Περὶ μετανοίας. Λόγος Ε’


Άγ. Μάξιμος ο Γραικός

Δὲν θὰ ζήσουμε, ψυχή μου, τὸν χρόνο τῆς παρούσης ζωῆς μας μέσα στὴν ὀκνηρία, τὴν ἀπραγία καὶ τὴν ἀνοησία, σὰν ἄπειρα νήπια, θεωρῶντας ὅτι εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὴν σωτηρία μας ἡ παραμονή μας σὲ αὐτὸν τὸν τόπο, τὸν ἀπρόσιτο στὶς γυναῖκες καὶ τοὺς κοσμικοὺς ἀνθρώπους, γιατί ἔτσι θὰ μείνουμε στὴν πλάνη. Διότι καὶ στὰ ἀρχαῖα χρόνια, στοὺς Ἰσραηλῖτες, ποὺ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ὑψίστου καὶ μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Μωυσῆ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὸν Φαραώ, δὲν ἦταν ἀρκετὸ γιὰ τὴν εὐσέβειά τους τὸ γεγονὸς, ὅτι πέρασαν σαράντα χρόνια σὲ τόπο ἀπρόσιτο, δηλαδὴ στὴν ἔρημο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν διατήρησαν τὴν σοφὴ πίστη στὸν Θεό, ποὺ τοὺς ἔσωσε ἀπὸ ἀναρίθμητες δυσκολίες.

Δὲν ἀρκοῦν τὰ ἄθλια αὐτὰ κουρέλια, ψυχή μου, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριο τῶν πάντων. Μὲ ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὴν διαμονὴ στὴν ἔρημο, ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀπόλυτη σιωπὴ καὶ μὲ τὸ ἄλλο, ἡ ἀπόλυτη ταπείνωση. Ἐὰν ὅμως καὶ στὸ πρῶτο καὶ στὸ δεύτερο, κάποιος περιβάλλεται μὲ δόξα καὶ κοσμικὲς μέριμνες, αὐτὸς δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὸν σκύλο ποὺ ἐπιστρέφει στὰ ξεράσματά του, κατὰ τὸν λόγο τοῦ μεγαλυτέρου τῶν ἀποστόλων.

Αὐτὰ τὰ μαῦρα κουρέλια, ψυχή μου, ἀποτελοῦν τὴν εἰκόνα τοῦ θρήνου καὶ τῆς νεκρώσεως, ἡ ὁποία ἀφορᾶ ἐμᾶς, ποὺ ἐπιλέξαμε νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας πάντοτε νεκρωμένο ἑκουσίως γιὰ τὴν παροῦσα ζωή. Ἡ νέκρωση αὐτὴ συνίσταται, στὸ νὰ μισοῦμε πάντοτε ὁλόψυχα κάθε σαρκικὴ ἡδονὴ καὶ κάθε ἐπίγεια δόξα καὶ νὰ ζοῦμε ἀφιλοκερδῶς καὶ ὅσια, ἀποκτῶντας τὰ ἀναγκαῖα ἀπὸ τὴν δουλειά μας καὶ θεωρῶντας τὴν ἔνδεια ὡς μεγάλο πλοῦτο. Ἂν ὅμως καὶ πάλι ἀνόητα περιβάλλουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἀπληστία, δόξα, οἰνοποσία, γέλια, μὲ τὰ ὁποῖα συνήθως ἑνώνεται κάθε ἄνομη ἐπιθυμία, τότε δὲν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία, ὅτι θὰ παραδοθοῦμε στὰ ἀπόλυτα βάσανα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ψευδόμαστε ἑκούσια καὶ συνειδητά, ἀντίθετα πρὸς τοὺς ὅρκους ποὺ δώσαμε. Τί μπορεῖ νὰ εἶναι χειρότερο ἀπὸ αὐτό; Καλύτερα, λέγει ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν ὑποσχεθοῦμε καὶ νὰ ἐκτελέσουμε, παρὰ νὰ ὑποσχεθοῦμε καὶ νὰ ψευσθοῦμε. Καὶ ὁ θεῖος ψαλμωδὸς διαλαλεῖ: «Ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλούντας τὸ ψεῦδος».

Ὁ Χριστός, ψυχή μου, δὲν εὐχαριστεῖται μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ τόπου καὶ τῆς ἀμφιέσεως, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, ἀλλὰ μὲ τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀπόκτηση διαφόρων ἀρετῶν, ποὺ στηρίζονται στὴν τελεία πίστη. Καί, ὅπως μὲ τὴν βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ξέφυγες ἀπὸ τὰ δίχτυα τῆς νοερῆς Αἰγύπτου, δηλαδὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἔτσι προσπάθησε μὲ ὅλη τὴν δύναμή σου, κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τῆς πίστης καὶ μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, νὰ ξεφύγεις ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ σὲ κυριεύει καὶ πάντοτε ἐπιτίθεται ἐναντίον σου μὲ δύναμη καὶ μένος. Καὶ μὴ σταματᾶς νὰ τρέχεις γιὰ νὰ γλυτώσεις ἀπὸ αὐτόν, μέχρις ὅτου δεῖς νὰ τὸν πνίγει ἡ ἰσχυρὴ δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου μέσα στὴν ἄβυσσο τῆς φωτιᾶς μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἅρματα καὶ τοὺς δυνατοὺς ὁπλοφόρους του. Τότε θὰ δεῖς τὸν ἑαυτό σου νὰ τὸν σκεπάζει ἡ θεία νεφέλη τοῦ Παρακλήτου, ὁ ὁποῖος δροσίζει τὴν φλόγα ποὺ προκαλοῦν μέσα σου οἱ ἀσώματοι ἐχθροὶ, μὲ τὶς φλογερὲς σκέψεις τῶν ἀπαίσιων ἐπιθυμιῶν. Θὰ σὲ ὁδηγήσει πρὸς τὴν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ὄχι τὸ πῦρ ἀλλὰ ἡ καθαρότητα τοῦ ζῶντος φωτός. Ἡ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας δὲν εἶναι ἐκείνη, ποὺ μοίρασε στοὺς Ἰσραηλῖτες ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυή, ἀλλὰ αὐτὴ, ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ πρωτότοκος ὅλων τῶν ζώντων ὁ «ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων», ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἀπὸ τὴν πανάχραντη καὶ Παναγία Παρθένο, ὁ Χριστὸς Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος πρῶτος εἰσῆλθε ἐκεῖ, ἀφοῦ νίκησε τὸν θάνατο.

Νὰ εἶσαι πάντοτε σὲ ἐγρήγορση, ψυχή μου, ἐπειδὴ ὁ νοερὸς Φαραὼ ποὺ σὲ κυνηγᾶ δὲν παύει νὰ ἐφευρίσκει κακὸ ἐναντίον σου. Μὴν περιμένεις, ἀγαπημένη μου ψυχή, νὰ πάψουν οἱ δοκιμασίες ποὺ αὐτὸς μηχανεύεται εἰς βάρος σου. Ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν φύση του εἶναι φθονερὸς καὶ θρασύς, ἡ ὀργή του δὲν ὑποχωρεῖ ποτέ, ἀλλὰ πάντοτε προσπαθεῖ νὰ σὲ ρίξει στὸ πῦρ τῶν βασάνων. Ἐπίσης μὴν τὸν ἐμπιστεύεσαι, ὅταν ὑποχωρεῖ, ἐπειδὴ τότε ἀκριβῶς προσπαθεῖ μὲ ξεχωριστὴ πονηριὰ νὰ σὲ ἁρπάξει. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, αὐτὸς ὁ κάκιστος προσπαθεῖ νὰ σὲ ὑποτάξει, ὁδηγῶντας σὲ μακριὰ ἀπὸ τὴν συνεχῆ καὶ σταθερῆ νήψη σου, γιὰ νὰ σὲ βρεῖ ὀκνηρὴ καὶ νὰ σὲ πετύχει, μὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ψυχοφθόρα βέλη του ἢ μὲ τὴν ὀλέθρια ὑπερηφάνεια, νὰ σὲ βγάλει ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ σὲ μεγαλύτερες ἀρετές. Ἐπειδὴ εἶναι νοῦς πολὺ ἔμπειρος στὴν ἐξεύρεση τοῦ κακοῦ, ξέρει τί ὄφελος ἔχουμε, ὅταν εἴμαστε νηφάλιοι, παρὰ τὶς δυστυχίες ποὺ μᾶς ἐπιφέρει, ἀφοῦ εἴμαστε προστατευμένοι ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή, ὅταν εἴμαστε νηφάλιοι, οἱ δυστυχίες ποὺ μᾶς δίνει μποροῦν νὰ γίνουν γιὰ ἐμᾶς αἰτία μεγάλων ἐπαίνων, ὅπως ἡ πάλη μὲ ἕναν δυνατὸ ἀντίπαλο παρέχει στὸν ἔμπειρο παλαιστὴ τὴν δυνατότητα νὰ λάβει μεγάλους ἐπαίνους. Μπορεῖς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Σωτῆρος σου νὰ ξεφύγεις ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ὀλέθριου Φαραὼ καὶ νὰ περάσεις τὰ βάθη τῶν φλογερῶν παθῶν τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης διὰ ξηρᾶς καὶ ὄχι διὰ θαλάσσης, ὅπως μυστικῶς μᾶς διδάσκει ὁ θεόπνευστος λόγος. Ἂν λοιπὸν περάσεις μέσα στὴν πτώχεια καὶ τὴν ἔνδεια, καὶ μάλιστα μὲ τὰ πόδια καὶ ὄχι ἐπάνω στὸ ἄλογο, δηλαδὴ συνειδητοποιῶντας πάντοτε στὶς σκέψεις σου τὴν ταπεινότητα καὶ τὴν μεγάλη ἀναξιότητά σου, τότε θὰ ἐγκατασταθεῖς στὸ Σινᾶ, μέσα στὴν ἔρημο, δηλαδὴ θὰ φθάσεις τὴν ἱερὰ οἰκία τῆς ἀπάθειας, ποὺ εὐφραίνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Νὰ προσέχεις, ἀκόλαστη, νὰ μὴν πέσεις καὶ ἐσὺ σὲ κάποιο μανιῶδες πάθος, ὅπως οἱ ἀχάριστοι ἄνθρωποι. Νὰ μὴν παραδοθεῖς στὴν λαιμαργία, τὴν οἰνοποσία καὶ τοὺς χορούς, γιὰ νὰ μὴν θεωρήσεις τὴν κοιλιά σου σὰν τὸ πιὸ ἀκριβὸ καὶ τὸ πιὸ ἱερὸ πρᾶγμα καὶ νὰ μὴν τὴν προσκυνήσεις, ὅπως προσκύνησαν τὸν μόσχο, καὶ χάσεις τὰ μέλλοντα ἀγαθά, ὅπως ἐκεῖνοι ποῦ ἔχασαν τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἔτσι, δὲν θὰ παραδοθεῖς σὲ ἀτελείωτα βάσανα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ ὑποφέρεις χειρότερα ἀπὸ ὅλους, ποὺ ζοῦσαν πρὶν ἀπὸ τὸν νόμο. Ἂν ὅμως πράγματι ἀγαπᾶς τὸν Χριστό, τὸν Βασιλέα σου, ποὺ ὑπέμεινε γιὰ χάρη σου σταυρικὸ θάνατο, τότε προσπάθησε μὲ ὅλη τὴν δύναμή σου νὰ ἐμφυσήσεις στὴν ψυχή σου τὴν θεία ἀγάπη Του.

Αὐτὸ θὰ τὸ πετύχεις, μόνο ἂν ἐλέγξεις ἀρκετὰ ὅλες τὶς ἐπιθυμίες σου. Καὶ θὰ τὶς ἐλέγξεις, μόνο ἂν ἐμφυσήσεις στὴν καρδιά σου τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸν τὸν φόβο θὰ τὸν ἀποκτήσεις, ἂν διώξεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου κάθε ἀμφιβολία, ἀλλὰ καὶ ἐπιθυμία νὰ φαίνεσαι σοφή, καὶ ἂν ἀκολουθήσεις ὡς ἄκακο παιδὶ τὸν Κύριό σου τηρῶντας τὶς ἐντολὲς Τοῦ. Ὅπως ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἐκτέλεση ὅλου του νόμου, ἔτσι καὶ ἡ πίστη εἶναι τὸ θεμέλιο ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀρετῶν. Ἀπὸ τὴν πίστη γεννιέται ὁ φόβος, καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, διὰ τῆς ὁποίας ὁ νοῦς πληροῦται ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα. Ἀφοῦ ἀξιωθεῖς αὐτά, νὰ σκέπτεσαι ταπεινὰ θεωρῶντας τὸν ἑαυτό σου σκόνη, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνεις πάντοτε τὶς θειες εὐλογίες.

Πηγή