Σ’ αυτή τη «μωρία» του ευαγγελίου ανταποκρίνεται και η «μωρία» της εικόνας, πού σοκάρει τη φυσιολογική όραση.. Η ορθόδοξη εικόνα εκφράζει την υπεραισθητή αλήθεια, τη θεία αποκάλυψη, ενσαρκωμένη στα εικονιζόμενα πρόσωπα, που αποτελούν... υποδειγματικά προοίμια της μεταμορφώσεως του κόσμου.
Ο π. Αρσένιος, ο πρώην καθηγητής και κριτικός τέχνης στο πανεπιστήμιο Μόσχας Πέτρος Αντρέγιεβιτς Στρελτσώφ και τώρα κατάδικος στα Γκούλαγκ με το νούμερο «ΖΕΚ-18376», βρέθηκε στο στρατόπεδο ειδικού καθεστώτος πρίν από έξι μήνες. Και δεν άργησε να καταλάβει, όπως όλοι, ότι σ΄αυτόν τον ζοφερό τόπο θ’ άφηνε τά κόκκαλά του...
Μια φορά μαζεύτηκαν δέκα-δώδεκα άτομα – τεχνοκρίτες, ζωγράφοι, συγγραφείς, ηθοποιοί. Έπιασαν να συζητούν για την αρχαία ρωσική τέχνη. Ένας πανύψηλος κρατούμενος, καθηγητής-τεχνοκριτικός, πού, μετά τις τόσες κακουχίες του στρατοπέδου, διατηρούσε ακόμα κάτι από την παλιά του αρχοντιά και επιβλητικότητα, σχεδόν μονοπωλούσε το λόγο. Μιλούσε ζωηρά, με στόμφο, και οι άλλοι τον άκουγαν με μεγάλο ενδιαφέρον. Φαίνεται πώς γνώριζε καλά το θέμα, και γι’ αυτό ήταν πειστικός.
Οι άλλοι γέλασαν χωρίς συστολή. Ως κι ο Αφσένκωφ, πού άκουγε από μακριά όσα έλεγαν, άθελά του χαμογέλασε. Το ερώτημα του καθηγητή φάνηκε σ’ όλους άτοπο, αλλά δεν ήταν παρά χλευαστικό. Πώς ν’ απαντήσει αυτός ο απλοϊκός και αστοιχείωτος παπαδάκος?
Ο π. Αρσένιος κοντοστάθηκε. Είδε τά χαμόγελα και κατάλαβε τη σημασία τους.
- Τώρα… τώρα θα έρθω, μόνο να τελειώσω τη δουλειά μου, είπε κι έτρεξε πιο πέρα.
- Το παπαδάκι δεν είναι και τόσο κουτό, γλύτωσε το ντρόπιασμα, σχολίασε κάποιος.
- Είναι γεγονός πώς οι Ρώσοι παπάδες ήταν πάντα αμαθείς και άξεστοι, δογμάτισε ένας άλλος.
Ο «ψηλός» συνέχισε να μιλάει ακατάπαυστα, σαν χείμαρρος.
Σε δέκα λεπτά ο π. Αρσένιος επέστρεψε και τον διέκοψε.
- Τελείωσα τη δουλειά μου. Μπορείτε, παρακαλώ, να επαναλάβετε το ερώτημά σας?
Ο καθηγητής τον κοίταξε με ύφος όλο οίκτο και περιφρόνηση, έτσι όπως θα κοίταζε τον πιο ηλίθιο φοιτητή του.
- Το ερώτημα, μπάτουσκα, είναι απλό αλλά ενδιαφέρον. Εσείς, ως εκπρόσωπος του ρωσικού ιερατείου, τι θα είχατε να πείτε για την επίδραση της Ορθοδοξίας στις εικαστικές τέχνες της αρχαίας Ρωσίας? Θα έχετε ακούσει ίσως για τους θησαυρούς του Σουζντάλ, του Ροστώβ, του Περεγιασλάβλ, της μονής Θεραπόντωφ…, καθώς επίσης και για τις εικόνες της Παναγίας του Βλαντιμίρ και της Αγίας Τριάδος του Ρουμπλιώφ. Μπορεί και να τις γνωρίζετε από αντίγραφα. Έ, λοιπόν, πέστε μας τις σκέψεις σας για όλ’ αυτά…
Ο απλοϊκός και καλοκάγαθος παπαδάκος έγινε τώρα άλλος άνθρωπος. Έριξε στον καθηγητή μια ματιά γεμάτη αυτοπεποίθηση και άρχισε να λέει μέ φωνή χαμηλή, αλλά καθαρή και σταθερή:
- Πολλές απόψεις υπάρχουν γύρω από την επίδραση της Ορθοδοξίας στις εικαστικές τέχνες της Ρωσίας. Δίαφορες θεωρίες διατυπώθηκαν σχετικά μ’ αυτό το θέμα, για το οποίο κι εσείς, κύριε καθηγητά, πολλά γράψατε και διδάξατε. Ορισμένα συμπεράσματά σας, όμως, επιτρέψτε μου να σας το πώ, είναι σφαλερά, βιαστικά ή και αντιφατικά. Όσα αναφέρατε πρίν από λίγο, ήταν πολύ πιο κοντά στην αλήθεια απ’ όσα κατά καιρούς δημοσιεύσατε στα βιβλία και τά άρθρα σας. Θεωρείτε πώς η ανάπτυξη των εικαστικών μας τεχνών οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στον λαϊκό-οικονομικό παράγοντα. Υποστηρίζετε, δηλαδή, ότι και η καλλιτεχνική δημιουργία – όπως κάθε κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική και πνευματική εκδήλωση της ανθρώπινης ζωής – καθορίζεται από τις υλικές, και μάλιστα τις οικονομικές συνθήκες. Διαφωνώ μαζί σας και θεωρώ ότι ο Χριστιανισμός, η Ορθοδοξία, όχι μόνο επέδρασε καθοριστικά και δημιουργικά στην ρωσική ζωγραφική και αρχιτεκτονική, αλλά και διαμόρφωσε αποφασιστικά ολόκληρο τον λαϊκό μας πολιτισμό από τον 10ο ως τον 18ο αιώνα.
Ο κλήρος και ο μοναχισμός της πατρίδας μας διδάχθηκαν, από τά τέλη του 10ου αιώνα, τον Ορθόδοξο βυζαντινό πολιτισμό, και στη συνέχεια τον μετέδωσαν στο λαό μας. Ο πολιτισμός στη Ρωσία αρχίζει ουσιαστικά με το Χριστιανισμό, που δεχθήκαμε από το Βυζάντιο. Η πρώτη ρωσική γραμματεία άντλησε το περιεχόμενό της από τις βυζαντινές πηγές, και μάλιστα από τά συγγράμματα των Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας, πού μεταφράσθηκαν στη γλώσσα μας και υπήρξαν τά θεμέλια κάθε μεταγενέστερης ρωσικής πνευματικής δημιουργίας. Όσο για τά έργα τέχνης, αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής, ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την απόλυτη εξάρτησή τους από τά ορθόδοξα ελληνοβυζαντινά πρότυπα μέχρι και τον 17ο αιώνα? Η αυστηρή, όχι βέβαια και δουλική, προσήλωση των Ρώσων καλλιτεχνών στα πρότυπα αυτά – σας θυμίζω την εικόνα της Θεοτόκου του Βλαντιμίρ, πού αναφέρατε – παρήγαγε έξοχα έργα χρωματικής λαμπρότητας, γραμμικής ευρυθμίας και πνευματικού βάθους, όπως είναι το αριστουργηματικό έργο του Ρουμπλιώφ, η εικόνα της Αγίας Τριάδος.
Κάθε εικονογραφικό έργο είναι αδιάσπαστα δεμένο με την ορθόδοξη ψυχή του δημιουργού του, με την ψυχή ενός πιστού, πού αποδίδει εικαστικά όχι τη φυσική πραγματικότητα, όπως θα έκανε ένας νατουραλιστής ζωγράφος, αλλά την πνευματική του εμπειρία, εκείνην ακριβώς πού βίωσαν και μας κληροδότησαν οι άγιοι της Οροδοξίας.
Στην ορθόδοξη εικόνα, τά πάντα – τά πρόσωπα, τά ζώα, το τοπίο, τά αρχιτεκτονήματα – έχουν κάτι το φαινομενικά παράδοξο, κάτι πού εσείς ίσως θα το λέγατε αφύσικο. Αυτό δεν οφείλεται μήτε σε πρόθεση εντυπωσιασμού μήτε, πολύ περισσότερο, σε αδεξιότητα του ζωγράφου. Είναι μια πρόσκληση στην άτακτη τάξη και στήν άσοφη σοφία του κόσμου τούτου, πρόκληση αντίστοιχη μ’ εκείνη του ευαγγελικού κηρύγματος. Το ευαγγέλιο του Χριστού είναι μωρία για τη σοφία του κόσμου. Επειδή «ουκ έγνω ο κόσμος διά της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός διά της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας» (Α΄ Κορ. 1:21). Σ’ αυτή τη «μωρία» του ευαγγελίου ανταποκρίνεται και η «μωρία» της εικόνας, πού σοκάρει τη φυσιολογική όραση, ακριβώς επειδή γι’ αυτήν φυσιολογική είναι η κατάσταση του κόσμου πού μας περιβάλλει – του κόσμου της πτώσης, της αποστασίας και της φθοράς. Η ορθόδοξη εικόνα εκφράζει την υπεραισθητή αλήθεια, τη θεία αποκάλυψη, ενσαρκωμένη στα εικονιζόμενα πρόσωπα, που αποτελούν πρότυπα αγιότητας και υποδειγματικά προοίμια της μεταμορφώσεως του κόσμου, πού μας εισάγουν στο μυστήριο του «μέλλοντος αιώνος», πού μας κατευθύνουν προς τη μέθεξη των αοράτων και αιωνίων…
Στη δημιουργία μιάς εικόνας, τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την προσωπική και συγκεκριμένη εμπειρία της χάριτος. Όποιος δεν έχει αυτή την προσωπική εμπειρία, μπορεί να ζωγραφίσει μιάν εικόνα μόνο μεταδίδοντας την εμπειρία εκείνων πού την είχαν, όπως δηλαδή θα τη ζωγράφιζαν οι παλαιοί άγιοι εικονογράφοι. Γι’ αυτό οι περισσότεροι Ρώσοι εικονογράφοι εκτελούσαν την εργασία τους με ευλάβεια, φόβο Θεού, προσευχή και νηστεία. Και ο λαός μας, πού καταφεύγει προσευχητικά στις ιερές εικόνες τόσο στη δυστυχία όσο και στην ευτυχία του, έχει συνδέσει μ’ αυτές θαυμαστές και υπέροχες παραδόσεις. Διηγούνται, και το πιστεύουν βαθιά, ότι σε πολλές περιπτώσεις το χέρι του ζωγράφου το καθοδηγούσε άγγελος Κυρίου. Άλλωστε, οι παλαιοί Ρώσοι εικονογράφοι δεν έβαζαν ποτέ την υπογραφή τους στις εικόνες πού ιστορούσαν, γιατί τις θεωρούσαν όχι σαν έργα των χεριών τους, αλλά σαν δημιουργήματα και φορείς της ευλογίας και της χάριτος του Θεού. Κοιτάξτε οποιαδήποτε ορθόδοξη εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και συγκρίνετέ την με μια δυτική Μαντόννα. Στην πρώτη θα διακρίνετε το πνευματικό βάθος, το θαύμα της πίστεως, την αλήθεια της Ορθοδοξίας. Στη δεύτερη θα δείτε τη γυναίκα-ντάμα, γεμάτη επίγεια ομορφιά και ελκυστικότητα, χωρίς όμως θεία χάρη και δύναμη – απλά μια γυναίκα. Παρατηρήστε το βλέμμα της Παναγίας του Βλαντιμίρ, και θα παραδεχθείτε πώς ακτινοβολεί την πιο υψηλή πνευματικότητα, την άπειρη θεία φιλανθρωπία, την ελπίδα της σωτηρίας…»
Ο π. Αρσένιος μιλούσε ορθωμένος, αλλοιωμένος, συνεπαρμένος από τά ίδια του τά λόγια. Ο λόγος του ήταν σαφής, εκφραστικός, σαγηνευτικός.
Αφού αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες και ιστορικές ρωσικές εικόνες, αποκαλύπτοντας και αναλύοντας με τρόπο έξοχο την ουσία και το πνεύμα της αρχαίας ρωσικής ζωγραφικής, έκανε το ίδιο και για την αρχιτεκτονική, με αναφορά στα μνημεία του Ροστώφ-Βελίκι, του Σουζντάλ, του Βλαντιμίρ, του Ούγκλιτς και της Μόσχας. Και κατέληξε με τούτα τά λόγια:
- Χτίζοντας τις εκκλησιές του ο ορθόδοξος Ρώσος, υποχρέωσε τις πέτρες να ψάλλουν στο Θεό, να μιλούν στον άνθρωπο για το Θεό, να δοξάζουν το Θεό!
Μιάμιση ώρα ήταν κρεμασμένοι από τά χείλη του οι «κουλτουριάρηδες» του θαλάμου – έκθαμβοι, σαστισμένοι, αποσβολωμένοι…
Ο καθηγητής είχε ζαρώσει, είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Πού ήταν εκείνο το κόρδωμα, εκείνη η ξιπασιά και η ειρωνική διάθεση?
- Συγχωρείστε με, ψέλλισε μετά από μικρή σιωπή! Πώς γνωρίζετε τά συγγράμματά μου και τις απόψεις μου? Πού σπουδάσατε για την αρχαία ρωσική ζωγραφική και αρχιτεκτονική? Αφού είστε ιερέας…
- Πρέπει ν’ αγαπάμε την πατρίδα μας και να γνωρίζουμε καθετί πού αφορά την ιστορία και τον πολιτισμό της. Κι ένας παπαδάκος, όπως με χαρακτηρίζετε, οφείλει να μπεί στην «ψυχή» της ρωσικής τέχνης, για να δείχνει στις ανθρώπινες ψυχές, που ποιμαίνει, την πραγματικότητα και την αλήθεια, την ακακοποίητη και καθαρή αλήθεια. Γιατί πολλοί άνθρωποι – δυστυχώς κι εσείς, κύριε καθηγητά – καλύπτουν με επινοήσεις και ψεύδη ό,τι πιο ιερό υπάρχει στον άνθρωπο. Και αυτό γίνεται για να εξυπηρετηθούν εφήμερα συμφέροντα, φιλοσοφικές θεωρίες πού διαψεύδονται, κοινωνικά συστήματα πού καταρρέουν, πολιτικά καθεστώτα πού ανατρέπονται…
Οι ακροατές του έμειναν εκεί, όρθιοι, κατάπληκτοι και ηττημένοι – ανάμεσά τους και ο Αφσένκωφ.