Η Θεοτόκος ως φανέρωση του προπτωτικού
ανθρώπου
Χρυσοστόμου μοναχού Διονυσιάτου (Α΄ μέρος)
Ὁ ἀνθρώπινος λόγος ἐνώπιόν τοῦ Μυστηρίου τῆς Θεοτόκου σιγεῖ, καθὼς γιὰ τὸ «ἀποκεκρυμμένον μυστήριον»1 μόνον ὁ ἐν Πνεύματι τελειωθεὶς νοῦς μπορεῖ νὰ μιλήσει. Ὅποιον λόγο ὅμως καὶ ἂν γεννήσει, ὅποια καινὰ ρήματα καὶ ἂν λαλήσει, θὰ κατορθώσει μόνον νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου λόγου ἐνώπιον τῆς τελειότητος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Ἀειπάρθενης Μητέρας τοῦ Θεοῦ καὶ Μητέρας ὅλου του καινοῦ κόσμου.
Ἐὰν ὁ Θεὸς Λόγος φανερώθηκε στὸν κόσμο ἐνδυόμενος «δούλου μορφὴν»2 καὶ ἀπεκάλυψε τὰ ἔνθεα ρήματα μέσω τοῦ τελείου λόγου Του, ἡ Θεοτόκος παραμένει μέσα σὲ καθολικὴ σιωπὴ στὶς ἅγιες Γραφές, ἀπεκδυόμενη κάθε λόγο τοῦ μετὰ τὴν πτώση ἀνθρώπου. Ὁ φωτισμένος λόγος τῶν ἁγίων, βέβαια, θὰ ἀποκαλύψει διαχρονικὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν ὑπέρχρονη καὶ ὑπεράγνωστη σιωπή Της. Ὡστόσο, ἡ Θεοτόκος ἦταν, εἶναι καὶ θὰ παραμείνει τὸ “κεκρυμμένον μυστήριον” τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ μόνον «δι’ ἐσόπτρου καὶ ἐν αἰνίγματι»3 ὁ νοῦς μπορεῖ νὰ θεωρήσει τὴν ἀπόκρυφη ζωή Της. Ἔτσι, τὸ μυστήριο τῆς Θεοτόκου δὲν ὑπερβαίνει μόνον τὸν κοινὸ ἀνθρώπινο λόγο, ἀλλὰ καὶ τὸν λόγο ὁ ὁποῖος γεννᾶται μέσω τῆς τελειωτικῆς Χάριτος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ τελειότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τῆς Θεοτόκου μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ μόνον ἀπὸ ὅσους ὑπῆρξαν, καὶ μὲ τὸ σῶμα καὶ τὶς αἰσθήσεις τους, μέτοχοι στὴν τελειωτικὴ Ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Θεοτόκος γεννᾶ τὴν ἐνυπόστατη Ζωὴ καὶ Ἀλήθεια, τὸν ἐνυπόστατο Λόγο τοῦ Πατρός. Καὶ γεννᾶται ὡς Θεάνθρωπος ὁ Λόγος, γεννᾶ δὲ ἐκείνη ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεία Γέννα της τέμνει τὸν φυσικὸ νόμο καὶ χρόνο μὲ τὸν πνευματικὸ νόμο καὶ χρόνο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος: «ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος»4. Στὸν χῶρο καὶ χρόνο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου βασιλεύει ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας, ἡ Θεοτόκος ὑψώνεται ὡς ἀνεπανάληπτη
τελειότητα. Ἀνασύρει τὶς πεπτωκυῖες δυνάμεις
τῆς ψυχῆς καὶ τὶς προσφέρει ἐν πλήρη ἐλευθερία στὸν ἴδιο τὸν Πλάστη
Της, γιὰ νὰ τὶς καταστήσει
ὀχήματα τῶν ἀρρήτων βουλῶν Του. Ἀντίθετα πρὸς τοὺς
προπάτορες, οἱ ὁποῖοι ἐξέτρεψαν τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς στὸ παρὰ φύσιν, ἡ Θεοτόκος
θυσιάζει ἀγαπητικὰ τὸ πλήρωμα τῆς σωματικῆς καὶ ψυχικῆς ἐνέργειάς Της
στὸν Δυνατό· καὶ Ἐκεῖνος, κατὰ τὴν μαρτυρία
Της, τῆς ἀντιπροσφέρει
τὰ μεγαλεία τῶν μυστηρίων
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ Δυνατὸς καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὐτοῦ...»5.
Μὲ τὴν προσφορὰ ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι στὸν Θεό, ἡ Θεοτόκος πραγματώνει ―παράλληλα πρὸς τὴν καθ’ ὑπόστασιν ἕνωση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου― τὴν τέλεια “κατ’ ἐνέργειαν” ἕνωση τοῦ ἄνθρωπου μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, σύμφωνα μὲ τὴν Ὑμνολογία: «ἐν σοὶ γὰρ τὸ τῆς Τριάδος μυστήριον ὑμνεῖται καὶ δοξάζεται Ἄχραντε· Πατὴρ γὰρ ηὐδόκησε, καὶ Λόγος ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ θεῖον Πνεῦμα σοὶ ἐπεσκίασεν»6. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Θεοτόκος εἶναι ὄντως «μετὰ Θεὸν ἡ Θεός, τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα»7.
Ἡ Θεοτόκος ἀποκαλύπτει τὴν ὑπὲρ νοῦν καὶ λόγον τελειότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καθὼς «ὁ Υἱὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατρὸς καὶ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ εἶναι τὸ Πνεῦμα»8, ἡ δὲ Θεοτόκος εἶναι «τὸ θεοπρεπὲς ταμεῖον τῆς κορυφαίας ἀκρότητος τῶν μυστηρίων τοῦ Πνεύματος»9, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἔνσαρκη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως ὁ Πατὴρ ἀποκαλύπτεται διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ ὁ Υἱὸς διὰ τοῦ Πνεύματος, τὸ Πνεῦμα, ὡς τελειωτικὴ Ἐνέργεια, ἀποκαλύπτεται πλήρως στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου.
Ἐὰν ἡ μοναρχία τοῦ Πατρὸς ἐν Υἱῷ καὶ Πνεύματι καταφαίνει τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ὁ ἔνσαρκος Λόγος τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τότε ἡ Θεοτόκος ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριο τῶν ἀπορρήτων Δωρεῶν τοῦ Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου ἐνηνθρωπήσατο»10. Ἐκ τοῦ πληρώματος τῆς Θεότητος καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ἑνώνοντας καθ’ ὑπόστασιν κτιστὸ καὶ ἄκτιστο στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ Θεοτόκος ὑπῆρξε «τέλος τὸ σκοπιμώτατον καὶ ὕστατον δημιουργίας ἁπάσης, δι’ ἣν ὁ κόσμος ἐγένετο», καὶ διὰ τῆς ὅποιας «ἡ αἰώνιος τοῦ Κτίστου βουλὴ πεπλήρωται»11.
Ἡ Ὑπεράμωμη Μητέρα τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινωνὸς τοῦ πληρώματος τῆς θεϊκῆς Γνώσεως. Μὲ τὴν συνεργία τῆς Χάριτος, κατέστη δοχεῖο τῆς ἀπορρήτου Γνώσεως καὶ Σοφίας τῆς Τριάδος. Ὑπερέβη τὴν λειτουργία τοῦ ἀνθρώπινου λόγου ὄχι μόνον μὲ τὴν τελειότητα τοῦ νοός, ἄλλα καὶ μὲ τὴν τελειότητα τῆς αἰσθήσεως. Ἂν καὶ ἀνῆλθε ὅμως στὴν κορυφὴ τῶν ἀπόρρητων, παραμένει στὴν μυστικὴ σιωπή Της, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καινὴ γλώσσα: τὴν γλώσσα μὲ τὴν ὅποια φανερώνεται τὸ Πνεῦμα.
Ἡ Θεομητορικὴ σιωπὴ ἐκφράζει τὴν τελειότητα τοῦ λόγου Της, ὄντας εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τῆς προαιώνιας ἐνδοτριαδικης σιγῆς. Στὴν ἐν Πνεύματι σιγὴ συμπεριλαμβάνονται ὅλοι οἱ λόγοι τῆς φυσικῆς ἀποκαλύψεως, ἑνοποιημένοι μὲ τοὺς καθολικότερους λόγους τῆς θείας τελειότητος. Ἡ Θεοτόκος ἑνώνει ἔτσι τὸ πλήρωμα τῆς φυσικῆς γνώσεως μὲ τὴν τελειότητα τῆς ὑπέρλογης Γνώσεως ἐν τῇ μυστικῇ σιγῇ τοῦ Πνεύματος. Ὑπερβαίνει τόσο στὴν γνώση, ὅσο καὶ στὴν ἀρετή, ὅλα τὰ ἀνθρώπινα καὶ ἀγγελικὰ ὄντα, ἐνσαρκώνοντας τὴν ὑπὲρ νοῦν καὶ λόγον Σοφία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Θεοτόκος εἶναι μυστήριο τῆς ἐν Πνεύματι χαρᾶς, ἄλλα καὶ τῆς ἐν Πνεύματι ὀδύνης. Μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας ἀπώθησε τὶς παρὰ φύσιν ἡδονές, προχώρησε στὶς κατὰ φύσιν ἀρετὲς καὶ ἀξιώθηκε τὶς ὑπὲρ φύσιν Δωρεές. Ζώντας ὅλη μέσα στὸ θαῦμα, δέχεται τὸν χαρμόσυνο λόγο «Χαῖρε Κεχαριτωμένη»12 στὸν χῶρο καὶ χρόνο τοῦ μετὰ τὴν πτώση καθολικοῦ πόνου. Εἶναι ἡ Μητέρα τῆς Χάριτος, πλήρωμα πνευματικῆς χαρᾶς, ἄἀλλὰ καὶ πλήρωμα πνευματικῆς ὀδύνης: «σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία»13.
Ὁ τελειωμένος λόγος τῆς Παρθένου ἕλκει πρὸς αὐτὸν τὴν ἄρρητη χαρὰ τοῦ νοὸς καὶ τὴν πνευματικὴ ὀδύνη τῆς αἰσθήσεως. Καὶ ἡ μὲν χαρὰ ἀναπληρώνει τὴν παγκόσμια μεταπτωτικὴ λύπη, ἡ δὲ ὀδύνη τὴν καθολικὴ ἡδονὴ τῆς ἁμαρτίας. Ἢ Παρθένος, ἔτσι, ἐνσαρκώνει τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γεννώντας ἀνώδυνα τὸν Θεάνθρωπο, μέσα σὲ πλήρωμα οὐράνιου χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως, ἐνῶ ὁ Χριστός, μέσα σὲ πλήρωμα πνευματικῆς θλίψεως (τὴν ὁποία δοκίμασε κατ’ ἐξοχὴν ἡ Θεοτόκος), ἀπελευθερώνει τὸ πλάσμα Του ἀπὸ τὴν ἡδονὴ τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ὀδύνη τοῦ Σταυροῦ. Μὲ τὴν διαχρονικὴ προσευχή Της ἡ Θεοτόκος ἑλκύει πρὸς τὴν Κτίση, ποὺ ὀδυνᾶται ἀπὸ τὴν ἀπουσία τῆς χαροποιοῦ Χάριτος, τὸ πλήρωμα τῆς ἀναστάσιμης χαρᾶς καὶ ζωῆς.
Πλήρωμα τῆς ταπεινῆς ’Ἀγάπης, ἡ Θεοτόκος ἀκολουθεῖ ἀφανῶς τὴν κένωση τῆς ἔνθεης Ταπεινώσεως καὶ Ἀγάπης πρὸς τὸν κόσμο. Κατέρχεται μέσω τῆς πνευματικῆς αἰσθήσεως ἐναγκαλιζόμενη ὅλα τὰ ὄντα μὲ τὴν σιωπηλὴ προσευχή Της. Σὲ πλήρη ἀντίθεση πρὸς τὸν ἑωσφορικὸ νοῦ, ὁ ὁποῖος πόθησε πρὸ καιροῦ τὰ ὑπὲρ δύναμιν, ἡ Ταπεινὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ δὲν ἀρκεῖται στὸ δικό Της ὑπὲρ νοῦν πνευματικὸ ὕψος. Συγκαταβαίνει μὲ σταυρικὴ ὀδύνη πρὸς ὅλον τὸν κόσμο, δεόμενη ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν του· γίνεται θεῖον ἱλαστήριον καὶ πύρινο ἅρμα τῆς κενώσεως τῶν θείων Ἐνεργειῶν πρὸς τὴν κτίση.
Ἡ Ταπείνωση τῆς Θεοτόκου εἶναι διδακτὴ ἐκ τοῦ Πνεύματος. Εἶναι αὐτή, ἡ ὁποία τὴν καθιστᾶ Δυνατὴ ἀπέναντι στὸν ὑπεράγνωστο πόνο τῆς Ρομφαίας ποὺ δέχθηκε στὸν Σταυρό. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ταπείνωση ὅμως, ἡ θεομητορικὴ ζωὴ ἀποκαλύπτει καὶ μία τρίτη διάσταση τῆς Ἀγάπης, τὴν ἐν Πνεύματι Ὀδύνη, ἡ ὁποία εἶναι καὶ αὐτὴ ἄκτιστο κατηγόρημα τῆς Ἀγάπης. Ὅπως ἡ προαιώνια Ἀγάπη κενώνεται ὡς Ταπείνωση καὶ Ὀδύνη στὸν Σταυρό, ἔτσι καὶ ἡ θεομητορικὴ Ἀγάπη στηρίζεται στοὺς πόδες τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς Ὀδύνης. Ἄλλωστε, ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Θεοτόκου ἦταν ἕνα σύμπλεγμα Ἀγάπης, Ταπεινώσεως καὶ πνευματικῆς ὀδύνης γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Ὡς ἀμεσότερος λοιπὸν συμμέτοχος στὰ θεῖα παθήματα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Μητέρα Του ἀποτελεῖ τὸ πλήρωμα τῆς Ταπεινῆς Ἀγάπης ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἡ Θεοτόκος, ὡς προεπινοούμενος τέλειος σκοπὸς τῆς Δημιουργίας14, ὑπῆρχε πάντοτε στὴν προαιώνια βουλὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία «ἔχαιρε καὶ ὑπερέχαιρε πρὸ τοῦ αἰῶνος, προγινώσκουσα κατὰ τὴν θεαρχικήν της ἰδέαν τὴν ἀειπάρθενον Μαριάμ»15[1] [1]. Εἶναι ἡ Νέα Εὔα, ἡ «βοηθὸς»16 τοῦ Νέου Ἀδὰμ Χριστοῦ, τὴν ὁποία ἡ θεία Πρόνοια προόριζε συνεργὸ στὴν ὑποστατικὴ ἕνωση κτιστοῦ-ἄκτιστου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποτελεῖ τὸ «μεθόριον κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως», κατὰ τὸν Γρηγόριο Παλαμα17. Στὴν Θεοτόκο συγκλίνει ὅλη ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ τὸ «σπέρμα αὐτῆς»18 θὰ γεννήσει τὸ «αἰώνιον φῶς»19, τὴν προσδοκία τῶν Ἐθνῶν. Αὐτὴν ὁ προφητικὸς λόγος ὑπονοεῖ μὲ τὸ «σὺ δὲ Ἰσραὴλ παῖς μου Ἰακὼβ ὃν ἐξελεξάμην, σπέρμα Ἀβραὰμ ὃν ἠγάπησα»20. Ἡ Θεοτόκος εἶναι τὸ μυστικὸ σπέρμα τοῦ Ἰσραήλ, ἡ νοητὴ Σιών, σύμφωνα μὲ τὸ «μήτηρ Σιῶν ἐρεῖ ἄνθρωπος καὶ ἄνθρωπος ἐγεννήθη ἐν αὐτῇ καὶ αὐτὸς ἐθεμελίωσεν αὐτὴν ὁ ὕψιστος»21· καὶ Αὕτη ἔτεκε τὸν «Θεὸν ἰσχυρὸν ἐξουσιαστήν»22, τὸ «μέγα φῶς»23 τῆς οἰκουμένης.
Ἡ Θεομήτωρ ἀποτελεῖ τὴν «ἀκροστιχίδα τῆς θεοπνεύστου τῶν Γραφῶν ἀλήθειας»24, ἀλλὰ καὶ «τὰ τῆς παλαιᾶς καὶ καινῆς Διαθήκης συμπέρασμα»25. Σὲ αὐτὴν ἐθαυμαστώθη πλήρως τὸ «ἐγὼ εἶπα θεοί ἐστε»26, διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴν κατέστησε «λαμπτήρα τοῦ θείου καὶ ἀπορρήτου φωτός»27. Καθὼς δὲ «ὁ κόσμος διὰ τὸν ἄνθρωπον»28 δημιουργήθηκε, εἶναι ἑπόμενο ὅτι, καὶ “ὁ ἄνθρωπος διὰ τὴν Θεοτόκον” φέρεται στὴν ὕπαρξη· «διότι γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχουμε καὶ εἴμαστε ἄνθρωποι, τὴν μακαρία Παρθένο πρέπει νὰ θεωροῦμε αἰτία. Καὶ ἀκόμη περισσότερο: ὅπως γιὰ χάρη τοῦ καρποῦ ὑπάρχει τὸ δένδρο, ἔτσι γιὰ χάρη τῆς Παρθένου δόθηκε καὶ ἡ ἁρμονία καὶ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη σὲ ὅλη τὴν κτίση, καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν ἥλιο καὶ σὲ κάθε ταὶ ποὺ ὑπάρχει», ὁλοκληρώνει μὲ θαυμαστὸ λόγο ὁ Νικόλαος Καβάσιλας29.
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἐμπεριέχει πλῆθος προτυπώσεων τῆς Θεοτόκου, μὲ τὶς ὁποῖες ἡ πατερικὴ σοφία ἔχει πλέξει ὡραιότατους λόγους30. Ἡ Θεοτόκος εἶναι τὸ «τῶν ἀπ’ αἰῶνος ἁγίων προφητῶν προκατάγγελτον ὄνομα, ἡ ἀντίτυπος τῆς τοῦ Νῶε ἔμψυχος θήκη, ἢ ούρανόφθαστος κλίμαξ ἣν εἶδε πάλαι ὁ Ἰακώβ, ἡ φλογοφόρος βάτος ἣν εἶδε ποτὲ ὁ ἐν ὅρει Σινᾶ Μωυσῆς, ἁ ἁγιόβλαστος ράβδος Ἀαρώων, ἡ πορφυροποίκιλτος νέα Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, ἣν ἀκαινουργησεν ὁ Βεσελεήλ»31.
Ἀπὸ ὅλες ὅμως τὶς προτυπώσεις τῆς Παναγίας, ἡ πλέον συγκλονιστικὴ εἶναι ἡ φλεγόμενη βάτος τοῦ ὄρους Σινᾶ. Ἡ Θεοτόκος ἀποτελεῖ τὴν “βάτο”, διὰ τῆς ὁποίας «τὸ ἄρρητον καὶ ὑπερφυὲς ὥσπερ θάμνῳ τῇ οὐσίᾳ τῶν ὄντων ἐνυπάρχον θεῖον πῦρ» ἐκλάμπει μέσα ἀπὸ τὴν σάρκα τοῦ Λόγου32. Ὃ Μωυσῆς λοιπὸν βλέπει πρῶτα ὅτι «ὁ βάτος καίεται ἐν πυρί, ὁ δὲ βάτος οὐ κατακαίεται»34, καὶ ὕστερα ἀκούει τὸ «ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ Πατρός σου»35. Πρῶτα ὁμολογεῖ «παρελθὼν ὄψομαι τὸ ὅραμα τὸ μέγα τοῦτο»36, καὶ ὕστερα ἀκούει τὸ «μὴ ἔγγισης ὧδε, λύσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου- ὁ γὰρ τόπος ἐν ᾧ σὺ ἔστηκας, γῆ ἅγια ἐστίν»37. Μυεῖται κατ’ ἀρχὴν στὸ μέγα μυστήριο τῆς “ἁγίας γῆς" τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία συνιστᾶ τὸ πλήρωμα τῆς ἀνθρωπίνης τελειότητος, καὶ κατόπιν δέχεται τὸ πλήρωμα τῆς θείας ἀποκαλύψεως «ἐγώ εἰμι ὁ ὢν»38. Τὸ ἄκτιστο πῦρ τῆς τελειότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἔκαιε ἀλλὰ δὲν κατέκαιε τὴν “φλεγόμενη βάτο-Θεοτόκο", θεωρεῖται μὲ διάνοια «παντελῶς ἐλεύθερην λογισμῶν ἀνθρώπινων»39 καὶ εἶναι τὸ μυστήριο “τὸ μέγα τοῦτο”, τὸ ὁποῖο μᾶς εἰσάγει τελικὰ στὸ ὑπὲρ νοῦν καὶ λόγον μυστήριο τοῦ Προσωπικοῦ Θεοῦ.
Ἡ Θεοτόκος εἶναι γέννημα τῶν ἁγίων Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης. Ὁ καρπός τους εἶναι καὶ ἡ καλύτερη ἔνδειξη τοῦ ὕψους τῆς δικῆς τους ἀρετῆς, σύμφωνα μὲ τὴν ἀψευδῆ μαρτυρία τοῦ Κυρίου «ἄραγε ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς»40. Ἡ Παναγία εἶναι καρπὸς μακροχρόνιας καὶ ὀδυνηρῆς ἀτεκνίας, ἡ ὁποία στὸ τέλος γέννησε διὰ τῆς προσευχῆς τέκνο χαρᾶς, «ἐν εὐφροσύνῃ καὶ ἀγαλλιάσει»41. Εἶναι γέννημα ὁλοκάθαρου πόθου, γιὰ ἕνα “ἅγιον παιδίον” ἀφιερωμένο ἐκ κοιλίας μητρὸς στὸν Θεό. Καρπὸς ἀγάπης, ἀλλὰ καὶ βαθύτερης ταπεινώσεως καὶ ὀδύνης τῶν ἁγίων γονέων. Βλάστημα σωφροσύνης καὶ προσευχῆς: «καὶ τί πτερὰ ἦταν αὐτὰ ἐκείνης τῆς προσευχῆς! Τί παρρησία ποὺ εὑρῆκε στὸν Κύριο!... Ἔπρεπε δὲ νὰ προετοιμασθεῖ τὸ μέγα θαῦμα μὲ τὸ θαῦμα καὶ ἡ φύση βαθμιαία νὰ ὑποταχθεῖ στὴν Χάρη. Γι’ αὐτὸ προτιμήθηκαν ἀπό τοὺς πολύτεκνους οἱ ἄτεκνοι, γιὰ νὰ κυοφορηθεῖ ἀπὸ πολυαρέτους ἡ πανάρετη κόρη καὶ ἀπὸ ἐξαιρετικὰ σώφρονες ἡ πάναγνη καὶ γιὰ νὰ δώσει ὡς καρπὸ ἡ σωφροσύνη, συνελθοῦσα μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση, τὸ νὰ γίνει γεννήτρια παρθενίας...»42.
«Τί λοιπὸν εἶναι ἴσο μὲ τὶς ψυχὲς ἐκεῖνες ποὺ προσευχήθηκαν τόσο ἀποτελεσματικά; Ἀπὸ ποιὲς θυσίες δὲν εἶναι πιὸ ἀγαπητὲς αὐτὲς οἱ ψυχὲς στὸν Θεό; Ἀπὸ ποιὰ θυσιαστήρια δὲν εἶναι πιὸ ἱερές;» ἀναφώνει γιὰ τοὺς προπάτορες ὁ ἱερὸς Καβάσιλας43. Πραγματικά, ἡ Θεοτόκος εἶναι βλάστημα ἁγιότητος. Δὲν ἀποτελεῖ καρπὸ μεταπτωτικῆς ἡδονῆς, ἀλλὰ χαρισματικῆς ὑπακοῆς στὸ θεῖο θέλημα44. Εἶναι γέννημα πνευματικῆς χαρᾶς καὶ ἀγάπης, ποὺ ἐπεσκίασαν τὴν φυσικὴ ἡδονὴ τῆς συλλήψεως. Ἡ ἁγιότητα τῶν γονέων, «τὸ πανάμωμον σπέρμα» τὸ ὁποῖο κατεβλήθη ἐκ τῆς ὀσφύος τοῦ Ἰωακείμ, καὶ ἡ «ἀοίδιμος μήτρα τῆς Ἄννης, οὐρανὸν ἐν ἑαυτῇ κυοφορήσασα ἔμψυχον, τῆς οὐρανῶν εὐρυχωρίας πλατύτερον»45, ἔτεκε τὴν «ἅγιαν γῆν»46 Θεοτόκο. Ἂν καὶ ἡ Θεοτόκος φέρει καὶ ἡ ἰδία τὴν προπατορικὴ εὐθύνη τοῦ θανάτου καὶ τὴν μετὰ τὴν πτώση παχύτητα τοῦ σώματος, ἡ τελειωτικὴ Χάρη τῶν γονέων της κατέστησε τὴν σύλληψή της “ἁγία”. Ἔτσι, μὲ τὴν γονεϊκὴ ἀρετὴ καὶ τελειότητα, τὰ ὁποῖα κληρονομήθηκαν πρεπόντως καὶ στὴν Θεομήτορα, τὴν τελειωτικὴ Χάρη καὶ τὴν προσωπική της αὐτεξούσια θέληση, ἡ Θεοτόκος καθίσταται καὶ αὐτὴ ἀναμάρτητη καὶ παναγία.
Καρπὸς ἔνθεης ἀγάπης, ταπεινώσεως, ὀδύνης, σωφροσύνης, ὑπακοῆς καὶ πνευματικῆς χαρᾶς, ἡ Θεοτόκος φέρει ἐκ συλλήψεως στὸ σύνολό τους τοὺς καθολικότερους λόγους τῶν ἀρετῶν. Αὐτὴ ἡ θεία καταβολὴ ἀναγκάζει τὸν Νικόλαο Καβάσιλα νὰ ὁμολογήσει: «Ἦταν ἑπόμενο στὴν γέννηση τῆς Πανάγνου νὰ μὴν μπορεῖ τίποτε νὰ εἰσφέρει ἡ φύση, ἀλλὰ νὰ τὴν πραγματοποιήσει ἐξ ὁλοκλήρου Αὐτός, ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὴν φύση, καὶ νὰ δημιουργήσει ὁ Θεὸς τὴν μακαρία Παρθένο κατὰ τρόπο ἄμεσο, ὅπως καὶ τὸν πρῶτο ἄνθρωπο... Ἀλλὰ καὶ ὅσες τιμὲς ὁ Θεὸς ἔκαμε στὸ ἀνθρώπινο γένος πρότερα ἀπὸ αὐτήν, ἀπὸ μακριὰ τὴν Μητέρα Του κοσμοῦσε»47.
Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ μόνη ἀναμάρτητη ἀπό τους ἀνθρώπους, διότι «πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐχ ἁμαρτάνει, ἀλλ’ ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ τηρεῖ ἑαυτὸν καὶ ὁ πονηρὸς οὐχ ἅπτεται αὐτοῦ»48. Παρ’ ὅλο ὅτι εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἁμαρτήσει, Ἐκείνη, μὲ πλήρη ἐλευθερία, ὑπάκουσε ἀπὸ βρέφος στὸν καθολικὸ λόγο καὶ νόμο τῆς ἀγάπης. Ἀγάπησε τὸν Θεὸ «ἐξ ὅλης ταῆς καρδίας, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος»49 αὐτῆς. Ἑνώνοντας αὐτεξούσια τὸ πλήρωμα τῆς ψυχικῆς ἐνέργειας μὲ τὴν Θεία Ἐνέργεια, καθηλώνει ἀνενεργὸ τὴν μεταπτωτικὴ ροπὴ πρὸς τὸ παρὰ φύσιν καὶ κινητοποιεῖ αὐτοπροαίρετα ὅλες τὶς ψυχοσωματικὲς δυνάμεις πρὸς τοὺς λόγους καὶ τρόπους τῶν θείων ἀρετῶν «τηρεῖ τὴν ἑαυτῆς καρδία καὶ πονηρὸς λόγος οὐχ ἅπτεται αὐτῆς»50.
Κατὰ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, ὁ Χριστός, ὡς σύνθετη Ὑπόσταση, ἐνεργεῖ “γνωμικῶς” ὡς ἕνα Πρόσωπο, μὲ τὴν θεανδρική Του βούληση νὰ κινεῖται πάντοτε σύμφωνα πρὸς τὸ κοινὸ θέλημα Πατρός, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, στὸ ὁποῖο βέβαια δὲν ὑπάρχει οὔτε ὡς δυνατότητα ἡ ἁμαρτία51. Ἡ Θεοτόκος ὅμως κατέστη ἀναμάρτητη μὲ τὴν προαιρετικὴ προσπάθεια τοῦ δικοῦ Της γνωμικοῦ θελήματος, στὸ ὁποῖο δώρισε τὸ Πνεῦμα τὴν δυνατότητα πλήρους ἀρνήσεως κάθε παρὰ φύσιν προσβολής52. Ὁ ἱερὸς Καβάσιλας ἀναλύει ὅτι, «διὰ τῆς Παρθένου ἀπέδειξε ὁ ἄνθρωπος ὁλοφάνερα καὶ πάνω στὴν πράξη τὴν δύναμη ποὺ ὑπῆρχε μέσα του ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ στὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο, ἔλαβε ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ τὸ βραβεῖο. Ἔτσι, τὴν πρώτη καθαρότητα ἔδωσε στὴν φυυη μὲ ταὴν πρόοδό της ἡ Μητέρα· ὁ δὲ Υἱὸς ἔδωσε τὴν δεύτερη καὶ καλύτερη»53.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ Θεοτόκος συνεργάσθηκε μὲ τὸν Δημιουργὸ γιὰ τὴν τελείωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, φανερώνοντας μὲ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο τὶς δυνατότητες τοῦ προπτωτικοῦ ἀνθρώπου. «Ἔγινε ἔτσι βοηθὸς στὸν Πλάστη, τὸ ἄγαλμα συνεργάσθηκε μὲ τὸν Τεχνίτη. Αὐτὴ ξανάδωσε στὸ ἄγαλμα ὄ,τι εἶχε προηγουμένως καὶ Ἐκεῖνος πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε... Ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ παρέμενε ἀθέατος, καθὼς δὲν ὑπῆρχε κανεὶς γιὰ νὰ τὸν φανερώσει. Μόλις ὅμως ὑπῆρξε ἡ Παρθένος, ἔγινε καὶ Αὐτὸς ἐντελῶς φανερός»54.
Ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀπεκάλυψε μὲ θαυμαστὴ πληρότητα τὸ “ἀρχαῖον κάλλος" τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στὴν προπτωτικὴ κατάσταση. Εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ζεῖ ἐν Χριστῷ πρὶν ἀπὸ τὴν φανέρωση τοῦ τελείου Χριστοῦ. Μὲ ἰσχυρὴ τὴν θέλησή της νὰ ἀντιστρατεύεται τὰ παρὰ φύσιν καὶ ἔχοντας τοὺς προαιώνιους λόγους τῶν ἀρετῶν ὡς δυνάμεις τῆς λογικῆς ψυχής55, ἡ Νέα Εὔα εἶναι ὁ τελειότερος ἄνθρωπος, ἡ ἐνσαρκη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ δέχεται τὴν μέγιστη Δωρεά Του, νὰ γεννήσει ἐν σαρκὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Χρυσοστόμου μοναχοῦ Διονυσιάτου, Θεὸς Λόγος καὶ Ἀνθρώπινος Λόγος, Ἱ. Μ. Ἁγίου Δονυσίου, Ἅγιον Ὄρος, 1998, σελ. 370-377.