Ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ὅλοι θά φύγουμε. Τό βλέπουμε. Τό καταλαβαίνουμε. Δέν τό ἀμφισβητεῖ κανείς!
Τό ζήτημα εἶναι, ὄχι ὅτι φεύγουμε. Ἀλλά γιά ποῦ; γιά ποῦ;
Ὁ Κύριος καί Σωτήρας μας, πρίν φύγει ἀπό τόν κόσμο ἔλεγε. Ἐγώ φεύγω! Πάω, νά σᾶς ἑτοιμάσω τόπο. Τόπο γιά ἀνάπαυση. Τόπο χαρᾶς καί δόξας. Καί θά ᾿ρθῶ πάλι. Νά σᾶς πάρω κοντά μου.
Ἦρθε καί ἡ ὥρα, νά φύγει καί ἡ Παναγία ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Ὅμως, ἀπό τήν ἀπέραντη ταπείνωσή της, ποτέ δέν ἔπαυσε νά βλέπει τόν ἑαυτό της σάν μηδενικό! Καί βλέποντας νά πλησιάζει τό τέλος της, φοβήθηκε. Καί ἄρχισε καί νήστευε. Γιά τήν ψυχή της. Νά τήν ἐλεήσει ὁ Κύριος. Νά τήν κρίνει ἄξια, νά τήν πάρει κοντά Του.
Καί πόθησε, στήν ἐξόδιο ἀκολουθία της νά εἶναι παρόντες οἱ φίλοι καί μαθητές τοῦ Υἱοῦ της, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Καί στήν προσευχή της τό φώναξε!
Καί ὁ Υἱός της, ὁ Θεός καί Πατέρας ὅλων τῶν ταπεινῶν, τήν ἄκουσε. Καί ἔστειλε νεφέλες-ἀγγέλους καί συνάθροισαν γύρω της τούς ἀποστόλους. Καί κατέβη καί Αὐτός ἀνάμεσά τους. Καί παρέλαβε στήν ἀγκαλιά Του τήν ἁγία ψυχή της.
Καί οἱ πανεύφημοι ἀπόστολοι τό εἶδαν. Καί κηδεύοντας την ΕΧΑΙΡΑΝ. Καί οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ἑνωμένοι μαζί τους, τραγουδοῦσαν! Καί ὑμνοῦσαν τό σεπτό καί ἅγιο σῶμα της, ἀπό τό ὁποῖο ὁ Κύριος τῆς Δόξης ἐπῆρε τό ἅγιο Σῶμα Του, πού τό πρόσφερε θυσία γιά μᾶς, στόν Σταυρό. Καί τροφή τῆς ψυχῆς μας \”εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί ζωήν αἰώνιων\”, στήν ἁγία Κοινωνία.
Τί περισσότερο; Τί μεγαλύτερο; Τί τό ἁγιώτερο;