Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα του γεγονότος της Γεννήσεως του Χριστού
Το
βαθύτερο νόημα της Γεννήσεως του Χριστού μας το διατυπώνουν, ποιοι
άλλοι παρά οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι Πνευματοφόροι, τα πάγχρυσα
στόματα του Λόγου. Και το διατυπώνουν, όχι σαν μια θεωρία ή σαν μια
διδασκαλία, αλλά επειδή έζησαν το γεγονός αυτό, όπως και όλα τα
σωτηριολογικά γεγονότα... Θα περιοριστούμε μόνο σε αποσπάσματα τεσσάρων από τους μεγάλους
Πατέρες. Του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Αθανασίου του
Μεγάλου, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και του αγίου Γρηγορίου του
Παλαμά:
Ο
άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει πως ο Χριστός ενδύεται με την ανθρώπινη
σάρκα για να την κάνει αθάνατη και άφθαρτη: «Και αφού τιμωρήθηκε (ο
άνθρωπος) προηγουμένως για τα πολλά αμαρτήματα (από τα οποία φύτρωσε η
ρίζα της κακίας) από διάφορες αιτίες και κατά διάφορους τρόπους, με τον
λόγο, τον νόμο, τους προφήτες, τις ευεργεσίες, τις απειλές, τις
τιμωρίες, τις πλημμύρες, τις πυρκαγιές, τους πολέμους, τις νίκες, τις
ήττες, τα σημεία από τον ουρανό, τα σημεία από τον αέρα, τη γη και τη
θάλασσα, με τις ανέλπιστες μεταβολές ανθρώπων, πόλεων και λαών, πράγματα
τα όποια είχαν σκοπό στο να εξαφανιστεί η κακία, έχει ανάγκη τελικά
από κάποιο πιο ισχυρό φάρμακο για τις φοβερότερες ασθένειες. Δηλαδή, τις
αδελφοκτονίες, τις μοιχείες, τις επιορκίες, τις ανώμαλες επιθυμίες, και
το χειρότερο και μεγαλύτερο από όλα τα κακά, την ειδωλολατρεία και την
μετατόπιση της προσκυνήσεως από τον δημιουργό στα δημιουργήματα. Και
επειδή είχε ανάγκη από μεγαλύτερη βοήθεια, του δίδεται και τέτοια
βοήθεια.
Και η βοήθεια αυτή ήταν ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, ο προαιώνιος,
ο αόρατος, αυτός που δεν μπορεί να περιοριστεί, ο ασώματος, η αρχή που
προέρχεται από την αρχή, το φως που προέρχεται από το φως, η πηγή της
αθανασίας και της ζωής, το αντίγραφο του πρωτοτύπου κάλλους, η
αναλλοίωτη σφραγίδα, η απαράλλακτη εικόνα, ο όρος και ο Λόγος του
Πατέρα. Αυτός έρχεται στην ίδια την εικόνα Του (τον άνθρωπο), ντύνεται
με σάρκα για χάρη της σάρκας και με πνευματική ψυχή για χάρη της ψυχής
μου, καθαρίζοντας έτσι το όμοιο με το όμοιό του και γίνεται σε όλα
τέλειος άνθρωπος, εκτός από την αμαρτία (Έβρ. δ΄ 15).
Γεννήθηκε μεν από
την Παρθένο, της οποίας το σώμα και η ψυχή είχε καθαριστεί από πριν από
το Πνεύμα (διότι έπρεπε μεν και να τιμηθεί η γέννηση, αλλά και να
προτιμηθεί η παρθενία), παρέμεινε όμως Θεός και αφού προσέλαβε την
ανθρώπινη φύση. Και έγινε ένα, από τα δυό αντίθετα. Από τη σάρκα δηλαδή
και από το Πνεύμα, από τα οποία το ένα μεν έκανε το άλλο Θεό, ενώ το
άλλο έγινε Θεός. Πόσο αξιοθαύμαστη, αλήθεια, είναι η νέα ένωση! Πόσο
παράδοξη είναι η σύνθεση! Αυτός που πάντα υπάρχει (ο Ων), δημιουργείται,
πλάθεται ο αδημιούργητος, περιορίζεται ο απεριόριστος δια μέσου της
πνευματικής ψυχής, η οποία μεσιτεύει στη θεότητα και δια μέσου της
υλικής φύσεως της σάρκας.
Εκείνος
που δίνει τον πλούτο, γίνεται φτωχός. Διότι γίνεται φτωχός καθότι
παίρνει τη σάρκα μου, για να γίνω εγώ πλούσιος με τη θεότητα τον.
Εκείνος που είναι πλήρης αδειάζει. Διότι αδειάζει από τη δόξα του για
λίγο καιρό, για να γευθώ εγώ την πληρότητα του. Ποιος είναι ο πλούτος
της αγαθότητας; Ποιο είναι το μυστήριο που με περιβάλλει; Πήρα τη θεία
εικόνα και δεν τη φύλαξα. Παίρνει τη σάρκα μου, για να διατηρήσει την
εικόνα, αλλά και για να κάνει αθάνατη τη σάρκα. Έρχεται σε δεύτερη
επικοινωνία πολύ πιο παράδοξη από την πρώτη, καθόσον τότε μεν έδωσε το
καλύτερο (=το «κατ’ εικόνα») και τώρα παίρνει το χειρότερο (=τη
σάρκα). Αυτό είναι ακόμη πιο ταιριαστό στο Θεό, αυτό είναι, για όσους
διαθέτουν κρίση, ακόμη πιο υψηλό»(1).
Για το θέμα, πιο αναλυτικά, μας
μιλά και ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, τονίζοντας πως αν ο άνθρωπος έπεφτε
μόνο στην αμαρτία, θα ήταν αρκετή η μετάνοια του, όμως επειδή μεσολάβησε
και η φθορά του ανθρώπου, πήρε την ανθρώπινη σάρκα ο Χριστός για να τη
βγάλει από τη φθορά. Λέει συγκεκριμένα ο άγιος Αθανάσιος:
«Είναι ανάγκη,
εφόσον μιλάμε για την εμφάνιση τον Σωτήρα σ’ εμάς, να μιλήσουμε και για
την αρχή των ανθρώπων, για να γνωρίζεις, ότι η δική μας αιτία έγινε σ’
Εκείνον αφορμή για να κατεβεί, και η δική μας παράβαση κάλεσε σε βοήθεια
τη φιλανθρωπία του Λόγου, ώστε να έλθει κοντά μας και να εμφανιστεί ο
Κύριος στους ανθρώπους. Για δική μας υπόθεση Εκείνος σαρκώθηκε και για
τη σωτηρία μας από αγάπη προς τους ανθρώπους καταδέχτηκε να εμφανιστεί
με ανθρώπινο σώμα.
Έτσι
λοιπόν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και θέλησε να παραμείνει στην
αφθαρσία. Οι άνθρωποι όμως από αμέλεια απομακρύνθηκαν από την ορθή
αντίληψη για τον Θεό, σκέφτηκαν και επινόησαν για τους εαυτούς τους την
κακία, καταδικάστηκαν σε θάνατο σύμφωνα με την απειλή που αναγγέλθηκε
από πριν, και στο έξης δεν παρέμειναν όπως πλάστηκαν. Οι λογισμοί τους
τούς διέφθειραν, και ο θάνατος βασίλεψε σ’ αυτούς. Μάλιστα η παράβαση
της εντολής τους επανέφερε στο φυσικό, ώστε, όπως από την ανυπαρξία
ήρθαν στη ζωή, έτσι είναι φυσικό με τον χρόνο η ύπαρξή τους να
φθείρεται…
Μετά
από αυτό το γεγονός, οι μεν άνθρωποι πέθαιναν, η δε φθορά στο εξής
αυξανόταν σε βάρος τους και υπερίσχυε από τη φυσική κατάσταση όλου του
ανθρωπίνου γένους, καθόσον είχε από την αρχή σύμμαχο εναντίον των
ανθρώπων την απειλή του Θεού για την παράβαση της εντολής. Διότι και στα
αμαρτήματα οι άνθρωποι δεν σταμάτησαν μέχρι ορισμένα όρια, αλλά λίγο
λίγο απλώθηκαν και έφτασαν στη συνέχεια στο έπακρο. Στην αρχή έγιναν
εφευρέτες της κακίας και προκάλεσαν στον εαυτό τους τον θάνατο και τη
φθορά. Αργότερα παρασύρθηκαν σε αδικία και πέρασαν κάθε παρανομία. Δεν
σταμάτησαν στο ένα κακό, αλλά στα νέα επινοούσαν αλλά νεότερα και δεν
χόρταιναν να αμαρτάνουν. Παντού γινόταν μοιχείες και κλοπές, και
ολόκληρη η γη ήταν γεμάτη από φόνους και αρπαγές. Και κανένας νόμος δεν
φρόντιζε για την αντιμετώπιση της φθοράς και της αδικίας. Όλα τα κακά,
ξεχωριστά το καθένα, και όλα μαζί διαπράττονταν από όλους. Πόλεις
πολεμούσαν εναντίον πόλεων και έθνη ξεσηκώνονταν εναντίον εθνών. Όλη η
οικουμένη ήταν διηρημένη από επανάσταση και μάχες και ο καθένας
συναγωνιζόταν στην παρανομία…
Επειδή
λοιπόν κυριάρχησε ο θάνατος περισσότερο, και η φθορά έκανε κατοχή στους
ανθρώπους, το ανθρώπινο γένος καταστρεφόταν και ο λογικός άνθρωπος, που
πλάστηκε σύμφωνα με την εικόνα του Θεού χανόταν, και το έργο του Θεού
διαλυόταν. Διότι και ο θάνατος, όπως είπα προηγουμένως, με την παράβαση
μας εξουσίαζε με νόμο. Και δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγει κανείς τον νόμο,
διότι αυτός θεσπίστηκε από τον Θεό, λόγω της παραβάσεως. Και θα ήταν
πραγματικά αταξία και συγχρόνως απρέπεια αυτό που θα γινόταν. Διότι θα
ήταν ασφαλώς αταξία, πρώτα να πει ο Θεός κάτι, και μετά να αποδειχτεί
ότι λέει ψεμάτα. Δηλαδή, ενώ νομοθέτησε, σε περίπτωση που ο άνθρωπος θα
παραβεί την εντολή, να πεθαίνει, μετά την παράβαση να μην πεθαίνει ο
άνθρωπος, αλλά να καταλύεται ο λόγος του Θεού. Δεν θα ήταν βέβαια αληθής
ο Θεός, εάν ο άνθρωπος δεν πέθαινε, ενώ αυτός είπε να πεθαίνουμε. Αλλά
και πάλι θα ήταν απρεπές να εξαφανιστούν και να επιστρέψουν πάλι στην
ανυπαρξία με τη φθορά, αυτοί που μια φορά πλάστηκαν λογικοί και μετείχαν
στον Λόγο. Διότι δεν θα ήταν άξιο της αγαθότητας του Θεού να
καταστρέφονται τα πλάσματα Του, επειδή ο διάβολος εξαπάτησε τους
ανθρώπους. Έξαλλου θα ήταν πάρα πολύ απρεπές να εξαφανίζεται η τέχνη του
Θεού που φαίνεται στους ανθρώπους, είτε εξ αιτίας της αμελείας τους,
είτε εξ αιτίας της απάτης των δαιμόνων… Έπρεπε, λοιπόν, να μην αφήσει
τους ανθρώπους να οδηγούνται προς τη φθορά, διότι αυτό θα ήταν ανάρμοστο
και ανάξιο της αγαθότητας του Θεού.
Αλλά
όπως έπρεπε να συμβεί αυτό, έτσι και έρχεται σε αντίθεση από την άλλη
μεριά το δίκαιο του Θεού, για να φανεί αληθής ο Θεός στην περί θανάτου
νομοθεσία του. Διότι θα ήταν παράλογο, χάρη της δικής μας ωφέλειας και
αφθαρσίας να φανεί ψεύτης ο Πατέρας της αλήθειας, ο Θεός.
Τι λοιπόν
έπρεπε να γίνει ή να κάνει ο Θεός γι’ αυτό; Να ζητήσει από τους
ανθρώπους να μετανοήσουν για την παράβαση; Αυτό θα ισχυριζόταν κανείς
ότι είναι άξιο του Θεού, λέγοντας, ότι, όπως η παράβαση οδήγησε στη
φθορά, έτσι η μετάνοια οδηγεί πάλι στην αφθαρσία. Αλλά η επάνοδος στην
αφθαρσία με μετάνοια, θα προϋπόθετε πάλι τον Θεό εκτεθειμένον από
πλευράς του. Διότι θα αποδεικνυόταν πάλι ανειλικρινής, εφόσον οι
άνθρωποι δεν θα βρισκόταν κάτω από την εξουσία του θανάτου, (όπως
νομοθέτησε ο Θεός). Άλλωστε η μετάνοια δεν επαναφέρει από την φυσική
κατάσταση, αλλά δίνει μόνο άφεση των αμαρτημάτων. Εάν λοιπόν ήταν μόνο
αμαρτήματα και δεν επακολουθούσε η φθορά, θα ήταν ωφέλιμη η μετάνοια.
Εφόσον όμως με την πρώτη παράβαση οι άνθρωποι κυριαρχούνταν από τη
φυσική φθορά, και τους αφαιρέθηκε το χάρισμα του «κατ’ εικόνα». Τι άλλο
έπρεπε να γίνει; ή ποιόν θα χρειαζόταν για να τους επαναφέρει στο
χάρισμα αυτό παρά τον Λόγο του Θεού, ο οποίος δημιούργησε τα πάντα από
το μηδέν από την αρχή; Αυτός και πάλι έχει την εξουσία να οδηγήσει το
φθαρτό στην αφθαρσία και περισώσει απέναντι σε όλους το κύρος του Πατέρα
του. Επειδή λοιπόν είναι Λόγος του Πατέρα και βρίσκεται υπεράνω όλων,
επομένως μόνον αυτός μπορεί και να ξαναχτίσει τα πάντα και να πάθει για
χάρη όλων και να μεσιτεύσει προς τον Πατέρα υπέρ όλων.
Γι’
αυτό λοιπόν ο ασώματος και άφθαρτος και άϋλος Λόγος του Πατέρα έρχεται
στη δική μας χώρα, χωρίς βέβαια και προηγουμένως να βρίσκεται μακρυά,
διότι από κανένα σημείο της κτίσεως δεν απουσιάζει, αλλά γεμίζει εξ
ολοκλήρου τα σύμπαντα υπάρχοντας μαζί με τον Πατέρα του. Και έρχεται να
εμφανιστεί, κατά συγκατάβαση, από φιλανθρωπία προς εμάς.
Και επειδή είδε
να χάνεται το λογικό γένος και να βασιλεύει ο θάνατος επάνω τους δια
της φθοράς· βλέποντας ότι η απειλή εναντίον της παραβάσεως ενίσχυε τη
φθορά σε βάρος μας και ότι ήταν αβάσιμο να καταργηθεί ο νόμος προτού να
εκπληρωθεί· βλέποντας το ανάρμοστο σ’ αυτά που συνέβησαν, ότι
καταστρέφονταν αυτά τα οποία δημιούργησε ο ίδιος· βλέποντας ακόμη και
την υπερβολική κακία των ανθρώπων και ότι λίγο λίγο την αύξησαν επάνω
τους αβάστακτα· βλέποντας επίσης ότι όλοι οι άνθρωποι ήσαν υπεύθυνοι για
τον θάνατο, σπλαγχνίστηκε το γένος μας και συμπάθησε την αδυναμία μας
και συγκατέβη στη φθορά και μη υποφέροντας την κυριαρχία του θανάτου,
για να μη χαθεί το πλάσμα του και αποβεί μάταιο το έργο του Πατέρα του
στους ανθρώπους, λαμβάνει σώμα για τον εαυτό του και μάλιστα όχι
διαφορετικό από το δικό μας» (2).
Ο
ιερός Δαμασκηνός στο επόμενο απόσπασμα, το μυστικό νόημα του γεγονότος
της Γεννήσεως του Χριστού, το βλέπει στην ανανέωση του ανθρώπου που
συντελείται μ’ αυτήν: «Επειδή, εξαιτίας της επιθέσεως του αρχέκακου
δαίμονα εξαπατήθηκε ο άνθρωπος και δεν φύλαξε την εντολή του Δημιουργού
και γυμνώθηκε από τη χάρη και έβγαλε από πάνω του σαν ρούχο την παρρησία
προς το Θεό και σκέπασε τη γύμνια του με τη σκληρότητα της αθλίας ζωής –διότι αυτό είναι τα φύλλα της συκιάς (Γεν. γ΄ 7)- και τύλιξε τον εαυτό
του με τη νέκρωση, δηλαδή με τη θνητότητα και την υλοφροσύνη της σάρκας
(Γεν. γ΄ 21) –διότι αυτό είναι το ρούχο των δερμάτων– και σύμφωνα με τη
δικαία κρίση του Θεού εξορίστηκε από τον Παράδεισο (Γεν. γ΄ 24), και
καταδικάστηκε σε θάνατο και εξουσιάστηκε από τη φθορά (Γεν. γ΄ 19), δεν
έμεινε αδιάφορος ο σπλαγχνικός Θεός, που μας έδωσε την ύπαρξη και μας
χάρισε την καλή ύπαρξη, αλλά αφού προηγουμένως με πολλούς τρόπους μας
καθοδήγησε, σαν παιδιά, και μας κάλεσε να επιστρέψουμε, με στεναγμούς
δηλαδή και τρόμους (Γεν. δ΄ 12), με τον κατακλυσμό (Γεν. στ΄ 17) και την
παρ' ολίγο εξολόθρευση όλου του ανθρωπίνου γένους, με το ανακάτωμα και τον
χωρισμό των γλωσσών (Γεν. ια΄ 7), με τις εμφανίσεις των αγγέλων (Γεν.
ιθ΄ 1 εξ.), με τον εμπρησμό των πόλεων (Γεν. ιθ΄ 24), με τις εικονικές
εμφανίσεις του Θεού (Εξ. γ΄ 4 εξ.), με τους πολέμους (Εξ. ιζ΄ 8), με τις
νίκες (Εξ. ιζ΄ 11), με τις ήττες (Εξ. ιζ΄ 11), με τα «σημάδια» και τα
καταπληκτικά έργα (Δευτ. δ΄ 34), με τα διάφορα θαύματα, με τον νόμο
(«Εξ. κδ΄ 12), με τους προφήτες, που το κήρυγμα τους είχε σκοπό την
κατάργηση της αμαρτίας, που με πολλές διακλαδώσεις απλώθηκε και
υποδούλωσε τον άνθρωπο και σώριασε πάνω στη ζωή του όλα τα είδη της
κακίας, και την επιστροφή του ανθρώπου στο καλό (Ησ. α΄ 16 εξ.).
Επειδή
δηλαδή ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο εξαιτίας της αμαρτίας (Ρωμ. ε 12)
σαν κάποιο άγριο και ανήμερο θηρίο, και αφάνισε την ανθρώπινη ζωή,
έπρεπε αυτός που επρόκειτο να την λυτρώσει να είναι αναμάρτητος (Β΄Κορ.
ε΄ 21) και να μην είναι εξαιτίας της αμαρτίας υπόλογος στον θάνατο, και
ακόμη έπρεπε να ενισχυθεί και να ανανεωθεί η φύση (Εφεσ. β΄ 15, δ΄ 24),
και να καθοδηγηθεί και να διδαχθεί με έργα τον δρόμο της αρετής (Α΄Πετρ. β΄ 21 εξ.), ο οποίος οδηγεί μακριά από τη φθορά και κατευθύνει
στην αιώνια ζωή.
Τέλος φανερώνει γι’ αυτόν τον άνθρωπο το μέγα πέλαγος
της φιλανθρωπίας του. Διότι ο ίδιος ο Δημιουργός και Κύριος παίρνει
επάνω του τον αγώνα για χάρη του πλάσματός του, και γίνεται με τη ζωή
του διδάσκαλος. Και επειδή ο εχθρός παραπλάνησε τον άνθρωπο με δόλωμα
την ελπίδα ότι θα γίνει Θεός (Γεν. γ΄ 5), παραπλανάται κι αυτός με το
προκάλυμμα της σάρκας, και εκδηλώνεται συγχρόνως η αγαθότητα και η
σοφία, η δικαιοσύνη και η δύναμη του Θεού. Εκδηλώνεται η αγαθότητα, διότι
δεν περιφρόνησε το αδύνατο πλάσμα του, αλλά το σπλαγχνίστηκε, όταν
έπεσε, και του άπλωσε το χέρι.
Η
δικαιοσύνη πάλι, διότι, όταν νικήθηκε ο άνθρωπος, δεν κινεί άλλον να
νικήσει τον τύραννο, ούτε αποσπά με τη βία τον άνθρωπο από τον θάνατο,
αλλά αυτόν που ο θάνατος τον υποδούλωσε κατά τον παλαιό καιρό εξ αιτίας
των αμαρτιών, αυτόν ο αγαθός και δίκαιος Θεός τον έκανε πάλι νικητή, και
ξανααπόκτησε τον άνθρωπο με τον όμοιό του, πράγμα που ήταν πολύ
δύσκολο. Η σοφία πάλι εκδηλώνεται, διότι βρήκε για τη μεγάλη δυσκολία
μεγαλοπρεπέστατη λύση. Διότι με την ευαρέσκεια (Ματθ. γ΄ 17) του Θεού
και Πατέρα, ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός, που είναι στον
κόλπο του Θεού και Πατέρα (Ιωάν. α΄ 18), ο ομοούσιος με τον Πατέρα και
με το Άγιο Πνεύμα, ο προαιώνιος, ο άναρχος, που ήταν στην αρχή (Ιωάν. α΄
1) και που ήταν με τον Θεό και Πατέρα, και που ήταν Θεός (Ιωάν. α΄ 1), ο
οποίος είχε θεϊκή μορφή (Φιλιπ. β΄ 6), αφού έγειρε τους ουρανούς
έρχεται κάτω στη γη (Ψαλμ. ιζ΄ 10), δηλαδή αφού ταπείνωσε το ύψος του
που δεν ταπεινώνεται, χωρίς να χάσει τη δόξα του, εκδηλώνει στους
δούλους του επιείκεια και ανέκφραστη μακροθυμία και ακατάληπτη –διότι
αυτό σημαίνει η λέξη κατάβαση– και ενώ είναι τέλειος Θεός, γίνεται
τέλειος άνθρωπος, και πραγματοποιεί το πρωτάκουστο από όλα τα νέα, τη
μοναδική καινοτομία κάτω από τον ήλιο (Εκκλ. α΄ 9) με την οποία
φανερώνεται η άπειρη δύναμη του Θεού. Διότι τι μεγαλύτερο υπάρχει από το
να γίνει ο Θεός άνθρωπος;
Και
ο Λόγος σαρκώθηκε (Ιωάν. α΄ 14). Χωρίς να μεταβληθεί η θεία φύση του,
από το Άγιο Πνεύμα και από τη Μαρία την Αγία και Αειπάρθενο και Θεοτόκο
(Ματθ. α΄ 18, Λουκ. α΄ 35), και ο μόνος φιλάνθρωπος γίνεται μεσίτης (Α΄Τιμ. β΄ 5) μεταξύ Θεού και ανθρώπων, χωρίς να συλληφθεί στην άσπιλη
μήτρα της Παρθένου από θέλημα άντρα (Ιωάν. α΄ 13), ή επιθυμία, ή επαφή με
άντρα, ή από γέννηση που ήταν καρπός ηδονής, αλλά από το Άγιο Πνεύμα, και
με τον τρόπο της αρχικής δημιουργίας του Αδάμ. Και κάνει υπακοή στον
Πατέρα (Φιλ. β΄ 8) θεραπεύοντας τη δική μας παράβαση με το ανθρώπινο
σώμα που πήρε από εμάς, και με το να γίνει σε μας τύπος υπακοής, χωρίς
την οποία δεν είναι δυνατόν να απολαύσουμε τη σωτηρία».(3)
Για
ανάπλαση του ανθρώπου μας λέει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, η οποία
ανάπλαση πραγματοποιείται με τη σάρκωση του Λόγου του Θεού:
«Ψάλλει
κάπου προς τον Θεό ο Δαβίδ, που εξαιτίας εκείνου (του Χριστού) που τώρα
γεννήθηκε από την Πατριά του είναι Θεοπάτωρ· «τα χέρια σου με έκαναν και
με έπλασαν, συνέτισε με και θα μάθω τις εντολές σου» (Ψαλμ. ριη΄ 73).
Γιατί το λέει αυτό; Διότι μόνο στα χέρια του πλάστη βρίσκεται το να
δίνει την πραγματική κατανόηση. Όποιος συνετίσθηκε και κατανόησε την
τιμή που έλαβε η φύση μας από τον Θεό με το να πλασθεί από τα χέρια του
κατά την εικόνα, αφού αντιληφθεί τη φιλανθρωπία του, θα προστρέξει σ’
αυτόν, θα ακούσει και θα μάθει τις εντολές του. Πόσο περισσότερο, αν
κατανοήσει κατά το δυνατόν το μέγα αυτό μυστήριο της αναπλάσεως και
ανακλήσεως μας;
Όταν έπλασε με το χέρι του τη φύση μας από τη γη και
εμφύσησε ο ίδιος ζωή, αυτός που όλα τα άλλα τα δημιούργησε μόνο με τον
λόγο, την άφησε να κατευθύνεται από τους δικούς της λογισμούς, εφόσον
ήταν κτισμένη λογική και κυρία της γνώμης της. Αυτή τότε, απομονωμένη,
εξαπατήθηκε από τη συμβουλή του πονηρού και μη μπορώντας να αντέξει την
επιβουλή δεν φύλαξε το φυσικό, αλλά γλίστρησε προς το αφύσικο. Γι’ αυτό
τώρα όχι μόνο την αναπλάθει με το χέρι κατά παράδοξο τρόπο, αλλά και την
κρατά κοντά του, αφού όχι μόνο την πήρε και τη σήκωσε από την πτώση,
αλλά και την ντύθηκε υπερφυσικά και συνδέθηκε μ’ αυτήν αδιαιρέτως και
γεννήθηκε Θεός μαζί και άνθρωπος από γυναίκα, για να αναλάβει την ίδια
εκείνη φύση που έπλασε στους προπάτορες, μάλιστα από παρθένο γυναίκα,
για να κάνει νέο τον άνθρωπο.
Πραγματικά,
αν ήταν από (ανθρώπινο) σπέρμα, δεν θα ήταν νέος άνθρωπος, ούτε -αφού
θα ήταν της παλιάς μερίδας και κληρονόμος εκείνον τον πταίσματος- θα
μπορούσε να δεχτεί μέσα τον το πλήρωμα της άφθαρτης θεότητας και να
γίνει ανεξάντλητη πηγή τον αγιασμού. Και έτσι όχι μόνον εκείνων των
προπατόρων, δεν θα μπορούσε να αποπλύνει με περίσσια δύναμη τον μολυσμό
της αμαρτίας, αλλά ούτε στους απογόνους τους δεν θα επαρκούσε για
αγιασμό. Όπως, δηλαδή, δεν πρόκειται να αρκέσει σε μια πόλη νερό που
βρίσκεται σε σκεύος για να πίνει διαρκώς, αλλά χρειάζεται να φέρει πηγή,
οπότε ποτέ δεν θα παραδοθεί στους εχθρούς από δίψα, έτσι δεν μπορούσε
να αρκέσει για συνεχή αγιασμό σε όλους, ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος που
έχει αποκτήσει από μετοχή την ιδιότητα τον να αγιάζει, αλλά η κτίση
χρειαζόταν μια κρήνη που να έχει μέσα της την πηγή και με τον τρόπο αυτό
όσοι την πλησιάζουν και χορταίνουν από αυτήν να μένουν ανίκητοι από
αυτούς που επιτίθενται εναντίον των εμφύτων ασθενειών και στερήσεων της. Γι’ αυτό δεν ήλθε άγγελος ούτε άνθρωπος, αλλά ήλθε ο ίδιος ο Κύριος και
μας έσωσε, αφού έγινε για μας κατά τον τρόπο μας άνθρωπος και έμεινε
αναλλοίωτος Θεός.
Οικοδομώντας τώρα τη νέα Ιερουσαλήμ και ανεγείροντας
για τον εαυτό τον ναό με ζωντανούς λίθους και συνάγοντάς μας ως ιερά και
παγκόσμια Εκκλησία, εγκαθιστά στο θεμέλιο Της, που είναι ο Χριστός
(Εφεσ. β΄ 20) την ακένωτη πηγή της χάρης. Διότι η πλήρης ζωή και
δεσποτική και αΐδιος, η πάνσοφη και παντοδύναμη φύση ενώνεται μ’ εκείνη
τη φύση που από αβουλία απατήθηκε και από ασθένεια υποδουλώθηκε στον
πονηρό και από στέρηση θείας ζωής είναι πεταμένη στους μυχούς του άδη,
για να εισφέρει σ’ αυτήν σοφία και δύναμη και ελευθερία και αδιάπτωτη
ζωή» (4).
Του Γεωργίου Β. Μαυρομάτη
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1) Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΛΗ΄, Εἰς τά Θεοφάνεια εἴγουν γενέθλια τοῦ Σωτῆρος , 13, ΕΠΕ 5, σελ. 57-61.
(2) Μεγάλου Αθανασίου, Περί ἐνανθρωπήσεως 4-8, ΕΠΕ 1, σελ. 237-245 (αποσπάσματα ).
(3) Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως Γ΄ 1, ΕΠΕ 1, σελ. 279-283.
(4) Γρηγορίου Παλαμά, Ὁμιλία ΝΗ΄ 8-9, ΕΠΕ 11, σελ. 465-469.