Μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ κυκλοφοροῦμε τὴν «Πνευματικὴ Διαθήκη» τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, ποὺ μέχρι τώρα παρέμενε ἀνέκδοτη καὶ ἄγνωστη. Τὴν φύλασσε ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ χρόνια ἡ ἐγγονὴ τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, Μαρία Δημητρίεβνα, ἡ ὁποία ζεῖ στὴ Συμφερούπολη καὶ εἶχε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία νὰ ζήσει μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο τὰ τελευταῖα δεκαπέντε χρόνια της ζωῆς του. Ὅταν τὸ 1946 ὁ ἅγιος Λουκᾶς ἀνέλαβε τὴν διαποίμανση τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας, ἐγκαταστάθηκε σ᾿ ἕνα μικρὸ διαμέρισμα στὴν ὁδὸ Γκοσπιτάλναγια ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ μικρὴ πολυκατοικία εἶχε καὶ ἄλλα διαμερίσματα. Ἦταν ἡ περίοδος ἀμέσως μετὰ τὸν πόλεμο καὶ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπου σ᾿ ὅλη τὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση βρισκόταν σὲ δεινὴ κατάσταση. Φτώχεια, ἀνέχεια, πείνα, μάστιζαν τὸν πληθυσμό. Ὁ ἅγιος Λουκᾶς ἔκανε τεράστιους ἀγῶνες νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ξέχασε ὅμως καὶ τὰ συγγενικά του πρόσωπα.
Κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ προσκάλεσε στὴ Συμφερούπολη καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν ἴδια πολυκατοικία, στὰ διπλανὰ διαμερίσματα. Οἱ συγγενεῖς καὶ τὰ παιδιά τους βοηθοῦσαν τὸν ἅγιο καὶ συμπαραστέκονταν στὸ ἔργο του. Οἱ ἐμπειρίες ἀπὸ τὴν συναναστροφὴ μὲ τὸν ἅγιο εἶναι πολλὲς καὶ οἱ ἀναμνήσεις ἔντονες. Τὸ πρόσωπο ποὺ κυρίως βοηθοῦσε τὸν ἅγιο στὸ φιλανθρωπικό του ἔργο ἦταν ἡ ἀνιψιά του Βέρα Προζορόβκαγια, κόρη τοῦ ἀδελφοῦ του Βλαδίμηρου καὶ μητέρα τῆς Μαρίας. Πολλὰ προσωπικὰ ἀντικείμενα τοῦ ἁγίου Λουκᾶ διαφυλάχθηκαν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῆς Βέρας καί, ὅταν δημιουργήθηκε τὸ μουσεῖο τοῦ ἁγίου στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Τριάδας, ἡ οἰκογένεια τὰ παραχώρησε. Ἐλάχιστα κειμήλια παρέμειναν στὴν ἐγγονή του. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ ἦταν καὶ ἡ πνευματικὴ διαθήκη τοῦ ἁγίου ποὺ μὲ πολλὴ καλοσύνη μᾶς ἐμπιστεύθηκε ἡ κ. Μαρία Δημητρίεβνα.
Ἡ πνευματικὴ διαθήκη ἀπευθύνεται στὰ παιδιά, τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονα τοῦ ἁγίου. Θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι μαζὶ μὲ τὸν πατέρα ὑπέφεραν καὶ τὰ τέσσερα παιδιά του. Δοκίμασαν τὴν πίκρα τῆς διπλῆς ὀρφάνιας καὶ τοῦ κατατρεγμοῦ. Θεωροῦνταν παιδιὰ ἑνὸς «ἐχθροῦ τοῦ λαοῦ» καὶ ἀντιμετώπισαν πολλὲς δυσκολίες. Ἑπόμενο ἦταν νὰ θεωροῦν ἀκατανόητη τὴν ἀπόφαση τοῦ πατέρα τους νὰ ἱερωθῇ. Γιὰ ὅλα τὰ δεινὰ ποὺ ὑπέστη ἡ οἰκογένεια θεωροῦσαν ὑπεύθυνη τὴν Ἐκκλησία. Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ συνεχῶς ταλάνιζε τὶς ψυχές τους, ὅπως καὶ πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν γνώρισαν ἦταν: Γιατί ἕνας διάσημος καὶ τόσο πετυχημένος καθηγητὴς τῆς χειρουργικῆς πῆρε μία τόσο μεγάλη ἀπόφαση νὰ χειροτονηθεῖ ἱερέας καὶ μάλιστα σὲ μία περίοδο διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας; Πῶς ἕνας δοξασμένος ἐπιστήμονας ἀφιερώθηκε στὴν ὑπηρεσία μίας «ξεπερασμένης ὑπόθεσης» τῆς θρησκείας; Τί εἶχε νὰ κερδίσει ὁ μεγάλος αὐτὸς δεξιοτέχνης τῆς χειρουργικῆς ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη;