Ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ πρόοδος τῆς ψυχολογίας τοῦ ἀσυνειδήτου (Βάθους) ὑπῆρξε ἀναμφίβολα πολυσήμαντη. Ὅμως εἶναι γεγονὸς, ὅτι κάθε ἀντικειμενικὸς ἐρευνητὴς ἠμπορεῖ νὰ παραλεχθεῖ σὰν βασικὴ κατεύθυνση τῆς ψυχολογίας αὐτῆς τὴν ἀποκάλυψη τῆς ποιότητος καὶ τοῦ περιεχομένου τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος.
Ἤδη ἔγινε λόγος γιὰ τὴν σπηλιὰ τῶν ἐνστικτικῶν τεράτων, ποὺ ἡ ψυχολογία τοῦ Βάθους ἀπεκάλυψε. Ἀλλὰ δὲν πρόκειται μόνο γιὰ «τέρατα» ποὺ ἐνσαρκώνουν ἁπλῶς ἀνθρώπινα πάθη. Κάθε ἀνθρώπινο, ὅσο «ἀπάνθρωπο» κι ἂν εἶναι, μένει ἀνθρώπινο. Τὰ ἀνθρώπινα πάθη, ὅπως τὰ γνώριζε ὁ ἄνθρωπος πρὸ τῆς ἐμφανίσεως τῆς ψυχολογίας τοῦ Φρόυδ, ἤσαν πάντοτε στὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καὶ ποταπότητος. Σὰν πάθη, ἤσαν πάντοτε μιαρὰ καὶ μισητά ἀλλὰ ἤσαν ἁπλῶς ἀνθρώπινα πάθη, γιατί εἶχαν τὴν αἰτία τους στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία.
Ἡ ψυχολογία τοῦ Βάθους, καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἡ ψυχανάλυση, προχώρησε πέρα ἀπὸ τὸ βυθὸ τῶν ἀνθρώπινων παθῶν, σὲ στρώματα ποὺ φιλοξενοῦν (σύμφωνα μὲ τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῆς ψυχολογίας αὐτῆς) ἕναν ἀσύλληπτο βόρβορο ἠθικῆς ἀκαθαρσίας καὶ ρυπαρότητας. Πρόκειται γιὰ τοὺς ψυχαναλυτικοὺς ἰσχυρισμοὺς «περὶ τῆς δομικῆς λειτουργίας τῶν αἰμομικτικῶν τάσεων ποὺ ἐμφωλεύουν σὲ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή». Καί, ἄσχετα βέβαια ἂν εἶναι ἢ δὲν εἶναι εὔκολη ἡ ἐξουδετέρωση τῶν Ἰσχυρισμῶν αὐτῶν καὶ ἀκόμη ἄσχετα ἀπὸ τὸν ἀποτροπιασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀντιδρᾶ κανεὶς ἐναντίον μίας τέτοιας γενικεύσεως τῆς αἰμομικτικῆς βδελυρότητας, ἡ ψυχαναλυτικὴ αὐτὴ ἑρμηνεία ὁρισμένων συγγενικῶν σχέσεων ἔχει ἕνα νόημα πέρα ἀπὸ κάθε ἐπιστημονικὴ δικαίωση ἢ ἀπόρριψη. Ἔχει τὸ νόημα, ὅτι δημιουργεῖ ἕνα ἀφάνταστα ἐσωτερικὸ ρῆγμα στὴ βάση τῆς ἀξιοπρέπειας τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ποὺ ὅμως στὸ τέλος-τέλος πρέπει νὰ ἐκτιμηθεῖ ἐποικοδομητικά.
Ἀλήθεια! Καθὼς εἴμαστε παγιδευμένοι στὰ καθιερωμένα σχήματα ζωῆς καὶ ἐπίσης (ὅπως ἀπέδειξε ἐπιδέξια ὁ Jung) ταυτισμένοι μὲ τὸ πολυδύναμο προσωπεῖο μας, ἀδυνατοῦμε συνήθως νὰ στρέψουμε «εἰλικρινά» τὸ βλέμμα στὸν ψυχολογικὸ καὶ ζωώδη ὀρμεμφυτικὸ βυθὸ τῆς προσωπικότητάς μας, γιὰ νὰ γνωρίσουμε αὐτὸ ποὺ εἴμαστε! Τὸ «προσωπεῖο» δὲν ἐπιτρέπει τὴν προσβολὴ τῆς ἀξιοπρέπειάς μας, ποὺ θὰ προκαλοῦσε ἐνδεχομένως μία ματιὰ στὰ σκοτεινὰ βάθη τοῦ βυθοῦ αὐτοῦ. Ἔτσι, κάθε τί ποὺ μειώνει τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, μᾶς προκαλεῖ. Μάλιστα, κάθε τί ποὺ τὴν ἀποδεικνύει ἀπάνθρωπη, μᾶς ἀναστατώνει.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ, θὰ πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε, ὅτι τὸ ἐγχείρημα τῆς ψυχαναλύσεως, ἕκτος της ἀρνητικῆς του ὄψεως, ἔχει πράγματι καὶ μία θετικὴ πλευρά: τὸ ξεσκέπασμα τῆς ἐσωτέρας φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνα τέτοιο ξεσκέπασμα μπορεῖ, ὑπὸ ὁρισμένη ἄποψη, νὰ ἐκτιμηθεῖ σὰν μία ἡρωικὴ πράξη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀναζητεῖ τὸν γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ ἑαυτό του. Πέρα ἢ πίσω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο, τὶς προφάσεις καὶ τὰ προσχήματα, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀναζητεῖ ὅ,τι εἶναι ἀνθρώπινο. Ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο δὲν εἶναι πάντοτε ἀξιοπρεπὲς καὶ ἐνάρετο καὶ εὐγενές. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις εἶναι ἐπίσης «εἰδεχθές» καὶ «δυσῶδες»!
Ἡ συμφιλίωσή μας μὲ μία πραγματικότητα τόσο ἐσωτερικὴ καὶ συγχρόνως τόσο ἀρνητική, ὅσο εἶναι τὸ «εἰδεχθές» καὶ τὸ «δυσῶδες» περιεχόμενο τοῦ ἐαυτοῦ μας, εἶναι ἀσφαλῶς δύσκολο ἔργο. Συνήθως, προτιμοῦμε νὰ σκεπτόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὰ κρείττονα, Τὸ προσωπεῖο μας (ἂς εἶναι καλά!), σὰν πολυδύναμος ψυχοπνευματικὸς μηχανισμός, ἀναλαμβάνει νὰ ἐμπνεύσει τὴν «ἰδεατή» μας εἰκόνα καὶ νὰ μᾶς δίνει ἀποδείξεις τῆς ἠθικῆς μας ἀνωτερότητας καὶ, γιατί ὄχι, τῆς πνευματικῆς μας ὁλοκληρίας. Εἶναι, φαίνεται, στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου νὰ κατασκευάζει (ἀνεπίγνωστα) μία εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ του, ποὺ εἶναι συνήθως ἄρτια ἀπὸ κάθε πλευρὰ καὶ ποὺ, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, δὲν δέχεται νὰ τὴν θίξει κανεὶς ἀπὸ καμιὰ της πλευρά. Ἀλλὰ ἡ ἰδιόμορφη αὐτὴ ἀντίδραση τοῦ ἑαυτοῦ μας στὴν εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ του ἰσοδυναμεῖ μὲ μία προδοσία καὶ μὲ μία ἀπάτη καὶ παραπλάνηση. Προδίδεται ὁ ἐαυτός μας ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἀπατᾶ αὐτὸς ἐαυτόν. Αὐταπατᾶται! Ζεῖ καὶ δρᾶ μέσα σὲ ψευδαισθήσεις καὶ αὐταπάτες.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ μόνο, μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ σεισμικὸ συγκλονισμὸ ποὺ προκαλεῖ στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου ἡ ψυχολογία τοῦ Βάθους, πού, σὰν ἕνα γιγαντιαῖο ψυχοτρύπανο, κάνει νὰ ἀναπηδᾶ ἀπὸ τὰ ἔγκατα τοῦ βυθοῦ τοῦ κόσμου αὐτοῦ ὁ βόρβορος, ἂς ποῦμε, τῶν αἰμομικτικῶν τάσεων, ποὺ κατασπιλώνουν τὴν ἰδεατὴ (πλαστή) εἰκόνα τοῦ ἄνθρωπου. Μὰ κι ἂν δεχθοῦμε (πράγμα ποὺ εἶναι ἀσφαλῶς πολὺ σίγουρο), ὅτι οἱ τάσεις αὐτὲς δὲν ἀποτελοῦν ἀρχετυπικὲς λειτουργίες τῆς προσωπικότητος καὶ ὅτι ὁ σχετικὸς ἰσχυρισμὸς τῆς ψυχαναλύσεως εἶναι μία τραγικὴ ὑπερβολή, ὁπωσδήποτε ἡ ψυχολογία τοῦ Βάθους «ἐξέθεσε εἰς κοινὴν θέαν» τὴν ἐσωτερικὴ ἀκαταστασία, τὴ διάσπαση, τὴν ἀγριότητα καὶ τὸ ψεῦδος, ποὺ κλείνει ὁ ἄνθρωπος μέσα του. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, οἱ ὑπηρεσίες ποὺ ἔχει προσφέρει ἡ ψυχολογία αὐτὴ στὸ σύγχρονο ἄνθρωπο ἔχουν ἕνα χαρακτήρα ἀσκητικό, δηλ. νηπτικό. Ἡ εἰλικρίνεια καὶ γενικὰ ὁ ὠμὸς τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ψυχολογία τοῦ Βάθους ἀντιμετωπίζει τὸν «πολιτισμένο» καὶ ἐξευγενισμένο ἄνθρωπο, εἶναι στοιχεῖα τῆς ἀσκητικῆς συμπεριφορᾶς ἔναντι τοῦ βάθους τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος.
Πράγματι! Ὁ ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, προσανατολίζει τὴ σκέψη του, ὄχι πρὸς τὴν πλαστὴ καὶ ἰδεατή του εἰκόνα ἀλλὰ πρὸς τὸ ἀκάθαρτο βάθος τοῦ ἑαυτοῦ του. Μάλιστα, κι ὅταν ἀκόμη, μὲ πολλὴ προσπάθεια καὶ μὲ αἱμάτινους ἀγῶνες, κατορθώσει νὰ ξεπεράσει καὶ νὰ νικήσει τὰ πάθη του, ὅταν ἔχει εἰσέλθει πλέον στὴν κατάσταση τῆς ἀπάθειας, δὲν ἀποξενώνεται τελείως ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο αὐτὸ βάθος. Ἡ ἐνδοσκόπησή του εἶναι πάντοτε διάλογος μὲ τὸ βάθος αὐτό. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι, ὅταν ὁ ἀσκητὴς στέκεται μπροστὰ στὸν ἑαυτό του, στέκεται συνήθως μπροστὰ στὸν ἀκάθαρτο ἑαυτό του.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στὴν ἐπιστολὴ του «Πρὸς Ξένην μοναχήν», βεβαιώνει ὅτι, ὅταν κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπαλλαγεῖ ὀλίγον ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῶν αἰσθητῶν καὶ ἀπὸ τὴν τύρβη ποὺ προκαλοῦν αὐτά, τότε μπορεῖ νὰ «κατοπτεύσει τὸν ἐντὸς ἄνθρωπον». Καὶ τί βλέπει τότε ἐντός του; Βλέπει ἁπλούστατα «τὸ προσγεγενημένον εἰδεχθὲς προσωπεῖον», «τὸ δυσειδὲς κάλυμμα» τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου, τὸ ὁποῖο «διὰ πένθους ἀπονίψασθαι σπεύδει». Ὁ δὲ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητὴς ὑπενθυμίζει, ὅτι «ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ ἀκινδύνως νὰ κατέρχεται μέχρι τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀκαθάρτου βυθοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Ἐὰν ὁ νοῦς δὲν εἶναι ἐνισχυμένος ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ γυμνασμένος ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη ἄσκηση, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κατέρχεται στὸ ἀκάθαρτο αὐτὸ βάθος, γιατί αὐτὸ ἀποτελεῖ «τὸν σκοτασμὸν τῶν ἀκαθάρτων λογισμῶν», ποὺ ὅμως ἔχουν μία ἑλκτικὴ δύναμη. Εἶναι ἱκανοὶ νὰ αἰχμαλωτίσουν τὴ διάνοια καὶ νὰ τὴ θάψουν μέσα στὸν σκοτασμὸ αὐτόν. Τὸ ἀκατάβλητο δέ, ἀπὸ κάποια ἄποψη, δυναμικό τοῦ ἀκαθάρτου περιεχομένου τοῦ ἀνθρώπου ὑπογραμμίζει καὶ ἡ ἐξαγόρευση τοῦ νηπτικοῦ ἀγωνιστῆ πού, ἐνῶ γεύθηκε μόλις πρὸ ὀλίγου τὴ θεωρία τοῦ θείου φωτός, προσέγγισε καὶ πάλι διὰ τοῦ νοῦ τὰ «γεώδη» καὶ «κόπρια». «Φῶς ἀειλαμπὲς πνευματικὸν καὶ ζωὴν ὑπερκόσμιον ἔχω, θείαν καὶ τροφὴν καὶ τρυφήν, ἀναβάσεις καὶ ἐφέσεις καὶ ἑνώσεις καὶ ἀπολαύσεις τῆς τρισυποστάτου θεότητας, ξενότροπους καὶ μετὰ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ κυρίου τῶν πάντων ἀρρήκτους φιλικάς διαθέσεις· ἀλλ’ οἶμοι τῆς ταλαιπωρίας καὶ ἀφροσύνης μου! Οἶμοι τῶν κακῶν τῆς ἀνοίας μου! Ὁ οὕτω διὰ τῆς χάριτος ὑπερουράνιος γεγονώς νοῦς μου, ἔστι ὅτε ἀποκλίναι κλαπεῖς πρὸς σφαλερὰ καὶ γεώδη καὶ κόπρια καὶ ὅλων δυσωδίας ἀνάπλεως, οἶμοι! Τὶς οὐ θαυμάσεται καὶ θρηνήσει εἰς τὰ ἐμά, καὶ ἐξ ἐλέους προκαλέσας ὑπὲρ ἐμοῦ Θεόν…». Ἔτσι ἡ ἀσκητικὴ ἐμπειρία συμφωνεῖ ἀπόλυτα μὲ τὴ βασικὴ θέση τῆς ψυχολογίας, ποὺ ὁρίζει ὅτι ὁ βυθὸς τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος εἶναι ἕνας «ἀκάθαρτος», ἀφάνταστα «ἀκάθαρτος» χῶρος!
Ἐξάλλου ἡ ψυχοθεραπεία, σὰν ἐφαρμοσμένη ψυχολογία, ἔχει τὴν ἐμπειρία τοῦ ποιοτικοῦ περιεχομένου τοῦ βάθους τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος, ἀπὸ μία ἄλλη πλευρά. Δηλαδή, ὅπως γνωρίζουμε, ὁ νευρωτικὸς ἄνθρωπος ποὺ ζητεῖ τὴ βοήθεια τῆς ψυχοθεραπείας, ὁδηγεῖται τελικά, μὲ τὴ βοήθεια τῶν μεθόδων καὶ τῶν μέσων ποὺ ἐκείνη χρησιμοποιεῖ, μπροστὰ στὸν ἑαυτό του. Χειραγωγεῖται στὸ νὰ συναντήσει τὸν ἑαυτό του, νὰ κατανοήσει τὸ ἐσώτερο βάθος του καὶ νὰ ἀναλάβει τὶς εὐθύνες του γιὰ μία καινούργια, ἀνανεωμένη ζωή. Ἀλλὰ ἡ ψυχοθεραπευτικὴ αὐτὴ πεῖρα διδάσκει, ὅτι δὲν μπορεῖ εὔκολα καὶ ἄνετα νὰ σταθεῖ κανεὶς μπροστὰ στὸν ἑαυτό του! Ὁ ὅρος «ψυχικὴ ἀντίσταση» χρησιμοποιεῖται πλέον πληθωρικὰ, γιὰ νὰ δηλώσει τὸ εἶδος τῆς ἀντιδράσεως τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καλεῖται νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸν ἀποκεκαλυμμένο ἑαυτό του. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν θέλει νὰ δεῖ κατάματα τὸν ἑαυτό του. Κλείνει τὰ μάτια του μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ του, ποὺ ἀποκαλύπτει ὁ ψυχοθεραπευτικὸς διάλογος, καὶ ἀντιδρᾶ μὲ μία ἰδιότυπη συμπεριφορά. Ὁ ἐαυτὸς του ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ!
Ἡ σύγχρονη αὐτὴ ἐμπειρία τῆς ψυχοθεραπευτικῆς μεθοδολογίας καὶ ἀγωγῆς δείχνει λοιπὸν εὔγλωττα, ὅτι καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος ἀντιδρᾶ ἀνακλαστικὰ στὴ θέα τοῦ βάθους τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἀλλ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ψυχοθεραπευτικὸ δεδομένο, σὲ σχέση μὲ τὴ γενικὴ ἀπέχθεια τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ἐνδοσκοπήσεις καὶ βυθοσκοπήσεις, ἐπιμαρτυρεῖ, ὅτι μόνον ὑπὸ ὁρισμένους ὄρους ἢ (τουλάχιστον) ὑπὸ κάποιον ὄρο εἶναι δυνατὸν νὰ σταθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἄνετα μπροστὰ στὸν ἑαυτό του. Καὶ ὁ ὅρος αὐτὸς εἶναι ἀσφαλῶς ἡ πνευματικὴ ὡριμότητα. Βέβαια, ἐδῶ μπορεῖ κανεὶς νὰ διερωτηθεῖ, πῶς θὰ ἀποκτηθεῖ ἡ πνευματικὴ αὐτὴ ὡριμότητα, χωρὶς προηγούμενες προσπάθειες αὐτογνωσίας; Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ μία ἀμοιβαιότητα, ποὺ ὅσο περισσότερο ἐξελίσσεται τόσο πιὸ ἄνετα ἐπιτρέπει στὸ ἄτομο νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του. Οἱ ἀπόπειρες αὐτογνωσίας ποὺ ἐξελίσσονται σὲ προσπάθειες αὐτοθεωρήσεως καὶ ἐκεῖνες σὲ συστηματικοὺς μόχθους βυθοσκοπήσεως προάγουν σὲ μία πνευματικότητα ποὺ εἶναι προϋπόθεση μίας πέρα γιὰ πέρα εἰλικρινοῦς καὶ «ἀδιάστατης» αὐτογνωσίας. Ἡ ἀμοιβαιότητα αὐτὴ κατανοεῖται εὐκολότερα μέσα στὴ ζωὴ τῆς ἐρήμου. Τὴ διαπίστωση αὐτὴ ἐπικυρώνει πλέον πανηγυρικὰ ἡ ἀσκητικὴ ἐμπειρία, ἀφοῦ, ὅπως εἴπαμε ἤδη, ὁ ἀγωνιστὴς τῆς ἐρήμου εἶναι βασικὰ προσανατολισμένος, ὄχι πρὸς τὴν ἰδεατή του εἰκόνα ἢ πρὸς τὶς πνευματικές του κατακτήσεις ἀλλὰ πρὸς τὸ ἀκάθαρτο βάθος τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὅσο περισσότερο προάγεται στὴν πνευματικὴ ζωή, τόσο βαθύτερα ἀνερευνᾶ καὶ ἐξετάζει τὸν ἑαυτό του.
Τὴν ἄποψη αὐτή, ὅτι δηλαδὴ ἡ εἰλικρινὴς καὶ «ἄνετη» αὐτοθεώρηση τοῦ ἐσωτερικοῦ δράματος τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ γίνεται μόνο ὑπὸ τὸν ὄρο τῆς πνευματικῆς ὡριμότητας, τὴν ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ Ἐπίσκοπός τῆς Ἐμέσης Νεμέσιος, μὲ μία πρωτότυπη κάπως ἑρμηνεία τῆς ἐδεμικῆς ἀπαγορεύσεως. Ὁ Νεμέσιος, στὸ ἔργο του «Περὶ φύσεως τοῦ ἀνθρώπου», ὑποστηρίζει τὴν ἄποψη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἀπαγόρευση ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τῆς βρώσεως τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἀφοροῦσε τὴν ἀπαγόρευση τῆς αὐτογνωσίας. «Ἐπειδὴ δὲ οὐ συνέφερεν αὐτῷ πρὸ τῆς τελειώσεως γνῶναι τὴν φύσιν ἑαυτοῦ, ἀπηγόρευσεν αὐτῷ μὴ γεύσασθαι τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως. Ἤσαν γάρ, μᾶλλον δὲ εἰσὶν ἔτι καὶ νῦν δυνάμεις ἐν τοῖς φυτοῖς μέγισται· τότε δέ, ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς κοσμοποιίας, ἀκραιφνεῖς οὖσαι, ἰσχυροτάτην εἶχον τὴν ἐνέργειαν. Ἢν οὒν καὶ ἀπόγευσις τινός καρποῦ, γνῶσιν ἐμποιοῦσα τῆς οἰκείας φύσεως. Οὐκ ἠβούλετο δὲ αὐτὸν ὁ Θεὸς πρὸ τῆς τελειώσεως γνῶναι τὴν οἰκείαν φύσιν, ἴνα μή, γνοὺς ἑαυτὸν ἐνδεὰ πολλῶν ὄντα, τῆς σωματικῆς ἐπιμεληθῆ χρείας, καταλιπῶν τὴν τῆς ψυχῆς πρόνοιαν. Καὶ διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν ἐκώλυσεν αὐτὸν μεταλαβεῖν τοῦ καρποῦ τῆς γνώσεως. Παρακούσας δὲ καὶ γνοὺς ἑαυτόν, τῆς μὲν τελειώσεως ἐξέπεσε, τῆς δὲ σωματικῆς χρείας ἐγένετο».
Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ τοῦ Νεμεσίου Ἐμέσης ὑπενθυμίζει τὴν προπτωτικὴ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ θεωρεῖ ἑαυτόν. Δηλαδή, ὄχι μόνον μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καί πρὸ τῆς πτώσεως, κατὰ τὸν Νεμέσιον, ὑπῆρχε, ὅπως ἄλλωστε εἶναι εὔλογο, τὸ πρόβλημα τῆς διαστάσεως μεταξὺ τοῦ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ τί ὀφείλει νὰ γίνει ἢ νὰ εἶναι. Ἐξάλλου, ἡ διάσταση αὐτὴ ὑπογράμμιζε καὶ κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς «ἀθωότητας», ὅτι ὁ ἄνθρωπος μόνο ὑπὸ ὁρισμένους ὄρους θὰ εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ ἀποκτᾶ μία ἐποικοδομητικὴ αὐτογνωσία. Ἔτσι, ἡ ψυχολογικὴ καὶ πνευματικὴ ἐκδοχὴ τῆς φράσεως «Οὐ παντὸς εἰς Κόρινθον πλεῖν» πρέπει ἀσφαλῶς νὰ θεωρεῖται ἔγκυρη, καὶ πρὸ καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν μπορεῖ, πράγματι, ὁ καθένας μόνος του καὶ χωρὶς ὁρισμένες βασικὲς προϋποθέσεις νὰ προσπαθεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του. Ἡ ἐρημικὴ, μάλιστα, ἐσωτερικότητα ἀποκλείει σαφῶς μία τέτοια δυνατότητα. Ὁ μαθητευόμενος ἀσκητὴς εἶναι ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ δεμένος μὲ τὸν γέροντά του καὶ μόνο μὲ τὴν καθοδήγηση καὶ τὴν ἐρημική του σοφία προχωρεῖ βῆμα πρὸς βῆμα στοὺς δαιδαλώδεις δρομίσκους τῆς ἐσωτερικότητας. Σὲ στιγμὲς ποὺ ἡ θέα τῆς ἐσωτερικότητας αὐτῆς τὸν τρομάζει ἢ τὸν ἀπογοητεύει, τὸν ἐνθαρρύνει καὶ τὸν στηρίζει ἡ πνευματικὴ ὀντότης τοῦ γέροντος. Κι αὐτό, ἀπὸ πλευρᾶς πνευματικῆς στρατηγικῆς καὶ τέχνης, ἔχει ἀνεκτίμητη ἀξία καὶ μοναδικὸ νόημα. Ἡ προειδοποίηση «Οὐαὶ τῷ ἐνί» (Ἐκκλ. 4, 10) κατανοεῖται ἐδῶ σ’ ὅλη τὴν ἔντασή της. Ἀλλοίμονο σ’ ἐκεῖνον ποὺ στέκεται «μόνος» μπροστὰ στὸν ἑαυτό του. Δηλαδὴ «μόνος» δὲν εἶναι εὔκολο νὰ σταθεῖ κανεὶς μπροστὰ στὸ γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη κατορθώσει «μόνος» του νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸ χάος τοῦ ἑαυτοῦ του, μόλις σταθεῖ θὰ πέσει. Γιατί ποιὸς μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸ ψυχολογικὸ καὶ πνευματικὸ βάρος ἑνὸς χάους;
Ἐδῶ ἂς θυμηθοῦμε τὴ μεγάλη μορφὴ τοῦ εὐαγγελικοῦ τελώνη. Μὲ τὸ κεφάλι κρεμασμένο στὸ στῆθος του, ἔχει μπροστὰ του τὴν πανοραμικὴ θέα τοῦ ἑαυτοῦ του. Μία θέα συγκλονιστική, ἀπογοητευτική, φρικτή, ἀπερίγραπτη! Ἀλλὰ ὁ τελώνης στέκεται, δὲν πέφτει. Στέκεται μπροστὰ στὸν ἑαυτό του. Ναί, ἀλλὰ τὴ δύναμη τὴν ὀφείλει σὲ μία παρουσία. Στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ κλείνει μέσα του. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε, ὅ,τι βλέπει, ὅ,τι τὸν τρομάζει, ὅ,τι τὸν συγκλονίζει, τὸ συνοψίζει στὴ σωτήρια πρὸς Αὐτὸν κραυγή· «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λούκ. 18, 13). Ὑπὸ τὸν ὄρο αὐτὸν, ἡ αὐτογνωσία τοῦ τελώνη εἶναι συγχρόνως βίωση σωτηρίας. Βλέπει, κραυγάζει, σώζεται. Μία ἐξελικτικὴ πνευματικὴ πορεία ποὺ καταξιώνει τὴν αὐτοθεώρηση καί δείχνει ὅτι ὕπαρχε: ἕνας νόμιμος τρόπος γιὰ νὰ μπορέσει κανεὶς νὰ σταθεῖ λυτρωτικὰ μπροστὰ στὸν ἑαυτό του. Αἰῶνες τώρα γνωρίζουμε, ὅτι ὁ τρόπος αὐτὸς εἶναι ἡ πορεία μέσα ἀπὸ τὰ μονοπάτια τῆς ἐρημικῆς ἐσωτερικότητας..!
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δίνει καθημερινὰ πληθωρικὲς ἀποδείξεις γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι… ἀποφεύγει τὸν ἑαυτό του! Εἶναι παγιδευμένος στὸν φαῦλο αὐτὸ κύκλο: εἶναι τελείως μόνος μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ συγχρόνως ἀφάνταστα μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὁ διάλογος μὲ τὸν ἑαυτό του, ὁσάκις τὸν ἀπειλεῖ, τὸν ἀναστατώνει καὶ τὸν τρομάζει. Ἀδιάψευστος μάρτυς τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ἡ ψυχολογία τοῦ Βάθους καὶ δημόσιος… κατήγορος ἡ ἀντικοινωνική του κοινωνικότητα!
Ἀλλὰ καὶ ὁ σύγχρονος χριστιανός, σὲ πολλὲς περιπτώσεις, δείχνει ὅτι ὑποδύεται ἁπλῶς κάποιο ρόλο ἢ ὅτι εἶναι ἄσχετος μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι καὶ στὴ περίπτωσή του, τὸ πρόβλημα πολλὲς φορές εἶναι τὸ ἴδιο· ἡ μόνωση καὶ ἡ ἀποξένωση. Φαίνεται, πὼς ἡ «καθιερωμένη» εὐσέβεια πολὺ λίγα πράγματα μπορεῖ νὰ προσφέρει στὴ δυναμικὴ καὶ αὐθεντικὴ ἀνανέωση τῆς ἐσωτερικότητάς του. Γι’ αὐτὸ, περισσότερο γιὰ τὸ σύγχρονο χριστιανὸ εἶναι ἀναγκαία ἡ αὐτοθεώρηση ποὺ βιώνεται στ’ ἀχνάρια τῆς φιλοκαλικῆς ἐρημικῆς ἐσωτερικότητας. Ὅταν γευθεῖ τὶς ἐμπειρίες τῆς ἐσωτερικότητας αὐτῆς, θὰ καταλάβει ὁ χριστιανὸς αὐτός, χωρὶς δυσκολία, ὅτι πράγματι μόνο ὑπὸ τὸν ὄρο αὐτὸ μπορεῖ ὁ ἐαυτός του νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸν ἑαυτό του. Κι αὐτὸ σημαίνει ἀσφαλῶς τὴν ἀρχὴ τῆς αὐθεντικῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς ζωῆς ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καταγγέλλει…!