Ἡ προσευχὴ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀπαγκιστρώνει ἀπὸ τὴν ἐξωτερική φύση κι ἀπὸ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, κρατᾶ τὴν ψυχὴ του ἀνοιχτὴ ἀπέναντι στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ δὲν προσεύχεται, μένει δέσμιος, ἐγκλωβισμένος στὸν σύνθετο μηχανισμὸ τῆς ἐξωτερικῆς φύσης καὶ τῶν ἐμπαθῶν ροπῶν· τῶν ροπῶν ποὺ κυριαρχοῦν μέσα του, ἀκόμα περισσότερο κι ἀπὸ τὴ φύση.
Ἡ προσευχή, ὡς αἴτημα-παράκληση, ἐξασφαλίζει τὴν ἐλευθερία ἀπέναντι στοὺς σύνθετους μηχανισμοὺς τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι ἐναρμονίζουν τοὺς νόμους τῆς φύσης μεταξύ τους. Μὲ τὸ αἴτημα-παράκλησή του, ὁ ἄνθρωπος ἐκδηλώνει τὴν πεποίθησή του, πὼς αὐτοὶ οἱ μηχανισμοὶ εἶναι ἁπλὰ ἐνδεχόμενα καὶ παράγονται ἀπό τὴν ἐλεύθερη παρέμβαση τοῦ ὑπέρτατου προσώπου ποὺ τοὺς δημιούργησε. Αὐτὴ ἠ πεποίθηση στηρίζεται πάνω στὸ γεγονὸς, πὼς ἀκόμη καὶ τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα μπορουν νὰ συνθέσουν ἐλεύθερα κάποιους μηχανισμοὺς φυσικῶν νόμων καὶ νὰ τοὺς κατευθύνουν πρὸς συγκεκριμένες στοχεύσεις τῆς ἐπιλογῆς τους.
Τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐπιλέγει καὶ νὰ βάζει τὸ σῶμα νὰ ἐκτελεῖ κινήσεις τῆς ἐπιλογὴς του· μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὶς κινήσεις καὶ μέσα ἀπὸ τὰ ἐργαλεῖα ποὺ προεκτείνουν τὴ δράση τους, ἀποκτᾶ ἐξουσία πάνω στὰ πράγματα καὶ τὶς δυνάμεις τῆς φύσης. Αὐτή τὴν ἐξουσία μοιράζονται ἐξίσου καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Μπορῶ νὰ ἀπευθύνω ἔνα αἴτημα στοὺς ἄλλους προκειμένου νὰ ἐπιτύχω μία χρήσιμη γιὰ μένα παρέμβασή τους στοὺς μηχανισμοὺς τῶν φυσικῶν νόμων. Ἔτσι, μέσα ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ τὶς δυνάμεις τῆς φύσης, μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀναπτύξουν μεταξὺ τους ἕναν ἐλεύθερο διάλογο. Κάθε ἄνθρωπος, μὲ τὴ δράση του πάνω στὴ φύση, ἐκδηλώνει τὴν δική του ἐλευθερία και, ἀπευθύνοντας στοὺς ἄλλους ἔνα αἴτημα, κάνει τὴ δική τους νὰ ἐκδηλωθεῖ. Ὄμως, αἰτουμενος μία ἐλεύθερη παρέμβαση τοῦ ἄλλου, ὁ ἄνθρωπος προσδοκᾶ μία ἀπελευθέρωση καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, μίας καὶ χωρὶς αὐτὴ τὴν παρέμβαση τοῦ ἄλλου, δεν θὰ μποροῦσε ἀπὸ μόνος του νὰ διαχειριστεῖ κάποιους συγκεκριμένους μηχανισμούς τῆς φύσης.
Συνεπῶς, γιατί νὰ μὴν πιστέψουμε καὶ στὴ δυνατότητα παρέμβασης τοῦ ὑπέρτατου προσωπου, ποὺ δημιούργησε τὴ φύση μαζὶ μὲ τοὺς νόμους της; Ἂν γενικὰ φαίνεται, πὼς ἡ φύση ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἕνα ἐνδεχόμενο δράσης, τότε αὐτό ἀποδεικνύει, πὼς ἡ φύση δημιουργήθηκε ὡς πεδίο ἀνοιχτὸ στὶς παρεμβάσεις τῶν πρωτοβουλιῶν· ὡς πεδίο ἐλεύθερου διαλόγου μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ σημαίνει, πὼς ἡ φύση δημιουργήθηκε ὡς θεραπαινίδα τῆς ἐλευθερίας καὶ, συνεπῶς, ἐκ μέρους μίας Ἐλευθερίας. Γιατί, λοιπὸν, αὐτὴ ἡ δημιουργὸς ἐλευθερία νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἐπέμβει στοὺς μηχανισμοὺς τῆς φύσης, καὶ μάλιστα μὲ ἕναν τρόπο πιὸ ἀποτελεσματικὸ ἀπὸ τὶς ελευθερίες τῶν ἀνθρώπων;
Ὁ κόσμος δὲν ἔχει νόημα, παρὰ ὡς πεδίο διαλόγου μεταξύ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι, μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα τους, ἀποκρίνονται στὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Καὶ μὲ τὴν προσευχὴ τους, αἰτοῦνται τῶν παρεμβάσεών Του. Μὲ τὴν προσευχὴ τους, οἱ ἄνθρωποι ἐκδηλώνουν τὴν πεποίθησή τους, πὼς ἡ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ παρεμβαίνει στὸν κόσμο γιὰ τὸ δικό τους καλό. Μὲ τὴν προσευχὴ τους, ἐκδηλώνουν τὴν πεποίθηση, πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἕνα ἁπλό γρανάζι στὸν μηχανισμὸ τῆς φύσης. Μὲ τὴν προσευχὴ τους, ἐκδηλώνουν τὴν ἰδιαίτερη φροντίδα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιταχθεῖ, πὼς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐπέμβει στοὺς μηχανισμοὺς τῆς φύσης, ἐπειδὴ τὸ πνεῦμα του εἶναι τόσο στενὰ συνυφασμένο μὲ τὸ σῶμα του (καὶ μέσω αὐτοῦ μὲ τὴ φύση ποὺ τὸ περιβάλλει), ὥστε οἱ κινήσεις του ἀντανακλοῦν ἀναπόφευκτα στὴ φύση. Ὅμως, γιατί νὰ μὴν δεχτοῦμε ἐπίσης, πὼς μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου ὑπάρχει μία ἀδιάρρηκτη συνάφεια; Γιατί νὰ μὴν δεχτοῦμε, πὼς Θεὸς καὶ κόσμος εἶναι τόσο συνυφασμένοι, ὥστε ὁ κόσμος νὰ εἶναι ριζωμένος στὸν Θεὸ καὶ οἱ κινήσεις Του, ἄν καί ἐλεύθερες, νὰ ἀφήνουν πάντα τὸ ἀποτύπωμά τους στὴ φύση; Ἑπομένως, ὅπως ἡ συνάφεια μεταξὺ τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καὶ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου εἶναι ἕνα μεγάλο καί ἄλυτο μυστήριο, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο κι ἀκόμα περισσότερο, ἡ συνάφεια τοῦ κόσμου μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ἕνα μυστήριο μεγάλο καὶ ἀπροσπέλαστο. Ἐξάλλου, δέν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε «ἀτόφια» ὕλη (ὡς οὐσία ξεχωριστῆ), οὔτε μέσα στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου οὔτε μέσα σ’ ὅσα προσλαμβάνει ὁ ἄνθρωπος διὰ τῶν αἰσθήσεών του. Κι ακόμα πιὸ δύσκολα, θὰ μπορούσαμε νὰ διακρίνουμε στὸν κόσμο συνολικά, ὕλη κενή θείου πνεύματος. Ἂν μπορούσαμε νὰ βροῦμε κάτι τέτοιο, τότε ὁ κόσμος αὐτός, σαν περίκλειστος μηχανισμὸς ἀπόλυτα προσδιοριζόμενος ἀπὸ νόμους ἐπιστημονικούς, θα ἤταν ἄνευ νοήματος. Μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἐκδηλώνεται καὶ ἐνεργοποιεῖται αὐτὸς ὁ ἐλεύθερος διάλογος μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ πέρα ἀπό αὐτόν. Ὅμως, μὲ τὴν προσευχὴ ἐπίσης, ἐκδηλώνεται καὶ ἐνεργοποιεῖται ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν ἑαυτό του. Τὰ πάθη ἁλυσοδένουν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐξωτερικὴ φύση, τὸν κάνουν δέσμιό της. Ἄν μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη φανερώνεται ἡ ὑποδούλωσή του στὴ φύση θεωρητικά, μέσα ἀπό τὰ πάθη συντελεῖται πρακτικά-ἠθικά. Μὲ τὰ πάθη, ὁ ἄνθρωπος ὑποδουλώνεται σ’αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ φύση: μία φύση μεταπτωτική, ἐξαγριωμένη– κι αὐτὸ δείχνει καὶ πάλι, πὼς ἡ φύση δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ αὐτοπραγματωθεῖ. Τὰ πάθη εἶναι ἕνα κράμα φύσης καὶ πνεύματος –ἑνός πνεύματος ὅμως ἀπισχνασμένου, ποὺ λειτουργεῖ πάνω στὴ φύση διαστροφικα· καὶ μίας φύσης, ἑπομένως, διεστραμμένης, ποὺ λειτουργεῖ πάνω στὸ πνεύμα κυριαρχικά.
Ἡ προσευχὴ συμβάλλει στὴν ὑπέρβαση τῶν παθῶν καὶ προϋποθέτει μία ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιτάξει κάποιος, πὼς κι αὐτὸς ποὺ δὲν προσεύχεται, μπορεῖ, μέσα ἀπὸ τὴν ἐλευθερία του, νὰ κυριαρχήσει στὰ πάθη του, καὶ πὼς μπορεῖ ἑπομένως νὰ ἀνυψωθεῖ πάνω ἀπὸ τὶς ἀνελεύθερες ροπὲς τῆς κατώτερης φύσης του. Ὅμως, ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀναγνωρίζει τίποτα ἄλλο πέρα ἀπὸ τὴν ἐλευθερία του, τότε παραμένει δέσμιος ἑνὸς ἄλλου πάθους του, τῆς ἀλαζονείας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι καθόλου μικρότερη ἀπὸ τὰ ἄλλα πάθη. Ἐπιλέγει μόνος του τὸ κριτήριο τῶν πράξεών του. Καὶ ποῦ νομίζει, πῶς μπορεῖ νὰ φτάσει, ἂν δὲν ἀναγνωρίζει τὸν Θεό; Παραμένει τελικὰ ἐγκλωβισμένος στὸ πεδίο μίας τυφλῆς φύσης καὶ ἀποσυντίθεται ἀπὸ τὸν θάνατο.
Ἡ προσευχὴ εἶναι, ἐπίσης, ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου πάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Μόνο ὑπερβαίνοντας τὸν ἑαυτό του, ὑπερβαίνοντας δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ θεωρεῖται ἐλευθερία ἐπιλογῆς, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὸν θάνατο. Μόνο ἀπελευθερούμενος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, καταφέρνει ὁ ἄνθρωπος νὰ κατασταθεῖ ἐλεύθερος, μὲ τὴν πραγματικὴ σημασία τῆς λέξης, καὶ νὰ μὴν κυριαρχεῖται ἀπὸ κανένα πάθος. Ὁ Ὅσιος Νεῖλος λέει κάπου: «Ἡ κατάσταση τῆς προσευχῆς εἶναι μία ἀπαθὴς ἕξις, ποὺ μὲ ἀκρότατο ἔρωτα ἐξυψώνει σὲ ὕψος νοητὸ τὸν πνευματικὸ νοῦ, ποὺ ἀγαπᾶ τὴ σοφία».
Μόνο μία σχέση ἄδολης ἀγάπης μὲ ἕνα πρόσωπο μᾶς παρέχει ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ φύση καὶ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Καὶ μονάχα ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς χαρίσει καὶ νὰ μᾶς ἐμπνεύσει μία τέτοια ἀγάπη γιὰ ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ μπορεῖ πραγματικὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας μὲ ἕνα τρόπο διαρκῆ, διότι τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο ἑλκυστικὸ, ἐξαιτίας τοῦ πλούτου τῆς ἀπεραντοσύνης Του, καὶ τόσο δοτικὸ στὴν ἀγάπη Του, ποὺ ξεχνᾶμε τὸν ἑαυτό μας. Κατὰ συνέπεια, μόνο ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεό μᾶς παρέχει τὴν πληρότητα τῆς ἐλευθερίας ἀπέναντι στὴ φύση καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ μᾶς καθιστὰ ἱκανοὺς νὰ ἐκφράζουμε κι ἐμεῖς αὐτὴ τὴν ἐλευθερία στὴ σχέση μας μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος λέει, πὼς στὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ αἰσθανόμαστε παιδιά Του καὶ πὼς αὐτὴ ἡ σχέση ἐνεργοποιεῖται ἀπὸ τὴν προσευχὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο συνδέει στενὰ τὸν φόβο μὲ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ἐλευθερία μὲ τὴν ταπείνωση.
Ἐπιτυγχάνοντας νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὸν ἑαυτό μας, ἡ προσευχὴ φανερώνεται ὡς ἡ πιὸ σπουδαία ἐνέργεια τοῦ πνεύματος, διότι τὸ πνεῦμα ἔχει τὴν τάση καὶ τὴν ἐγγενῆ δυνατότητα νὰ ἀνυψώνεται καὶ νὰ μᾶς ἀνυψώνει ἀκόμα καὶ πάνω ἀπὸ τὸ εἶναι μας, νὰ εἰσέρχεται καὶ νὰ ἐνδημεῖ σὲ μία κρυστάλλινη σχέση μὲ ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Αὐτὴ ἡ τάση καὶ ἡ δυνατότητα ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν σχέση, ποὺ τὸ πνεῦμα ἀναπτύσσει μὲ τὸ ὑπέρτατο Πρόσωπο. Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία ἐκδηλώνεται καὶ διατηρεῖται μέσα σὲ μία σχέση ἄδολης ἀγάπης μὲ ἕνα ἄλλο πρόσωπο καὶ τελικὰ μὲ τὸ ὑπέρτατο Πρόσωπο. Διότι τὸ ὑπέρτατο Πρόσωπο δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ ἐξουσιαστεῖ ἀπὸ ὁποιασδήποτε φύσεως ἐξουσία καὶ, συνεπῶς, δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ μπεῖ στὸν πειρασμὸ νὰ ἐξουσιάσει προκειμένου νὰ μὴν ἐξουσιαστεῖ. Στὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ εἴμαστε τελείως ἐλεύθεροι, διότι ὁ Θεός, μὴ ἐξουσιαζόμενος ἀπὸ τίποτα, δὲν ἀναζητᾶ νὰ ἐξουσιάσει. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν ἐλευθερία Του ἐξουσιάζοντας. Μόνο μέσα στὴ σχέση τῶν αὐθεντικὰ ἐλεύθερων ὑπάρξεων, μπορεῖ νὰ διασφαλιστεῖ ἡ ἐλευθερία κάθε προσώπου: καμιὰ δὲν ἐξουσιάζεται, καμιὰ δὲν ἐπιζητᾶ τὴν ἐξουσία.
Δὲν διασφαλίζουμε ποτὲ τὴν ἐλευθερία μας ἐξουσιάζοντας. Δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ ἐλευθερία στὴν ἀπομόνωση· ὠθεῖται κανεὶς καὶ παραμένει στὴν ἀπομόνωση, ἐξαιτίας μίας ἀνικανότητας νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὁ ἄνθρωπος τότε ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του· τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴ φύση: θέλοντας νὰ εἶναι κύριος τῆς φύσης, ἐξουσιάζεται ἀπ’ αὐτή. Σίγουρα, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ στέκει ὑπεράνω τῆς φύσης, ὅμως αὐτὸ εἶναι ἄλλο πράγμα ἀπὸ τὸ νὰ θέλει νὰ ἐξουσιάσει τὴ φύση μὲ ἕναν τρόπο ἐμπαθῆ: εἴμαστε πραγματικὰ κύριοι τῆς φύσης, ὅταν εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπέναντί της.
Μόνο μία ἄλλη αὐθεντικὴ ἐλευθερία, μία ἐλευθερία ἀδέσμευτη ἀπὸ πάθη καὶ συνεπῶς ἀπὸ ἐξουσιαστικὲς τάσεις, μπορεῖ νὰ κάνει τὴν ἐλευθερία μου νὰ ἐκδηλωθεῖ καὶ νὰ συντηρηθεῖ. Μόνο ἡ σχέση μὲ τὸ ὑπέρτατο Πρόσωπο, τοῦ ὁποίου ἡ ἐλευθερία δὲν μπορεῖ νὰ ἀπειληθεῖ, διασφαλίζει ἀκέραια τὴν ἐλευθερία μου.
Αὐτὸ δὲν σημαίνει, πὼς αὐτὴ ἡ σχέση μεταξὺ τῶν ἐλεύθερων ὑπάρξεων εἶναι μία σχέση ἐξωτερική, μία σχέση ποὺ ἀφήνει τὸν καθένα ἀπομονωμένο στὴν ἐλευθερία του. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἑνὸς ὑποβαστάζει, κατὰ κάποιον τρόπο, τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Ἡ αὐθεντικὴ ἐλευθερία τοῦ ἑνὸς γεννᾶ ἤ, καλύτερα, ἐνεργοποιεῖ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Αἰσθάνομαι μέσα στὴν ἐλευθερία μου τὴν ἐλευθερία ἐκείνου, μὲ τὸν ὁποῖο σχετίζομαι. Δὲν εἶναι μία ἐλευθερία ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ μένα ἢ ποὺ θέλει νὰ μὲ ἐξουσιάσει: εἶναι μία ἐλευθερία, ποὺ ἐνεργεῖ ἀπὸ ἀγάπη καὶ σεβασμὸ στὴν ἐλευθερία μου καὶ στὸν ἴδιο μου τὸν ἑαυτό.
Ὅταν ζητῶ ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο τὴν προσοχή του, τὴν ἀγάπη του, αὐτὴ ἡ προσοχὴ καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἔρχονται σὲ μένα ἐπειδὴ τὶς θέλησα, ἐπειδὴ προσκλήθηκαν ἀπὸ τὴν ἐλευθερία μου. Κι ἂν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μοῦ δίνει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προσοχή του, χωρὶς νὰ θέλει νὰ κυριαρχήσει πάνω μου, τότε μὲ καθιστὰ ἐλεύθερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Διότι, μὴ ἐπιζητώντας νὰ ὑπερασπιστῶ τὴν ἐλευθερία μου ἀπέναντί του, ξεχνῶ τὸν ἑαυτό μου. Ζῶ ἐλεύθερα τὸ δῶρο τῆς ἀγάπης του, τὴν ἐλευθερία του ἀπὸ κάθε ἐπιθυμία κυριαρχίας τοῦ πάνω μου. Ἑπομένως, ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία ἑνὸς ἄλλου ἀνθρώπου ὑποβαστάζει τὴ δική μου. Μόνο μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐλευθερίας ἑνὸς ἄλλου ἀνθρώπου, μπορεῖ καὶ ἡ δική μου ἐλευθερία νὰ γίνει πραγματικότητα. Μόνο ἡ ἐλευθερία ἑνὸς ἄλλου ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ τροφοδοτήσει καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴ δική μου. Ταυτόχρονα, ὅμως, μόνο μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἄκτιστης Ἐλευθερίας μποροῦν νὰ ἐπιβεβαιωθοῦν ὅλες οἱ κτιστὲς ἐλευθερίες. Αὐτὲς ὑποβαστάζουν ἡ μία τὴν ἄλλη διὰ τῆς ἀγάπης, ποὺ ἐπιζητεῖται καὶ παρέχεται ἀμοιβαία.
Στὴ σχέση μου μὲ τὸν Θεὸ, βέβαια, ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι ἀμφίδρομη: ὁ Θεὸς δὲν προσεύχεται στὸν ἄνθρωπο· ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται στὸν Θεό. Ὑπάρχει, ὡστόσο, ἀμοιβαῖο δόσιμο. Ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ τὴν ἐλευθερία του, ὄχι μόνο καθὼς τὴν ἀποδέχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσω τῆς προσευχῆς ἀλλὰ καὶ καθὼς προσφέρει τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό. Μόνο μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο κερδίζει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἂν ἐπιχειρήσει νὰ κρατήσει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὴν ὕπαρξη ποὺ τοῦ δωρήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐν ἀγάπῃ, χάνει τὴν ἐλευθερία του: θέλοντας νὰ εἶναι κύριος τῆς ὕπαρξής του, γίνεται σκλάβος της. Ἂν θέλει νὰ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, πρέπει νὰ θελήσει νὰ ἀποδέχεται πάντα τὴ ζωὴ ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Θὰ πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν προσφέρει στὸν Θεό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ δέχεται ὅλα ὅσα ἔχει. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἐλεύθερος, μόνο ἂν ζεῖ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἐν Θεῷ. Δὲν μπορεῖ νὰ κρατᾶ ἐνάντια στὸν Θεὸ τὴν ἐλευθερία του, ποὺ ἔχει προέλθει ἀπὸ τὸν Θεό· πρέπει διαρκῶς νὰ γίνεται ἄξιος τῆς ἐλευθερίας ποὺ τοῦ παρέχει ὁ Θεός, μέσω τῆς προσευχῆς. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐπιζητᾶ νὰ κυριαρχήσει καταπάνω σὲ ὅ,τι ἔχει, γίνεται σκλάβος τοῦ πάθους καὶ, συνεπῶς, τοῦ ἑαυτοῦ του.
Πρέπει νὰ δοθοῦμε σὲ μία ἄλλη ἀληθινὴ ἐλευθερία, προκειμένου νὰ δεχτοῦμε τὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίας, καὶ ἡ μόνη ἐλευθερία ποὺ εἶναι ἐκ τῆς φύσεώς της ἀνεξάντλητη εἶναι αὐτὴ τοῦ ὑπέρτατου Προσώπου.
Προσευχὴ εἶναι ἡ ἀντιστροφὴ τῆς κυριαρχικῆς ἐπιθυμίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐγγυᾶται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου: καταφάσκει σὲ μία ἄλλη ἐλευθερία, ἡ ὁποία διασφαλίζει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ προσεύχεται. Ἀληθινὴ προσευχὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ – εἶναι ἡ σχέση μὲ τὴν Ἐλευθερία τὴν ἴδια, τὴν ἀπέραντη Ἐλευθερία, ποὺ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀπειλήσει καὶ ποὺ συνεπῶς κι ἡ ἴδια δὲν ἐκπροσωπεῖ καμία ἀπειλῆ. Αὐτὴ ἡ Ἐλευθερία ἐπιζητᾶ νὰ ἐπιβεβαιώνει καὶ νὰ ὑποστηρίζει τὴν ἐλευθερία κάθε προσευχόμενου ἀνθρώπου, κάθε ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ κι ὄχι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.
Ὡς ἔκφραση τῆς ἐλεύθερης σχέσης μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ ὡς ἐκδήλωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ προσευχὴ διαθέτει ἤδη ἀφ’ ἑαυτῆς τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ δυναμώνει τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ καθιστὰ τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ πραγματικότητα. «Ὠσαύτως δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν· τὸ γὰρ τί προσευξώμεθα καθὸ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ’ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρώμ. 8, 26). Τὸ Πνεῦμα δημιουργεῖ μία τόσο στενὴ σχέση μεταξὺ ἡμῶν καὶ τοῦ Θεοῦ, ποὺ αἰσθανόμαστε πὼς εἴμαστε υἱοὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐν προσευχῇ ἑνότητά μας μὲ τὸν Θεὸ εἶναι τόσο τέλεια καὶ ὁλοκληρωμένη, ποὺ δὲν μποροῦμε πλέον νὰ ποῦμε, ποῦ τελειώνουν τὰ δικά μας ἔργα καὶ ποῦ ξεκινοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ γίνεται δική μας ἐνέργεια καὶ συνεπῶς δὲν σωζόμαστε ἀπὸ τὴν δική μας δικαιοσύνη ἀλλὰ ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἐν Πνεύματι, λησμονοῦμε τὸν ἑαυτό μας τόσο βαθιά, ἀφήνουμε τὸν ἑαυτό μας πίσω τόσο ὁλοκληρωτικά, ποὺ δὲν μποροῦμε πλέον νὰ ξεχωρίσουμε τὴ δική μας ἐνέργεια ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ ἔχει γίνει καὶ δική μας ἐλευθερία, καὶ ἡ δική μας ἀδυναμία ἔχει γίνει ἡ ἀδυναμία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἴμαστε πλέον ἐμεῖς ποὺ προσευχόμαστε καὶ συνεπῶς ἐπιβεβαιώνουμε τὴν ἐλευθερία μας, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὴν ἀδυναμία τῆς προσευχῆς ἐπιβεβαιώνεται ἡ δύναμη τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ – τῆς ἐλευθερίας ποὺ ἔχει γίνει καὶ δική μας ἐλευθερία. Ἡ ἔξοδος τοῦ Θεοῦ πρὸς συνάντησή μας, μᾶς ἀποκαλύπτεται διὰ τοῦ Πνεύματος, ὅταν κι ἐμεῖς ἐξερχόμαστε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας πρὸς συνάντησή Του. Ἡ ἕνωση ποὺ προκύπτει (καὶ ποὺ βιώνεται μὲ τρόπο παράδοξο) ἐκφράζει ἐπίσης, θὰ ἔλεγε κανείς, καὶ τὴν κατάστασή μας ὡς υἱῶν τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς θείας υἱοθεσίας. Μὲ τὴν προσευχὴ προσφέρουμε τὸν ἑαυτό μας ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς προσφέρει τὸν Ἑαυτὸ Του ὁλοκληρωτικὰ σέ μᾶς, ὅπως ὁ Πατέρας στὰ παιδιά του. Κι ἔτσι, ἔχουμε μέσα μας τὴν ἐλευθερία τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ. Δὲν αἰσθανόμαστε, ὅτι ἐξουσιαζόμαστε σὰν δοῦλοι ἀπὸ τὸν Θεό ἀλλὰ ὅτι εἴμαστε ἐλεύθεροι, κληρονόμοι τῆς δικῆς Του ἐλευθερίας, γεννημένοι ἀπὸ τὴ δική Του ἐλευθερία, ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν ἐν ἐλευθερίᾳ.