Ἄγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρός, Ἀρχιεπισκόπος Κριμαίας
«Καὶ ἐλθόντι αὐτῶ εἰς τὸ ἱερὸν προσῆλθον αὐτῶ διδάσκοντι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες· ἐν ποῖᾳ ἐξουσία ταῦτα ποιεῖς, καὶ τίς σοῖ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην;» (Μτ. 21, 23). Γιατί ἔκαναν στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ μία τέτοια ἐρώτηση; Καὶ εἶναι σίγουρο ὅτι τὸν ρώτησαν μὲ θυμό. «Πῶς τολμᾷς ἐσὺ νὰ διδάσκεις τὸ λαό; Ποιός σοῦ τὸ ἐπέτρεψε, ποιός σοῦ ἔδωσε αὐτὸ τὸ δικαίωμα; Ἐμεῖς μόνον ἔχουμε τὴν ἐξουσία νὰ διδάσκουμε τὸ λαό».
Τὴν ἀπάντηση ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς κανεὶς ἄλλος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δώσει. Ἂν στὴ θέσῃ του βρισκόταν κάποιος ποὺ δὲν εἶχε ἐξουσία νὰ διδάσκει θὰ ἔχανε τὸν ἑαυτό του μπροστὰ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ θὰ προσπαθοῦσε νὰ κάνει θὰ ἦταν νὰ δικαιολογήσει τὸν ἑαυτό του. Ὁ Χριστὸς δὲν τοὺς ἀπάντησε εὐθέως. Τοὺς ἔδωσε μία ἀπάντηση ποὺ δεν την περίμεναν. Ἀντὶ νὰ δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτὸ του καὶ νὰ τοὺς προβάλει ἐπιχειρήματα, ποὺ νὰ δικαιολογοῦσαν τὴν ἐξουσία του νὰ διδάσκει τὸν λαό, τοὺς ἐλέγχει καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ παραδεχτοῦν πὼς δὲν ἔχουν δίκαιο σ’ αὐτὰ ποὺ λένε.
Τοὺς εἶπε: «Ἐρωτήσω ὑμᾶς καγὼ λόγον ἕνα, ὅν ἐὰν εἴπητὲ μοι, καγὼ ὑμῖν ἐρῶ ἐν ποῖᾳ ἐξουσία ταῦτα ποιῶ. Τὸ βάπτισμα Ἰωάννου πόθεν ἦν, ἐξ ουρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; οἱ δὲ διελογίζοντο παρ’ ἑαυτοῖς λέγοντες· ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ ουρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατὶ οὗν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῶ· ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον· πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην. Καὶ ἀποκριθέντες τῷ Ἰησοῦ εἶπον· οὐκ οἴδαμεν. ἔφη αὐτοῖς καὶ αὐτὸς· οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποῖᾳ ἐξουσία ταῦτα ποιῶ» (Μτ. 21, 24-27).
Μ’ αὐτὴ τὴν ἀπάντηση ὁ Κύριος τοὺς ἔφερε σὲ ἀδιέξοδο. Τοὺς ἀνάγκασε νὰ ἀποκαλύψουν μπροστὰ σὲ ὅλους τὴ δολιότητα καὶ τὴν ἀκαθαρσία τους. Καὶ ἀφοῦ ὅλοι εἶδαν τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν πονηριά τους, πῶς τολμοῦν νὰ Τὸν ρωτᾶνε μὲ ποιά ἐξουσία τὸ κάνει; Γι’ αὐτὸ Τοῦ εἶπαν μόνο· «οὐκ οἴδαμεν».
Ἤξεραν, ἤξεραν πάρα πολὺ καλά, ἀλλὰ δὲν ἤθελαν νὰ ἀπαντήσουν. Γνώριζαν ὅτι τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη ἦταν ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅλος ὁ ἁπλὸς λαός, ἄνθρωποι μὲ καθαρῇ καρδιά, πίστευε ὅτι τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἦταν ἀπὸ τὸν Θεό. Μὲ προσοχὴ καὶ εὐλάβεια ἄκουγε ὁ λαὸς τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας. Εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν καταλάβαιναν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ ὅτι ὁ Ἰωάννης εἶναι μεγάλος προφήτης και ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ. Μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς πῆγαν στὸν Ἰωάννη καὶ ἔλαβαν τὸ βάπτισμά του, ἀλλὰ τέτοιοι ἦταν λίγοι. Οἱ περισσότεροι δὲν τὸ δεχόταν γιατί εἶχαν στὸ νοῦ τους τὸν ἑξῆς λογισμὸ: «Εἶναι δυνατὸν ἐμεῖς οἱ πνευματικοὶ ἡγέτες τοῦ λαοῦ νὰ πᾶμε στὸν Ἰωάννη; Πῶς θὰ λάβουμε τὸ βάπτισμἀ του; Πῶς θὰ μετανοήσουμε ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ; Ἂν τὸ κάνουμε αὐτὸ θὰ πληγεῖ τὸ κῦρος μας. Ὁ λαὸς μᾶς θεωρεῖ μεγάλους πνευματικοὺς ἡγέτες, δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ πᾶμε στὸν Ἰωάννη, γιὰ νὰ μὴν πέσουμε στὰ μάτια τοῦ λαοῦ».
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦταν πλανεμένοι, δὲν ἤθελαν νὰ παραδεχτοῦν τὴν ἀλήθεια, δὲν ἤθελαν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ὁδὸ τῆς δικαιοσύνης γιατί αὐτὸ δὲν θὰ ἐξυπηρετοῦσε τὰ συμφέροντά τους. Πῶς νὰ παραχωρήσουν τὰ πρωτεῖα τους στὸν Ἰωάννη ἢ στὸν Ἰησοῦ; Ἡ καρδιά τους δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει· παρακολουθοῦσαν τὸ Χριστό, τὸ κήρυγμά Του καὶ Τὸν ζήλευαν. Ἔβλεπαν τὴ δύναμη τοῦ λόγου Του, ἔβλεπαν πὼς ὁ λαὸς Τὸν ἀκολουθεῖ καὶ αὐτό τούς τρόμαζε. Ἂν ἀκολουθοῦν τὸ Χριστό, τότε αὐτὸ σημαίνει ὅτι προτιμοῦν Αὐτόν. Γι’ αὐτὸ Τὸν μισοῦσαν καὶ Τοῦ δημιουργοῦσαν ἐμπόδια…
Αὐτοὶ λοιπὸν ἦταν οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. Ἀλλὰ καὶ μεταξύ μας ὑπάρχουν πολλοὶ τέτοιοι ἄνθρωποι. Τέτοιοι ὑπῆρχαν πάντα ἀρκετοὶ σ’ ὅλες τίς ἐποχὲς καὶ σ’ ὅλους τούς λαούς. Πολλὲς φορὲς δὲν θέλουμε νὰ παραδεχτοῦμε τὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία εἶναι φανερὴ καὶ τὸ καταλαβαίνουμε στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας. Στασιάζουμε ἐναντίον τῆς ἀλήθειας, αὐτή μας ἐμποδίζει γιατί ἡ ὁδὸς ποὺ ἀκολουθοῦμε δὲν εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς δικαιοσύνης. Μόνοι μας βάλαμε γιὰ μᾶς τοὺς σκοποὺς ποὺ θέλουμε νὰ πετύχουμε στὴ ζωή μας. Καὶ οἱ σκοποὶ αὐτοὶ ἀπέχουν μακριὰ ἀπὸ τοὺς πραγματικοὺς ποὺ εἶναι ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ δικαιοσύνη. Ἔτσι καὶ ὁ δρόμος ποὺ ἀκολουθοῦμε εἶναι σύμφωνος μὲ τοὺς σκοπούς μας. Γι’ αὐτὸ ὅταν βλέπουμε τὸ φῶς της ἀλήθειας νὰ λάμπει μπροστά μας, τὴν πρώτη στιγμὴ χάνουμε τὸν ἑαυτό μας, μετὰ ἀρχίζουμε νὰ μισοῦμε τὴν ἀλήθεια, νὰ τὴν ἀποστρεφόμαστε καὶ στὸ τέλος νὰ τὴν πολεμᾶμε.
Δεχόμαστε μόνο ἐκεῖνες τίς διδασκαλίες ποὺ τρέφουν τὴν φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωισμὸ μας καὶ μᾶς βοηθᾶνε νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ δικό μας δρόμο, τὸ δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Πολεμᾶμε κάθε τί ποὺ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς σκοπούς μας, κάθε τί ποὺ ἐλέγχει τὴν ματαιότητα τοῦ λανθασμένου δρόμου μας. Πολεμᾶμε τὴν ἀλήθεια γιατί ἀκολουθοῦμε τίς διδασκαλίες ποὺ μόνοι μας δημιουργήσαμε ἢ ποὺ τίς ἔχουμε ἀκούσει ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Αὐτὲς ποὺ εἶναι σύμφωνες μὲ τὴν ἐπιθυμία μας, γιὰ νὰ ζοῦμε καλὰ σ’ αὐτὴ τὴ ζωή.
Ὅ,τι συμφωνεῖ μὲ τοὺς σκοποὺς μας καὶ τὸ δρόμο ποὺ ἔχουμε διαλέξει, τὸ θεωροῦμε ἀληθινό. Τὸ δεχόμαστε ἀνεπιφύλακτα καὶ τὸ προβάλλουμε ὡς ἐπιχείρημα γιὰ νὰ ὑπερασπίσουμε τίς δικές μας πεποιθήσεις καὶ τίς λανθασμένες διδασκαλίες ποὺ ἀκολουθοῦμε, οἱ ὁποῖες δὲν συμφωνοῦν μ’ αὐτὰ ποὺ δίδασκε ὁ Χριστὸς καὶ γιὰ τίς ὁποῖες στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας γνωρίζουμε πὼς δὲν εἶναι σωστές. Καὶ ὅταν ἀκοῦμε τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ προβάλλουμε ἀντιρρήσεις ὅσο περισσότερες μποροῦμε. Μπορεῖ καὶ νὰ μὴν εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ λέμε, αὐτὸ ὅμως δὲν μᾶς σταματάει.
Μήπως καὶ κάποιος ἀπό μᾶς, ἂν βρισκόταν στὴ θέσῃ ποὺ βρέθηκαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ, θὰ ἔκανε αὐτὸ ποὺ ἔκαναν καὶ ἐκεῖνοι καὶ στὴν ἐρώτηση τοῦ Κυρίου θὰ ἀπαντοῦσε: «Δὲν γνωρίζω»; Μπορεῖ. Ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ κάνει καὶ κάτι χειρότερο – ἀντὶ νὰ παραδεχτεῖ τὴν ἀλήθεια, νὰ ἄρχιζε νὰ τὴν διαστρεβλώνει, νὰ ψευδολογεῖ καὶ νὰ τὴν βλασφημά. Αὐτὸ συναντᾶμε πολλὲς φορὲς στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ ἀκολουθοῦν τὸ δικό τους δρόμο.
Ἀπ’ αὐτὸ νὰ μᾶς φυλάξει ὁ Κύριος, νὰ μὴ γίνουμε ὅμοιοι μὲ τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς φαρισαίους. Νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἀκολουθοῦμε πάντα τὴν ὁδὸ τῆς δικαιοσύνης μέσα στὸ φῶς του Χριστοῦ. Ἀμήν.