Ο Πατήρ Αρσένιος σε Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης

Ο πατήρ Αρσένιος κατά τη σύλληψή του από σοβιετικό καθεστώς.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Οι μπότες

Αναμνήσεις του κρατουμένου Αντρεσένκο, γραμμένες το 1966 για τον Ρώσσο Ιερομόναχο π. Αρσένιο (1894-1975) κατά την διάρκεια της φυλάκισης τους σε Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης.

Έμενα στο θάλαμο του π. Αρσενίου, αλλά δεν είχα επαφές μαζί του. Η ευκαιρία να γνωρίσω το μεγαλείο της ψυχής του μου δόθηκε το 1954. Και η αιτία ήταν… ένα ζευγάρι παλιές τσόχινες μπότες!

Θα πάρω όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Μόλις είχε μπει ο χειμώνας, χειμώνας βαρύς και άγριος. Την εποχή αυτή τα πόδια χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα. Πρέπει να είναι στεγνά και ζεστά, αλλιώς ξεπαγιάζουν, πρήζονται και τελικά νεκρώνονται.

Όταν γυρίζαμε από τη δουλειά, τα πόδια μας ήταν παγωμένα και πονούσαν αφόρητα. Οι μπότες μούσκεμα. Πώς όμως να τις στεγνώσεις; Δίπλα στις ξυλόσομπες έβαζαν τις μπότες τους κάθε βράδυ οι εγκληματίες. Πού χώρος για τις δικές μας. Μόνο [αργά] τη νύχτα μπορούσαμε να τις στεγνώσουμε, αλλά τότε, χωρίς αμφιβολία, θα έκαναν… φτερά.

Έτσι έμεναν σχεδόν πάντα βρεγμένες.

Μια μέρα, την ώρα της δουλειάς τα πόδια μου χώθηκαν μέσα σ’ ένα ρυάκι. Μέχρι το βράδυ πάγωσαν εντελώς. Οι φτέρνες κόλλησαν στις μπότες. Τα πέλματα με πονούσαν φρικτά.

Σύρθηκα ως την παράγκα. Δεν είχα κουράγιο να πάω για φαγητό. Έπεσα στο κρεβάτι βογγώντας.
«Σήμερα-αύριο ψοφάω», συλλογίστηκα ανατριχιάζοντας, πριν βυθιστώ σ’ έναν εφιαλτικό λήθαργο.

Σε μια στιγμή, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, αισθάνομαι ότι κάποιος προσπαθεί να μου βγάλει τις μπότες.

«Μ’ έχουν αποφασισμένο, φαίνεται. Αλλά για κοίτα! Ακόμα δεν τα τίναξα, και αρπάζουνε τις μπότες μου… Χαλάλι τους! Εγώ σβήνω, και για τις μπότες θα νοιαστώ»;

Δεν σαλεύω. Δεν ανοίγω καν τα μάτια.

Να, κατάφερε να βγάλει τη μία μπότα…

Τόσο προσεκτικά, τόσο μαλακά…

Έβγαλε και τη δεύτερη…

Ξετύλιξε τα βρεγμένα ποδόπανα και άρχισε να μου τρίβει τα πόδια.

Είμαι πάντα ακίνητος, μισοναρκωμένος.

Νιώθω όμως όλα όσα μου κάνει εκείνος ο άγνωστος.

Δεν ξέρω πόσην ώρα έτριβε τα ξυλιασμένα πόδια μου. Εκείνο που ξέρω είναι πως έπαψαν να πονούν, ζεστάθηκαν, ξαναζωντάνεψαν.

Ανακουφισμένος, αποκοιμήθηκα…

Ένα δυνατό χαστούκι με κάνει να ξυπνήσω αλαφιασμένος.
– Γιατί δεν σηκώνεσαι;

Πάνω απ’ το κεφάλι μου βλέπω τον επικεφαλής του συνεργείου να με κοιτάζει άγρια.
Πετάγομαι απ’ το κρεβάτι.
Τα πόδια μου γυμνά – πού είναι οι…;

Με πλησιάζει ένας κοκαλιάρης γέρος και μου δίνει τις μπότες και τα ποδόπανα. Στεγνά!

Δεν μου λέει τίποτα. Δεν του λέω τίποτα. Δεν έχω καιρό μήτε να σκεφτώ. Αρπάζω απ’ τα χέρια του τ’ ανέλπιστα δώρα, τα βάζω μάνι-μάνι και τρέχω στη δουλειά.

Το ίδιο βράδυ ο γέρος στέγνωσε πάλι τις μπότες μου. Και το επόμενο. Και πολλά ακόμα βράδια. Έτσι μ’ έσωσε…

Αλλά ξέρετε τι ακριβώς έκανε; Ακούστε και θαυμάστε:
Έβαζε τις μπότες δίπλα στη σόμπα και τις φύλαγε όλη νύχτα για να μην τις κλέψουν! Τις φύλαγε αγρυπνώντας και κάνοντας προσευχή. Τη μέρα δούλευε, όπως όλοι. Και τη νύχτα έκανε προσευχή, προσέχοντας τις μπότες μου. Για πολύ καιρό.

Μ’ αυτόν τον τρόπο γνωριστήκαμε. Αρχίσαμε να συζητάμε. Με σαγήνεψε. Πρώτα, βέβαια, με την απερίγραπτη αγάπη του, την καλοσύνη και την αυτοθυσία του. Κι έπειτα με τη σπάνια σοφία του, τη φρόνηση και τη διάκρισή του.

Μια μέρα του φανέρωσα τον μεγάλο πόνο μου: Θα πέθαινα στο στρατόπεδο και δεν θα μάθαινα τίποτα για την οικογένεια μου.

Με καθησύχασε.
– Μην ανησυχείτε. Θα βγείτε σύντομα από δω μέσα και θα ξαναδείτε τους δικούς σας.

Το είπε τόσο απλά, τόσο φυσικά, σαν να ήξερε ότι θα γίνει.

Και έγινε! Απολύθηκα μετά από ένα χρόνο περίπου.

Με είχαν συλλάβει το 1952. Έκανα ένα διάστημα σε κοινές φυλακές. Τον Ιανουάριο του 1953 μ’ έστειλαν στο Ειδικό. Και στο τέλος του 1955 μ’ ελευθέρωσαν. Επανήλθα στο Κόμμα και αποκαταστάθηκα στην παλιά μου θέση. Έτσι ξαφνικά κι έτσι αναίτια όπως είχα συλληφθεί.

 

Από το βιβλίο «π. Αρσένιος, 2, Μαρτυρίες», έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου.

Πηγή