με διάρκεια 5 έτη. Κατ’ επέκτασιν καθιερώθηκε να ονομάζονται ινδικτιώνες και οι δεκαπενταετείς αυτοί κύκλοι που άρχισαν επί Καίσαρος Αυγούστου, τρία χρόνια πριν από την γέννηση του Χριστού 2. Για πρώτη φορά Ινδικτιών με διάρκεια 15 ετών αρχίζει το 312 μ.Χ. επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και διαρκούσε τόσο διότι 15 έτη διαρκούσε και η στρατιωτική θητεία στον ρωμαϊκό στρατό.

Μ. Τρίτη αίνοι

Στιχηρόν Ιδιόμελον Αίνων Μ. Τρίτης, Εν ταις λαμπρότησι των Αγίων σου, Ήχος Α΄

Ι.Μ Βατοπαιδίου: Απόστιχον Ιδιόμελον Όρθρου Μ. Τρίτης, Δεύτε πιστοί, επεργασώμεθα, Ήχος πλ. Β΄

Στιχηρόν Ιδιόμελον Αίνων Μ. Τρίτης, Εν ταις λαμπρότησι των Αγίων σου, Ήχος Α΄- Ψάλλουν Βατοπαιδινοί Πατέρες.

Απόστιχον Ιδιόμελον Όρθρου Μ. Τρίτης, Δεύτε πιστοί, επεργασώμεθα, Ήχος πλ. Β΄- Ψάλλουν Βατοπαιδινοί Πατέρες.

Πηγή

Όρθρος Μ. Δευτέρας: Iδού ο Νυμφίος έρχεται, Ήχος πλ. Δ΄- Αργόν Κάθισμα, Των παθών του Κυρίου, Ήχος πλ. Δ΄

 

«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται…», σύντομον μέλος, Ήχος πλ. Δ΄ – Ψάλλουν Βατοπαιδινοί Πατέρες.

Αργόν Κάθισμα Όρθρου Μ. Δευτέρας, Των παθών του Κυρίου, Ήχος πλ. Δ΄- Ψάλλουν Δοχειαρίτες Πατέρες.

Δοξαστικό Αίνων Κυριακής του Ασώτου

                                         

«Πάτερ αγαθέ, εμακρύνθην από σού μή εγκαταλίπης με, μηδέ αχρείον δείξης τής βασιλείας σου, ο εχθρός ο παμπόνηρος εγύμνωσέ με, καί ήρέ μου τόν πλούτον, τής ψυχής τά χαρίσματα ασώτως διεσκόρπισα, αναστάς ούν, επιστρέψας πρός σέ εκβοώ. Ποίησόν με ως ένα τών μισθίων σου, ο δι' εμέ εν Σταυρώ τάς αχράντους σου χείρας απλώσας, ίνα τού δεινού θηρός αφαρπάσης με, καί τήν πρώτην καταστολήν επενδύσης με, ως μόνος πολυέλεος».

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ



ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
(κατεβάστε το για το αρχείο σας)

                        

Αίνοι: Καλούνται οι ψαλμοί ρμη' (148), ρμθ' (149) καί ρν' (150), όχι μόνο επειδή προτάσσεται στούς περισσότερους στίχους αυτών η λέξη «αινείτε», αλλά και διότι οι τρεις αυτοί ψαλμοί είναι κατά το περιεχόμενο ένας αίνος και ένας ευχαριστήριος ύμνος στον Θεό. Στις Ιερές Μονές ψάλλονται, μόνοι ή μετά τροπαρίων, πανηγυρικά, στο τέλος του Όρθρου. Τα τροπάρια αυτά σαν εφύμνιο των στίχων των αίνων καλούνται στιχηρά των αίνων ή, κατά συνεκδοχή, «αίνοι». Στους Ιερούς Ναούς των πόλεων, συνήθως, αυτοί οι «αίνοι» μόνο ψάλλονται. Όταν τελείται Όρθρος καθημερινής καί δέν υπάρχουν τροπάρια αίνων, αναγινώσκονται ή ψάλλονται οι αίνοι (οι τρεις ψαλμοί).
Ακάθιστος Ύμνος: Στη λειτουργική γλώσσα η ακολουθία αυτή ονομάζεται «Ακάθιστος Ύμνος» ή μονολεκτικά «Ακάθιστος» από την ορθία στάση, που τηρούσαν οι πιστοί καθ ' όλη τη διάρκεια της ψαλμωδίας της. Έτσι και με τα λόγια και με τη στάση του σώματος εκφράζεται η τιμή, η ιδιαίτερη ευλάβεια, η ευχαριστία προς εκείνη, προς την οποία απευθύνουμε τους χαιρετισμούς μας. Είναι δε η ακολουθία αυτή στη σημερινή λειτουργική μας πράξη εντεταγμένη στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του μικρού αποδείπνου, όπως ακριβώς τελέσθηκε απόψε. Έτσι γίνεται κάθε Παρασκευή στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες των Νηστειών, ακόμα και την Παρασκευή της Ε΄ Εβδομάδος, που μετά την τμηματική στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες ψαλμωδία του, ανακεφαλαιώνεται ολόκληρος ο ύμνος. Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενοριακή πράξη και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, έχουμε και αλλά λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου: την ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την «πρεσβεία».
Σ ' όλες αυτές τις περιπτώσεις σ ' ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακάθιστου. Θα παρατρέξουμε το διαφιλονικούμενο, εξ άλλου, θέμα του χρόνου της συντάξεως και του ποιητού του Ακάθιστου. Πολλοί φέρονται ως ποιητές του: ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Γεώργιος Πισίδης, οι πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Γερμανός ο Α΄, ο Ιερός Φώτιος, ο Γεώργιος Νικομήδειας (Σικελιώτης), ποιηταί που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα. Η παράδοση παρουσιάζει μεγάλη αστάθεια και οι νεώτεροι μελετητές, στηριζόμενοι στις λίγες εσωτερικές ενδείξεις που υπάρχουν στο κείμενο, άλλοι προτιμούν τον ένα και άλλοι τον άλλο από τους φερομένους ως ποιητές του. Ένα ιστορικό γεγονός, με το οποίο συνδέθηκε από την παράδοση η ψαλμωδία του Ακάθιστου, θα μπορούσε να μας προσανατολίσει κάπως στην αναζήτησή μας: Η επί του αυτοκράτορος Ηρακλείου πολιορκία και η θαυμαστή σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως την 8 η Αυγούστου του έτους 626. Κατά το Συναξάριο, μετά τη λύση της πολιορκίας εψάλη ο ύμνος αυτός στο ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, ως δοξολογία και ευχαριστία για τη σωτηρία, που αποδόθηκε στη θαυματουργική δύναμη της Θεοτόκου, της προστάτιδας της Πόλεως. Πατριάρχης τότε ήταν ο Σέργιος, που πρωτοστάτησε στους αγώνες για την άμυνα. Εύκολο ήταν να θεωρηθεί και ποιητής του ύμνου, αν και ούτε ως υμνογράφος μας είναι γνωστός, ούτε και ορθόδοξος ήταν. Εξ άλλου ο ύμνος θα έπρεπε να ήταν παλαιότερος, γιατί αν ήταν γραμμένος για τη σωτηρία της Πόλεως δεν θα ήταν δυνατόν παρά ρητώς να κάνει λόγο γι ' αυτήν και όχι να αναφέρεται σε άλλα θέματα, όπως θα δούμε πιο κάτω. Η ψαλμωδία όμως του Ακάθιστου συνδέεται από τις ιστορικές πηγές και με άλλα παρόμοια γεγονότα: τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), επί Λέοντος του Ισαύρου (717-718 μ.Χ.) και επί Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Όποιος όμως και αν ήταν ο ποιητής και με οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός από τα ανωτέρω και αν συνδέθηκε πρωταρχικά, ένα είναι το αναμφισβήτητο στοιχείο, που μας δίδουν οι σχετικές πηγές, ότι ο ύμνος ψαλλόταν ως ευχαριστήριος ωδή προς την Υπέρμαχο Στρατηγό του Βυζαντινού κράτους κατά τις ευχαριστήριες Παννυχίδες που τελούνταν σε ανάμνηση των ανωτέρω γεγονότων. Κατά την παρατήρηση του Συναξαριστού ο ύμνος λέγεται «Ακάθιστος», γιατί τότε κατά τη σωτηρία της Πόλεως και έκτοτε μέχρι σήμερα, όταν οι οίκοι του ύμνου αυτού ψάλλονταν, «ορθοί πάντες» τους άκουγαν σε ένδειξη ευχαριστίας προς την Θεοτόκο, ενώ στους οίκους των άλλων κοντακίων «εξ έθους» κάθονταν. Γιατί όμως ψάλλεται κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή;